25 κομμάτια

Ναυάγιο, 1910
Ναυάγιο, 1910



Εκεί που κάθεσαι, στον περιφερειακό, ήταν οικόπεδο και δεν ξέρω τι χωράφι ή βοσκοτόπι, κι ερχότανε στην πέτρα σταυροπόδι το κλεφτόπουλο να αγναντέψει, καλή ώρα από ψηλά το αστικό τοπίο, που σου κάνει, λες, καλό στα νεύρα. Αλλά η θέα μέχρι πριν λίγα χρόνια, προτού χτιστεί μπροστά σου το τετράγωνο, ήταν απεριόριστη ως την Αίγινα και δεν έπρεπε να ανεβαίνεις κάθε τόσο στην ταράτσα μήπως και φουντάρεις στον ακάλυπτο που σε τραβάει μυστικά, περισσότερο κι από την τουριστική Ακρόπολη στο βάθος, και τον διάολο καβάλα στον Υμηττό. Κοίτα λοιπόν πώς περνάει η ζωή απ’ το παράθυρο, απέναντι ακριβώς απ’ το μπαλκόνι της νέας νοικάρισσας που ξεβρακώνεται μπροστά σου ένα μήνα τώρα όταν μετακόμισε, τις οίδε από πού. Σε βλέπει και δεν τραβάει την κουρτίνα, η γαμημένη, τόσο κουρασμένη κάθε απόγευμα που γυρνάει από το γραφείο. Παρκάρει το Smart κάτω απ’ τη μύτη σου. Πιάνει ευτυχώς μισή θέση διαγραμμισμένη από τα καθάρματα και δεν θα ενοχλήσει τη μαούνα σου όταν έρθει η ώρα να ξεχυθείς για αίμα και για γάλα. Η ζωή σου έχει περάσει, το καταλαβαίνεις, τόσα χρόνια που παρακολουθείς από μακριά τις πυρκαγιές στον Καρέα από τους ηλιακούς θερμοσίφωνες. Τις ανάβει διαδοχικά επειγόμενος ο δύων ήλιος (πιο δυτικά δεν γίνεται και για τους δύο σας). Η μικρή εν τω μεταξύ, με μια στροφή γύρω απ’ τον άξονά της, άναψε τσιγάρο και φυσικά δεν σε χαιρέτησε, ενώ η γειτόνισσά σου, η κυρία Βανού από το μονώροφο, πριν την αντιπαροχή και τον καρκίνο: «Πώς πάει η ζωή, νεαρέ;» επίμονη ερώτηση να ισοφαρίσει, εννοείται, τα χτυπήματα που τη βρήκαν πριν αναγκαστεί να ταπεινωθεί στον εργολάβο και προσφάτως στον ακτινολόγο, σχεδόν φαλακρή, το μέλλον άδηλον. Θέλει να βρίσκεται εγκαίρως στο πλοίο. «Πείτε μου, ποια ώρα να μεταφερθώ στο πλοίο;»

Ο κάθε άνθρωπος δικαιούται —έτσι δεν είναι;— τη μεταφορά. Γιατί να μην το ζητήσει κι αυτή; Σαν να ‘μουν εγώ ο καπετάνιος ή να διαθέτω τρόπο μετακομιδής των οστών στο τετράγωνο. Τώρα μου το λέει. Τώρα που συνάντησα κατά πρόσωπο το προσωπείο μου σοφιλιασμένο στις δύο συλλαβές του επιθέτου μου. Τώρα ακόμα μπορώ να της ευχηθώ καλό κατευόδιο. Ό,τι ήταν να συμβεί θα συμβεί σε όλους, όπως σε αυτούς τους ανθρώπους που σύρανε συμπατριώτες μου με το χαλκά στη μύτη σαν τις αρκούδες κάποτε ή και ακόμα χειρότερα, σαν αντικείμενα, τεμάχια. Αλλά αυτό δεν είναι το τέλος του κόσμου. Είναι η αρχή ενός άλλου. Οπότε, ποιος Άρειος Πάγος;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: