Από πού και ώς πού
Από την Κρήτη, λόγω πατρικής καταγωγής, ανέβηκε ο γεννημένος στη Χίο από Μικρασιάτισσα μητέρα Μίκης Θεοδωράκης. Από τη Θράκη κατέβηκε ο γεννημένος το ίδιο έτος στην Ξάνθη, από μητέρα από την Αδριανούπολη και Κρητικό πατέρα, Μάνος Χατζιδάκις. Από τη Θεσσαλονίκη, με γονείς από Φιλιππούπολη και Κωνσταντινούπολη, κατήλθε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Συχνά με πρόσφυγες γονείς από τη μία τουλάχιστον πλευρά, μουσικά περικυκλώνοντας τη χώρα, η περιφέρεια και η διασπορά συγκρότησαν το κέντρο. Η μελωδία δημιουργεί βάρος. Τον κόπο του φορτοεκφορτωτή πράγματι δοκίμασαν στα νιάτα τους ο Χατζιδάκις και ο Σαββόπουλος σε περιστάσεις οικονομικής δυσπραγίας.
«Ο Λοΐζος από την Αίγυπτο, ο Μαρκόπουλος και ο Λεοντής από την Κρήτη, ο Μαυρουδής από την Καλλιθέα, ο Γλέζος δεν ξέρω από πού, ο Μαμαγκάκης από το Μόναχο, η Φαραντούρη από τη Νέα Ιωνία, στην Αθήνα καταφθάνουν από μακρινούς γαλαξίες στις αρχές της δεκαετίας του 1960», ανακαλεί ο Σαββόπουλος, σε μία από εκείνες τις περιεκτικές συνεντεύξεις στον Πηλιχό. «Α, πίστεψέ με, η ιστορία δεν τέλειωσε με Χατζιδάκι-Θεοδωράκη … Θα γραφτούν πολλά ωραία τραγούδια ακόμη», λέει. «Τι θα ήταν η Αθήνα χωρίς όλα αυτά τα παιδιά, που εντελώς ξαφνικά και χωρίς συγκεκριμένο λόγο φεύγουν από τους μικρόκοσμους που ανήκουν και καταφτάνουν στην πρωτεύουσα και τα δίνουν όλα και το περίσσευμά τους επί πλέον.»
«Εμένα, όπως ίσως ξέρεις, μ’ έφερε εδώ ένα φορτηγό, από ένα μέρος τόσο μακρινό που μερικές φορές αμφιβάλλω αν υπάρχει καν. Το μέρος λέγεται Θεσσαλονίκη», λέει επίσης. Αγάπησε την Αθήνα, όπως μόνον όσοι δεν εγκλείονται στη σοφίτα της Αττικής μπορούν. Το ότι Γεννήθηκα στη Σαλονίκη κράτησε όμως Ρεζέρβα, παραμένοντας βόρειος, όπως δήλωσε στην τελευταία συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 2022. Ο Σαββόπουλος έγινε «άρχοντας του Βορρά», όπως ο Χατζιδάκις ή ο Βασιλικός, τότε που οι Θρακομακεδόνες έφταναν από τη συμβασιλεύουσα μέχρι τη βαυαρική πρωτεύουσα του βασιλείου.
Ο Σαββόπουλος κατέβηκε από τον βορρά στον νότο για να ενώσει ανατολή και δύση. Στις 21 Οκτωβρίου έφυγε, ημέρα όταν το 1969 κυκλοφόρησε Το περιβόλι του τρελού. Μία εβδομάδα πριν από την επέτειο του γάμου τους με την Άσπα, όταν στο Όχι είχαν πει Ναι. Η Δήμητρα Γαλάνη τους είχε συστήσει. Δύο ημέρες πριν από τα γενέθλια του Χατζιδάκι.
H τρομερή μας η λαλιά
«Αγαπώ αυτή τη γλώσσα. Θα προτιμούσα να πεθάνω, παρά να ζήσω σ’ έναν κόσμο όπου δεν θα υπήρχαν ελληνικά», έχει πει. Εξάλλου «οι Έλληνες νομίζω είμαστε ένα τίποτε. Γι’ αυτό και μπορούμε να γίνουμε κάτι». Αγαπούσε πολύ τις λέξεις και τα χώματα στα οποία φύτρωναν, τις πέτρες, που τις στήριζαν, τα νερά, που τις δρόσιζαν. Με τον τρόπο του συνεχίζει μία γραμμή «ελληνολατρ[ε]ίας» (και όχι «ελληνικότητας»), που συνδέει τον Καβάφη με τον Εγγονόπουλο στο Πανελλήνιον σε συνθήκες ελληνοφοβίας.
Όλοι οι στιχουργοί σε νεκρολογίες ανάγονται σε ποιητές. Λίγοι όμως το πιστοποιούν, σύμφωνα με ένα πρακτικό κριτήριο. Διαβάζονται χωρίς μουσική οι στίχοι; Με τη δοκιμασία αυτή, ο Σαββόπουλος αναγνωρίζεται ως ποιητής, όπως επιβεβαιώνει η αύρα, που δημιουργούν οι τίτλοι των ποιητικών δίσκων ή μουσικών συλλογών, που έχει κυκλοφορήσει. Γι’ αυτό, μετά τα χρόνια του Ασλάνογλου και των Θεσσαλονικέων, αναδείχθηκε στον επιφανέστερο εκπρόσωπο κάποιας «γενιάς του ‘70». Πρόκειται για τη δεκαετία, κατά την οποία, διεθνώς και στην Ελλάδα, αναπτύχθηκαν πολλά από όσα συνήθως συνδέονται με ό,τι εκδρομείς ενός «εμείς» θεωρούν «σίξτις».
Μία χαριτωμένη ιστορία προσωπικής μυθολογίας, που κάθε φορά αναδιατύπωνε παρουσιάζοντας το ρεπερτόριό του στη Νέα Υόρκη, είχε να κάνει με το πώς αρχαιότεροι ποιητές τον έπεισαν να ασχοληθεί με το τραγούδι, εξωθώντας τον έτσι από τα χωράφια τους. «Θα μπορούσε να είναι από τους πλέον χαρισματικούς υπερρεαλιστές ποιητές της μεταπολεμικής Ελλάδας», δήλωσε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας. «Ήταν ό,τι πιο απροσποίητο ήρθε στο ελληνικό τραγούδι», είπε η Λίνα Νικολακοπούλου. Ο Σαββόπουλος εποίησε το αποίητο, όταν η μουσική (σπασμ)ωδικά κατέκλυζε τα γήπεδα, μετατρέποντας τη χώρα σε μία απέραντη μπουάτ, όπου δεν χωρούσε διάκριση μεταξύ «μαζικής» και «υψηλής» τέχνης.
Δε μας ακούς που τραγουδάμε
Είναι ατελές όμως να χαρακτηρίζεται ποιητής ο Σαββόπουλος, αφού νότες με λέξεις συνέθετε και τραγουδούσε. Ήταν τραγουδοποιός. Με αεροπλάνα και βαπόρια, φορτηγά και άλλα μέσα μεταφοράς. Ήχοι τον μετέφεραν. Επιπλέον, η δικτατορία συνεπάγεται αλληγορία. Η λογοκρισία στα τραγούδια του την εποχή της χούντας, έχει εξηγήσει, δεν προκάλεσε αλλαγές μόνο σε τίτλους και στίχους, αλλά και στον ρυθμό, με σιωπές σε σημεία όπου είχαν κοπεί λέξεις.
«Ωδή στον Τσε Γκεβάρα» ήταν η Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, όταν την έγραφε στο Παρίσι, σε ένα στέκι, όπου έπαιζαν φλιπεράκια με τον Αλέκο Φασιανό. Στην Ιταλία καλλιέργησε Το περιβόλι του τρελού. Αντιλαμβανόταν τι έρχεται από έξω. Από την Αμερική ή από αλλού. Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε. Είχε πολλές δόσεις η παράδοση. «Είμαι Έλλην που παίζει ροκ», είχε πει το 1972. Το ροκ του μέλλοντός μας. Πιο ροκ δεν γίνεται. Πεθαίνεις. Ανδρών επί φανών πάσα αυγή φάρος.
Όλα αυτά συνδύαζε η στάση του Σαββόπουλου, που ήταν μία λοξή παρά-σταση, μία κλίση που τον ώθησε και στο θέατρο. Ήταν κατ’ εξοχήν (αλλά και εντός πόλεως) επιτελεστής, εκτελεστής ή περφόρμερ. Παραμυθάς και μυθουργός, με πείσμα, μετεφηβικό θράσος και σεμνότητα. Αυτοσαρκασμός, μελαγχολία, βραχνή φωνή, πρόσληψη της εποχής, αποδοχή και απόρριψη. Χωρίς να είναι μυθομανής, όπως άλλοι συνθέτες του μύθου τους. Με τρυφερά αιχμηρό χιούμορ, χωρίς να θέλει να τραυματίσει, όπως άλλοι δόρυ φέροντες ή δορυφόροι.
Φίλοι και εχθροί συμφωνούν ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος έγραψε ιστορία. Ενέπλεξε όργανα και δρόγανα, βορβοροφάγους και δραγάνες. Μεταξύ αρχαιοπληξίας και αρχαιοφοβίας, αντιμεσαιωνισμού και φιλοβυζαντινισμού, ανοίγουν σχισμές για να περάσει μία ριπή του μπάτη ή το στριφτό έντερο ενός εγχόρδου. Στους αρτοφάγους Έλληνες εμφανίζονται η Περσεφόνη, άρτος επιούσιος και βρόμικο ψωμί, που σε αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπούνε τρώνε. «Φαίνεται ότι τα τραγούδια μου είναι η δική μου ψυχανάλυση, που δεν έχει τελειώσει», έχει πει.
Μην πετάξεις τίποτα
Δεκεμβριστής μπορεί να θεωρηθεί ο Σαββόπουλος, έχοντας γεννηθεί στις 2 Δεκεμβρίου, μία ημέρα πριν ξεκινήσουν τα Δεκεμβριανά. Αγαπήθηκε, αποθεώθηκε και λοιδορήθηκε, όπως λίγοι. Με την κυβέρνηση Τζαννετάκη το 1989 επήλθε ιστορικός συμβιβασμός, που μετρήθηκε ως συντηρητική απόκλιση. Σε ένα συνεχές αφήγημα ενηλικίωσης, σε ένα διαρκές Bildungsroman, ο Σαββόπουλος αξιολόγησε τη δική του στροφή ως αποστροφή. Θεώρησε ότι όφειλε να αλλάξει. Διέψευσε δημόσιες προσδοκίες όσων προτιμούσαν να είναι προβλέψιμος. Δέκα χρόνια κομμάτια έγιναν.
Από τροβαδούρος της αντίστασης πέρασε στην αντίστιξη. Μίλησε για γενναιότητα, που απαιτεί ο «καιρός της μετάνοιας». Χαρακτήρισε κατεστημένο ό,τι άλλοτε τον είχε εμπνεύσει. Σημείωσε διάσταση μεταξύ συμπεριφοράς ανατροπής και συντηρητικής ψυχοσύνθεσης. Κούρεμα σημαίνει διαπόμπευση, τιμωρία, αυτοτιμωρία, τελετουργία, κάθαρση, μόδα, είπε. Σου μιλώ και κοκκινίζεις. Στροφή έκανε και ο Μίκης Θεοδωράκης, πριν από τον τελικό γύρο, που τετραγώνισε τον κύκλο.
Ακτινογραφίες, παλμογραφίες, χειρομαντίες. Με όποιο μέσο και αν έχουν στη διάθεσή τους, οι καλλιτέχνες δίνουν την εντύπωση ότι προβλέπουν. Είτε αρέσει είτε όχι ο χρησμός τους. Είναι όμως οι δημιουργοί πιο μπροστά από την εποχή τους; Νομίζω η εποχή είναι που καθυστερεί και φαίνεται πως προηγούνται.
Τραπεζάκια έξω
Τρώγαμε σε τραπεζάκια έξω. Κάπου στο Θησείο. Πέρασε ένας πλανόδιος μουσικός, που μας χάρισε εξαιρετικές νότες, ενώ βάζαμε μέλι στη μυζήθρα. Έχει και η πατριδογνωσία τα μυστικά της. Ο Διονύσης πρέπει κρυφά να του έδωσε αρκετά χρήματα, γιατί ξαφνικά στο τραπέζι μας άρχισαν να εμφανίζονται όλοι οι μουσικοί της γειτονιάς. Η Άσπα έλαμπε. Οι υπόλοιποι είχαν μείνει άναυδοι. Ήταν γενναιόδωρος ο Σαββόπουλος. Η εκπομπή του ανέδειξε μία επόμενη γενιά τραγουδοποιών.
Μας συνέδεε η γενέθλια Θεσσαλονίκη. Οικειότητα δημιουργήθηκε στη Νέα Υόρκη, σε δύσκολα χρόνια. Όταν επρόκειτο να έρθουν με την Άσπα, τον είχα ρωτήσει τι ήθελε να δει. Θέλω να γνωρίσω τον Αρχιεπίσκοπο, μου είπε. Αναφερόταν σε μια κορυφαία προσωπικότητα, τον Ιάκωβο. Ως ιεράρχης είχε συμμετάσχει στην πορεία διαμαρτυρίας κατά των φυλετικών διακρίσεων με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στη Σέλμα της Αλαμπάμα το 1965. Είχα αποκτήσει φιλική σχέση μαζί του, παρά την αρχικά αρνητική εικόνα από την περίοδο της δικτατορίας. Δεν μπορούσα, μου είχε πει, να επικρίνω δημοσίως τη χούντα, όταν την καλόβλεπαν υποστηρικτές της εκκλησίας. Είχε επίσης εκμυστηρευθεί ότι νεότερος έγραφε στίχους. Ενώ ήμασταν στο γραφείο του, μία βοηθός του χτύπησε και μπήκε. «Συνάντηση των ποιητών», αναφώνησε και ξαναβγήκε.
Περαστικός από την Αθήνα για λίγες ημέρες, παρουσίαζα ένα βιβλίο μου στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Ήμουν ευγνώμων στον Ευάγγελο Σόρογκα, που είχε εξασφαλίσει μικροσκοπικά μπιφτέκια, δωρεά του «Βασιλιά των Μπέργκερ». Το βιβλίο λεγόταν Fast Food Classics και περιλάμβανε στίχους ταχυφαγείων και συνταγές από ορθόδοξη ή κλασική κουζίνα. Με πλησίασε ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς λέγοντας ότι δεν φανταζόταν στην ίδια αίθουσα να ξαναδεί τον Παπουτσάκη και τον Σαββόπουλο.
«Τι είπε πάλι ο φίλος σου», προσπαθούσαν να με πικάρουν για κάποια νέα δήλωση του Διονύση. Αυτό ρωτούσαν πάντοτε. Η ερώτηση δεν άλλαζε. Άλλαζαν αυτοί που τη ρωτούσαν. Οπότε, «πάντοτε τα έλεγε αυτά», απαντούσα. «Εσείς δεν ακούγατε.» Πείτε μου κάποιον άλλο, που να μπορεί με μουσική και στίχους να δημιουργήσει τέτοιες ιστορίες.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Θεοδωράκης ή τανκς;
Μανόλης Αναγνωστάκης: «Το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες» [Μέρος Α΄]
Μανόλης Αναγνωστάκης: «Το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες» [Μέρος Β΄]
Eποχή του τέλους ή τέλος εποχής; [για τον Πάνο Θεοδωρίδη]
Aντίο, Βασίλη [για τον Βασίλη Βασιλικό]
Γιώργος Χουλιάρας, «Πολιτισμός και πολιτική: Εμφύλιος πόλεμος και “πολιτιστική ανασυγκρότηση” στην Ελλάδα» στον τόμο Η Ελλάδα ’36-’49. Από τη Δικτατορία στον Εμφύλιο: Τομές και συνέχειες, επιμ. Hagen Fleischer, Καστανιώτης 2003 (3η έκδ. 2005), σσ. 428-438.