Σκοπός της ζωής είναι η ευτυχία

Σχόλιο στο «Ave verum corpus» K.618
Michael Mathias Prechtl (1926-2003): «Ο καλός ποιμήν Αμαντέ» (Der gute Hirte Amadé), 1999, ακουαρέλα, σέπια, σε παλιό χειροποίητο χαρτί του Β’ μισού του 18ου αιώνα, 34Χ22 εκ. Το πνευστό όργανο που κρατάει ο Μότσαρτ είναι το βομβάρδο (Bombart)—πρόγονος του όμποε
Michael Mathias Prechtl (1926-2003): «Ο καλός ποιμήν Αμαντέ» (Der gute Hirte Amadé), 1999, ακουαρέλα, σέπια, σε παλιό χειροποίητο χαρτί του Β’ μισού του 18ου αιώνα, 34Χ22 εκ. Το πνευστό όργανο που κρατάει ο Μότσαρτ είναι το βομβάρδο (Bombart)—πρόγονος του όμποε

Γιόχαν Κρίζοστομ Βόλγφκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (Johann Chrysostom Wolfgang Amadeus Mozart, γ. Σάλτσμπουργκ, 27.1.1756, θ. Βιέννη, 5.12.1791): Ave verum corpus K. 618 (Μοτέτο για τετράφωνη μεικτή χορωδία, έγχορδα και εκκλησιαστικό όργανο σε ρε μείζονα, σε λατινικό ευχαριστιακό κείμενο της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Χρονολογία σύνθεσης: 17 Ιουνίου 1791. Διάρκεια από 2:50 έως 3:00 λεπτά)



Η θεολογία του νοήματος

Το κείμενο (γιατί αυτή η μουσική σύνθεση πηγάζει από α) ένα κείμενο, β) μια βιοτική ανάγκη, γ) μια ακόμη, πρακτική, και δ) μια άτρεπτη και αναπότρεπτη δημιουργική ροπή προς τη μουσική έκφραση):

Ave, verum corpus, natum 1
de Maria Virgine2:
Vere passum, immolatum ³
in cruc e pro homine·4
Cuius latus perforatum5
unda fluxit et sanguine.6
Esto nobis praegustatum 7
in mortis examine.8

Χαίρε, σώμα αληθινό, γεννημένο 1
από την Παρθένο Μαρία 2
που υπέφερες αληθινά και θυσιάστηκες 3
πάνω στο σταυρό για τους ανθρώπους· 4
[σώμα] που σου κέντησαν το πλευρό 5
και έτρεξε αίμα και
νερό,6
γίνε για μας πρόγευση
[ουρανού] 7

σε δοκιμασία θανάτου.8


Το φτωχικό ποιητικά (τυποποιημένη στιχοπλοκή—αδέξια μετρική— χοντροκομμένη μνημοτεχνική ρυθμολογία με φωνηεντική συνήχηση στις δυο τελευταίες συλλαβές—παράταξη από παλιοκαιρισμένες χρωματιστές χαλκομανίες στο κονισαλέο παιδικό βιβλικό αναγνωσματάριο, το λησμονημένο σε κάποια ασύχναστη από ενοίκους σοφίτα, που την αλήθεια τους δεν μπήκε κανείς ποτέ στον κόπο να την αμφισβητήσει—είναι το ίδιο αναμφισβήτητη με το ίδιο το γεγονός της παιδικής ηλικἰας), καλογερίστικο λατινικά, ανώνυμα ταπεινό, ανασυρμένο από κάποια μεσαιωνικά ανάλεκτα φραγκισκανών καλογέρων της Κεντρικής Ιταλίας, υμνικό κατάλοιπο, Ave verum corpus, μοιράζεται σε τέσσερα δίστιχα εδάφια (1-2, 3-4, 5-6 και 7-8) όπου περιοδολογείται χρονικά και άχρονα το νόημα του μεγάλου θεολογικού μυστήριου της Θείας Ευχαριστίας. Κάθε εδάφιο επιχειρεί με μια απίστευτα χαριτωμένη αφέλεια να επιτελέσει το ακατόρθωτο: να εγκιβωτίσει σε βροντερά και ερμητικά λατινικά το ανείκαστον—κάτι που υπερβαίνει τη δυνατότητα να το φανταστούμε, πόσο μάλλον να το δούμε. Τον μελισμό—μοιρασιά σε μπουκιές, του σώματος ενός «ανέκφραστου, απερινόητου, αόρατου, ακατάληπτου», αεἰ όντος, υπό μορφή ολοκληρωμένου νοήματος: είδος νοητής θεοφαγικής μεταφοράς που καλούνται να επιτελέσουν οι κοινωνούντες, κυριολεκτικά, των αχράντων, σώματος και αίματος του θεού.

Κατά σειρά τα συμβαίνοντα:

Στο πρώτο εδάφιο (στίχοι 1-2): Επιφάνια και Χαιρετισμός του θεϊκού σώματος και θαύματος—παραδοχής αειπάρθενης γέννησης.

Στο δεύτερο εδάφιο (στίχοι 3-4): Παραδοχή της αλήθειας του σταυρικού μαρτυρίου και ταυτόχρονα αναλογισμός της θυσίας και του πάθους του σώματος για τη μυστηριώδη σωτηρία των ανθρώπων.

Στο τρίτο εδάφιο (στίχοι 5-6): Αιφνίδιος αφηγηματικός εικαστικός ρεαλισμός με το επεισόδιο της λόγχης, του κεντήματος της πλευράς του Ιησού, με σκοπό όχι την ποιητική ενάργεια αλλά την ομοιοπαθητικής μαγείας σύνδεση με το αίμα που θα προγευτούν οι κοινωνούντες στο επόμενο εδάφιο.

Στο τέταρτο εδάφιο (στίχοι 7-8): Ουδέτερη προτροπή στοχαστική, διδακτική ακόμα και πρακτικά καθοδηγητική κοινωνίας εν ώρα και καιρώ θανάτου.

Η βιοτική ανάγκη (μαζί και η πρακτική)

Ο Μότσαρτ στον Άντον Στολ στο Μπάντεν:¹

[Βιέννη, τέλη Μαΐου 1791]

liebster Stoll!

seyens kein Schroll!

Αγαπητέ Στολ μην είστε μπούρδας! [εδώ, αμετάφραστο λογοπαίγνιο με το επώνυμο Stoll που ομοιοκαταληκτεί με το schroll ] Πρώτον, θα ήθελα να ξέρω αν ήταν χτες μαζί σας ο Στάντλερ […] Δεύτερον, σας παρακαλώ να κλείσετε ένα μικρό σπίτι για τη γυναίκα μου. Δύο δωμάτια της αρκούν, ή ένα δωμάτιο και ένα καμαράκι, αλλά το σημαντικότερο είναι να βρίσκονται στο ισόγειο. Κατά τη γνώμη μου, το καλύτερο σπίτι είναι εκείνο που νοίκιαζε ο Γκόλντχαν, στο ισόγειο του χασάπη. Πηγαίνετε σας παρακαλώ πρώτα εκεί, μπορεί να είναι ακόμα ξενοίκιαστο. Η γυναίκα μου θα έρθει το Σάββατο ή το αργότερο τη Δευτέρα. Αν δεν μπορούμε να πιάσουμε αυτό, να βρούμε τουλάχιστον ένα άλλο κάπως κοντά στα λουτρά, αλλά οπωσδήποτε σε ισόγειο. Και το ισόγειο του συμβολαιογράφου, εκεί που έμενε ο Δρ. Αλτ, καλό είναι, αλλά το καλύτερο είναι του χασάπη. Τρίτον, θα ήθελα να ξέρω αν παίζει ακόμα το θέατρο στο Μπάντεν. Σας παρακαλώ να μου απαντήσετε το ταχύτερο και στα τρία θέματα.

    Μ  Ο  Τ Σ  Α  Ρ  Τ

[…]

Υ.Γ.: Πιο ηλίθιο γράμμα δεν έχω γράψει στη ζωή μου· αλλά για σας είναι ό,τι πρέπει.

Το σπιτάκι βρέθηκε, και η Κοστάντσε Μότσαρτ, έγκυος στο έκτο παιδί και με μόνιμα προβλήματα φλεβίτιδας στα πόδια, κατέφθασε για λουτροθεραπεία στο Μπάντεν στις αρχές Ιουνίου.
Η συνείδηση και ο αδίστακτος χλευασμός της κοινοτοπίας πλάι στο οργιαστικό παιχνίδι με τη γλώσσα ήταν μέρος της προσωπικότητας του Μότσαρτ—εξάλλου ο δημοδιδάσκαλος και διευθυντής της χορωδίας στα λουτρά του Μπάντεν μπάι Βιν, λίγο έξω από τη Βιέννη, Άντον Στολ, αφενός θα ήταν μάλλον συνηθισμένος σε τέτοιου είδους μοτσάρτειες αβρότητες, αφετέρου ανταμείφθηκε πλουσιοπάροχα για την εξυπηρέτηση. Ο Μότσαρτ συναίνεσε σχεδόν αφηρημένα και ανεπίσημα να του συνθέσει ένα μικρό κομμάτι για τη χορωδία του και τις περιορισμένες δυνατότητες μουσικής εκτέλεσης της τοπικής εκκλησίας—46 μέτρα μουσικής για τετράφωνη χορωδία με τη συνοδεία περιορισμένη στα έγχορδα και το εκκλησιαστικό όργανο. Έτσι είδε το φως αυτό που «μπορεί και να το ξέχασε ολότελα αφού το αντέγραψε» (Χίλντεσχάιμερ, Μότσαρτ, 1977) και που θα κατέληγε να γίνει ένα από τα πιο κοσμαγάπητα έργα του. Το μοτέτο Ave verum corpus K. 618, χρονολογημένο στο αυτόγραφο χειρόγραφο 17 Ιουνίου 1791, αποστομωτική μαρτυρία άφταστης μουσικής οικονομίας και ωριμότητας του θαυμάσιου τελευταίου χρόνου της σύντομης ζωής του, δίπλα στον «ευγενή [ανάπηρο] κορμό» (Άλφρεντ Άινστάιν, Μότσαρτ— ο χαρακτήρας, το έργο, 1945) του Ρέκβιεμ Κ.626 και τον Μαγικό αυλό Κ. 620. «Και πάλι, από μια μικρής σημασίας ανάθεση, μαστορεύτηκε ένα μεγαλειώδες αποτέλεσμα. Η ζωή του Μότσαρτ αποτελείται από ρόλους στους οποίους προσαρμόζεται ασυνείδητα δίνοντας τον καλύτερο εαυτό του σε ό,τι και αν του ανατεθεί. Και στην περίπτωση του Ave verum corpus, ρόλος και ενσάρκωση και ατομικό εγώ έγιναν ένα. Αυτές οι δυο λαμπρές σελίδες, λοιπόν, ένα δώρο στον δημοδιδάσκαλο Στολ, ένα άψογο χειρόγραφο με όρθια γραφή, χωρίς ούτε μια διόρθωση, ένα έργο που ίσως απαίτησε λιγότερο από ώρα για να ολοκληρωθεί, μια μεγαλειώδης επίκληση σοτοβότσε, που αποσκοπούσε να επανορθώσει το «πιο ηλίθιο γράμμα δεν έχω γράψει στη ζωή μου»—αυτοί οι ετερόκλητοι παράγοντες αποκαλύπτουν πολύ χαρακτηριστικά τις μυριάδες πλευρές του Μότσαρτ· μια μυστηριώδη διπλή ζωή, και ωστόσο φαινομενικά μόνο διπλή» (Χίλντεσχάιμερ, Μότσαρτ, 1977).

Υπήρξε πιστός;

«Η θρησκευτική μουσική έπαιξε πολύ μικρό ρόλο στη ζωή του Μότσαρτ στα χρόνια της Βιέννης (την τελευταία δεκαετία της ζωής του, 1781-1791). Οι δυο μείζονες εκκλησιαστικές συνθέσεις της περιόδου—η Λειτουργία σε ντο ελάσσονα Κ. 427/Κ. 471a και το Ρέκβιεμ Κ.626—αφέθηκαν ημιτελείς. Με όλη τη σποραδική ομορφιά της η εκκλησιαστική μουσική του Μότσαρτ δεν διακρίνεται από ιδιαίτερες καινοτομίες—το πιο αξιοσημείωτο επίτευγμά της είναι μάλλον η σχεδόν τέλεια αναφορά της στο στιλ του Μπαρόκ παρά το βάθος του μουσικού στοχασμού. Και ενώ θα ήμασταν φτωχότεροι χωρίς τη Λειτουργία Κ. 427 και το Ρέκβιεμ, μερικά ακόμα απομονωμένα μέρη άλλων έργων, όπως το αλησμόνητο Laudate Dominum από τον Επίσημο Εσπερινό Κ. 339, και το Ave verum corpus K. 618—αυτό το φίνο κόσμημα του τελευταίου χρόνου της ζωής του συνθέτη—, το μεγαλείο της μουσικής κληρονομιάς του Μότσαρτ, σε αντίθεση με τον Γ.Σ. Μπαχ, δεν θα μειωνόταν κατ’ ελάχιστο ακόμα και αν δεν είχε συνθέσει ούτε μια νότα για την εκκλησία» (Τζέιμς Ρίγκμπι Τέρνερ, Τα χρόνια της Βιέννης, 1991, στον κατάλογο της έκθεσης της Βρετανικής Βιβλιοθήκης και της Βιβλιοθήκης Πίρποντ Μόργκαν, Μότσαρτ, ένα θαύμα της φύσης, για τα 200 χρόνια από το θάνατο του συνθέτη).

Και για το ζήτημα της θρησκευτικής πίστης:

«Ήταν σίγουρα πιστός, με την έννοια ότι το πνεύμα του δεν παραδόθηκε στην κριτική εξέταση του Θεού, στην αμφιβολία ή την άρνηση. Όπως η κοινωνία της εποχής, όπως και ο πατέρας του, που οι ιδέες του διαφωτισμού δεν τον συνεπήραν σε βαθμό ώστε να συμπεριλάβουν και τον αγνωστικισμό, πίστευε κι αυτός στο Θεό σαν μια μορφή εξουσίας, έναν δεσπότη της ανθρώπινης μοίρας, και, φυσικά (πράγμα που τον βόλευε), σαν καταστροφέα της ατομικής ελεύθερης βούλησης. Τον είδαμε να χρησιμοποιεί το «θέλημα Θεού» σαν καλή ευκαιρία για να αλλάξει ένα ευαίσθητο ή κουραστικό θέμα. Αλλά ποτέ δεν του πέρασε από το μυαλό να αμφισβητήσει την ύπαρξη του Θεού: είχε άλλα πράγματα να κάνει. Στις γνωριμίες του δεν περιλαμβάνονταν αγνωστικιστές ή άθεοι που θα μπορούσαν να τον επηρεάσουν […] Στους κύκλους του Μότσαρτ η Εκκλησία ως θεσμός δεν απασχολούσε κανένα· και σαν κτίριο, η εκκλησία δεν ήταν γι’ αυτόν και τόσο ιερός τόπος όσο το μέρος όπου έβρισκες το εκκλησιαστικό όργανο. Το οποίο μπορεί να μην ήταν το αγαπημένο του μουσικό όργανο, αλλά παρέμενε όργανο που θα μπορούσε να το παίξει. Αν είχε τα κέφια, διέκοπτε χωρίς να τον πολυνοιάζει την ευλαβική ατμόσφαιρα της Λειτουργίας για να χωρατέψει με καντέντσες και αυτοσχεδιαστικούς καλλωπισμούς φέρνοντας στους επίδοξους λάτρεις της πίστεως ασυγκράτητο γέλωτα […] Ο Μότσαρτ ήταν μουσικός και ποιητής δραματουργικός· η μουσική του δεν δίνει απαντήσεις στο ερώτημα για την πίστη του. Οι Λειτουργίες του ζωντανεύουν την ατμόσφαιρα της θρησκευτικής ζέσης, αυτή είναι εξάλλου και η συνειδητή τους πρόθεση· όμως δεν είναι η πίστη που τις διαπερνάει όσο η βούληση να απεικονίσουν την πίστη. Ακόμη, ακούμε συνήθως σ’ αυτές και τον πόθο του δραματουργού να γράψει όπερα. Τούτο δεν λέγεται με την πρόθεση να μειώσει την ποιότητά τους· ορισμένα από τα θρησκευτικά έργα του Μότσαρτ δεν απέχουν από το αριστούργημα. Σίγουρα έχουν στιγμές όπου είναι δύσκολο να θεωρήσουμε ότι τον Μότσαρτ δεν τον ενέπνευσε το θέμα του κειμένου του. Καθένας μας έχει να αναφέρει δικά του παραδείγματα […] Ωστόσο ποτέ δεν φαντάζομαι τον Μότσαρτ σαν «ένθερμο πιστό». Γιατί η «ένθερμη πίστη» είναι το αίσθημα που τον απασχολεί ενσυναίσθητα, το αποτέλεσμα της δημιουργικής του προσπάθειας. Είναι αυτό που κατάφερε να το ζωντανέψει, αλλά δεν εκφράζει την πνευματική του διάθεση κατά τη δημιουργική διαδικασία. Για να το ζωντανέψει, πρέπει να το ελέγχει, δεν μπορεί να κυριαρχείται από αυτό […] Αναρωτιέται κάποτε κανείς αν η αξεπέραστη, τέλεια απεικόνιση ενός θέματος συνεπάγεται και πίστη σε αυτό ή αν δεν πρόκειται στην πραγματικότητα παρά για μεγαλειώδες θέατρο». Η αμετάφραστη στα ελληνικά, ριζοσπαστική για την εποχή της, αλλά ακόμα και σήμερα, κριτική μονογραφία του Βόλφγκανγκ Χίλντεσχάιμερ, με τον λακωνικό τίτλο «Μότσαρτ» (1977) ήταν στα ματαιωθέντα εκδοτικά desiderata της Λέσχης (του δίσκου). Προχωρεί με ελεγχόμενη τόλμη, αδίστακτη ευθύτητα και επίγνωση του βαθμού αυθαιρεσίας σε θέματα τόσο αόριστα όσο τα θέματα της θρησκευτικής πίστης χωρίς να αφήνει περιθώριο για βελτιώσεις. Εξ ου και το μεγάλο παράθεμα, πρόχειρα μεταφρασμένο· μια μόνο από τις ακόμα εκτενέστερες σχετικές αναφορές του βιβλίου.

Η υπόσχεση της Δύσης

Στον απέραντο ωκεανό της βιβλιογραφικής ποικιλομορφίας τού Μότσαρτ παρατηρούνται και σημεία σύγκλισης. Ένα από αυτά είναι η γενική αναγνώριση και συναίνεση ως προς τα διακριτικά ενός ενιαίου Spätstil (=ύστερου ύφους) που αναδίνεται σαν άρωμα κοντινών λουλουδιών από τα τελευταία έργα. Μίλησαν γι’ αυτό εξαιρετικά αρκετοί μελετητές. Διαλέγω (από αμετάφραστο, και πάλι, στα ελληνικά, βιβλίο, έργο συλλογικό, επιμελημένο από εξαιρετικούς μουσικολόγους, The Mozart Companion, 1956, 1965) τον γλαφυρό Χάουαρντ Τσάντλερ Ρόμπινς Λάντον:

«Είναι προφανές πως αν είχε ζήσει, εκεί κατά το 1791 ο Μότσαρτ θα είχε περάσει το κατώφλι ενός νέου μουσικού ύφους. Ορισμένες από τις τελευταίες χρονικά συνθέσεις του υπαινίσσονται με τί θα έμοιαζε αυτή η νέα περίοδος και κάποιες άλλες περνούν το κατώφλι της. Ο Μαγικός αυλός Κ. 620, το μοτέτο Ave verum corpus Κ. 618, το μικρό Αντάτζο Κ. 356/617a και το Κουιντέτο Κ.617 για γκλασαρμόνικα, πολλά μέρη του Ρέκβιεμ Κ. 626 ανήκουν στην ίδια περίοδο. Τα κύρια χαρακτηριστικά είναι, κατά παράξενο τρόπο, αυτά που συνήθως συνδυάζουμε με το ύστερο στιλ (Spätstil, π.χ. στον Σιτς, τον Χάιντν, τον Βέρντι): τεράστια μα αβίαστη τεχνική επιδεξιότητα, αυξανόμενη ενασχόληση με προβλήματα αρμονίας, ένα είδος απόμακρης, αιθέριας απάθειας και μια αυξανόμενη τάση αφαίρεσης στο μουσικό στοχασμό. Στη σκεφτική ηρεμία των τμημάτων σε μι ύφεση μείζονα του Μαγικού αυλού, στην αδιατάρακτη ειρήνη του Ave verum corpus, ή στη χαμηλόφωνη ομορφιά του Αντάτζο, για το παράξενο όργανο της Μαριάνε Κίρχγκεσνερ, την γκλασαρμόνικα [χωρεί εδώ η σημείωση πως για το αιθέριο ποτηρόφωνο, στο διαδίκτυο επιχωριάζει η ακατάγραφη στα τρέχοντα νεοελληνικά λεξικά απόδοση «υδροκρυσταλλόφωνο»], συναντάμε έναν καινούργιο, παραιτημένον Μότσαρτ, έναν Μότσαρτ που δεν νοιαζόταν πια πραγματικά για την επίγεια αναγνώριση (ακόμα και αν χαιρόταν να βλέπει τον Μαγικό αυλό να γίνεται πραγματική, κοσμαγάπητη επιτυχία). Στις βιογραφικές λεπτομέρειες, φέρνουμε στη σκέψη μας τον συνθέτη να μοχθεί στο όρθιο γραφείο του «γιατί είναι ευκολότερο να εργάζεται παρά να μην εργάζεται»· μαζί με την Κονστάντσε, στην εξωπραγματική, εφιαλτική αμαξάδα, στο Πράτερ, μέσα στη φυλλορροή του τελευταίου φθινοπώρου που του έμελλε να δει, και τον ήσυχο, ασυγκίνητο τρόπο με τον οποίο άρχισε ξαφνικά να μιλάει για το θάνατο· τον αποχαιρετισμό με τον Χάιντν που έφευγε για την Αγγλία (και την αθανασία—είχαν περάσει μαζί όλη τη μέρα και προς το τέλος της ο Μότσαρτ είπε κλαίγοντας πικρά «δεν θα ξανασυναντηθούμε ποτέ πια»)· και την απίστευτη ιστορία του ξένου με τον γκρίζο μανδύα που του παράγγειλε το Ρέκβιεμ («αλλά το γράφω για μένα» σκέφτηκε ο Μότσαρτ). Κανένας δεν αντιλαμβανόταν καλύτερα από τον ίδιο τον Μότσαρτ πως το τέλος πλησίαζε […] Πάνε πια οι μυστηριακοί, κρυφοί, αμυδροί τόνοι ενός χαλιναγωγημένου πάθους […] η ορθάνοιχτη προσδοκία ενός άπειρου μέλλοντος […] απομένει η ήρεμη μοιρολατρική απογύμνωση […] το καταλάγιασμα των παθών […] ο κατευνασμός, το κόπασμα των συγκινήσεων […] μια εσωστρεφής αυτάρκεια που δεν επιβάλλεται βίαια στη συνείδηση του ακροατή […] η μελωδία πλανιέται γαλήνια και απόκοσμη προς την τελική έξοδο».

Και δυο λόγια μεστά και ποιητικά του Ουίλφριντ Μέλλερς:

«[…] το θάνατο άρχισε να τον βλέπει όλο και περισσότερο όχι σαν μυστικιστική ανακούφιση από τα δεινά της δικής του και της δικής μας ζωής, αλλά, απλά και βαθιά, σαν τα συμφραζόμενα της ύπαρξής μας […] η σημασία μελωδιών [που συναντάμε στον Μαγικό αυλό, το αργό μέρος του Κοντσέρτου για κλαρινέτο Κ.622, στο μεστό νοήματος μοτέτο Ave verum corpus] για τη θρησκευτικότητα του Μότσαρτ είναι πρόδηλη. Τις συσχέτιζε με το θρίαμβο του Φωτός [βολικό μασονικό δάνειο], μα μόνο με την έννοια πως η παρηγορική τους βαρύτητα στερεί από το θάνατο τη δυναμή του […] Ακόμα και τα μικρότερης σημασίας έργα του Μότσαρτ, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, φαίνονται να μην ανήκουν σε τόπο και χρόνο. Ακόμα και τα μικρούλικα έργα για γυάλινη αρμόνικα είναι εκ διαμέτρου αντίθετα από τις Σερενάτες και τις Κασασιόν που έγραφε στα πρώτα νιάτα του. Τον διασκέδαζαν, δεν υπάρχει αμφιβολία, όπως θα διασκέδαζαν και μια συντροφιά αγγέλων· αλλά δεν πρόκειται πια για μουσική που μπορείς να την ακούς τρώγοντας ή φλυαρώντας. Φαίνεται σχεδόν σαν να ο Μότσαρτ είχε σταματήσει την προσπάθεια να συνθέτει μουσική για μια κοινωνία στην οποία δεν πολυπίστευε. Τώρα γράφει σε ένα επουράνιο σαλόνι, όπου μοναδικό ακροατήριο είναι ο εαυτός του και η σιωπή (καθώς δεν έχει ανάγκη να ακούει τη μουσική): όπως και ο Γ.Σ. Μπαχ, στα τελευταία του, συνέθετε την Τέχνη της φούγκας σε ένα στιλ ξεπερασμένο από τη μόδα, για να την παίξει για τον εαυτό του, από μέσα του, σε μιαν άδεια εκκλησιά. Η ανακάλυψη από τον Μότσαρτ του «πνεύματος» μέσα μας, πνεύματος ανεξάρτητου από διαπιστευμένους θεούς και πιστοποιημένα δόγματα, ήταν το αναγκαίο σκαλοπάτι προς τον Μπετόβεν που, αυτός, θα επιχειρούσε, μέσα από τον ατομικό Εαυτό, να επινοήσει εκ νέου τον Θεό».

Η μουσική του νοήματος

«Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία»: όχι «μετά φόβου και τρόμου», όπως προστάζει με κακότροπη συνοφρύωση ο ορθόδοξος Χερουβικός² τους πιστούς να πράξουν μπροστά στον τελετουργικό σφαγιασμό του μεγάλου Δεσπότη ώστε να τον γευτούν με την υστεροβουλία μιας εξαγορασμένης σωτηρίας. Αλλά σιγησάτωσαν φιλόσοφα σοτοβότσε οι αυτεξούσιοι, φωτισμένοι, περήφανοι άνθρωποι του Αιώνα των Φώτων μπροστά στο μυστήριο μιας ζωής που περικυκλωμένη από τον θάνατο εξακολουθεί να αποσκοπεί να προσφέρει το φως της τρίσβαθης καλοσύνης του ποιητή, το φως της επίγειας ευτυχίας: αυτή είναι η μουσική της μοτσάρτειας «διάστιχης ερμηνείας ιερής [θρησκευτικής] ύλης» (Χίλντεσχάιμερ, 1977). Η έμφαση στο «διάστιχης»: «η σπουδαία μουσική δεν πηγάζει από αόριστους μυστικισμούς ή εθνικές προσηλώσεις, αλλά ποιείται, κατασκευάζεται, στη μεταιχμιακή αλληλεπίδραση μη συνειδητών ιδεών και συνειδητής μεθοδολογίας», και πάλι ο Χίλντεσχάιμερ. Από το πρώτο κιόλας δίστιχο (βλέπε πιο πάνω, Η θεολογία του νοήματος, στίχοι 1-2) ο Μότσαρτ έχει ακαριαία πάρει τις αποστάσεις του από τον αυστηρό θρησκευτικό ζήλο. Σαν να παρατηρεί ήρεμος και παρατηρητικός κυβερνήτης της δικής του μουσικής σχεδίας, με το κανοκιάλι του, παραπλέοντας το άξενο λατινικό ακρωτήρι του κειμένου (ενός κειμένου με το οποίο διέθετε ασφαλώς οικειότητα) τις περιπέτειες της μελωδίας που άρπαξε ο εξαίσιος αυτός μουσικός πεταλουδοκυνηγός από το σμάρι, πάνω στο χνάρι της ομοφωνικής παρακαταθήκης του Γκλουκ και του Χέντελ, αλλά χωρίς την μεγαλεπήβολη ρητορική των προκατόχων, μακριά από τους σκοταδερούς πολυφωνικούς κόμπους του μπαρόκ. Ένας αέρας μεγαλείου φτερώνει την εφήμερη μελωδική ψυχή σε ένα σύντομο αναπέταγμα οικονομικών φωτοσκιάσεων, από δίστιχο σε δίστιχο, καθώς ξεγλιστράει από τη λεπίδα των λέξεων που πάνε κάποτε να την πληγώσουν, αλώβητη και πάντα προς το φως. Ως τη διδακτική νηφαλιότητα του καταληκτικού δίστιχου όπου παρά τα κέντρα του θανάτου και τη διπλή εμμονή στη λέξη θάνατος, η εξαγόμενη χρηστομάθεια επιμένει: Σκοπός της ζωής είναι η ευτυχία · αναγκαιότητα—το κακό· νόημα—ο θρίαμβος του καλού πάνω στο κακό, του φωτός πάνω στο σκοτάδι, της αγάπης πάνω στο μίσος· γεγονός— ο θάνατος:

«[…] αφού ο θάνατος (και παρ’ το κυριολεκτικά) είναι ο αληθινός σκοπός της ζωής μας, εξοικειώθηκα τόσο πολύ τα δυο τελευταία χρόνια με αυτόν τον αληθινό και καλύτερο φίλο του ανθρώπου που η ιδέα του όχι μόνο να μη μου προκαλεί τρόμο, αλλά μάλλον να με καθησυχάζει και να με παρηγορεί. Και ευχαριστώ το Θεό που μου χάρισε την καλή τύχη να μου δοθεί η ευκαιρία να αντικρίσω το θάνατο σαν το κλειδί της αληθινής ευτυχίας μας. Ποτέ δεν πλαγιάζω στο κρεβάτι χωρίς να συλλογιστώ ότι, παρόλο που είμαι νέος, μπορεί να μην ξαναδώ την επόμενη μέρα. Κι όμως κανείς απ’ όσους με γνωρίζουν δεν μπορεί να πει ότι είμαι σκυθρωπός ή μελαγχολικός, και γι’ αυτό ευχαριστώ καθημερινά τον Πλάστη μου και εύχομαι με όλη μου την καρδιά την ίδια ευτυχία να δοθεί σε κάθε συνάνθρωπό μου να τη νιώσει»

(Από γράμμα του Μότσαρτ στον πατέρα του, χρονολογημένο «Βιέννη, 4 Απριλίου 1787». Ανάμεσα στα βιβλία της βιβλιοθήκης του Μότσαρτ απογράφηκε μετά το θάνατό του και το πολυδιαβασμένο στις μέρες του Φαίδων ή η αθανασία της ψυχής του «Γερμανού Πλάτωνα», μορφής του γερμανικού Διαφωτισμού, και παππού τού συνθέτη Φέλιξ Μέντελσον, Μωυσή Μέντελσον).




––––––––––––––––––––
(¹) Δυο ελληνικές μεταφράσεις του γράμματος, και οι δυο σε βιβλία που δεν κυκλοφορούν —από τον Νίκο Σαραντάκο (αυτή κατά κύριο λόγο παρατίθεται εδώ), στην Αλληλογραφία [επιλογή] του Μότσαρτ από τις εκδόσεις «Ερατώ», το 1991, με την ευκαιρία της επετείου των 200 χρόνων από το θάνατο του συνθέτη, και από τον Αλέξανδρο Πανούση, στην επιλογή αλληλογραφίας με τίτλο Γράμματα του Β.Α. Μότσαρτ, και πάλι το 1991, που εκδόθηκε από τον Οργανισμό του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.

(²) «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου καὶ μηδὲν γήινον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω· ὁ γὰρ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων προσέρχεται σφαγιασθῆναι καὶ δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς· προηγοῦνται δὲ τούτου οἱ χοροὶ τῶν ἀγγέλων μετὰ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, τὰ πολυόμματα Χερουβὶμ καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, τὰς ὄψεις καλύπτοντα καὶ βοῶντα τὸν ὕμνον· Ἀλληλούια, ἀλληλούια, ἀλληλούια».
Ας σιγήσει κάθε ανθρώπινη ύπαρξη και ας σταθεί με φόβο και τρόμο και τίποτα γήινο να μη συλλογίζεται. Γιατί ο Βασιλιάς των βασιλιάδων και ο Κύριος των κυρίων προσέρχεται να σφαγιαστεί και να δοθεί ως βρώση στούς πιστούς. Προπορεύονται οι χορείες τῶν Αγγέλων μαζί με κάθε αρχή και εξουσία αγγελική, τα πολυόμματα Χερουβίμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφίμ, με καλυμμένα τα πρόσωπα και ψάλλοντας δυνατὰ τον ύμνο: Αλληλούια (= αινείτε το Θεό), αλληλούια, αλληλούια.



Ηχητικό παράρτημα

Ο μαγικός αυλός (Die Zauberflöte, Γερμανική όπερα σε 2 Πράξεις. 1791) K. 620

https://www.youtube.com/watch?v=ufQxByt7dNM

[ Ο σύνδεσμος ανοίγει στο κινηματογραφικό αριστούργημα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, 1975. Φιλμαρισμένη παράσταση στο ιστορικό Θέατρο του Παλατιού του Ντρότνινχολμ (18ος αι.). Ο Μπέργκμαν οδηγεί με ασφάλεια στην καρδιά του έργου.]

Αντάτζο για γκλασαρμόνικα Κ. 356 /617a (1791)

Λειτουργία σε ντο ελάσσονα Κ. 427/147a (1782-83)

Ave verum corpus K. 618 (μοτέτο, 1791) 

(‘Οπως θα αναμενόταν από τον Μούτι, πλατύς χρονικός κυματισμός (3:23) και βερντιάνικη χορωδιακή γενίκευση σεβαστικά αόριστη.)

Ave verum corpus K. 618 (μοτέτο, 1791)

(Μια ακόμα ηχογράφηση, με κρίσιμη έμφαση στην αριστοτεχνική δραματουργία του μουσικού κειμένου.)


Ρέκβιεμ σε ρε ελάσσονα Κ. 626 (1791)

Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι (1840-1893): Σουίτα «Μοτσαρτιάνα»

(1884-1887, 3ο Μέρος: Preghiera [Προσευχή]. Μεταγραφή/διασκευή του «Ave verum corpus» του Μότσαρτ). Στο 6ο λεπτό:

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: