Σκοπός της ζωής είναι η ευτυχία

Σχόλιο στο «Ave verum corpus» K.618
Michael Mathias Prechtl (1926-2003): «Ο καλός ποιμήν Αμαντέ» (Der gute Hirte Amadé), 1999, ακουαρέλα, σέπια, σε παλιό χειροποίητο χαρτί του Β’ μισού του 18ου αιώνα, 34Χ22 εκ. Το πνευστό όργανο που κρατάει ο Μότσαρτ είναι το βομβάρδο (Bombart)—πρόγονος του όμποε
Michael Mathias Prechtl (1926-2003): «Ο καλός ποιμήν Αμαντέ» (Der gute Hirte Amadé), 1999, ακουαρέλα, σέπια, σε παλιό χειροποίητο χαρτί του Β’ μισού του 18ου αιώνα, 34Χ22 εκ. Το πνευστό όργανο που κρατάει ο Μότσαρτ είναι το βομβάρδο (Bombart)—πρόγονος του όμποε

Γιό­χαν Κρί­ζο­στομ Βόλγφ­κανγκ Αμα­ντέ­ους Μό­τσαρτ (Johann Chrysostom Wolfgang Amadeus Mozart, γ. Σάλτσ­μπουργκ, 27.1.1756, θ. Βιέν­νη, 5.12.1791): Ave verum corpus K. 618 (Μο­τέ­το για τε­τρά­φω­νη μει­κτή χο­ρω­δία, έγ­χορ­δα και εκ­κλη­σια­στι­κό όρ­γα­νο σε ρε μεί­ζο­να, σε λα­τι­νι­κό ευ­χα­ρι­στια­κό κεί­με­νο της ρω­μαιο­κα­θο­λι­κής εκ­κλη­σί­ας. Χρο­νο­λο­γία σύν­θε­σης: 17 Ιου­νί­ου 1791. Διάρ­κεια από 2:50 έως 3:00 λε­πτά)



Η θε­ο­λο­γία του νο­ή­μα­τος

Το κεί­με­νο (για­τί αυ­τή η μου­σι­κή σύν­θε­ση πη­γά­ζει από α) ένα κεί­με­νο, β) μια βιο­τι­κή ανά­γκη, γ) μια ακό­μη, πρα­κτι­κή, και δ) μια άτρε­πτη και ανα­πό­τρε­πτη δη­μιουρ­γι­κή ρο­πή προς τη μου­σι­κή έκ­φρα­ση):

Ave, verum corpus, natum 1
de Maria Virgine2:
Vere passum, immolatum ³
in cruc e pro homine·4
Cuius latus perforatum5
unda fluxit et sanguine.6
Esto nobis praegustatum 7
in mortis examine.8

Χαίρε, σώμα αληθινό, γεννημένο 1
από την Παρθένο Μαρία 2
που υπέφερες αληθινά και θυσιάστηκες 3
πάνω στο σταυρό για τους ανθρώπους· 4
[σώμα] που σου κέντησαν το πλευρό 5
και έτρεξε αίμα και
νερό,6
γίνε για μας πρόγευση
[ουρανού] 7

σε δοκιμασία θανάτου.8


Το φτω­χι­κό ποι­η­τι­κά (τυ­πο­ποι­η­μέ­νη στι­χο­πλο­κή—αδέ­ξια με­τρι­κή— χο­ντρο­κομ­μέ­νη μνη­μο­τε­χνι­κή ρυθ­μο­λο­γία με φω­νηε­ντι­κή συ­νή­χη­ση στις δυο τε­λευ­ταί­ες συλ­λα­βές—πα­ρά­τα­ξη από πα­λιο­και­ρι­σμέ­νες χρω­μα­τι­στές χαλ­κο­μα­νί­ες στο κο­νι­σα­λέο παι­δι­κό βι­βλι­κό ανα­γνω­σμα­τά­ριο, το λη­σμο­νη­μέ­νο σε κά­ποια ασύ­χνα­στη από ενοί­κους σο­φί­τα, που την αλή­θεια τους δεν μπή­κε κα­νείς πο­τέ στον κό­πο να την αμ­φι­σβη­τή­σει—εί­ναι το ίδιο αναμ­φι­σβή­τη­τη με το ίδιο το γε­γο­νός της παι­δι­κής ηλικἰας), κα­λο­γε­ρί­στι­κο λα­τι­νι­κά, ανώ­νυ­μα τα­πει­νό, ανα­συρ­μέ­νο από κά­ποια με­σαιω­νι­κά ανά­λε­κτα φρα­γκι­σκα­νών κα­λο­γέ­ρων της Κε­ντρι­κής Ιτα­λί­ας, υμνι­κό κα­τά­λοι­πο, Ave verum corpus, μοι­ρά­ζε­ται σε τέσ­σε­ρα δί­στι­χα εδά­φια (1-2, 3-4, 5-6 και 7-8) όπου πε­ριο­δο­λο­γεί­ται χρο­νι­κά και άχρο­να το νό­η­μα του με­γά­λου θε­ο­λο­γι­κού μυ­στή­ριου της Θεί­ας Ευ­χα­ρι­στί­ας. Κά­θε εδά­φιο επι­χει­ρεί με μια απί­στευ­τα χα­ρι­τω­μέ­νη αφέ­λεια να επι­τε­λέ­σει το ακα­τόρ­θω­το: να εγκι­βω­τί­σει σε βρο­ντε­ρά και ερ­μη­τι­κά λα­τι­νι­κά το ανεί­κα­στον—κά­τι που υπερ­βαί­νει τη δυ­να­τό­τη­τα να το φα­ντα­στού­με, πό­σο μάλ­λον να το δού­με. Τον με­λι­σμό—μοι­ρα­σιά σε μπου­κιές, του σώ­μα­τος ενός «ανέκ­φρα­στου, απε­ρι­νό­η­του, αό­ρα­του, ακα­τά­λη­πτου», αεἰ όντος, υπό μορ­φή ολο­κλη­ρω­μέ­νου νο­ή­μα­τος: εί­δος νοη­τής θε­ο­φα­γι­κής με­τα­φο­ράς που κα­λού­νται να επι­τε­λέ­σουν οι κοι­νω­νού­ντες, κυ­ριο­λε­κτι­κά, των αχρά­ντων, σώ­μα­τος και αί­μα­τος του θε­ού.

Κα­τά σει­ρά τα συμ­βαί­νο­ντα:

Στο πρώ­το εδά­φιο (στί­χοι 1-2): Επι­φά­νια και Χαι­ρε­τι­σμός του θεϊ­κού σώ­μα­τος και θαύ­μα­τος—πα­ρα­δο­χής αει­πάρ­θε­νης γέν­νη­σης.

Στο δεύ­τε­ρο εδά­φιο (στί­χοι 3-4): Πα­ρα­δο­χή της αλή­θειας του σταυ­ρι­κού μαρ­τυ­ρί­ου και ταυ­τό­χρο­να ανα­λο­γι­σμός της θυ­σί­ας και του πά­θους του σώ­μα­τος για τη μυ­στη­ριώ­δη σω­τη­ρία των αν­θρώ­πων.

Στο τρί­το εδά­φιο (στί­χοι 5-6): Αιφ­νί­διος αφη­γη­μα­τι­κός ει­κα­στι­κός ρε­α­λι­σμός με το επει­σό­διο της λόγ­χης, του κε­ντή­μα­τος της πλευ­ράς του Ιη­σού, με σκο­πό όχι την ποι­η­τι­κή ενάρ­γεια αλ­λά την ομοιο­πα­θη­τι­κής μα­γεί­ας σύν­δε­ση με το αί­μα που θα προ­γευ­τούν οι κοι­νω­νού­ντες στο επό­με­νο εδά­φιο.

Στο τέ­ταρ­το εδά­φιο (στί­χοι 7-8): Ου­δέ­τε­ρη προ­τρο­πή στο­χα­στι­κή, δι­δα­κτι­κή ακό­μα και πρα­κτι­κά κα­θο­δη­γη­τι­κή κοι­νω­νί­ας εν ώρα και και­ρώ θα­νά­του.

Η βιο­τι­κή ανά­γκη (μα­ζί και η πρα­κτι­κή)

Ο Μό­τσαρτ στον Άντον Στολ στο Μπά­ντεν:¹

[Βιέννη, τέλη Μαΐου 1791]

liebster Stoll!

seyens kein Schroll!

Αγα­πη­τέ Στολ μην εί­στε μπούρ­δας! [εδώ, αμε­τά­φρα­στο λο­γο­παί­γνιο με το επώ­νυ­μο Stoll που ομοιο­κα­τα­λη­κτεί με το schroll ] Πρώ­τον, θα ήθε­λα να ξέ­ρω αν ήταν χτες μα­ζί σας ο Στά­ντλερ […] Δεύ­τε­ρον, σας πα­ρα­κα­λώ να κλεί­σε­τε ένα μι­κρό σπί­τι για τη γυ­ναί­κα μου. Δύο δω­μά­τια της αρ­κούν, ή ένα δω­μά­τιο και ένα κα­μα­ρά­κι, αλ­λά το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο εί­ναι να βρί­σκο­νται στο ισό­γειο. Κα­τά τη γνώ­μη μου, το κα­λύ­τε­ρο σπί­τι εί­ναι εκεί­νο που νοί­κια­ζε ο Γκόλ­ντ­χαν, στο ισό­γειο του χα­σά­πη. Πη­γαί­νε­τε σας πα­ρα­κα­λώ πρώ­τα εκεί, μπο­ρεί να εί­ναι ακό­μα ξε­νοί­κια­στο. Η γυ­ναί­κα μου θα έρ­θει το Σάβ­βα­το ή το αρ­γό­τε­ρο τη Δευ­τέ­ρα. Αν δεν μπο­ρού­με να πιά­σου­με αυ­τό, να βρού­με του­λά­χι­στον ένα άλ­λο κά­πως κο­ντά στα λου­τρά, αλ­λά οπωσ­δή­πο­τε σε ισό­γειο. Και το ισό­γειο του συμ­βο­λαιο­γρά­φου, εκεί που έμε­νε ο Δρ. Αλτ, κα­λό εί­ναι, αλ­λά το κα­λύ­τε­ρο εί­ναι του χα­σά­πη. Τρί­τον, θα ήθε­λα να ξέ­ρω αν παί­ζει ακό­μα το θέ­α­τρο στο Μπά­ντεν. Σας πα­ρα­κα­λώ να μου απα­ντή­σε­τε το τα­χύ­τε­ρο και στα τρία θέ­μα­τα.

    Μ  Ο  Τ Σ  Α  Ρ  Τ

[…]

Υ.Γ.: Πιο ηλί­θιο γράμ­μα δεν έχω γρά­ψει στη ζωή μου· αλ­λά για σας εί­ναι ό,τι πρέ­πει.

Το σπι­τά­κι βρέ­θη­κε, και η Κο­στάν­τσε Μό­τσαρτ, έγκυος στο έκτο παι­δί και με μό­νι­μα προ­βλή­μα­τα φλε­βί­τι­δας στα πό­δια, κα­τέ­φθα­σε για λου­τρο­θε­ρα­πεία στο Μπά­ντεν στις αρ­χές Ιου­νί­ου.
Η συ­νεί­δη­ση και ο αδί­στα­κτος χλευα­σμός της κοι­νο­το­πί­ας πλάι στο ορ­για­στι­κό παι­χνί­δι με τη γλώσ­σα ήταν μέ­ρος της προ­σω­πι­κό­τη­τας του Μό­τσαρτ—εξάλ­λου ο δη­μο­δι­δά­σκα­λος και διευ­θυ­ντής της χο­ρω­δί­ας στα λου­τρά του Μπά­ντεν μπάι Βιν, λί­γο έξω από τη Βιέν­νη, Άντον Στολ, αφε­νός θα ήταν μάλ­λον συ­νη­θι­σμέ­νος σε τέ­τοιου εί­δους μο­τσάρ­τειες αβρό­τη­τες, αφε­τέ­ρου αντα­μεί­φθη­κε πλου­σιο­πά­ρο­χα για την εξυ­πη­ρέ­τη­ση. Ο Μό­τσαρτ συ­ναί­νε­σε σχε­δόν αφη­ρη­μέ­να και ανε­πί­ση­μα να του συν­θέ­σει ένα μι­κρό κομ­μά­τι για τη χο­ρω­δία του και τις πε­ριο­ρι­σμέ­νες δυ­να­τό­τη­τες μου­σι­κής εκτέ­λε­σης της το­πι­κής εκ­κλη­σί­ας—46 μέ­τρα μου­σι­κής για τε­τρά­φω­νη χο­ρω­δία με τη συ­νο­δεία πε­ριο­ρι­σμέ­νη στα έγ­χορ­δα και το εκ­κλη­σια­στι­κό όρ­γα­νο. Έτσι εί­δε το φως αυ­τό που «μπο­ρεί και να το ξέ­χα­σε ολό­τε­λα αφού το αντέ­γρα­ψε» (Χίλ­ντε­σχάι­μερ, Μό­τσαρτ, 1977) και που θα κα­τέ­λη­γε να γί­νει ένα από τα πιο κο­σμα­γά­πη­τα έρ­γα του. Το μο­τέ­το Ave verum corpus K. 618, χρο­νο­λο­γη­μέ­νο στο αυ­τό­γρα­φο χει­ρό­γρα­φο 17 Ιου­νί­ου 1791, απο­στο­μω­τι­κή μαρ­τυ­ρία άφτα­στης μου­σι­κής οι­κο­νο­μί­ας και ωρι­μό­τη­τας του θαυ­μά­σιου τε­λευ­ταί­ου χρό­νου της σύ­ντο­μης ζω­ής του, δί­πλα στον «ευ­γε­νή [ανά­πη­ρο] κορ­μό» (Άλ­φρεντ Άιν­στάιν, Μό­τσαρτ— ο χα­ρα­κτή­ρας, το έρ­γο, 1945) του Ρέκ­βιεμ Κ.626 και τον Μα­γι­κό αυ­λό Κ. 620. «Και πά­λι, από μια μι­κρής ση­μα­σί­ας ανά­θε­ση, μα­στο­ρεύ­τη­κε ένα με­γα­λειώ­δες απο­τέ­λε­σμα. Η ζωή του Μό­τσαρτ απο­τε­λεί­ται από ρό­λους στους οποί­ους προ­σαρ­μό­ζε­ται ασυ­νεί­δη­τα δί­νο­ντας τον κα­λύ­τε­ρο εαυ­τό του σε ό,τι και αν του ανα­τε­θεί. Και στην πε­ρί­πτω­ση του Ave verum corpus, ρό­λος και εν­σάρ­κω­ση και ατο­μι­κό εγώ έγι­ναν ένα. Αυ­τές οι δυο λα­μπρές σε­λί­δες, λοι­πόν, ένα δώ­ρο στον δη­μο­δι­δά­σκα­λο Στολ, ένα άψο­γο χει­ρό­γρα­φο με όρ­θια γρα­φή, χω­ρίς ού­τε μια διόρ­θω­ση, ένα έρ­γο που ίσως απαί­τη­σε λι­γό­τε­ρο από ώρα για να ολο­κλη­ρω­θεί, μια με­γα­λειώ­δης επί­κλη­ση σο­το­βό­τσε, που απο­σκο­πού­σε να επα­νορ­θώ­σει το «πιο ηλί­θιο γράμ­μα δεν έχω γρά­ψει στη ζωή μου»—αυ­τοί οι ετε­ρό­κλη­τοι πα­ρά­γο­ντες απο­κα­λύ­πτουν πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τις μυ­ριά­δες πλευ­ρές του Μό­τσαρτ· μια μυ­στη­ριώ­δη δι­πλή ζωή, και ωστό­σο φαι­νο­με­νι­κά μό­νο δι­πλή» (Χίλ­ντε­σχάι­μερ, Μό­τσαρτ, 1977).

Υπήρ­ξε πι­στός;

«Η θρη­σκευ­τι­κή μου­σι­κή έπαι­ξε πο­λύ μι­κρό ρό­λο στη ζωή του Μό­τσαρτ στα χρό­νια της Βιέν­νης (την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία της ζω­ής του, 1781-1791). Οι δυο μεί­ζο­νες εκ­κλη­σια­στι­κές συν­θέ­σεις της πε­ριό­δου—η Λει­τουρ­γία σε ντο ελάσ­σο­να Κ. 427/Κ. 471a και το Ρέκ­βιεμ Κ.626—αφέ­θη­καν ημι­τε­λείς. Με όλη τη σπο­ρα­δι­κή ομορ­φιά της η εκ­κλη­σια­στι­κή μου­σι­κή του Μό­τσαρτ δεν δια­κρί­νε­ται από ιδιαί­τε­ρες και­νο­το­μί­ες—το πιο αξιο­ση­μεί­ω­το επί­τευγ­μά της εί­ναι μάλ­λον η σχε­δόν τέ­λεια ανα­φο­ρά της στο στιλ του Μπα­ρόκ πα­ρά το βά­θος του μου­σι­κού στο­χα­σμού. Και ενώ θα ήμα­σταν φτω­χό­τε­ροι χω­ρίς τη Λει­τουρ­γία Κ. 427 και το Ρέκ­βιεμ, με­ρι­κά ακό­μα απο­μο­νω­μέ­να μέ­ρη άλ­λων έρ­γων, όπως το αλη­σμό­νη­το Laudate Dominum από τον Επί­ση­μο Εσπε­ρι­νό Κ. 339, και το Ave verum corpus K. 618—αυ­τό το φί­νο κό­σμη­μα του τε­λευ­ταί­ου χρό­νου της ζω­ής του συν­θέ­τη—, το με­γα­λείο της μου­σι­κής κλη­ρο­νο­μιάς του Μό­τσαρτ, σε αντί­θε­ση με τον Γ.Σ. Μπαχ, δεν θα μειω­νό­ταν κα­τ’ ελά­χι­στο ακό­μα και αν δεν εί­χε συν­θέ­σει ού­τε μια νό­τα για την εκ­κλη­σία» (Τζέιμς Ρί­γκ­μπι Τέρ­νερ, Τα χρό­νια της Βιέν­νης, 1991, στον κα­τά­λο­γο της έκ­θε­σης της Βρε­τα­νι­κής Βι­βλιο­θή­κης και της Βι­βλιο­θή­κης Πίρ­ποντ Μόρ­γκαν, Μό­τσαρτ, ένα θαύ­μα της φύ­σης, για τα 200 χρό­νια από το θά­να­το του συν­θέ­τη).

Και για το ζή­τη­μα της θρη­σκευ­τι­κής πί­στης:

«Ήταν σί­γου­ρα πι­στός, με την έν­νοια ότι το πνεύ­μα του δεν πα­ρα­δό­θη­κε στην κρι­τι­κή εξέ­τα­ση του Θε­ού, στην αμ­φι­βο­λία ή την άρ­νη­ση. Όπως η κοι­νω­νία της επο­χής, όπως και ο πα­τέ­ρας του, που οι ιδέ­ες του δια­φω­τι­σμού δεν τον συ­νε­πή­ραν σε βαθ­μό ώστε να συ­μπε­ρι­λά­βουν και τον αγνω­στι­κι­σμό, πί­στευε κι αυ­τός στο Θεό σαν μια μορ­φή εξου­σί­ας, έναν δε­σπό­τη της αν­θρώ­πι­νης μοί­ρας, και, φυ­σι­κά (πράγ­μα που τον βό­λευε), σαν κα­τα­στρο­φέα της ατο­μι­κής ελεύ­θε­ρης βού­λη­σης. Τον εί­δα­με να χρη­σι­μο­ποιεί το «θέ­λη­μα Θε­ού» σαν κα­λή ευ­και­ρία για να αλ­λά­ξει ένα ευαί­σθη­το ή κου­ρα­στι­κό θέ­μα. Αλ­λά πο­τέ δεν του πέ­ρα­σε από το μυα­λό να αμ­φι­σβη­τή­σει την ύπαρ­ξη του Θε­ού: εί­χε άλ­λα πράγ­μα­τα να κά­νει. Στις γνω­ρι­μί­ες του δεν πε­ρι­λαμ­βά­νο­νταν αγνω­στι­κι­στές ή άθε­οι που θα μπο­ρού­σαν να τον επη­ρε­ά­σουν […] Στους κύ­κλους του Μό­τσαρτ η Εκ­κλη­σία ως θε­σμός δεν απα­σχο­λού­σε κα­νέ­να· και σαν κτί­ριο, η εκ­κλη­σία δεν ήταν γι’ αυ­τόν και τό­σο ιε­ρός τό­πος όσο το μέ­ρος όπου έβρι­σκες το εκ­κλη­σια­στι­κό όρ­γα­νο. Το οποίο μπο­ρεί να μην ήταν το αγα­πη­μέ­νο του μου­σι­κό όρ­γα­νο, αλ­λά πα­ρέ­με­νε όρ­γα­νο που θα μπο­ρού­σε να το παί­ξει. Αν εί­χε τα κέ­φια, διέ­κο­πτε χω­ρίς να τον πο­λυ­νοιά­ζει την ευ­λα­βι­κή ατμό­σφαι­ρα της Λει­τουρ­γί­ας για να χω­ρα­τέ­ψει με κα­ντέν­τσες και αυ­το­σχε­δια­στι­κούς καλ­λω­πι­σμούς φέρ­νο­ντας στους επί­δο­ξους λά­τρεις της πί­στε­ως ασυ­γκρά­τη­το γέ­λω­τα […] Ο Μό­τσαρτ ήταν μου­σι­κός και ποι­η­τής δρα­μα­τουρ­γι­κός· η μου­σι­κή του δεν δί­νει απα­ντή­σεις στο ερώ­τη­μα για την πί­στη του. Οι Λει­τουρ­γί­ες του ζω­ντα­νεύ­ουν την ατμό­σφαι­ρα της θρη­σκευ­τι­κής ζέ­σης, αυ­τή εί­ναι εξάλ­λου και η συ­νει­δη­τή τους πρό­θε­ση· όμως δεν εί­ναι η πί­στη που τις δια­περ­νά­ει όσο η βού­λη­ση να απει­κο­νί­σουν την πί­στη. Ακό­μη, ακού­με συ­νή­θως σ’ αυ­τές και τον πό­θο του δρα­μα­τουρ­γού να γρά­ψει όπε­ρα. Τού­το δεν λέ­γε­ται με την πρό­θε­ση να μειώ­σει την ποιό­τη­τά τους· ορι­σμέ­να από τα θρη­σκευ­τι­κά έρ­γα του Μό­τσαρτ δεν απέ­χουν από το αρι­στούρ­γη­μα. Σί­γου­ρα έχουν στιγ­μές όπου εί­ναι δύ­σκο­λο να θε­ω­ρή­σου­με ότι τον Μό­τσαρτ δεν τον ενέ­πνευ­σε το θέ­μα του κει­μέ­νου του. Κα­θέ­νας μας έχει να ανα­φέ­ρει δι­κά του πα­ρα­δείγ­μα­τα […] Ωστό­σο πο­τέ δεν φα­ντά­ζο­μαι τον Μό­τσαρτ σαν «έν­θερ­μο πι­στό». Για­τί η «έν­θερ­μη πί­στη» εί­ναι το αί­σθη­μα που τον απα­σχο­λεί εν­συ­ναί­σθη­τα, το απο­τέ­λε­σμα της δη­μιουρ­γι­κής του προ­σπά­θειας. Εί­ναι αυ­τό που κα­τά­φε­ρε να το ζω­ντα­νέ­ψει, αλ­λά δεν εκ­φρά­ζει την πνευ­μα­τι­κή του διά­θε­ση κα­τά τη δη­μιουρ­γι­κή δια­δι­κα­σία. Για να το ζω­ντα­νέ­ψει, πρέ­πει να το ελέγ­χει, δεν μπο­ρεί να κυ­ριαρ­χεί­ται από αυ­τό […] Ανα­ρω­τιέ­ται κά­πο­τε κα­νείς αν η αξε­πέ­ρα­στη, τέ­λεια απει­κό­νι­ση ενός θέ­μα­τος συ­νε­πά­γε­ται και πί­στη σε αυ­τό ή αν δεν πρό­κει­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πα­ρά για με­γα­λειώ­δες θέ­α­τρο». Η αμε­τά­φρα­στη στα ελ­λη­νι­κά, ρι­ζο­σπα­στι­κή για την επο­χή της, αλ­λά ακό­μα και σή­με­ρα, κρι­τι­κή μο­νο­γρα­φία του Βόλφ­γκανγκ Χίλ­ντε­σχάι­μερ, με τον λα­κω­νι­κό τί­τλο «Μό­τσαρτ» (1977) ήταν στα μα­ταιω­θέ­ντα εκ­δο­τι­κά desiderata της Λέ­σχης (του δί­σκου). Προ­χω­ρεί με ελεγ­χό­με­νη τόλ­μη, αδί­στα­κτη ευ­θύ­τη­τα και επί­γνω­ση του βαθ­μού αυ­θαι­ρε­σί­ας σε θέ­μα­τα τό­σο αό­ρι­στα όσο τα θέ­μα­τα της θρη­σκευ­τι­κής πί­στης χω­ρίς να αφή­νει πε­ρι­θώ­ριο για βελ­τιώ­σεις. Εξ ου και το με­γά­λο πα­ρά­θε­μα, πρό­χει­ρα με­τα­φρα­σμέ­νο· μια μό­νο από τις ακό­μα εκτε­νέ­στε­ρες σχε­τι­κές ανα­φο­ρές του βι­βλί­ου.

Η υπό­σχε­ση της Δύ­σης

Στον απέ­ρα­ντο ωκε­α­νό της βι­βλιο­γρα­φι­κής ποι­κι­λο­μορ­φί­ας τού Μό­τσαρτ πα­ρα­τη­ρού­νται και ση­μεία σύ­γκλι­σης. Ένα από αυ­τά εί­ναι η γε­νι­κή ανα­γνώ­ρι­ση και συ­ναί­νε­ση ως προς τα δια­κρι­τι­κά ενός ενιαί­ου Spätstil (=ύστε­ρου ύφους) που ανα­δί­νε­ται σαν άρω­μα κο­ντι­νών λου­λου­διών από τα τε­λευ­ταία έρ­γα. Μί­λη­σαν γι’ αυ­τό εξαι­ρε­τι­κά αρ­κε­τοί με­λε­τη­τές. Δια­λέ­γω (από αμε­τά­φρα­στο, και πά­λι, στα ελ­λη­νι­κά, βι­βλίο, έρ­γο συλ­λο­γι­κό, επι­με­λη­μέ­νο από εξαι­ρε­τι­κούς μου­σι­κο­λό­γους, The Mozart Companion, 1956, 1965) τον γλα­φυ­ρό Χά­ουαρντ Τσά­ντλερ Ρό­μπινς Λά­ντον:

«Εί­ναι προ­φα­νές πως αν εί­χε ζή­σει, εκεί κα­τά το 1791 ο Μό­τσαρτ θα εί­χε πε­ρά­σει το κα­τώ­φλι ενός νέ­ου μου­σι­κού ύφους. Ορι­σμέ­νες από τις τε­λευ­ταί­ες χρο­νι­κά συν­θέ­σεις του υπαι­νίσ­σο­νται με τί θα έμοια­ζε αυ­τή η νέα πε­ρί­ο­δος και κά­ποιες άλ­λες περ­νούν το κα­τώ­φλι της. Ο Μα­γι­κός αυ­λός Κ. 620, το μο­τέ­το Ave verum corpus Κ. 618, το μι­κρό Αντά­τζο Κ. 356/617a και το Κουι­ντέ­το Κ.617 για γκλα­σαρ­μό­νι­κα, πολ­λά μέ­ρη του Ρέκ­βιεμ Κ. 626 ανή­κουν στην ίδια πε­ρί­ο­δο. Τα κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά εί­ναι, κα­τά πα­ρά­ξε­νο τρό­πο, αυ­τά που συ­νή­θως συν­δυά­ζου­με με το ύστε­ρο στιλ (Spätstil, π.χ. στον Σιτς, τον Χάι­ντν, τον Βέρ­ντι): τε­ρά­στια μα αβί­α­στη τε­χνι­κή επι­δε­ξιό­τη­τα, αυ­ξα­νό­με­νη ενα­σχό­λη­ση με προ­βλή­μα­τα αρ­μο­νί­ας, ένα εί­δος από­μα­κρης, αι­θέ­ριας απά­θειας και μια αυ­ξα­νό­με­νη τά­ση αφαί­ρε­σης στο μου­σι­κό στο­χα­σμό. Στη σκε­φτι­κή ηρε­μία των τμη­μά­των σε μι ύφε­ση μεί­ζο­να του Μα­γι­κού αυ­λού, στην αδια­τά­ρα­κτη ει­ρή­νη του Ave verum corpus, ή στη χα­μη­λό­φω­νη ομορ­φιά του Αντά­τζο, για το πα­ρά­ξε­νο όρ­γα­νο της Μα­ριά­νε Κίρχ­γκεσ­νερ, την γκλα­σαρ­μό­νι­κα [χω­ρεί εδώ η ση­μεί­ω­ση πως για το αι­θέ­ριο πο­τη­ρό­φω­νο, στο δια­δί­κτυο επι­χω­ριά­ζει η ακα­τά­γρα­φη στα τρέ­χο­ντα νε­ο­ελ­λη­νι­κά λε­ξι­κά από­δο­ση «υδρο­κρυ­σταλ­λό­φω­νο»], συ­να­ντά­με έναν και­νούρ­γιο, πα­ραι­τη­μέ­νον Μό­τσαρτ, έναν Μό­τσαρτ που δεν νοια­ζό­ταν πια πραγ­μα­τι­κά για την επί­γεια ανα­γνώ­ρι­ση (ακό­μα και αν χαι­ρό­ταν να βλέ­πει τον Μα­γι­κό αυ­λό να γί­νε­ται πραγ­μα­τι­κή, κο­σμα­γά­πη­τη επι­τυ­χία). Στις βιο­γρα­φι­κές λε­πτο­μέ­ρειες, φέρ­νου­με στη σκέ­ψη μας τον συν­θέ­τη να μο­χθεί στο όρ­θιο γρα­φείο του «για­τί εί­ναι ευ­κο­λό­τε­ρο να ερ­γά­ζε­ται πα­ρά να μην ερ­γά­ζε­ται»· μα­ζί με την Κον­στάν­τσε, στην εξω­πραγ­μα­τι­κή, εφιαλ­τι­κή αμα­ξά­δα, στο Πρά­τερ, μέ­σα στη φυλ­λορ­ροή του τε­λευ­ταί­ου φθι­νο­πώ­ρου που του έμελ­λε να δει, και τον ήσυ­χο, ασυ­γκί­νη­το τρό­πο με τον οποίο άρ­χι­σε ξαφ­νι­κά να μι­λά­ει για το θά­να­το· τον απο­χαι­ρε­τι­σμό με τον Χάι­ντν που έφευ­γε για την Αγ­γλία (και την αθα­να­σία—εί­χαν πε­ρά­σει μα­ζί όλη τη μέ­ρα και προς το τέ­λος της ο Μό­τσαρτ εί­πε κλαί­γο­ντας πι­κρά «δεν θα ξα­να­συ­να­ντη­θού­με πο­τέ πια»)· και την απί­στευ­τη ιστο­ρία του ξέ­νου με τον γκρί­ζο μαν­δύα που του πα­ράγ­γει­λε το Ρέκ­βιεμ («αλ­λά το γρά­φω για μέ­να» σκέ­φτη­κε ο Μό­τσαρτ). Κα­νέ­νας δεν αντι­λαμ­βα­νό­ταν κα­λύ­τε­ρα από τον ίδιο τον Μό­τσαρτ πως το τέ­λος πλη­σί­α­ζε […] Πά­νε πια οι μυ­στη­ρια­κοί, κρυ­φοί, αμυ­δροί τό­νοι ενός χα­λι­να­γω­γη­μέ­νου πά­θους […] η ορ­θά­νοι­χτη προσ­δο­κία ενός άπει­ρου μέλ­λο­ντος […] απο­μέ­νει η ήρε­μη μοι­ρο­λα­τρι­κή απο­γύ­μνω­ση […] το κα­τα­λά­για­σμα των πα­θών […] ο κα­τευ­να­σμός, το κό­πα­σμα των συ­γκι­νή­σε­ων […] μια εσω­στρε­φής αυ­τάρ­κεια που δεν επι­βάλ­λε­ται βί­αια στη συ­νεί­δη­ση του ακρο­α­τή […] η με­λω­δία πλα­νιέ­ται γα­λή­νια και από­κο­σμη προς την τε­λι­κή έξο­δο».

Και δυο λό­για με­στά και ποι­η­τι­κά του Ουίλ­φριντ Μέλ­λερς:

«[…] το θά­να­το άρ­χι­σε να τον βλέ­πει όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο όχι σαν μυ­στι­κι­στι­κή ανα­κού­φι­ση από τα δει­νά της δι­κής του και της δι­κής μας ζω­ής, αλ­λά, απλά και βα­θιά, σαν τα συμ­φρα­ζό­με­να της ύπαρ­ξής μας […] η ση­μα­σία με­λω­διών [που συ­να­ντά­με στον Μα­γι­κό αυ­λό, το αρ­γό μέ­ρος του Κον­τσέρ­του για κλα­ρι­νέ­το Κ.622, στο με­στό νο­ή­μα­τος μο­τέ­το Ave verum corpus] για τη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα του Μό­τσαρτ εί­ναι πρό­δη­λη. Τις συ­σχέ­τι­ζε με το θρί­αμ­βο του Φω­τός [βο­λι­κό μα­σο­νι­κό δά­νειο], μα μό­νο με την έν­νοια πως η πα­ρη­γο­ρι­κή τους βα­ρύ­τη­τα στε­ρεί από το θά­να­το τη δυ­να­μή του […] Ακό­μα και τα μι­κρό­τε­ρης ση­μα­σί­ας έρ­γα του Μό­τσαρτ, στα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζω­ής του, φαί­νο­νται να μην ανή­κουν σε τό­πο και χρό­νο. Ακό­μα και τα μι­κρού­λι­κα έρ­γα για γυά­λι­νη αρ­μό­νι­κα εί­ναι εκ δια­μέ­τρου αντί­θε­τα από τις Σε­ρε­νά­τες και τις Κα­σα­σιόν που έγρα­φε στα πρώ­τα νιά­τα του. Τον δια­σκέ­δα­ζαν, δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία, όπως θα δια­σκέ­δα­ζαν και μια συ­ντρο­φιά αγ­γέ­λων· αλ­λά δεν πρό­κει­ται πια για μου­σι­κή που μπο­ρείς να την ακούς τρώ­γο­ντας ή φλυα­ρώ­ντας. Φαί­νε­ται σχε­δόν σαν να ο Μό­τσαρτ εί­χε στα­μα­τή­σει την προ­σπά­θεια να συν­θέ­τει μου­σι­κή για μια κοι­νω­νία στην οποία δεν πο­λυ­πί­στευε. Τώ­ρα γρά­φει σε ένα επου­ρά­νιο σα­λό­νι, όπου μο­να­δι­κό ακρο­α­τή­ριο εί­ναι ο εαυ­τός του και η σιω­πή (κα­θώς δεν έχει ανά­γκη να ακού­ει τη μου­σι­κή): όπως και ο Γ.Σ. Μπαχ, στα τε­λευ­ταία του, συ­νέ­θε­τε την Τέ­χνη της φού­γκας σε ένα στιλ ξε­πε­ρα­σμέ­νο από τη μό­δα, για να την παί­ξει για τον εαυ­τό του, από μέ­σα του, σε μιαν άδεια εκ­κλη­σιά. Η ανα­κά­λυ­ψη από τον Μό­τσαρτ του «πνεύ­μα­τος» μέ­σα μας, πνεύ­μα­τος ανε­ξάρ­τη­του από δια­πι­στευ­μέ­νους θε­ούς και πι­στο­ποι­η­μέ­να δόγ­μα­τα, ήταν το ανα­γκαίο σκα­λο­πά­τι προς τον Μπε­τό­βεν που, αυ­τός, θα επι­χει­ρού­σε, μέ­σα από τον ατο­μι­κό Εαυ­τό, να επι­νο­ή­σει εκ νέ­ου τον Θεό».

Η μου­σι­κή του νο­ή­μα­τος

«Σι­γη­σά­τω πᾶσα σὰρξ βρο­τεία»: όχι «με­τά φό­βου και τρό­μου», όπως προ­στά­ζει με κα­κό­τρο­πη συ­νο­φρύ­ω­ση ο ορ­θό­δο­ξος Χε­ρου­βι­κός² τους πι­στούς να πρά­ξουν μπρο­στά στον τε­λε­τουρ­γι­κό σφα­για­σμό του με­γά­λου Δε­σπό­τη ώστε να τον γευ­τούν με την υστε­ρο­βου­λία μιας εξα­γο­ρα­σμέ­νης σω­τη­ρί­ας. Αλ­λά σι­γη­σά­τω­σαν φι­λό­σο­φα σο­το­βό­τσε οι αυ­τε­ξού­σιοι, φω­τι­σμέ­νοι, πε­ρή­φα­νοι άν­θρω­ποι του Αιώ­να των Φώ­των μπρο­στά στο μυ­στή­ριο μιας ζω­ής που πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νη από τον θά­να­το εξα­κο­λου­θεί να απο­σκο­πεί να προ­σφέ­ρει το φως της τρί­σβα­θης κα­λο­σύ­νης του ποι­η­τή, το φως της επί­γειας ευ­τυ­χί­ας: αυ­τή εί­ναι η μου­σι­κή της μο­τσάρ­τειας «διά­στι­χης ερ­μη­νεί­ας ιε­ρής [θρη­σκευ­τι­κής] ύλης» (Χίλ­ντε­σχάι­μερ, 1977). Η έμ­φα­ση στο «διά­στι­χης»: «η σπου­δαία μου­σι­κή δεν πη­γά­ζει από αό­ρι­στους μυ­στι­κι­σμούς ή εθνι­κές προ­ση­λώ­σεις, αλ­λά ποιεί­ται, κα­τα­σκευά­ζε­ται, στη με­ταιχ­μια­κή αλ­λη­λε­πί­δρα­ση μη συ­νει­δη­τών ιδε­ών και συ­νει­δη­τής με­θο­δο­λο­γί­ας», και πά­λι ο Χίλ­ντε­σχάι­μερ. Από το πρώ­το κιό­λας δί­στι­χο (βλέ­πε πιο πά­νω, Η θε­ο­λο­γία του νο­ή­μα­τος, στί­χοι 1-2) ο Μό­τσαρτ έχει ακα­ριαία πά­ρει τις απο­στά­σεις του από τον αυ­στη­ρό θρη­σκευ­τι­κό ζή­λο. Σαν να πα­ρα­τη­ρεί ήρε­μος και πα­ρα­τη­ρη­τι­κός κυ­βερ­νή­της της δι­κής του μου­σι­κής σχε­δί­ας, με το κα­νο­κιά­λι του, πα­ρα­πλέ­ο­ντας το άξε­νο λα­τι­νι­κό ακρω­τή­ρι του κει­μέ­νου (ενός κει­μέ­νου με το οποίο διέ­θε­τε ασφα­λώς οι­κειό­τη­τα) τις πε­ρι­πέ­τειες της με­λω­δί­ας που άρ­πα­ξε ο εξαί­σιος αυ­τός μου­σι­κός πε­τα­λου­δο­κυ­νη­γός από το σμά­ρι, πά­νω στο χνά­ρι της ομο­φω­νι­κής πα­ρα­κα­τα­θή­κης του Γκλουκ και του Χέ­ντελ, αλ­λά χω­ρίς την με­γα­λε­πή­βο­λη ρη­το­ρι­κή των προ­κα­τό­χων, μα­κριά από τους σκο­τα­δε­ρούς πο­λυ­φω­νι­κούς κό­μπους του μπα­ρόκ. Ένας αέ­ρας με­γα­λεί­ου φτε­ρώ­νει την εφή­με­ρη με­λω­δι­κή ψυ­χή σε ένα σύ­ντο­μο ανα­πέ­ταγ­μα οι­κο­νο­μι­κών φω­το­σκιά­σε­ων, από δί­στι­χο σε δί­στι­χο, κα­θώς ξε­γλι­στρά­ει από τη λε­πί­δα των λέ­ξε­ων που πά­νε κά­πο­τε να την πλη­γώ­σουν, αλώ­βη­τη και πά­ντα προς το φως. Ως τη δι­δα­κτι­κή νη­φα­λιό­τη­τα του κα­τα­λη­κτι­κού δί­στι­χου όπου πα­ρά τα κέ­ντρα του θα­νά­του και τη δι­πλή εμ­μο­νή στη λέ­ξη θά­να­τος, η εξα­γό­με­νη χρη­στο­μά­θεια επι­μέ­νει: Σκο­πός της ζω­ής εί­ναι η ευ­τυ­χία · ανα­γκαιό­τη­τα—το κα­κό· νό­η­μα—ο θρί­αμ­βος του κα­λού πά­νω στο κα­κό, του φω­τός πά­νω στο σκο­τά­δι, της αγά­πης πά­νω στο μί­σος· γε­γο­νός— ο θά­να­τος:

«[…] αφού ο θά­να­τος (και πα­ρ’ το κυ­ριο­λε­κτι­κά) εί­ναι ο αλη­θι­νός σκο­πός της ζω­ής μας, εξοι­κειώ­θη­κα τό­σο πο­λύ τα δυο τε­λευ­ταία χρό­νια με αυ­τόν τον αλη­θι­νό και κα­λύ­τε­ρο φί­λο του αν­θρώ­που που η ιδέα του όχι μό­νο να μη μου προ­κα­λεί τρό­μο, αλ­λά μάλ­λον να με κα­θη­συ­χά­ζει και να με πα­ρη­γο­ρεί. Και ευ­χα­ρι­στώ το Θεό που μου χά­ρι­σε την κα­λή τύ­χη να μου δο­θεί η ευ­και­ρία να αντι­κρί­σω το θά­να­το σαν το κλει­δί της αλη­θι­νής ευ­τυ­χί­ας μας. Πο­τέ δεν πλα­γιά­ζω στο κρε­βά­τι χω­ρίς να συλ­λο­γι­στώ ότι, πα­ρό­λο που εί­μαι νέ­ος, μπο­ρεί να μην ξα­να­δώ την επό­με­νη μέ­ρα. Κι όμως κα­νείς απ’ όσους με γνω­ρί­ζουν δεν μπο­ρεί να πει ότι εί­μαι σκυ­θρω­πός ή με­λαγ­χο­λι­κός, και γι’ αυ­τό ευ­χα­ρι­στώ κα­θη­με­ρι­νά τον Πλά­στη μου και εύ­χο­μαι με όλη μου την καρ­διά την ίδια ευ­τυ­χία να δο­θεί σε κά­θε συ­νάν­θρω­πό μου να τη νιώ­σει»

(Από γράμ­μα του Μό­τσαρτ στον πα­τέ­ρα του, χρο­νο­λο­γη­μέ­νο «Βιέν­νη, 4 Απρι­λί­ου 1787». Ανά­με­σα στα βι­βλία της βι­βλιο­θή­κης του Μό­τσαρτ απο­γρά­φη­κε με­τά το θά­να­τό του και το πο­λυ­δια­βα­σμέ­νο στις μέ­ρες του Φαί­δων ή η αθα­να­σία της ψυ­χής του «Γερ­μα­νού Πλά­τω­να», μορ­φής του γερ­μα­νι­κού Δια­φω­τι­σμού, και παπ­πού τού συν­θέ­τη Φέ­λιξ Μέ­ντελ­σον, Μω­υ­σή Μέ­ντελ­σον).




––––––––––––––––––––
(¹) Δυο ελ­λη­νι­κές με­τα­φρά­σεις του γράμ­μα­τος, και οι δυο σε βι­βλία που δεν κυ­κλο­φο­ρούν —από τον Νί­κο Σα­ρα­ντά­κο (αυ­τή κα­τά κύ­ριο λό­γο πα­ρα­τί­θε­ται εδώ), στην Αλ­λη­λο­γρα­φία [επι­λο­γή] του Μό­τσαρτ από τις εκ­δό­σεις «Ερα­τώ», το 1991, με την ευ­και­ρία της επε­τεί­ου των 200 χρό­νων από το θά­να­το του συν­θέ­τη, και από τον Αλέ­ξαν­δρο Πα­νού­ση, στην επι­λο­γή αλ­λη­λο­γρα­φί­ας με τί­τλο Γράμ­μα­τα του Β.Α. Μό­τσαρτ, και πά­λι το 1991, που εκ­δό­θη­κε από τον Ορ­γα­νι­σμό του Με­γά­ρου Μου­σι­κής Αθη­νών.

(²) «Σι­γη­σά­τω πᾶσα σὰρξ βρο­τεία καὶ στή­τω μετὰ φό­βου καὶ τρό­μου καὶ μηδὲν γή­ι­νον ἐν ἑαυτῇ λο­γι­ζέ­σθω· ὁ γὰρ βα­σι­λεὺς τῶν βα­σι­λευό­ντων καὶ Κύ­ριος τῶν κυ­ριευό­ντων προ­σέρ­χε­ται σφα­για­σθῆναι καὶ δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πι­στοῖς· προη­γοῦνται δὲ τού­του οἱ χο­ροὶ τῶν ἀγγέ­λων μετὰ πά­σης ἀρχῆς καὶ ἐξου­σί­ας, τὰ πο­λυόμ­μα­τα Χε­ρουβὶμ καὶ τὰ ἑξα­πτέ­ρυ­γα Σε­ρα­φίμ, τὰς ὄψεις κα­λύ­πτο­ντα καὶ βοῶντα τὸν ὕμνον· Ἀλλη­λού­ια, ἀλλη­λού­ια, ἀλλη­λού­ια».
Ας σι­γή­σει κά­θε αν­θρώ­πι­νη ύπαρ­ξη και ας στα­θεί με φό­βο και τρό­μο και τί­πο­τα γή­ι­νο να μη συλ­λο­γί­ζε­ται. Για­τί ο Βα­σι­λιάς των βα­σι­λιά­δων και ο Κύ­ριος των κυ­ρί­ων προ­σέρ­χε­ται να σφα­για­στεί και να δο­θεί ως βρώ­ση στούς πι­στούς. Προ­πο­ρεύ­ο­νται οι χο­ρεί­ες τῶν Αγ­γέ­λων μα­ζί με κά­θε αρ­χή και εξου­σία αγ­γε­λι­κή, τα πο­λυόμ­μα­τα Χε­ρου­βίμ και τα εξα­πτέ­ρυ­γα Σε­ρα­φίμ, με κα­λυμ­μέ­να τα πρό­σω­πα και ψάλ­λο­ντας δυ­νατὰ τον ύμνο: Αλ­λη­λού­ια (= αι­νεί­τε το Θεό), αλ­λη­λού­ια, αλ­λη­λού­ια.



Ηχη­τι­κό πα­ράρ­τη­μα

Ο μα­γι­κός αυ­λός (Die Zauberflöte, Γερ­μα­νι­κή όπε­ρα σε 2 Πρά­ξεις. 1791) K. 620

https://​www.​youtube.​com/​watch?​v=ufQ​xByt​7dNM

[ Ο σύν­δε­σμος ανοί­γει στο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό αρι­στούρ­γη­μα του Ίν­γκ­μαρ Μπέρ­γκ­μαν, 1975. Φιλ­μα­ρι­σμέ­νη πα­ρά­στα­ση στο ιστο­ρι­κό Θέ­α­τρο του Πα­λα­τιού του Ντρότ­νιν­χολμ (18ος αι.). Ο Μπέρ­γκ­μαν οδη­γεί με ασφά­λεια στην καρ­διά του έρ­γου.]

Αντά­τζο για γκλα­σαρ­μό­νι­κα Κ. 356 /617a (1791)

Λει­τουρ­γία σε ντο ελάσ­σο­να Κ. 427/147a (1782-83)

Ave verum corpus K. 618 (μο­τέ­το, 1791) 

(‘Οπως θα ανα­με­νό­ταν από τον Μού­τι, πλα­τύς χρο­νι­κός κυ­μα­τι­σμός (3:23) και βερ­ντιά­νι­κη χο­ρω­δια­κή γε­νί­κευ­ση σε­βα­στι­κά αό­ρι­στη.)

Ave verum corpus K. 618 (μο­τέ­το, 1791)

(Μια ακό­μα ηχο­γρά­φη­ση, με κρί­σι­μη έμ­φα­ση στην αρι­στο­τε­χνι­κή δρα­μα­τουρ­γία του μου­σι­κού κει­μέ­νου.)


Ρέκ­βιεμ σε ρε ελάσ­σο­να Κ. 626 (1791)

Πιότρ Ιλίτς Τσαϊ­κόφ­σκι (1840-1893): Σουί­τα «Μο­τσαρ­τιά­να»

(1884-1887, 3ο Μέ­ρος: Preghiera [Προ­σευ­χή]. Με­τα­γρα­φή/δια­σκευή του «Ave verum corpus» του Μό­τσαρτ). Στο 6ο λε­πτό:

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: