Διπλό πορτρέτο (*) (**)
[Απήχημα
Πένθιμο
της μνήμης εμβατήριο
Σάλπισμα εγερτήριο ή σιωπητήριο
Βουβό της επιθυμίας συλλαλητήριο
Γόνιμο των αισθήσεων εντευκτήριο
Άκυρο της απελπισίας εισιτήριο
Αβέβαιο του πόνου υπνωτήριο]
1. Στην τελευταία κλίνη
Στην τελευταία κλίνη
Που έστρωσαν της μάνας μου να κοιμηθεί
Πήρε να μοιάζει όλο και πιο πολύ
Σε μια παλιά μου κούκλα παιδική
Μες στο χαρτόνι του κουτιού της
Ίδια σμάλτινη λευκότης
Ίδια κοράλλινη σιγή
Ίδια κρυφά μαργαριτάρια των ματιών της
Μα στον κόσμο αυτό
Το τυχαίο είναι διόλου ή σπανίως υπαρκτό
Στ’ αλήθεια ό,τι γύρευε η νεκρότητά της να μου πει
Ήταν πως είχαμε οι δυο μας
Μιαν άλλη αναπάντεχη στιγμή
Ούτε εξηγήσεων
Ούτε παρεξηγήσεων
Ούτε απαλλαγής ή ενοχής
Μα ούτε θλίψης
Μα μόνο μεταμόρφωσης
Εγώ ήμουν πια η μάνα
Και κείνη το παιδί
Και μες στο χάσμα της απώλειας
Μια άκλαυτη άνθηση εκρηκτική
Ένα βασίλειο χαράς καινούργιας
Είχε αναδυθεί
Σαν το νησί εκείνο
Που ξάφνου αναφάνηκε με το σεισμό
Ένα πρωί
2. [Ειρήνη]
Όπως με δοξαριές επίμονες το φως χορδίζεται απάνω στο σκοτάδι
Έτσι η σκέψη μου τους τόνους της προσήλωσε πάνω στο αίνιγμά σου.
Η μέρα ψήλωνε στη σκάλα της φωνής σου
Η νύχτα κατέβαινε με την ειρήνη της σιωπής σου.
Μες απ’ τους σκοτεινούς αυλούς σου έφτασα στον κόσμο
Ήσουν εκεί όλη η παλιά ζωή μου πριν απ’ τη ζωή μου
Ήσουν εκεί· όπως σώπαινες όπως τραγουδούσες
Μόνο οι βιολέτες που ανθίζουν στα σκάμματα της μνήμης το γνωρίζουν·
Τα μυστικά τα άνθινα δωμάτια του κήπου σου· οι τριανταφυλλιές
Που έγερναν μ’ επιθυμία στις ντάλιες· τα χρυσάνθεμα
Στη βροχή φρεσκολουσμένα· οι ορδές των μενεξέδων
Που υπερασπίζονταν το ακριτικό ποτιστικό αυλάκι· τα άνθη
Της βερικοκιάς που άναβε η δύση του ήλιου· η πυκνή η σύνταξη
Των ξύλων υπάκουη στο δίκαιο του χειμώνα· το αερικό τραγούδι
Των τοξοτών που τίναζαν οι στέκες το βαμβάκι στην πίσω
Αυλή αύγουστο μήνα· λίγες τολύπες βαμβακιού που αποξεχάστηκαν
Και χιόνισαν κατακαλόκαιρο τα ρείθρα· οι τέσσερες καιροί
Του χρόνου· η κοφτερή η λάμψη του χειμώνα· η όρεξη
Της αρχής πριν απ’ το τέλος.
Άδειασε ξάφνου το δωμάτιο της αγάπης απ’ τους ήχους. Όταν μπήκα
Στο διαλυμένο φως και κουάζι σέντσα σουόνο άγγελος πρωτοστάτης
Με διπλωμένα τα δίγνωμα φτερά του πάλευε
Με τον παγωμένο αέρα στο ανοιχτό παράθυρο.
(*) Dmitri Shostakovich (1906-1975), Πρελούντια και Φούγκες op. 87, Βιβλίο Ι (1950-1951). [Αφιερωμένο στην Τατιάνα Νικολάγεβα] Ιδιαιτέρως τα : αρ. 1 σε ντο μείζ., αρ. 4 σε μι ελ., αρ. 8 σε φα δίεση ελ.