Οι ανεπανάληπτοι ανεμόμυλοι



Λίγα πράγματα είναι τόσο οφθαλμοφανή αλλά και τόσο δυσδιάκριτα όσο η διαφορά λόγων και έργων και η διάσταση θεωρίας και πράξης. Είναι αρκετό να κρίνεις τα έργα και τις ημέρες, τις δικές σου και των συντρόφων σου, υπό το πρίσμα των αξιών, των βασικών αρχών και των ιδεωδών στα οποία ομολογείτε πίστη και για τα οποία αγωνίζεστε. Η ανακολουθία, που γίνεται ξαφνικά προφανής, είναι συγκλονιστική έως και τερατώδης. Και μόλις διαπιστώσεις κάτι τέτοιο, σπεύδεις να χτυπήσεις συναγερμό και να το καταγγείλεις, θεωρώντας τριτεύον ότι την καταγγελία σου θα την εκμεταλλευτούν, πρώτοι και καλύτεροι, οι εχθροί.
Όμως οι πιο πολλοί από αυτούς στους οποίους απευθύνεσαι επιμένουν να παριστάνουν τους τυφλούς – και δεν υπάρχει τίποτα πιο ακατάβλητο από το μουλαρίσιο τους πείσμα. Αλλά και οι λίγοι, που βλέπουν και που είναι διατεθειμένοι να συζητήσουν, εξακολουθούν να διατυμπανίζουν τη συνέπεια λόγων και έργων που επιτάσσει η κάθε ορθοδοξία, αποδίδοντας τις όποιες αποδοκιμαστέες πλην όμως αναμενόμενες (αλλά και χρήσιμες και βολικές, εδώ που τα λέμε) «παρατυπίες» στο υπεράνθρωπο του αγώνα, που έχει αναληφθεί, ή στην ακόμα πιο υπεράνθρωπη «ανοικοδόμηση», που συντελείται εν μέσω αναρίθμητων εχθρών, που δεν ορρωδούν προ ουδενός και που καραδοκούν στην περιφέρεια – χώρια οι εσωτερικοί εχθροί. Ώστε, εκτός από τη ζημιά, που θα έκανες στην επανάσταση, θα ήταν και ηλιθιότητα –τονίζουν– να αντιμετωπίζεις τέτοιους σατανάδες με το σταυρό στο χέρι. Κι ακόμα, ορισμένοι από αυτούς επικαλούνται και τις εγγενείς αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, καθώς επίσης και τα κακοφορμισμένα στοιχεία των ψυχών και των συνειδήσεων, δεδομένου ότι ακόμα και οι πιο συνεπείς αγωνιστές έχουν ενηλικιωθεί, ωστόσο, στη διάχυτη σαπίλα του θνήσκοντος εχθρικού καθεστώτος. Αλλά όπως και να ‘χει, σ’ αυτό συμφωνούν άπαντες, τα ζιζάνια ετούτα του κακού θα πάψουν να ευδοκιμούν, αν όχι και να φυτρώνουν, ευθύς μόλις ξημερώσουν οι καινούργιες μέρες.

Αν και εκεί όπου μένεις άφωνος είναι όταν κάποιος κωλοπετσωμένος, από αυτούς που λύνουν και που δένουν, σου κάνει την τιμή να σε νουθετήσει:

Ποιος το ‘πε, τάχα, ότι οι αξίες είναι για να τις παίρνουμε τοις μετρητοίς; Το είπαν οι προφήτες, οι ιδρυτές και οι άγιοί μας; Και λοιπόν; Τα ιδεώδη ήταν από πάντα ματωβαμμένες πολεμικές σημαίες. Και δεν έχουν γίνει τα τάγματα μάχης για να υπηρετούν τις σημαίες αλλά το αντίθετο. Ως στρατιώτες, θα μπορούσαμε ακόμα και να πεθάνουμε για την πίστη μας. Είμαστε υποψήφιοι μάρτυρες. Αλλά όσο κι αν ψάξεις, νομίζεις ότι θα βρεις πολλούς άγιους ανάμεσά μας; Γιατί αυτό είναι που ζητάς: να γίνουμε όλοι άγιοι και να ζήσουμε, σύμφωνα με τις αξίες μας, μια αγιασμένη ζωή. Συμφωνώ, πρώτος εγώ, μαζί σου. Είμαστε τόσο άθλιοι όσο και οι εχθροί μας. Το ζητούμενο όμως είναι να γίνουμε πιο άθλιοι από αυτούς, γιατί μόνο έτσι θα τους νικήσουμε. Τότε γιατί πολεμάμε; Γιατί να έχουμε δίκαιο εμείς κι όχι αυτοί; Μόνο η ιστορία μπορεί να το κρίνει. Γι΄ αυτό και πρέπει την ιστορία να την γράψουμε εμείς. Αλλά όπως και να ‘χει, το ουσιώδες, που πρέπει να βάλεις στο νου σου, είναι τούτο: οι εχθροί είναι εκεί, κι εμείς είμαστε εδώ. Εσύ, πού είσαι;

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το να λες σε τέτοιους ομόδοξους ότι είναι εχθροί της πίστης τους και μάλιστα πιο ύπουλοι και πιο επικίνδυνοι ακόμα και από τους ετερόδοξους, σημαίνει ότι πηγαίνεις γυρεύοντας. Αν κάνεις κάτι τέτοιο, δηλαδή, είναι βέβαιο ότι θα αποσπάσεις όχι την σύμπραξή τους, που επιθυμείς, αλλά την τιμωρητική προσοχή, την έσχατη περιφρόνηση, την αδιαφορία, τον αβρόχοις ποσί θαυμασμό, τη συγκατάβαση ή την θυμηδία τους. Γιατί, εκτός κι αν προλάβεις να «μετανοήσεις», κάνοντας «αυτοκριτική», η τύχη σου θα εξαρτηθεί απόλυτα από τις περιστάσεις, οι οποίες και θα ορίσουν τη φύση της ποινής. Αν θα θεωρηθείς, δηλαδή προδότης, και αν θα καταντήσεις, ως εκ τούτου, νεκρός, εξόριστος, άπατρις, άπολις ή απλά και μόνο αποσυνάγωγος. Φυσικά, μπορεί να καταλήξεις, ως αιρετικός, σε καμιά γιάφκα, όπου, όπως συμβαίνει και στις στενές παρέες, οι μετρημένοι στα δάχτυλα μυημένοι δοξολογούν και εξομολογούν (και ταπεινώνουν) ο ένας τον άλλον. Μπορεί ακόμα να γίνεις μάντης κακών. Γιατί η κάθε γενιά διαθέτει αρκετούς σαλεμένους οιωνοσκόπους, οι οποίοι όμως θα πρέπει να περιμένουν τις επόμενες γενιές που, όταν έρθει η σειρά τους να μεροληπτήσουν, θα αναγνωρίσουν έκπληκτες τις μαντικές ικανότητες καναδυό από δαύτους, που κατόρθωσαν να δουν στο ανύποπτο τότε των παραληρημάτων τους αυτά που θα νομίζουν ότι βλέπουν στο τώρα τους αυτές. Μπορεί να γίνεις, επίσης, ο σπουδαίος πνευματικός άνθρωπος, που όλοι του λένε μπράβο, γιατί τους τα λέει έξω από τα δόντια. Αν και το πιο πιθανό –στις ευλογημένες εποχές της παρατεταμένης ειρήνης, τουλάχιστον– είναι να μακροημερεύσεις ως μανιακός ή ως γραφικός.

Ένας συμπαθέστατος κατά τα άλλα αλλ’ όμως και ανυπόφορος νευρωτικός, που ακολουθώντας θαρρείς τη συμβουλή των αυτόκλητων ψυχοθεραπευτών τα βγάζει όλα, για να εκτονώνεται και να μην τα κρατάει μέσα του. Γιατί αυτός που τα φορτώνεται, σιωπώντας, ξεσπάει εν τέλει στον εαυτό του, καταδικάζοντας τη μοναχική ζωή του σε κάποιου είδους καταναγκαστική καλογερική – τέτοια που να του επιτρέπει να αυτοτιμωρείται κι έτσι και να αυτοεξιλεώνεται. Άλλως, ένας σπουδαίος διανοούμενος ή έστω ένας ενδιαφέρων τύπος, που ζει ταμπουρωμένος στο σπίτι του, όπου καταπιάνεται με την καλλιέργεια του πνεύματός του και επίσης με την υπεράνθρωπη αποδόμηση ή αναδόμηση του προσώπου του, και που στα διαλείμματα της μονήρους αθλοφορίας του κατακεραυνώνει τους πάντες, διασκεδάζοντας ίσως τους περιστασιακούς ακροατές του, όχι όμως και τους ελάχιστους σταθερούς, που έχουν βαρεθεί να τον ακούν.

Και λοιπόν, ίσως με κάποιον από τους παραπάνω τρόπους κερδίζεις τον αυτοσεβασμό σου, για το ότι κονταροχτυπιέσαι με τους ακράδαντους ανεμόμυλους, δηλαδή, τους παλιούς σου συντρόφους. Φτάνει όμως να κοιταχτείς σε μια τόσο σπουδαία και εύστοχη εικόνα, για να χαμογελάσεις μελαγχολικά, κι αμέσως μετά, βάζοντας νερό στο κρασί σου, να πας στην ταβέρνα και να τους βρεις, για να πιεις και πάλι κανένα κρασί, μαζί τους. Και, ω της φιλίας, οι παλιοί σου σύντροφοι θεωρούν ως μη ειπωμένα αυτά που έλεγες τόσο καιρό και σε υποδέχονται με άδολη χαρά, γιατί, αν και ήσουν χαμένος όλον αυτό τον καιρό, κατάφερες επιτέλους να έρθεις στα σύγκαλά σου.

Αλλά στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι οι ως άνω περιπτώσεις αποτελούν μορφές ακούσιας ή εκούσιας φίμωσης, όπου αυτό που αποσιωπάται και που εξοστρακίζεται από την καθημερινή, άρα και κατεξοχήν πολιτική, συμπεριφορά, είναι η ηθική αξίωση για τη συνέπεια των λόγων και των έργων. Και δεν πρόκειται μόνο για τις διαδρομές της εξεγερμένης νεότητας προς την «ωριμότητα» αλλά και για τους τρόπους της κοινωνικής (επαν)ένταξης, στην οποία πρωτοστατούν και πάλι οι ως άνω ανεμόμυλοι. Γιατί όσο διαφορετικές κι αν είναι οι προσωπικότητές τους, το κοινό και το κύριο στους ανεμόμυλους είναι ότι γυρνούν κατά κει που φυσάει ο κυρίαρχος άνεμος. Απλά και μόνο, στα ασταθή ατμοσφαιρικά καθεστώτα συμβαίνει να φυσούν ταυτόχρονα κάμποσοι αέρηδες, οπότε και οι ανεμόμυλοι στριφογυρίζουν για λίγο προς όλες τις διευθύνσεις, ώσπου να «κατασταλάξουν» στον δικό τους επικρατέστερο (και επικερδέστερο) αέρα, που θα γυρνάει στο εξής τις ζωές τους. Ούτε και πρόκειται μόνο για τις προαναφερθείσες χρόνιες δυσλειτουργίες και για τις παρατεταμένες εμπλοκές, που σημειώνονται σποραδικά κατά τη μαζική ενηλικίωση των ανεπανάληπτων ανεμόμυλων της κάθε γενιάς, και που παρουσιάζουν κάποιοι λίγοι (ευτυχώς ή δυστυχώς) εξ αυτών. Τι να έφταιξε άραγε με δαύτους; Ίσως τα ψυχικά και τα πνευματικά κλειδοκύμβαλά τους να μην συγκεράστηκαν καλώς, αν δεν ήταν και εκ γενετής ελαττωματικά. Αλλά είναι γεγονός ότι η κάθε γενιά ξεφουρνίζει και μερικούς ανεμόμυλους, που τα πανιά τους δεν φουσκώνουν με κανέναν από τους αέρηδες που φυσάν, και που γι΄ αυτό δεν θα ξεφύγουν ποτέ από τη ζώνη της άπνοιάς τους, αν δεν γίνουν οι ίδιοι φυσερά.

Και δεν πρόκειται μόνο για όλα αυτά, γιατί υπάρχει και η σκέψη, που δεν αρκείται στο ρόλο του θεατή και του κομπάρσου και που γι' αυτό ονειρεύεται ή ακόμα και επιχειρεί να γίνει πρωταγωνιστής έως και σκηνοθέτης (καμιά φορά βάζει στόχο, ούτε λίγο ούτε πολύ, να γίνει και ο συγγραφέας), σ’ αυτές τις κατά κανόνα κοινότοπες και ως επί το πλείστον κακόγουστες ιλαροτραγωδίες, που αποτελούν οι βιογραφίες μας, τις οποίες «γράφει» (ποιος τις γράφει, άραγε;) η ζωή. Και να ήταν μόνο οι βιογραφίες μας; Η σκέψη μεγαλοπιάνεται τόσο πολύ, ώστε οι φιλοδοξίες της επεκτείνονται όχι μόνο στις ιστορίες των κοινωνιών μας ούτε μόνο στην ιστορία της φύσεως αλλά και στη «βιογραφία» τού παντός. Πρόκειται λοιπόν για την κοινή μοίρα της υποκινούμενης αλλά και υποκινήτριας σκέψης. Γιατί η σκέψη σκέπτεται ακατάπαυστα τόσο τις καθέκαστα σκέψεις της όσο και τις πράξεις, τις παραλείψεις, τους πόθους και τους σκοπούς του «φερέφωνού» της, του υποκειμένου. Και όλα όσα σκέφτεται τα αξιολογεί, τα συγκρίνει, τα επιδοκιμάζει, τα αποδοκιμάζει, τα επιβραβεύει, τα τιμωρεί, τα σαρκάζει ή τα ειρωνεύεται αναλόγως. Έτσι όμως, για να έρθουμε στο προκείμενο, η με τον ένα ή τον άλλο τρόπο περιθωριοποίηση, η απομόνωση ή ακόμα και η εξόντωση της καταλυτικής κριτικής και, γενικά, ο εξοστρακισμός των ηθικών αξιώσεων από την πολιτική συμπεριφορά, όπου όλοι κομπορρημονούν υπέρ των αξιών, δηλώνουν τη φίμωση, την ταπείνωση και τον εξευτελισμό της σκέψης. Και η σκέψη σκέπτεται ότι η απαξίωσή της είναι ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα.

Και πράγματι, μπορούμε να σκεφτόμαστε ό,τι θέλουμε και να λέμε ό,τι μας κατεβαίνει, όχι όμως αν πρόκειται να μιλήσουμε για πράγματα, που οι άλλοι δεν θέλουν όχι να τα ακούν αλλά ούτε να τα σκέφτονται, γιατί ως προς αυτά θα ήταν συνετό αν όχι και σωτήριο να το βουλώνουμε. Αλλά τα πράγματα αυτά είναι και τα σπουδαιότερα. Αυτή είναι λοιπόν η μοίρα της σκέψης; Ως προς τα σπουδαία να το βουλώνει; Όμως, για ποιον λόγο τα πράγματα που αποσιωπούμε είναι τόσο σπουδαία και ποια είναι αυτά; Πώς να τα σκεφτούμε και πώς να τα πούμε; Και σε ποιους να τα πούμε, εξάλλου; Και γιατί; Έτσι, για να έχουμε κάτι να λέμε;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: