«Τα κορίτσια»: καλό βράδυ

«Τα κορίτσια»: καλό βράδυ



Τώρα πια χρειά­ζε­ται να τη βοη­θώ να δια­σχί­σει τον διά­δρο­μο από την κρε­βα­το­κά­μα­ρα έως την κου­ζί­να. Κρα­τώ τη μη­τέ­ρα μου στα­θε­ρά από το χέ­ρι, όπως με κρα­τού­σε, όταν μά­θαι­να να περ­πα­τώ. Με το άλ­λο χέ­ρι δεν στη­ρί­ζε­ται στο μπα­στού­νι, αλ­λά το σέρ­νει, μό­λις νιώ­σει ασφά­λεια. Κά­τι να βά­λει στο στό­μα και τα κου­τιά με τα χά­πια την πε­ρι­μέ­νουν στην κου­ζί­να, όπου της έχω ψή­σει κα­φέ.
Νο­μί­ζω ότι η ημέ­ρα ανα­πνέ­ει ευ­κο­λό­τε­ρα, αν το καϊ­μά­κι κρα­τά έστω μία φυ­σα­λί­δα. Από το ψυ­γείο βγά­ζω νε­ρό. Από το συρ­τά­ρι βγά­ζω ένα στυ­λό και ένα μι­κρό κομ­μά­τι χαρ­τί, όπου έχει γρά­ψει τις ημέ­ρες. Δί­πλα τους τσε­κά­ρει ότι πή­ρε τα δι­σκία. Με­ρι­κές φο­ρές ζη­τά επι­βε­βαί­ω­ση. Τρί­τη εί­ναι σή­με­ρα; Δευ­τέ­ρα και Πα­ρα­σκευή, Τε­τάρ­τη και Κυ­ρια­κή παίρ­νει επι­πλέ­ον χά­πια, στα οποία δεν αρέ­σουν άλ­λες ημέ­ρες. Αυ­τά τα ση­μειώ­νει σε άλ­λα χαρ­τά­κια, που εί­ναι μέ­σα σε κά­θε κου­τί.
Έτοι­μη να αρ­χί­σει να πί­νει κα­φέ εί­ναι μό­νον αφού ολο­κλη­ρω­θεί η δια­δι­κα­σία. Όλα τα χά­πια εί­ναι πα­ρα­τε­ταγ­μέ­να για υπη­ρε­σία πά­νω σε μια λευ­κή χαρ­το­πε­τσέ­τα. Η πα­ρου­σία τους στο προ­σκλη­τή­ριο έχει κα­τα­γρα­φεί. Τό­τε μπο­ρώ να την αφή­σω κα­θι­σμέ­νη στην κου­ζί­να και να επι­στρέ­ψω στο γρα­φείο μου για να πιω τον επό­με­νο κα­φέ. Απο­χω­ρώ­ντας την ακου­μπώ σιω­πη­λά ή της χαϊ­δεύω την πλά­τη και εύ­χο­μαι κα­λό βρά­δυ.
Αν κά­ποιος μας άκου­γε, θα νό­μι­ζε ότι σχο­λιά­ζω πως η ώρα εί­ναι πε­ρα­σμέ­νη. Τα βρά­δια δεν κοι­μό­μα­στε, οπό­τε η μη­τέ­ρα μου αρ­γεί να ξυ­πνή­σει. Πά­ντο­τε της άρε­σε να κοι­μά­ται αρ­γά και να ξυ­πνά αρ­γά, αν και δεν εί­χε χρό­νο να το κά­νει. Αντί­θε­τα, ο πα­τέ­ρας μου ήθε­λε νω­ρίς να κοι­μά­ται και να ξυ­πνά. Σε έναν ιδα­νι­κό συν­δυα­σμό, στον οποίο εί­χα κα­τα­λή­ξει, προ­τι­μού­σα να κοι­μά­μαι αρ­γά και να ξυ­πνώ νω­ρίς. Εί­ναι όμως δύ­σκο­λο να εφαρ­μο­στεί τώ­ρα, όταν δεν κοι­μά­μαι κα­θό­λου.
Κα­λη­μέ­ρα. Κα­λό βρά­δυ. Πρό­κει­ται για ευ­χές. Κα­θώς προ­σα­να­το­λί­ζο­νται, συ­νι­στούν προ­σευ­χές. Το πε­ριε­χό­με­νό τους έχει μι­κρή ση­μα­σία. Ση­μα­σία σε ευ­χές και προ­σευ­χές έχει η επα­νά­λη­ψη. Ακό­μη και όσα πα­ρα­μέ­νουν άρ­ρη­τα γί­νο­νται ρη­τά, όταν επα­να­λαμ­βά­νε­ται η αδυ­να­μία να δια­τυ­πω­θούν.
Η επα­νά­λη­ψη γεν­νά οι­κειό­τη­τα, δη­μιουρ­γεί οι­κο­γέ­νεια, που εί­ναι απα­ραί­τη­τη στα θη­λα­στι­κά. Γεν­νιού­νται πο­λύ αδύ­να­μα να τα βγά­λουν πέ­ρα μό­να τους, ενώ βυ­ζαί­νουν για να ενη­λι­κιω­θούν. Χω­ρίς τη μη­τέ­ρα γά­τα, τη μη­τέ­ρα αρ­κού­δα ή τη μη­τέ­ρα φά­λαι­να δεν θα τα κα­τα­φέ­ρουν τα μι­κρά. Αν τα παι­διά με­γα­λώ­σουν, η μη­τέ­ρα μι­κραί­νει.
Όταν η μη­τέ­ρα μου ήταν μι­κρό­τε­ρη και εγώ ακό­μη πιο μι­κρός, για ένα διά­στη­μα ζού­σα­με μα­κριά από τη μα­μά της. Ο πα­τέ­ρας μου συ­χνά έλει­πε σε πε­ριο­δεί­ες λό­γω της δου­λειάς του. Τον κύ­κλο της οι­κο­γέ­νειας συ­μπλή­ρω­ναν κά­ποιες με­γα­λύ­τε­ρες γυ­ναί­κες.
Μία από αυ­τές ήταν γει­τό­νισ­σα. Πρω­ι­νές και με­ση­με­ρια­νές ασχο­λί­ες δια­χώ­ρι­ζε ένας κα­φές στις δέ­κα το πρωί. Δε­κα­τια­νό λε­γό­ταν το ρό­φη­μα και ό,τι το συ­νό­δευε. Η λέ­ξη κα­τα­χώ­θη­κε στη χω­μα­τε­ρή των λε­ξι­κών, κα­θώς πολ­λές αλ­λα­γές έχουν με­σο­λα­βή­σει έκτο­τε. Πριν αρ­χί­σουν να πί­νουν τον κα­φέ, έλε­γε κα­λό βρά­δυ.
Ένας από τους λί­γους λό­γους, που ο πα­τέ­ρας μου χαι­ρό­ταν που εί­χε πά­ρει σύ­ντα­ξη, ήταν για­τί μπο­ρού­σε σπί­τι του να πιεί κα­φέ στις δέ­κα το πρωί. Κα­λό βρά­δυ, έλε­γε κά­θε φο­ρά, ευ­γνω­μο­σύ­νη εκ­φρά­ζο­ντας στη νε­κρή πια γυ­ναί­κα, που εί­χε στη­ρί­ξει τη νε­α­ρή σύ­ζυ­γό του. Το επα­να­λαμ­βά­νου­με από τό­τε.

Κα­λό βρά­δυ. Με την ίδια φρά­ση απα­ντά στην ευ­χή η μη­τέ­ρα μου. Οι­κο­γε­νεια­κά ρη­τά συ­νο­ψί­ζουν την ιστο­ρία κά­θε οι­κο­γέ­νειας. Η ιστο­ρία εί­ναι συ­νε­χώς οι­κο­γε­νεια­κή. Τα άτο­μα μό­να τους χά­νουν τη συ­νο­χή της ιστο­ρί­ας. Ας πι­στεύ­ουν ότι εί­ναι δι­κή τους.
Ασφα­λώς όλα αυ­τά μας θυ­μώ­νουν. Θυ­μώ­νεις όταν δεν εί­ναι εύ­κο­λο να μη θυ­μώ­νεις. Εί­τε βιά­ζε­σαι εί­τε όχι, σε κά­ποιες πε­ριο­χές της ζω­ής ο ήλιος δεν δύ­ει για μι­σό χρό­νο. Τί­πο­τε δεν εί­ναι πιο επί­και­ρο από το διαρ­κώς ανε­πί­και­ρο, του οποί­ου η ώρα κά­πο­τε φτά­νει. Κα­λό βρά­δυ. Κά­ποια στιγ­μή πράγ­μα­τι θα έρ­θει.




ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
«Τα κο­ρί­τσια»: ρο­λό­για / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της
«Τα κο­ρί­τσια»: μα­θη­μα­τι­κά της ηλι­κί­ας / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της
«Τα κο­ρί­τσια»: κρυ­πτο­γρα­φή­σεις / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της
«Τα κο­ρί­τσια»: φω­το­γρα­φί­ες / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: