Μια Εικόνα, Χίλιες Λέξεις #3

———————— ≈ ————————

Στον καιρό της ψηφιακής πολυδιάδρασης, της ψηφιακής έκρηξης των εικόνων, της ψηφιακής ιλιγγιώδους ταχύτητας των πληροφοριών, θα αφιερώσουμε, με βραδύτητα και βαρύτητα, αλλά και με χιούμορ και ελαφρότητα, σκέψεις και λέξεις για τις εικόνες: μία εικόνα κάθε μήνα, μία εικόνα για κάθε έτος του 21ου αιώνα. Μένουμε στην εικόνα, τη διαβάζουμε, την εμβαθύνουμε και, μέσα από την εικόνα, χαρτογράφουμε την ιστορία του μέλλοντος μας. Με ανάκατη σειρά, όπως επιβάλλουν η Ποίηση και ο Benjamin, συνθέτουμε μια ψηφιδωτή βιογραφία του 21ου αιώνα, παίζοντας με την φράση «Μία εικόνα, χίλιες λέξεις». Η ιστορικός τέχνης Φαίη Τζανετουλάκου εξετάζει ιμπρεσιονιστικά, θεωρητικά, και αισθαντικά την εκάστοτε εικόνα, ο συγγραφέας Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης εκπτύσσει συνειρμικές σκέψεις, ενώ ο ζωγράφος Σωτήρης Μπατζιάνας την αναδημιουγεί και την ανασυνθέτει σχολιάζοντάς την εικαστικά.

Μια Εικόνα, Χίλιες Λέξεις #3

Όταν τα Παιδιά γίνουν Πουλιά


1.

Α Μπε Μπα Μπλομ

Έλα διάλεξε με, θα είμαι για σένα το φως του καθρέπτη σου, τα θροΐσματα πάνω στη χλόη, τα μυρμήγκια που βάζαμε στην παλάμη μας, η χαμένη σου αγνότητα, το δέρμα που δεν έχει ψεγάδι πέρα από τις μικρές φακίδες του ήλιου. Εσύ ξανθός, εγώ μελαχροινός, εσύ κορίτσι, εγώ αγόρι, εμείς αγοροκόριτσα, θέλεις να παίξουμε; Δεν μπορώ, δεν μαφήνει ο τοίχος

Έχει ειπωθεί: Οι ποιητές είναι οι άοπλοι νομοθέτες αυτού του κόσμου. Έχει ειπωθεί: Όλοι γεννιόμαστε μεγαλοφυΐες και πεθαίνουμε ηλίθιοι. Έχει ειπωθεί: Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων πεσσεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη. Έχει ειπωθεί: Με κάθε σοβαρότητα απαιτούμε παιχνίδια. Έχει ειπωθεί: Δεν υψώνουμε τείχη, στήνουμε γέφυρες.

2.

Τράμπα, Τραμπαλίζομαι, Πέφτω και Τσακίζομαι

Τι θέλεις να παίξουμε; Θέλεις να τραγουδήσουμε κάνοντας φωνές πουλιών; Θέλεις να κοιταζόμαστε μέχρι να γελάσεις πρώτος και να χάσεις; Θέλεις να πάρουμε δύο παγωτά, ένα φιστίκι και μία φράουλα και να γλείφει ο ένας του άλλου; Έχω μία καλύτερη ιδέα- έλα να ακουμπήσουμε τις πλάτες μας και να βάζουμε κόντρα μέχρι να πέσει κάτω κάποιος από τους δύο! Κοίτα, γρατζούνισα το γόνατο μου! Δεν μπορώ να δω, με εμποδίζει ο τοίχος

Ροζ τραμπάλες που ενώνουν παιδικές ψυχές, παιδικούς νόες, παιδικά κορμιά. Ένα από τα συγκινητικότερα εγχειρήματα στην αναίσθητη εποχή, την ασυγκίνητη, του ταχύπλοου νεοκυνισμού. Ακόμα ένα ευωδιαστό «άνθος ενάντιο», ένα «οξυγόνο αντιδιαστολής» σε καιρούς δυσώδεις, σε χρόνια ασφυξίας. Μια χειρονομία χαριστικότητας, ένα potlatch, ένα υπερπολύτιμο δώρο προς τα παιδιά που «έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα», μπας και ανακοπεί, μέσα από των παιδιών τα ολάνθιστα βλέμματα και τα τραμπαλιζόμενα ευφρόσυνα γέλια της χαράς τους, η ολέθρια κατρακύλα των μωρών μεγάλων, των δούλων της μωρίας που επέλεξαν για επαίσχυντη κατοικία.

3.

Δεν Περνάς Κυρά Μαρία

Στροβιλιζόμαστε τόσο γρήγορααα που ζαλιζόμαστε τόσο γλυκααά! Κοίτα πόσο εύκαμπτα είναι τα δάχτυλα μου! Ναι αλλά εγώ μπορώ να βγάλω τη γλώσσα μου και να αγγίξω τη μύτη μου! Ιιιιιιιιιι ένα ουράνιο τόξοέλα να πάμε να το πιάσουμε! Ωχ περίμενε, μια πεταλούδα πίνει χυμό από το τριαντάφυλλο, πω πω τι όμορφα χρώματα που έχει, ωχ την άγγιξα και μου άφησαν χρυσόσκονη τα φτερά της, πιάσε να δεις! Δεν μπορώ να περάσω το χέρι μου από το τείχος

Υπέρβαση των κτηνωδών συνόρων μέσω του παιχνιδιού, η επιτομή του homo ludens, ένα έργο που τονίζει με τον πιο ισχυρά ευαίσθητο τρόπο, με την πιο ευαίσθητη ισχύ, τι μπορεί να είναι σήμερα βαθιά πολιτικό στην τέχνη, απαλλαγμένο από κάθε δημαγωγία, από κάθε «δογματίλα», και να γίνεται οικουμενικό, να τσιγκλάει συνειδήσεις, να είναι ένα ξυπνητήρι νου και ψυχής, να διεγείρει συναισθήματα, να προκαλεί γόνιμες συζητήσεις. Κι ακόμα: Να οδηγεί και πάλι σε κακώς λησμονημένα θέσφατα, σε κακώς παραπεταμένες αξίες, σε κακώς οξειδωμένες αρχές.

4.

Ήταν ένα Μικρό Καράβι

Καλά, είναι φοβερό να οδηγείς μια βάρκα με κουπιά! Κοίτα την έρημο και φαντάσου να ήτανε νερό και να μπαρκάραμε στο άγνωστο! Φοβάμαι τα φύκια από κάτω και τις γιγάντιες θαλάσσιες σαλαμάνδρες! Μα έχει σαλαμάνδρες στη θάλασσα; Και γιατί να μην έχει, κοίτα πόσο σκοτεινό είναι το νερόΝαι, με φοβίζει λίγο, αλλά μαρέσει που γεμίζει τα χείλια μου αλάτι! Άι πως τσούζει το αλάτι όταν πέσει στο πληγωμένο μου γόνατο, έλα να σου δώσω λίγο να βάλεις στο στόμα σου. Δεν μπορώ, δεν μπορώ να περάσω τη γλώσσα μου από τις τοιχοχαραμάδες

Ονόματα και διευθύνσεις: Ronald Rael και Virginia San Fratello, ένας αρχιτέκτονας και μια ντιζάινερ, μεταβαίνουν στο εκτρωματικό τείχος στα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών με το Μεξικό, 450 μίλια βάναυσου διαχωρισμού ανάμεσα σε ανθρώπους, και ευφυέστατα στήνουν στιλπνές ροζ τραμπάλες, το κατ᾽ εξοχήν σύμβολο της παιδικότητας, τραμπάλες που διασχίζουν το τείχος, περνάνε μέσα από τα κενά του διαχωρισμού για να σηματοδοτήσουν την ένωση, την αδελφοσύνη, την οικουμενικότητα — τα παιδιά, μες στην μεγαλοφυή αθωότητά τους, είναι οικουμενικά, είναι πέραν των επιβεβλημένων ορίων που υψώνουν άστοργα οι ενήλικες. Το καλοκαίρι του 2019, οι Rael και Fratello γίνονται οι Άγγελοι της Αγνότητας, όπως έλεγε για τους αναρχικούς του 19ου αιώνα ο Stéphane Mallarmé. «Τα τείχη δεν εμποδίζουν την εισβολή στο Καπιτώλιο. Τα τείχη δεν αποτρέπουν την κίνηση των ιών. Οφείλουμε να μάθουμε πώς θα συνδεόμαστε, πώς θα συνυπάρχουμε, χωρίς να βλάπτουμε ο ένας τον άλλο», λέει σοφά ο Rael. Για άλλη μια φορά, και βέβαια όχι ματαίως, ποτέ ματαίως, το Καλό καλπάζει.

5.

Στρατιωτάκια, Ακούνητα, Αγέλαστα, Αμίλητα

Πόσο μαρέσει αυτό το παιχνίδι, μπορώ να γίνω άγαλμα! (Ουφ πέρασε ένα λεπτό και βαρέθηκα κιόλας). Έλα να παίξουμε κάτι άλλο! Ει, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΚΟΥΝΙΕΣΑΙ, ΓΙΑΤΙ ΠΕΤΡΩΣΕΣ ΣΤ᾽ ΑΛΗΘΕΙΑ; Μαμά;

Σιουδάδ Χουάρες. Σφαγείο. Γυναικοκτονία ασύλληπτα φρικαλέα, στους τρόπους και τη μαζικότητά της: τετρακόσιες γυναίκες άγρια δολοφονημένες. Οι Ronald Rael και Virginia San Fratello αποτίουν φόρο τιμής, οι τραμπάλες που ενώνουν, το έργο τους, έχουν στιλπνό ροζ χρώμα, μνεία στα κινούμενα μνημεία (ακόμα και σε πρόσωπα σχεδιασμένα) για τις μακελεμένες γυναίκες της Σιουδάδ Χουάρες. Και είναι, συνάμα, ένα ευγενέστατο κλείσιμο του ματιού στον Χιλιανό Χεγκελιανό Χαλυβουργό της παλλόμενης λογοτεχνίας, τον Roberto Bolaño που ήγειρε, πρώτος, ένα αθάνατο μνημείο εκατοντάδων σελίδων για τις άμοιρες δολοφονημένες στο έργο του 2666. Όπου κατανέμει, με χιούμορ πικρό, βασανισμένο, τις φοβίες που ταλανίζουν τον κόσμο μας, τις φοβίες που απολύτως και συμπλεγματικώς φοβικοί άνθρωποι επιβάλλουν με το να εγείρουν τείχη ή/και να μακελεύουν ό,τι είναι διαφορετικό από δαύτους, και άρα απειλητικό για την τρεμάμενη εξουσία τους: γεφυροφοβία, κλινοφοβία, ομβροφοβία, θαλασσοφοβία, ανθοφοβία, οπτοφοβία (ο φόβος να ανοίξεις τα μάτια σου!), παιδοφοβία, βαλλιστροφοβία, τροποφοβία, δρομοφοβία, χρωμοφοβία, νυχτοφοβία, αποφασισοφοβία, ανθρωποφοβία, αστροφοβία, παντοφοβία, φοβοφοβία (2666, μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. Άγρα, σσ. 497-99). Άνθος ενάντιο, ναι, και οξυγόνο αντιδιαστολής, ναι, οι ροζ τραμπάλες αντιτάσσουν το παιχνίδι που ενώνει, αντιπαραθέτουν την τόσο απλή και τόσο βαθύτατα ανθρώπινη δραστηριότητα του παίζειν, στην κώφωση και την κύφωση της χαμέρπειας και της εξουσιομανίας. Μύρια εύγε είναι λίγα.

Δεν μπορώ να κουνηθώ, φταίει ο τοίχος.

Αυτός ο τοίχος θέλω να γίνει στόχος, να τον πετύχω με το μυαλό μου και να τον γκρεμίσω. Όταν μεγαλώσω, θα το κάνω.

—————— ≈ ——————
Κείμενο: Φαίη Τζανετουλάκου-Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης.
Εικόνα: Σωτήρης Μπατζιάνας