Ποιήματα που μου αρέσουν υπερβολικά

Ο Paul Durcan
Ο Paul Durcan


Η Θεία Λει­τουρ­γία στις 10:30 το πρωί, 16 Ιου­νί­ου 1985


Όταν ο ιε­ρέ­ας έκα­νε την εί­σο­δό του στην Αγία Τρά­πε­ζα κα­θώς το ρο­λόι της εκ­κλη­σί­ας
σή­μαι­νε πως ήταν 10.30 π.μ.
Εί­χε τον αέ­ρα ενός σταρ του σι­νε­μά σε κά­ποιο διε­θνές αε­ρο­δρό­μιο
Ο οποί­ος κα­τα­φθά­νει από την άλ­λη με­ριά της γης,
Άνε­τος λες κι η άλ­λη με­ριά της γης ήταν η απέ­να­ντι με­ριά του δρό­μου·
Μό­νο που αντί να κρέ­με­ται από τον ώμο του ένα σα­κι­διά­κι της μιας νύ­χτας,
Αυ­τός κρα­τού­σε ένα δι­σκο­πό­τη­ρο μέ­σα στο τρι­γω­νι­κό πρά­σι­νο κά­λυμ­μά του—
Με τον ίδιο τρό­πο που ένας σβέλ­τος κω­μι­κός κα­λύ­πτει ένα πε­ρι­στέ­ρι μ’ ένα με­τα­ξέ­νιο
                μα­ντί­λι.
Αφού πρώ­τα ασπά­στη­κε την Αγία Τρά­πε­ζα, στρά­φη­κε αε­ρά­τα προς το μι­κρό­φω­νο:
Θα ήθε­λα να σας πω πό­σο χα­ρού­με­νος εί­μαι που βρί­σκο­μαι εδώ μα­ζί σας τού­το το πρωί.

Πα­ρα­δό­ξως, μπο­ρού­σε κα­νείς να δια­πι­στώ­σει ξε­κά­θα­ρα πως ήταν στ’ αλή­θεια
                 χα­ρού­με­νος—
Λες και πραγ­μα­τι­κά ανυ­πο­μο­νού­σε να έρ­θει η ώρα αυ­τής της κυ­ρια­κά­τι­κης θεί­ας
                 λει­τουρ­γί­ας,
Όσο πο­λύ ανυ­πο­μο­νού­σα κι εγώ απ’ τη με­ριά μου·
Λες και πραγ­μα­τι­κά αυ­τή εδώ ήταν η με­γά­λη στιγ­μή όλης της ημέ­ρας του ή όλης της
                 εβδο­μά­δας του
Κι όχι απλώς άλ­λη μια ιε­ρο­τε­λε­στία που έπρε­πε να την υπο­δυ­θεί με τυ­πι­κή ευ­λά­βεια.
Ήταν ένας μι­κρό­σω­μος, γε­ρο­δε­μέ­νος, αν­δρο­πρε­πής σα­ρα­ντά­ρης
Με πυ­κνά ατη­μέ­λη­τα γκρί­ζα μαλ­λιά σε μπού­κλες
Και μαύ­ρα κο­κά­λι­να ξε­θω­ρια­σμέ­να γυα­λιά.
Εί­μαι σί­γου­ρος ότι πά­νω από τις μι­σές γυ­ναί­κες μέ­σα στην εκ­κλη­σία
Τον ερω­τεύ­τη­καν στη στιγ­μή—
Για να μη μι­λή­σω για τους άντρες.
Όσο για μέ­να, μου ήρ­θε όρε­ξη για μια γε­ρή αγκα­λιά.
Το εδά­φιο από τον προ­φή­τη Ιε­ζε­κι­ήλ (17: 22-24)
Ήταν ένα μά­τσο από ξε­πε­ρα­σμέ­νες κου­τα­μά­ρες για τους κέ­δρους του Ισ­ρα­ήλ
(Το κυ­ρια­κά­τι­κο γεύ­μα της δου­βλι­νέ­ζι­κης παν­σιόν,
Ένας δί­σκος με πί­τα από φι­λέ­το και νε­φρά,
Έμοια­ζε να ανή­κει σε άλ­λο πλα­νή­τη
Μπρος σε αυ­τούς τους απί­θα­νους κέ­δρους του Ισ­ρα­ήλ).
Το από­σπα­σμα από τον Από­στο­λο ήταν ακό­μη χει­ρό­τε­ρο—
Ο Από­στο­λος Παύ­λος χα­μέ­νος στον κό­σμο του, όλος έπαρ­ση, σχε­δόν όπως πά­ντα,
μω­ρο­λο­γού­σε φλυα­ρώ­ντας για «το δι­κα­στή­ριο του Χρι­στού»
(Με επι­κε­φα­λής των Δη­μο­σί­ων Κα­τη­γό­ρων τον κ. Ιη­σού Χρι­στό, τον Μεσ­σία)!
Πά­ντως, με το Ευαγ­γέ­λιο τα πράγ­μα­τα κα­λυ­τέ­ρε­ψαν κά­πως—
Ήταν η πα­ρα­βο­λή με τον σπό­ρο του σι­νά­πε­ως ο οποί­ος συμ­βο­λί­ζει τη βα­σι­λεία
                των ου­ρα­νών·

Και τώ­ρα το Κή­ρυγ­μα, κά­τι ανώ­δυ­να βα­ρε­τό, στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση.

Σή­με­ρα εί­ναι η Ημέ­ρα του Πα­τέ­ρα —άρ­χι­σε να λέ­ει αυ­τός ο μι­κρό­σω­μος, γε­ρο­δε­μέ­νος,
                 σο­βα­ρός, σέ­ξι ιε­ρέ­ας—
Και θέ­λω να σας μι­λή­σω για τον δι­κό μου πα­τέ­ρα
Για­τί κα­νείς από σας δεν τον γνώ­ρι­σε.
Αν υπήρ­χε κά­τι που του άρε­ζε πο­λύ, αυ­τό ήταν ένα με­γά­λο πο­τή­ρι μπί­ρα Γκί­νες·
Αν υπήρ­χε κά­τι που του άρε­ζε πιο πο­λύ από ένα με­γά­λο πο­τή­ρι μπί­ρα Γκί­νες
Αυ­τό ήταν δυο με­γά­λα πο­τή­ρια Γκί­νες.
Όμως στα πε­νή­ντα πέ­ντε του έκο­ψε το πιο­τό.
Δεν εί­χα μά­θει το για­τί, αλ­λά όλο και κά­τι υπο­ψια­ζό­μουν.
Όταν πέ­ρα­σε και­ρός από τό­τε που πέ­θα­νε, η μη­τέ­ρα μου μού εί­πε το για­τί:
Εί­χε νιώ­σει τό­σο πο­λύ πε­ρή­φα­νος όταν πέ­ρα­σα στην ιε­ρα­τι­κή σχο­λή
Ώστε έκο­ψε το πιο­τό για να ευ­χα­ρι­στή­σει, με τον τρό­πο του, τον Θεό.
Όμως ο ίδιος δεν μου εί­πε πο­τέ ού­τε μια κου­βέ­ντα σχε­τι­κά με αυ­τά—
Κρά­τη­σε το μυ­στι­κό του μέ­χρι το τέ­λος. Πέ­θα­νε από καρ­κί­νο
Λί­γες εβδο­μά­δες προ­τού να χει­ρο­το­νη­θώ πα­πάς.
Θα ήθε­λα να εξο­μο­λο­γη­θώ — μου εί­πε·
Οκέι —θα πάω να σου φέ­ρω έναν πα­πά— του απά­ντη­σα·
Όχι, μην το κά­νεις αυ­τό, προ­τι­μώ να μι­λή­σω σε εσέ­να·
Πε­θαί­νο­ντας, μου εξο­μο­λο­γή­θη­κε την ιστο­ρία της ζω­ής του.
Πό­σοι από εσάς που ήρ­θα­τε σή­με­ρα στη θεία λει­τουρ­γία εί­στε πα­τε­ρά­δες;
Θέ­λω όσοι από εσάς εί­στε πα­τε­ρά­δες να ση­κω­θεί­τε όρ­θιοι.
Κα­νέ­νας αρ­σε­νι­κός, στο εγκάρ­σιο ή στο κε­ντρι­κό κλί­τος ή στον διά­δρο­μο, δεν ση­κώ­θη­κε
                όρ­θιος—
Σα να τσά­κω­σαν όλους τους πα­τε­ρά­δες της εκ­κλη­σί­ας
Να κά­νουν κά­τι ανό­σιο μες στην ιε­ρό­τη­τα της ιδιό­τη­τάς τους
Γυ­μνούς όλους μα­ζί μες στην πα­τρό­τη­τά τους
Τσα­κω­τούς πά­νω στη σαρ­κι­κή πρά­ξη που τους έκα­νε πα­τε­ρά­δες:
Κα­τό­πιν, ένας-ένας, δυο-δυο, τρεις-τρεις, πε­ρί­που πε­νή­ντα ή εξή­ντα
                 κα­τα­φέ­ρα­με να στα­θού­με στα πό­δια μας
Κοκ­κι­νί­ζο­ντας από συ­στο­λή μέ­χρι τις ρί­ζες της ύπαρ­ξής μας.

Και τώ­ρα —δια­κή­ρυ­ξε ο πα­πάς— εμείς οι υπό­λοι­ποι
Ας υμνή­σου­με αυ­τούς τους άντρες, κι όλοι μα­ζί τους πα­τε­ρά­δες μας.
Άρ­χι­σε να χτυ­πά­ει πα­λα­μά­κια.
Σι­γά-σι­γά όλο το εκ­κλη­σί­α­σμα άρ­χι­σε να χτυ­πά­ει πα­λα­μά­κια,
Ώσπου ολό­κλη­ρη η εκ­κλη­σία χτυ­πού­σε ξα­ναμ­μέ­νη πα­λα­μά­κια—
Συμ­βί­ες που συ­να­γω­νί­ζο­νταν τις κό­ρες τους, γιοι που συ­να­γω­νί­ζο­νταν με­τα­ξύ τους,
Κλαπ, κλαπ, κλαπ, κλαπ, κλαπ,
Ενώ εγώ στε­κό­μουν εκ­στα­σια­σμέ­νος με δά­κρυα να τρέ­χουν άφθο­να στα μά­γου­λά μου:
Χρι­στέ μου!
Θέ­λω κι εγώ να σας μι­λή­σω για τον δι­κό μου πα­τέ­ρα
Για­τί κα­νείς από σας δεν τον γνώ­ρι­σε.






_________________
Ο Paul Durcan (1944) εί­ναι Ιρ­λαν­δός ποι­η­τής. Μέ­χρι σή­με­ρα, έχει εκ­δώ­σει γύ­ρω στις εί­κο­σι ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές. Η ανα­φο­ρά στον πα­τέ­ρα του, στο ποί­η­μα, ίσως φω­τί­ζε­ται από το ότι όταν ο ποι­η­τής σπού­δα­ζε Αρ­χαιο­λο­γία και Με­σαιω­νι­κή Ιστο­ρία στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Cork, υπέ­στη βί­αιο εγκλει­σμό από τους γο­νείς του σε ψυ­χια­τρι­κό νο­σο­κο­μείο στο Δου­βλί­νο, όπου υπο­βλή­θη­κε σε ηλε­κτρο­σόκ και χο­ρή­γη­ση βαρ­βι­του­ρι­κών.
Στον δί­σκο Enlightenment (1990) του Van Morrison μπο­ρεί κα­νείς να τον ακού­σει να συμ­με­τέ­χει φω­νη­τι­κά, μα­ζί με τον τε­λευ­ταίο, στο τρα­γού­δι "In The Days Before Rock'n'Roll", του οποί­ου τους στί­χους συ­νέ­γρα­ψαν.




ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: