Λογοτεχνία, μετάφραση, παγκοσμιοποίηση

Εφόσον οι σωστές λέξεις στη σωστή σειρά συνιστούν λογοτεχνία, οποιασδήποτε μορφής συγγραφή είναι αδιανόητη εκτός των ορίων και ελευθεριών που συνεπάγεται κάθε συγκεκριμένη γλώσσα και η κληρονομιά της σε έναν κόσμο πολυγλωσσίας. Στις συνθήκες αυτές, η μετάφραση εμπλέκεται ως μία εγγενής διάσταση της γλώσσας.

Ιστορική και σύγχρονη παγκοσμιοποίηση

Η παγκοσμιοποίηση συμπίπτει με την ανάδειξη εκδοχών της γλώσσας και μεταφράσεών τους. Χρειάζεται ασφαλώς διάκριση μεταξύ παγκοσμιοποίησης ως ιστορικής τάσης –από τότε που εμφανίζονται ανθρώπινες ομάδες και κοινωνίες σε επικοινωνία, που διακόπτεται από περιόδους σχετικής απομόνωσης ή παράλληλης ανάπτυξης– και παγκοσμιοποίησης ως σύγχρονου φαινομένου, που αναπτύχθηκε έχοντας στηριχθεί σε πολιτικές και οικονομικές συνέπειες και ρυθμίσεις μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ τώρα αμφισβητείται από εξελίξεις που περιλαμβάνουν το δημοψήφισμα υπέρ της βρετανικής εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την εκλογή του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ.
Η αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση, που αρχικά τροφοδοτήθηκε από την αριστερά, έχει σήμερα μεταναστεύσει κυρίως στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος –με τον τρόπο που οι πλευρές αυτές ορίζονται από το πώς κάθισαν εκπρόσωποι σε εθνοσυνελεύσεις κατά τη Γαλλική Επανάσταση, οι επιπτώσεις της οποίας ίσως είναι νωρίς να κριθούν, όπως σοφά έχει ειπωθεί– περιπλέκοντας μεταξύ άλλων διαδικασίες ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για εξελίξεις που είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη εφόσον η Ελλάδα, με δεδομένη αναδραστική σχέση με ξένους επισκέπτες και επενδύσεις, και η Κίνα συμπίπτουν στην υποστήριξή τους προς θετικές πλευρές της παγκοσμιοποίησης.

Κανείς συγγραφέας δεν είναι ακόμη αρκετά αθάνατος

Εγκιβωτισμένοι σε οικογένειες, γλωσσικές και άλλες κοινότητες, περιοχές και χώρες, οι συγγραφείς προβάλλουν την ατομικότητά τους σε αναλογία προς μια ανάγκη να συνεχίσουν να δουλεύουν σε πολύπλοκες συνθήκες. Πρόκειται για ένα είδος «αναγκαίου ναρκισσισμού», όπως τον αποκαλώ, που μπορεί βέβαια να ξεφύγει, αν δεν ελέγχεται από αυτοσαρκασμό.
Οι συγγραφείς φαντάζονται ότι αποκλειστικά τους ανήκει η γλώσσα στην οποία γράφουν, την οποία πρέπει να κάνουν δική τους, αν θέλουν να γράψουν όσο καλύτερα μπορούν. Στην πραγματικότητα γεννιούνται στο περιβάλλον μιας γλώσσας που προϋπάρχει, όπως προϋπάρχει η μητέρα τους ή η μητριά την οποία υιοθετούν, όταν δεν γράφουν στη μητρική τους γλώσσα (όπως ο Γιόζεφ Κόνραντ ή ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ γράφοντας στα αγγλικά ή ο Μπέκετ γράφοντας στα γαλλικά). Κανείς συγγραφέας δεν είναι ακόμη αρκετά αθάνατος για να επινοήσει μια γλώσσα, ενώ καμία ανθρώπινη λογοτεχνία δεν έχει ακόμη γραφεί σε γλώσσα που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να διαβάσει. Οι συγγραφείς μπορεί να είναι αυτιστικοί∙ η γλώσσα δεν είναι. Το γεγονός ότι η γλώσσα εμπλέκει μία κοινότητα περισσότερων από έναν ομιλητών καθιστά τη μετάφραση εγγενή στη γλώσσα. Φιλοδοξίες και οικονομικοί λόγοι κάνουν τους συγγραφείς να επιθυμούν να δουν το έργο τους μεταφρασμένο σε άλλες γλώσσες. Ωστόσο, ο αναγκαίος ναρκισσισμός τους τροφοδοτεί μια αντίσταση σε κάθε μετάφραση της δουλειάς τους σε λέξεις που δεν έχουν γράψει.
Χωρίς μετάφραση μπορούμε να διαβάσουμε μόνον ότι έχει γραφεί στη γλώσσα ή γλώσσες που γνωρίζουμε. Χωρίς μετάφραση δεν υπάρχει παγκόσμια λογοτεχνία, όπως περιεκτικά το διατύπωσε ο Ζοζέ Σαραμάγκου. Η γλώσσα παραμένει υπόθεση επαρχιακή, εφόσον μπορεί να επεκταθεί μόνον έως τα φαντασιακά σύνορα μιας γλωσσικής κοινότητας, ανεξαρτήτως του πόσο εκτεταμένη είναι. Η μετάφραση παραμένει φαινομενικά αδύνατη, εντούτοις εξ ορισμού εφικτή σε έναν κόσμο που υποφέρει και ανακουφίζεται από το σύνδρομο της Βαβέλ, στον βαθμό που όνειρα μιας κοινής γλώσσας μετατρέπονται σε εφιάλτες με πρωταγωνιστές γλώσσες και πολιτισμούς που αφανίζονται. Αυτό υπερβαίνει θέματα επικοινωνίας ή έκφρασης, όπως στενά γίνονται αντιληπτά σε αυτο-εξομολογητικό πλαίσιο, τώρα πια σε μια εποχή ενδο-επικοινωνίας κινητών τηλεφώνων και ενός διαδικτύου πραγμάτων.

Η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να ντυθείς βγαίνοντας γυμνός στον κόσμο.

Γενναιοδωρία των αρχαίων

Ιδίως όσοι παραπέμπουν σε αρχαίους πολιτισμούς –και υπό μία έννοια είμαστε όλοι Έλληνες, όπως υποστήριζε ο Σέλλεϋ, ή Κινέζοι, θα πρόσθετα– χρειάζονται αυξημένη ευαισθησία στις συνθήκες αυτές, έστω και αν ενθουσιάζονται από επίκαιρες επινοήσεις και πρακτικές που εύκολα διαχέονται σε παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Χρειάζεται επίσης γενναιόδωρα να αντιμετωπίζονται δημιουργικές παρανοήσεις αρχαίων πολιτισμών (λόγου χάριν, από τον Έζρα Πάουντ σε σχέση με κινεζικά ιδεογράμματα ή από έναν πρωτοπόρο ελληνιστή όπως ο Γιόχαν Βίνκελμαν).
Η μετάφραση κειμένων και συμφραζομένων δεν είναι ποτέ εύκολη ακόμη και σε μη λογοτεχνικές περιστάσεις, όπως πρόσφατα φάνηκε, όταν η βρετανική κυβέρνηση, επιθυμώντας να αποφύγει μεταφραστές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανέθεσε σε άλλους να μεταφέρουν σε 22 γλώσσες λευκή βίβλο περί Brexit. Θυμηδία προκάλεσαν οι μεταφράσεις που αναρτήθηκαν αρχικά. Δεν επρόκειτο για αδόκιμη φρασεολογία μόνον, αφού ακόμη και η λέξη «γερμανικά» ήταν γραμμένη λάθος στα γερμανικά, με αντίστοιχα σφάλματα σε άλλες γλώσσες. Βέβαια οι συγγραφείς χαιρετίζουν παρόμοια περιστατικά, που επιβεβαιώνουν τη συμβολή της γραφειοκρατικής ορολογίας στη λογοτεχνία, όπου το πρωτότυπο ποτέ δεν είναι πιστό στη μετάφρασή του, σύμφωνα με τη διατύπωση του Μπόρχες.
Βρισκόμαστε πάλι ή είμαστε χαμένοι στη μετάφραση; Εμπειρίες εκτυλίσσονται σε συνθήκες μιας διαφορετικής κάθε φορά lingua franca ή κοινής γλώσσας – όπως τα αγγλικά σήμερα ή ίσως τα κινεζικά στο μέλλον ή τα ελληνικά στο παρελθόν. Η ελληνιστική εκείνη περίοδος έντονης παγκοσμιοποίησης έχει συνδεθεί με τη μετάφραση των Εβδομήκοντα (ή μάλλον εβδομήντα δύο) λογίων, από τα εβραϊκά στα ελληνικά, που είχε ζητήσει, όπως λέγεται, Έλληνας βασιλιάς της Αιγύπτου ώστε να μπορούν να διαβάσουν τα ιερά τους κείμενα Αλεξανδρινοί Εβραίοι, που είχαν ξεχάσει τη γλώσσα των προγόνων τους.
Βρισκόμαστε πάλι ή είμαστε χαμένοι σε μεταφράσεις που γίνονται από μηχανές; Κάνοντας ένα βήμα ακόμη, γιατί να μη γράφουν λογοτεχνία μηχανές; Και θα μπορεί να διακριθεί η μηχανική από την ανθρώπινη λογοτεχνία; Για την ώρα υποθέτω ναι, με τρόπο πρακτικό, από άτομα αντίστοιχα προς τους γευσιγνώστες, έστω και αν είναι εξαιρετικά σύνθετο να εξηγηθούν με λόγια τα κριτήρια διάκρισης.

Εν τω μεταξύ οι λέξεις με τάξη

Έχοντας έρθει στην Κίνα μετά από ένα διεθνές συμπόσιο –της Εταιρείας Συγγραφέων στην Αθήνα, ενώ είχε ανακηρυχθεί από την UNESCO Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου– με θέμα «Γιατί διαβάζουμε;», σχετικά με τον ρόλο του συγγραφέα στο μέλλον, καταλήγω υπογραμμίζοντας ότι η μετάφραση στηρίζει το αναγνωστικό τρίγωνο που συναποτελούν συγγραφείς (χωρίς τους οποίους δεν υπάρχουν βιβλία), βιβλία (χωρίς τα οποία δεν υπάρχουν αναγνώστες) και αναγνώστες (χωρίς τους οποίους δεν υπάρχει τίποτε).
Ίσως μοιάζουν οι λέξεις μεταξύ μας με μετάξι. Οι προτάσεις με εσάρπες. Οι παράγραφοι με ρούχα. Η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να ντυθείς βγαίνοντας γυμνός στον κόσμο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: