Veltsos rules!

Veltsos rules!


Άκου, άκουσον, άκου, λέει ο Οδυσσέας Γεωργίου στον Αντρέα Κτενά, μπαίνοντας φουριόζος στο καθιστικό και διακόπτοντας τις προετοιμασίες για το Μεγάλο Ταξίδι των Τριών: «Με poetry καταπέλτη / o Βέλτσος προελαύνει / Δεν μασάσει, την Ιστορία / την τιμάει / Ανακατεύοντας την τράπουλα / και πάλι». Του Κτενά του πέφτει ο στυλογράφος από το χέρι (Kaweco, στο χρώμα της μόκας), κι αποφασίζει, απερίσκεπτα και ασυνάρτητα, να ανάψει τσιγάρο ενώ δεν καπνίζει, οπότε βουτάει ένα άφιλτρο από την ταμπακιέρα του Γεωργίου και το ανάβει με τον αναπτήρα του Γεωργίου, και τινάζει στο σταχτοδοχείο του Γεωργίου, ύστερα από δύο βαθιές τζούρες, κάτι ρηχές στάχτες. «Was ist das?» ψελλίζει βελούδινα, μιμούμενος ακουσίως (ή/και κρυπτομνησιακώς) τον Mitch Ryder στην εισαγωγή του Soul Kitchen, στο live στο Rockpalast στο Έσσεν, στις 6 Οκτωβρίου του 1979, όταν κάποιος φαν του πετάει δώρο επί σκηνής ένα ωραιότατο τζόιντ και το πιάνει και το ανάβει μειδιώντας, με γλάρωμένο βλέμμα. «Das ist», απαντάει ο Γεωργίου, «κάτι που βρήκα κάτω από την πόρτα, ένα ποίημα, γραμμένο καμιά δεκαριά φορές, σε ένα φύλλο χαρτί καντριγιέ ανάμεσα σε δύο κολλημένες, στο φύλλο, φωτογραφίες, ασπρόμαυρες. Ο γραφικός χαρακτήρας είναι του Μπαμπασάκη».

«Μέγας παικταράς / ο Σινσινάτι Κιντ», συνεχίζει ο Γεωργίου, «ντριμπλάρει Ρόμπινσον και συντροφία / Μόνος αυτός, κολαούζων άνευ / παίζει μπίλιες / μπεγλέρι το Άλεφ». Ο Κτενάς σβήνει το τσιγάρο, πίνει μια γουλιά τεκίλα πιπεράτη, συνοφρυώνεται, μειδιά, συλλογάται ελεύθερα και καλά, πίνει άλλη μια γουλιά, λέει, «Μας στέλνει και ραβασάκια τώρα, ο Μπαμπασά!» (Ο Κτενάς έχει υιοθετήσει την πανάρχαια συνήθεια των θαμώνων του μπαρ Ο Ένοικος της δεκαετίας του ενενήντα να εκγαλλίζουν επώνυμα κι ονόματα, κόβοντας λήγουσα ή παραλήγουσα και λήγουσα και βαρώντας βαρείες — Σταθό, Αρανί, Ζαφειρό, και ούτω καθεξής). Κι εκείνη τη στιγμή, χτυπάει το τηλέφωνο του Κτενά, και το σηκώνει ο Κτενάς, και είναι ο εν λόγω ραβασάκιας και λέει (παραληρεί, μάλλον) στον Κτενά να τα παρατήσουν όλα και να προετοιμαστούν δεόντως να κατεβάσουν κοκτέιλ Μαργαρίτες κι έρχεται σε πέντε, και θα το ρίξουν στις ηχογραφήσεις σήμερα, να έχουν έτοιμο το zoom, να πάρουν μπαταρίες, φέρνει κι αυτός προμήθειες, όλη μέρα θα ηχογραφούν, θα είναι δώρο οι ηχογραφήσεις, Το Ποίημα Γ@μ@ει, κραυγάζει ρυθμικά δις και τρις και τετράκις, ιδέα δεν έχετε, θα πάθετε, εγώ έπαθα, συνεχίζει να παραληρεί, Veltsos rules!, ωρύεται, δεσμώτης του ιλίγγου, ατζέντης του ενθουσιασμού, στο τέλος.

Σημαίνει να τα αφήσουμε όλα — Τρέξτε τα όλα, πρόσταζε ένα ποίημα του Βενιαμίν Περέ, υπερρεαλιστή/αναρχοτροτσκιστή & πιστού υπασπιστή του Μπρετόν, αλλά εν προκειμένω, σκέφτεται ο Κτενάς, πρέπει να τα αφήσουμε όλα, τα τόσα και τόσα μας απασχολούσαν (τις προτοιμασίες για το Μεγάλο Ταξίδι Οδυσσέα Γεωργίου & Λουκίας Καμπά & Αντρέα Κτενά, την ανάγνωση/ανάλυση του δοκιμίου Περί Μοιχείας / The Conditions of Adultery, του William H. Gass, το να μαγειρέψουμε μπάμιες προς τιμήν της εξηκοστής δεύτερης, εντός του Ιουλίου, ακρόασης του αριστουργήματος Ege Bamyasi, τις σημειώσεις για το εγχείρημα Industrial Gatsby, την καταγραφή ηρωικών και πένθιμων ασμάτων με γαλανομάτες, τη μεθοδική και συστηματική —ήτοι υπό την επήρεια ικανής ποσότητος σκοτσέζικου ουίσκι— ανάλυση δύο επίμαχων —για τον Γεωργίου— παραγράφων από την Κλέφτρα των Φρούτων του Πέτερ Χάντκε, και ούτω καθεξής) και να επιπέσουμε στις ηχογραφήσεις — όπερ και εγένετο.

«Μάθε πως μια γυναίκα πάει από το ιώδες φως / στο υπεριώδες / με το ίδιο ένστικτο φωτός / της πεταλούδας που σαν κρυώσει ο καιρός πεθαίνει / Πάει με την ιαματική δουλειά», απαγγέλλει ο Κτενάς και ηχογραφεί ο Γεωργίου, ενώ ο Μπαμπασά είναι ήδη εδώ και δύο ώρες στο κονάκι τους και έχει ήδη ετοιμάσει απανωτά κοκτέιλ Μαργαρίτα, έχει ήδη αναστατώσει το σύμπαν της Κυψέλης αναγγέλλοντας ξανά και ξανά, ξαναμμένος, με τα χέρια να ανεμίζουν, τα μάτια να γουρλώνουν, τη φωνή να εντείνεται ολοένα και περισσότερο, ναι, αναγγέλλοντας και διαλαλώντας, αυτός, ο τελάλης της έξαψης, το τούρμπο της εκτροχιασμένης διανόησης, ο leader της σώφρονος επιφανειακότητας, ο αιώνιος τουγκουντουμπητρούλης, ότι ο Βέλτσος συνέθεσε την συλλογή του 21ου αιώνος, ναι, Η Ανάληψις της Παρθένου, ουρλιάζει στ᾽ άστρα και σε όλο το κυψελομάνι, είναι το έργο, είναι η ποίηση, είναι ο παιάνας, είναι ένα ηλεκτρικό τιρμπουσόν που ανοίγει μυαλά, είναι μια στενογραφία του απείρου, είναι η πρηνής, επαναλαμβάνω, η πρηνής θέση του σκοπευτή, ο Βέλτσος είναι ο sniper της αντιεγκεφαλικής ποιήσεως, ο Βέλτσος είναι ο φονιάς των γελοίων βεβαιοτήτων, ο Βέλτσος είναι η λοκομοτίβα της συναίσθησης, ο Βέλτσος είναι ο αναγεννημένος ηλεκτρολεττρισμός!!!, κραυγάζει/ωρύεται, κάθιδρος τώρα και βυσσινής ο Μπαμπασά, γ@μώντας την ηχογράφηση των Κτενά & Γεωργίου, που πρέπει να πιάσουν το καθήκον φτου κι απ᾽ την αρχή, πράγμα που ευπειθώς θέλουν κάμει.

Πόσες ώρες έχουν κυλήσει; Πόσες ηχογραφήσεις έχουν γίνει και ξαναγίνει; Πόσα κοκτέιλ Μαργαρίτα εκύλησαν από το ποτήρι στα χείλη, από τα χείλη στην στοματική κοιλότητα, από την στοματική κοιλότητα στον ουρανίσκο, και από τον ουρανίσκο στο αίμα; Οι λεπτομέρειες, όπως έγραφε ο άλλος, είναι χαμένες στη σκόνη του χρόνου. Άλλωστε, ο άνθρωπος είναι η μασκαράτα του Σκελετού, κι ακόμα πιο άλλωστε, η Κλέφτρα των Φρούτων είναι εκείνη που της αρμόζει, αυτοδικαίως, να σου προσφέρει το ρόδο του δώρου, μασουλώντας σαν διάφανο κοριτσάκι ένα πράσινο μήλο. «Μάθε ό,τι σε τρέπει σε φυγή», απαγγέλλει τώρα ο Γεωργίου και ηχογραφεί ο Κτενάς, ενώ η πανσέληνος του Ιουλίου, 24 του μηνός, λούζει με χρυσόσκονη του πικάπ που μένει τώρα ανενεργό, ενώ πριν από τις ηχογραφήσεις έπαιζε (πάλι!) το “John Coltrane Stereo Blues”, ναι, «Μάθε ό,τι σε τρέπει σε φυγή / και πλήρωσε ό,τι σε τέρπει / Πλήρωσε για να ᾽ρθεις να με βρεις / όταν σφίγγοντας με το χέρι το μαξιλάρι / σαν να κρατώ χαλινό, σε θέλω».

[ Συνεχίζεται εις το επόμενον ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: