Αγαπημένη Κάρινγκτον

Αγαπημένη Κάρινγκτον


Δεν ξέ­ρου­με αν και πό­σο αγα­πού­σε τον εαυ­τό της. Δεν ξέ­ρου­με αν και πό­σο την αγα­πού­σε ο Μαξ Ερνστ. Κό­ρη Άγ­γλου βιο­μή­χα­νου υφα­ντουρ­γί­ας, με μη­τέ­ρα και ντα­ντά από την Ιρ­λαν­δία, σπού­δα­ζε κα­λές τέ­χνες όταν εί­κο­σι ετών τον γνώ­ρι­σε το 1937 σε πάρ­τι στο Λον­δί­νο, όπου έναν χρό­νο πριν εί­χε διορ­γα­νω­θεί Διε­θνής Υπερ­ρε­α­λι­στι­κή Έκ­θε­ση. Γεν­νη­μέ­νος το 1891 εκεί­νος, σχε­δί­α­ζε, έχει πει, χάρ­τες ενώ υπη­ρε­τού­σε στον γερ­μα­νι­κό στρα­τό στη διάρ­κεια του Πρώ­του Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου.
Έφυ­γαν για το Πα­ρί­σι, όπου ο Ερνστ χώ­ρι­σε με τη γυ­ναί­κα του. Με­τα­κό­μι­σαν στη νό­τια Γαλ­λία, όπου ζω­γρά­φι­ζαν. Οι Γάλ­λοι συ­νέ­λα­βαν τον Γερ­μα­νό ει­κα­στι­κό όταν άρ­χι­σε ο επό­με­νος πό­λε­μος. Εκεί­νη δεν ήξε­ρε αν θα τον άφη­ναν ελεύ­θε­ρο. Πού­λη­σε το σπί­τι για να κα­λύ­ψει χρέη και διέ­φυ­γε στην Ισπα­νία. Με πα­ρέμ­βα­ση του Ελυάρ, με τον οποίο και τη γυ­ναί­κα του και έπει­τα σύ­ζυ­γο του Ντα­λί εί­χαν συ­στή­σει τρί­γω­νο πα­λαιό­τε­ρα, σύ­ντο­μα απε­λευ­θέ­ρω­σαν τον Ερνστ. Κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας το Πα­ρί­σι, τον συ­νέ­λα­βαν οι Γερ­μα­νοί. Ο Έρνστ διέ­φυ­γε κα­τα­λή­γο­ντας στη Νέα Υόρ­κη με τη βο­ή­θεια της Πέ­γκυ Γκού­γκεν­χαϊμ, την οποία πα­ντρεύ­τη­κε το 1943, πριν η μού­σα των χο­ρη­γιών γί­νει μου­σείο. Σε τρία χρό­νια χώ­ρι­σαν.

«Δεν εί­χα χρό­νο να εί­μαι κα­νε­νός η μού­σα … Ήμουν πο­λύ απα­σχο­λη­μέ­νη να επα­να­στα­τώ ενα­ντί­ον της οι­κο­γέ­νειάς μου και να μα­θαί­νω να εί­μαι καλ­λι­τέ­χνης», έχει πει η Λε­ο­νό­ρα Κά­ρινγ­κτον πριν πε­θά­νει σε ηλι­κία 94 ετών και τα­φεί σε βρε­τα­νι­κό κοι­μη­τή­ριο στην Πό­λη του Με­ξι­κού.

Αν το κί­νη­μα των παι­διών ενα­ντί­ον των γο­νιών τους ονο­μά­ζε­ται ψυ­χα­νά­λυ­ση, πώς θα έπρε­πε να ονο­μά­ζε­ται το κί­νη­μα των γο­νιών ενα­ντί­ον των παι­διών τους; Μή­πως υπερ-το δέ­ον-ρε­α­λι­σμός;

Έχο­ντας κα­ταρ­ρεύ­σει στη βρε­τα­νι­κή πρε­σβεία στη Μα­δρί­τη, βρέ­θη­κε έγκλει­στη με οι­κο­γε­νεια­κή πα­ρέμ­βα­ση σε κλι­νι­κή, όπου υπέ­στη βα­ρύ­τα­τη φαρ­μα­κο­λο­γι­κή αγω­γή. Υπό την επι­τή­ρη­ση νο­σο­κό­μας έφτα­σε στη Λι­σα­βό­να, όπου διέ­φυ­γε ανα­ζη­τώ­ντας άσυ­λο στην πρε­σβεία του Με­ξι­κού. Γά­μος με Με­ξι­κα­νό πρέ­σβη και φί­λο του Πι­κά­σο επέ­τρε­ψε, με την ασυ­λία συ­ζύ­γου δι­πλω­μά­τη, να κα­τα­πλεύ­σει στη Νέα Υόρ­κη, που υπήρ­ξε άντρο υπερ­ρε­α­λι­στών στη διάρ­κεια του πο­λέ­μου. Το 1943 το ζευ­γά­ρι κα­τέ­λη­ξε στο Με­ξι­κό. Σύ­ντο­μα χώ­ρι­σαν. Κά­τω χα­μη­λά (Down Below) ονο­μά­ζε­ται βι­βλίο πε­ρί εγκλει­σμού σε άσυ­λο, που έγρα­ψε τρία χρό­νια με­τά τη δια­φυ­γή της, με εν­θάρ­ρυν­ση του Αντρέ Μπρε­τόν. Μυ­θι­στό­ρη­μα κά­ποιοι το θε­ω­ρούν, ενώ άλ­λοι βι­βλίο απο­μνη­μο­νευ­μά­των.

Στην Πό­λη του Με­ξι­κού, όπου τριά­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα σχε­δί­α­σε μια αφί­σα για τη «συ­νεί­δη­ση των γυ­ναι­κών» (Mujeres conciencia, 1973), δη­μιούρ­γη­σε φι­λί­ες με υπερ­ρε­α­λι­στι­κών τά­σε­ων καλ­λι­τέ­χνες από την Ευ­ρώ­πη. Ξε­χω­ρί­ζουν η Ισπα­νί­δα ζω­γρά­φος Ρε­μέ­διος Βά­ρο, που μι­κρή αντέ­γρα­φε τε­χνι­κά σχέ­δια του πα­τέ­ρα της – μη­χα­νι­κού υδραυ­λι­κών έρ­γων, που της έδι­νε να δια­βά­σει Δου­μά, Βερν και Πόε – και η φω­το­γρά­φος από την Ουγ­γα­ρία Κά­τι Χόρ­να. Πρό­σφα­τα ανα­κα­λύ­φθη­καν σε αναρ­χο­συν­δι­κα­λι­στι­κά αρ­χεία τα αρ­νη­τι­κά φω­το­γρα­φιών της από τον ισπα­νι­κό εμ­φύ­λιο.
Με σύ­νο­ρα ανοι­χτά για πο­λι­τι­κούς εξό­ρι­στους και καλ­λι­τέ­χνες, το Με­ξι­κό φα­ντά­ζει πο­λύ εξω­τι­κό σε μαρ­τυ­ρί­ες από την επο­χή εκεί­νη, όταν ο ει­κο­στός αιώ­νας δεν εί­χε ακό­μη συ­μπλη­ρώ­σει τα μι­σά του χρό­νια. Μή­πως όμως εξί­σου εξω­τι­κοί δεν θα φαί­νο­νταν στο Με­ξι­κό και όσοι ανα­ζη­τού­σαν άσυ­λο, ιδί­ως συ­γκρι­τι­κά απε­λευ­θε­ρω­μέ­νες γυ­ναί­κες, «αυ­τές οι Ευ­ρω­παί­ες σκύ­λες», όπως τις εί­χε απο­κα­λέ­σει η Φρί­ντα Κά­λο, λες και επρό­κει­το για ξέ­νες αν­θρω­πο­λό­γους σε με­σο­γεια­κό νη­σί του πα­ρελ­θό­ντος;
Στην προ­βο­λή της ζω­γρα­φι­κής της συ­νέ­βα­λε ο Βρε­τα­νός πά­τρω­νας του Μα­γκρίτ και συλ­λέ­κτης υπερ­ρε­α­λι­στι­κών έρ­γων Έντουαρντ Τζέιμς, που δη­μο­πρά­τη­σε τη συλ­λο­γή του για να κα­λύ­ψει δα­πά­νες εκα­τομ­μυ­ρί­ων θέ­λο­ντας να δη­μιουρ­γή­σει έναν κή­πο της Εδέμ βο­ρειό­τε­ρα της Πό­λης του Με­ξι­κού. Σε υπο­τρο­πι­κό δά­σος, σε μια έκτα­ση δε­κά­δων εκτα­ρί­ων γε­μά­τη ορ­χι­δέ­ες και μι­κρούς κα­ταρ­ρά­κτες, που ονο­μά­στη­κε «Οι πι­σί­νες» (Las Pozas), με­τα­ξύ 1949 και 1984 ανυ­ψώ­θη­καν τε­ρά­στιες υπερ­ρε­α­λι­στι­κές κα­τα­σκευ­ές με ονό­μα­τα όπως «Η σκά­λα προς τον ου­ρα­νό» και «Το σπί­τι σε τρεις ορό­φους που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θα έχει πέ­ντε ή τέσ­σε­ρις ή έξι».

Ένας χώ­ρος ελευ­θε­ρί­ας και ένας χώ­ρος εγκλει­σμού μοι­ρά­ζο­νται την ίδια λέ­ξη: άσυ­λο. Άσυ­λο απο­τε­λεί και ο γά­μος μέ­σω του οποί­ου δια­φεύ­γει κα­νείς ή από όπου πρέ­πει να δια­φύ­γει κου­δου­νί­ζο­ντας την αλυ­σί­δα από φυ­γές και υπεκ­φυ­γές που ονο­μά­ζε­ται ζωή. Ασυ­νε­χώς ο ρε­α­λι­σμός επι­στρέ­φει, κά­πο­τε σε υπερ­βο­λι­κές εκ­δο­χές, υπερ­ρε­α­λι­στι­κές, όπως άλ­λω­στε δια­πι­στώ­νε­ται στην ιστο­ρία αγά­πης που ακο­λου­θεί. Με όσα συμ­βαί­νουν, θα έπρε­πε να εί­ναι κα­νείς αλε­πού για να μη μι­λά.

Αγαπημένη Κάρινγκτον
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: