Αν και προικισμένος ιππέας, ο νεαρός Αντίλοχος, κινδυνεύει να χάσει τα έπαθλα των ιππικών αγώνων, που όρισε ο Αχιλλέας για να τιμήσει τη μνήμη του Πάτροκλου, γιατί τα άλογά του δεν είναι τόσο γρήγορα όσο των αντιπάλων του. Γι᾽ αυτό και ο πατέρας του, ο Νέστορας, τον συμβουλεύει να ενεργήσει με περίσκεψη, με σχέδιο και με πονηριά (μῆτιν ἐμβάλλεο θυμῷ), ώστε, ανατρέποντας τα προγνωστικά, να κερδίσει τον αγώνα. Του δίνει μάλιστα και συγκεκριμένες τεχνικές οδηγίες, κι αμέσως μετά υπερθεματίζει λέγοντας του και τα εξής:
μήτι δ᾽ αὖτε κυβερνήτης ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ
νῆα θοὴν ἰθύνει ἐρεχθομένην ἀνέμοισι·
Υπόψη οι εξής αποδόσεις:
με σόφισμα στης θάλασσας τ’ αγριωμένα πλάτη,
το ανεμόδαρτ’ οδηγεί καράβι ο κυβερνήτης,
Ι. ΠΟΛΥΛΑΣ
Με νου την τράτα στου γυαλού τ’ αφρογαλάζο κύμα
την κυβερνά ο αρμενιστής σα σφίξει ανεμοκαίρι,
Α. ΠΑΛΛΗΣ
ο νους τον καπετάνιο το άρμενο στο πέλαο το κρασάτο
να κουμαντάρει, σύντας οι άνεμοι το δέρνουν πέρα δώθε,
Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ-Ι.Θ. ΚΑΚΡΙΔΗΣ
Ο ξύπνιος νους τον καπετάνιο ικανό στο μπλάβο πέλαγος,
να κουμαντάρει το γοργό καράβι,
όταν οι άνεμοι το βολοδέρνουν
Δ.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ
μες στο κρασάτο πέλαγος με τέχνη ο καπετάνιος,
καθώς ανεμοδέρνεται, το πλοίο κυβερνάει,
Θ. ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Οἴνοψ (και οἴνωψ): αυτός που έχει το χρώμα του κρασιού. Συνήθως επίθετο της φουρτουνιασμένης θάλασσας, που παίρνει ένα βαθύ ερυθρό, μπλάβο ή και μαύρο χρώμα. Εξού και το «κρασάτο πέλαγος» των Καζαντάκη-Κακριδή και του Θ. Μαυρόπουλου (υπόψη η Μαύρη και η Ερυθρά θάλασσα) αλλά και το μπλάβο ή το μαύρο πέλαγος, που διαβάζει κανείς και στις μεταφράσεις της Οδύσσειας. Ταυτόχρονα όμως το επίθετο αυτό χαρακτήριζε και τα αναψοκοκκινισμένα έως και μπλάβα πρόσωπα των μεθυσμένων και ιδίως του οἰνῶπα Βάκχου (Σοφοκλής, Οιδίπους τύραννος, 211) ― πράγμα που μου επέτρεψε να δώσω έμφαση όχι στο χρώμα της θάλασσας, ακριβώς, αλλά στο μεθύσι της, δηλαδή, στην θαλασσοταραχή, που υπονοεί εξάλλου και το ἐρεχθομένην ἀνέμοισι. Ώστε αποδίδω το ένὶ οἴνοπι πόντῳ όχι στο πέλαγος που έχει το χρώμα του κρασιού αλλά στο μεθυσμένο πέλαγος.
Μήτις: σοφία, σύνεση, ευφυΐα, φρόνηση, πρόνοια, σκέψη, αλλά και επινόηση επίσης καθώς και δολιότητα και απάτη και πανουργία. Μέγα πρόβλημα με την απόδοση της πολυσήμαντης αυτής λέξης (υπόψη και το βιβλίο των J. P. Vernant-M. Detienne: Μήτις. Η πολύτροπη νόηση στην Αρχαία Ελλάδα, Δαίδαλος 1993). Νομίζω ότι η έννοια που πλησιάζει, περισσότερο και από την πολυμηχανία ακόμα, τη σημασία της μήτιος είναι η πανουργία (της δαιμόνιας σκέψης κι όχι του «λόγου», πάντως), εφόσον βέβαια προσθέσουμε στην αρνητική σημασία της λέξης αυτής και όλα τα ως άνω θετικά στοιχεία –πράγμα που «απαιτεί» εξάλλου και η κυριολεξία (πανούργος εκ της φράσεως παν έργον ποιών). Οπότε, πανούργος θα ήταν αυτός που κάνει τα πάντα κι ακόμα περισσότερα, ή έστω αυτός που στις κρίσιμες καταστάσεις και παρά πάσα προσδοκία κάνει το καθοριστικό (το νικηφόρο ή το σωτήριο) κάτι παραπάνω, από εκείνα που θα έκαναν οι άλλοι. Ο δίχως επιθετικό προσδιορισμό νους (Καζαντζάκης-Κακριδής, Μαρωνίτης) παραείναι αφηρημένος ―πράγμα που ισχύει και για το μυαλό («Κι ο ξυλουργός με το μυαλό προκόβει κι όχι με τη δύναμη των χεριών του», κτλ.), στο οποίο καταφεύγει ο Δ. Αρμάος στη μεταγραφή του της Ιλιάδας (Μαΐστρος 2002). Το σόφισμα (Πολυλάς), που εμπεριέχει την έμπνευση, το σχέδιο ή το στρατήγημα, το τέχνασμα (το κόλπο) και την παραπλάνηση, ακριβέστερο, αν και από αισθητική άποψη δεν το βρίσκω ταιριαστό. Θα προτιμούσα την τέχνη (Θ. Μαυρόπουλος), όμως η μήτις, αν και εμπεριέχεται στην εμπειρία και στην εφαρμοσμένη αξιοσύνη της κάθε τέχνης, δεν περιορίζεται διόλου σ’ αυτές. Λόγου χάρη, ο καπετάνιος της παροιμίας: ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται, πρέπει να είναι όχι μόνο έμπειρος τεχνίτης (όπως είναι κατά τεκμήριο όλοι οι καπετάνιοι), ούτε μόνο ευφυής, συνετός και προνοητικός (μυαλωμένος), αλλά και τολμηρός και πολυμήχανος και δαιμόνιος (τετραπέρατος, πανέξυπνος, διαβολεμένος), ήτοι: πανούργος. Μολαταύτα, ακόμα και η πανουργία είναι ανεπαρκέστατη, γιατί δεν αποδίδει διόλου το μυθολογικό υπόβαθρο της μήτιος, που είναι καθοριστικό για όλες τις σημασίες της.
Και πράγματι, η Μήτις, η μετέπειτα πρώτη σύζυγος του Δία, ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύως, ήτοι: του υδάτινου στοιχείου, το οποίο προέκυψε από το γάμο του Ουρανού και της Γαίας. Αλλά από την Γαία γεννήθηκε και ο απείρων Πόντος (το απέραντο πέλαγος), ο οποίος, όντας ετεροθαλής αδελφός του Ωκεανού και της Τηθύως ήταν και θείος της Μήτιος. Έτσι όμως η τρέχουσα αντιπαλότητα του μητιόεντος κυβερνήτου καἰ τοῦ οἴνοπος πόντου (του πανούργου καπετάνιου και του μεθυσμένου πελάγους) τίθεται όχι μόνο στα πλαίσια μιας αρχέγονης φιλονικίας αλλά και στο έδαφος της οικογενειακής και εν τέλει οντολογικής συγγένειας των αντιπάλων. Και ως προς την συγγένεια αυτή, η δική μου απόδοση δεν προσφέρει τίποτα παραπάνω, εκτός από μία ακόμα τρύπα στο νερό:
με πανουργία κυβερνά ο καπετάνιος το καράβι,
που κλυδωνίζεται ανεμοδαρμένο στο μεθυσμένο πέλαγος
Αν έγραφα, ακόμα πιο πολύ, ότι καπετάνιος στο μεθυσμένο πέλαγος είναι η δαιμόνια σκέψη, αν έκανα κάτι τέτοιο, θα φόρτωνα το φτερωτό δίστιχο του Ομήρου με το θλιβερό κι ασήκωτο άχθος μιας σκέψης, που από τον Καρτέσιο και μετά μοιάζει με καπετάνιο, που ίσταται στο κατάστρωμα του ξεμοναχιασμένου καραβιού που αποτελεί το μυαλό του, απ’ όπου και αντιμετωπίζει το αλλόκοτο μεθυσμένο πέλαγος, στο οποίο συμβαίνει να θαλασσοδέρνεται, εξ αιτίας των μεγαλεπήβολων σκοπών ή των ιδιοτελών συμφερόντων του.
Σε μεθυσμένες θάλασσες
Ήδη από την αρχαιότητα ήταν κανόνας να ψέγουν ως αναξιόπιστες τις αισθήσεις και να επαινούν το νου. Ακόμα και ο Δημόκριτος θεωρούσε ότι η γνώση που προσφέρουν οι πρώτες είναι σκοτίη, σε αντίθεση με την γνησίη γνώση που προσφέρει ο δεύτερος. Αναφέρω εδώ τον Δημόκριτο γιατί ο φιλόσοφος αυτός είχε σκηνοθετήσει έναν διάλογο, όπου οι αισθήσεις απευθύνονται στη διάνοια λέγοντας: Ταλαίπωρε νου, αφού πήρες από εμάς τις βεβαιότητές σου μας ταπεινώνεις; Θα το πληρώσεις με την πτώση σου.1 Μια καταγγελία, που προεξοφλεί την τιμωρία, που ένεκα αλαζονείας και αυταρέσκειας (και φθόνου) περιμένει τον κάθε ορθολογισμό. Ας ξεκινήσουμε όμως από το ότι ο νους χάνει το νου του, κάθε φορά που προσπαθεί να σκεφτεί τις μεταμορφώσεις της ταυτότητας και την ταυτότητα των μεταμορφώσεων – κάτι που αποτελεί ρουτίνα για τις αισθήσεις, που επιδεικνύουν εν προκειμένω σοφία και γνωσιολογική οξυδέρκεια.
Λόγου χάρη, το φουρτουνιασμένο πέλαγος, που αντικρίζουμε, μας προσφέρει όχι μόνο την εικόνα της παρμενίδειας ακινησίας του όντος αλλά και την αίσθηση της ηρακλείτειας ρευστότητάς του ― πράγμα, όμως, που μόλις το σκεφτούμε μας φαίνεται παράξενο. Η παραξενιά έγκειται στο ότι η εικόνα ακινητοποιεί μέσα στο σταθερό πλαίσιό της την αεικίνητη ρευστότητα, η οποία εν τούτοις διαλύει όλες τις εικόνες και όλα τα πλαίσια.
Εδώ θα αντέτεινε κανείς ότι έχει τεράστια σημασία η απόσταση, που χωρίζει τον παρατηρητή από το θέαμα. Αν παρακολουθούμε, δηλαδή, τη φουρτούνα από κάποιο ακλόνητο βραχώδες ύψωμα ή από το κατάστρωμα ενός καρυδότσουφλου, που κοντεύει να βουλιάξει μισοπέλαγα. Και μια τέτοια αντίρρηση θα εφιστούσε την προσοχή στις υποκειμενικές κρίσεις, επίσης, που φέρονται και άγονται σαν ζαλισμένα καρυδότσουφλα στα μεθύσια των παθών και των αντικρουόμενων συμφερόντων, όντας μεροληπτικές και αναξιόπιστες. Μέσα σε μια θαλασσοταραχή, εν τούτοις, δεν υπάρχει πιο σταθερό έδαφος, που είναι και το μοναδικό εξάλλου, από το κατάστρωμα μιας καρυδότσουφλης υποκειμενικής άποψης, που κλυδωνίζεται επικίνδυνα αλλά και που μόλις η θάλασσα των παθών γαληνεύει γίνεται τόσο αμετακίνητη όσο και τα ορεινά παρατηρητήρια, από τα οποία εκπορεύονται οι «αντικειμενικές» κρίσεις. Αν και παρατηρητήριο που να βρίσκεται στο απυρόβλητο δεν υπάρχει. Και δεν εννοώ τα διαβρωτικά στοιχεία της φύσεως, που κατατρώγουν όλες τις σκοπιές, αλλά την διωκτική μανία των αντιπάλων, που πλήττονται από τις «αντικειμενικές» παρατηρήσεις και από την οποία κανένας παρατηρητής δεν μπορεί να ξεφεύγει επί μακρόν. Πάνω απ’ όλα όμως είναι ότι η στεριά αποτελεί κι αυτή ένα πέλαγος, και ότι οι οροσειρές είναι τα θεόρατα κύματα του πελάγους αυτού, που κυματίζουν, θαρρείς υπό την επήρεια ελαφράς μέθης, πολύ πιο αργά από τα γοργοπόδαρα κύματα της θάλασσας.
Θέλω να πω ότι δεν αργούμε και πάρα πολύ να αντιληφθούμε -εφόσον βέβαια η σκέψη συνεργάζεται ισότιμα και άριστα με τις αισθήσεις, δίχως να φιλονικεί μαζί τους διεκδικώντας τα πρωτεία αλλά και δίχως να δίνει, εννοείται, γην και ύδωρ στην εμπειρία- ότι η ικανότητα της ματιάς να παγώνει το πανόραμά της ή να ρευστοποιείται και η ίδια μέσα του δεν αποτελεί ψευδαίσθηση, ακριβώς. Είναι κάτι που απορρέει από τη διαφορά που παρουσιάζουν τα μήκη κύματος και οι συχνότητες των κυματισμών, καθώς επίσης και από το ότι οι αισθήσεις και οι σκέψεις αποτελούν κι αυτές ιδιαίτερα είδη κυματισμού. Και πράγματι, δεν βλέπουμε τίποτα άλλο εκτός από κύματα που διασταυρώνονται, όντας κύματα και οι ίδιοι. Κι αν όχι η δόνηση των χορδών των μουσικών οργάνων, που γοήτευσε τους πυθαγόρειους, θα πρέπει να ήταν ο σαγηνευτικός κυματισμός της θάλασσας, καθώς φαντάζομαι, που επέτρεψε στον Δημόκριτο (και πάλι) να συμπεράνει, ότι υπάρχει μόνο ένα γένος κινήσεως, το κατά παλμόν.2 Πατώντας στο «κυματάκι», που αποτελεί η ματιά, δηλαδή, η σκοπιά μας, παρατηρούμε διάφορους «κυματισμούς», άλλοι από τους οποίους είναι ταχύτεροι από τις αισθήσεις μας και άλλοι βραδύτεροι. Και είναι γεγονός, ότι γινόμαστε στήλες άλατος τόσο στο θαυμασμό όσο και στον πανικό. Όμως το φουρτουνιασμένο πέλαγος, που κοιτάζουμε από μακριά, μοιάζει να είναι ακίνητο, επειδή οι αισθήσεις τρέχουν πολύ πιο γρήγορα από το θέαμα που θαυμάζουν, πασχίζοντας να το χωρέσουν και να το φιλοξενήσουν. Ενώ όταν πέφτουμε σε φουρτούνα, αντίθετα, είναι οι ασθμαίνουσες αισθήσεις που «ακινητοποιούνται», μη μπορώντας να προφτάσουν τα αλλεπάλληλα κύματα, που απειλούν να τις καταποντίσουν. Αλλά όταν ο νους προσπαθεί να σκεφτεί τα ζητήματα αυτά εξ ιδίων και υπό το κράτος των καθαρών εννοιών του, της στάσης και της κίνησης, μπερδεύει ακόμα πιο πολύ τα ούτως ή άλλως δυσνόητα λόγια του. Πόσο μάλλον όταν προσπαθεί να σκεφτεί τον ύψιστο μεθυσμένο πόντο, τον κόσμο, που αν και ακίνητος κινεί ακατάπαυστα τα κύματα (και τα όντα), από τα οποία ωστόσο είναι φτιαγμένος.
Προκειμένου για τις φουρτούνες, πάντως, τα καθαρευουσιάνικα μετεωρολογικά δελτία των παλαιότερων εποχών ανήγγειλαν:
Kατάστασις πελάγους μαινομένη
Και στις μεθυσμένες θάλασσες δεν κλυδωνίζονται μονάχα τα καρυδότσουφλα αλλά και οι ζαλισμένοι καπετάνιοι τους: οι δαιμόνιοι και πανούργοι νόες μας. Η εξάρτηση, φύλλο και φτερό. Τα όργανα, ακόμα και το πηδάλιο, άχρηστα. Εξάλλου, είναι αστείο να μιλάμε για προσανατολισμό και για πορεία, όταν η προσπάθεια να κρατηθούμε στην επιφάνεια είναι τόσο απεγνωσμένη αλλά και τόσο εργώδης, ώστε δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε ούτε τις τελευταίες προσευχές, που υπαγορεύουν τα Πιστεύω μας. Ώσπου ακούγεται και η αποτρόπαια κραυγή: Ὁ σώζων ἑαυτόν σωθεῖτο. Κι αμέσως μετά δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από άνθρωποι στη θάλασσα. Θυμάμαι τότε που, έχοντας μάθει μόλις να κολυμπώ, έτυχε να πιω κάμποσο νερό, όταν με σκέπασε ξαφνικά ένα κύμα. Πανικοβλήθηκα κι άρχισα να χτυπιέμαι όπως τα ψάρια στη στεριά. Βρισκόμουν όμως στα ρηχά. Αν δεν πάτωνα, μπορεί και να πνιγόμουν. Όταν δεν υπάρχει τίποτα για να πιαστούμε, θέλω να πω, προσπαθούμε να κρατηθούμε απ’ τα μαλλιά. Αυτοί που πνίγονται δεν χτυπιούνται παρά μόνο για την επόμενη ανάσα. Κι όμως, υπάρχει μέσα μας η ακατάβλητη σκοπιά κάποιου απτόητου ναυτιλλόμενου, που ακόμα κι όταν πεθαίνουμε πεθαίνει τελευταίος, παρατηρώντας τον πνιγμό μας. Στη μάζα του πανικού μια σταγόνα περιέργειας. Το δέος, η αγωνία και ο τρόμος αλλά και ο θαυμασμός και η απορία. Όλα όσα αισθανόμαστε και όσα πασχίζουμε να σκεφτούμε για την ακίνητη και αεικίνητη ρευστότητα, στην οποία συμβαίνει να παραδέρνουμε για ανεξακρίβωτους λόγους, και όπου μόλις που προλαβαίνουμε να σηκώσουμε κεφάλι και να κοιτάξουμε γύρω, πριν βουλιάξουμε για τα καλά.
Και ήδη έχουμε εδώ μια δεύτερη παραξενιά, που ζευγαρώνει με την πρώτη. Εννοώ τη θύελλα των συναισθημάτων και τις πνευματικές διακυμάνσεις στις οποίες υποκείμεθα, ενόσω παρακολουθούμε το άλλοτε ακύμαντο και άλλοτε ταραγμένο πανόραμα του μέσα μας ψυχικού αρχιπελάγους, όπου και αρμενίζουμε επίσης (το οποίο μας αρμενίζει, μάλλον), όντας καρυδότσουφλα παρατηρητήρια και ως προς αυτό. Παρακολουθούμε λοιπόν όλα όσα διαδραματίζονται από την μια κι απ’ την άλλη μεριά με μια απρόσμενη αντικειμενικότητα, σαν να είμαστε κάποιοι άλλοι και όλα αυτά να μην μας αφορούν διόλου, αλλά και με τη λαχτάρα του υποψήφιου και ανίδεου θύματος, που ποθεί, ιδίως στην τελευταία του στιγμή, να μάθει έστω και στο περίπου τι συμβαίνει κι αν υπάρχει ή όχι κάποιος λόγος, για τον οποίο γίνονται όλα αυτά. Απορία είναι η ακραία μορφή μιας τέτοιας περιέργειας. Και δεν μπορώ να σκεφτώ για όλα αυτά τίποτα πιο δραστικό από το στίχο του Σολωμού:
τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν
Ποιοι είμαστε όμως εμείς που απορούμε, τι συμβαίνει όταν απορούμε και για ποιο πράγμα απορούμε; Είτε για συνείδηση μιλάμε είτε για ψυχισμό νιώθουμε τον εαυτό μας σαν μια πολυκύμαντη (λιμνο)θάλασσα, που σφύζει και που δονείται από τις κυματαγωγές των αισθημάτων, των συναισθημάτων, των αναμνήσεων, των βιωμάτων και των σκέψεων, και όπου κλυδωνίζονται σαν καρυδότσουφλα τα «στοιχειώδη σωματίδια» των εικόνων, των παραστάσεων, των φόβων, των επιθυμιών, των λέξεων, των προτάσεων και των προσωπικών απόψεων. Αλλά τότε, η ψυχή είναι κι αυτή ένα ακίνητο αεικίνητο. Η τρικυμισμένη συνείδηση αντικρίζει το φουρτουνιασμένο πέλαγος, μέσα στο οποίο κλυδωνίζεται και η ίδια. Και το αντίκρισμα αυτό είναι η απορία. Απορία είναι ίσως η αντανακλαστική προσπάθεια του συνειδησιακού κλυδωνισμού να αντιστοιχηθεί και να συντονιστεί με τον κοσμικό κλυδωνισμό, έτσι ώστε, παρακολουθώντας το θέαμα που προσφέρουν οι δύο τρικυμίες, να συνεχίσει να ανασαίνει. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να κρατάμε τα κεφάλια μας στην επιφάνεια, ή μάλλον στο σημείο όπου οι επιφάνειες των δύο θαλασσών εφάπτονται. Αν και για να συνεχίσουμε να επιπλέουμε με στοιχειώδη ασφάλεια, πρέπει να πιαστούμε κι από το καρυδότσουφλο σκαρί κάποιου πρωταρχικού ερωτήματος, η σημασία του οποίου είναι ανυπολόγιστη. Είναι αυτό που θα μας επιτρέψει να υφάνουμε, να αναρτήσουμε και να ανοίξουμε τα πανιά των πρώτων απαντήσεων, που θα δώσουμε. Πρέπει με κάθε τρόπο να «εξηγήσουμε» το ανεξέλεγκτο μυστήριο, ώστε στο εξής και μέχρι το τέλος να αρμενίζουμε στην κοσμική τελετουργία ως μύστες κι όχι να παραδέρνουμε έρμαια των κυματαγωγών.
1. … αι δε αισθήσεις λέγουσι προς την διάνοιαν, τάλαινα φρην, παρ’ ημέων λαβούσα τας πίστεις ημέας καταβάλλεις; Πτώμα τοι το κατάβλημα. Δημόκριτος, απόσπ. 125. G. S. Kirk, J. E. Raven, M. Schofield, Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, ΜΙΕΤ 1988, όπου (σελ. 412) ο Δ. Κούρτοβικ μεταφράζει: Άθλιε νου, αφού πήρες τις βεβαιότητές σου από εμάς (δηλαδή τις αισθήσεις) μας απορρίπτεις; Η απόρριψή μας είναι η κατάρρευσή σου.
2. Έ.α, σελ. 16. Έχω την εντύπωση, μάλιστα, ότι η κατά παλμόν κίνησις του Δημόκριτου (διαίσθηση, που είναι πιο απίστευτη ακόμα και από την ατομική θεωρία), προβλέπει το ότι όλες οι ακτινοβολίες μεταδίδονται κατά κύματα και προαναγγέλλει τη θεωρία των υπερχορδών, που έλαμψε προσφάτως στον ορίζοντα των επιστημονικών προσδοκιών σαν άστρο μακρινό.
[ Προοίμιο και πρόλογος στο ανέκδοτο βιβλίο μου: Για την απορία ]