Confidential Report / Αμοντάριστα Πλάνα, Ι

Confidential Report / Αμοντάριστα Πλάνα, Ι


«οι λεπτομέρειες είναι χαμένες στη σκόνη του χρόνου»


Γεννιέμαι τον Απρίλιο του 1960, Κυριακή των Βαΐων, 10 του μηνός, 10 η ώρα το βράδυ, σε σπίτι, πρόωρος, ημικαχεκτικός, παιδί ευτυχισμένων/ερωτευμένων γονιών, στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας, όπου υπηρετεί ο μπαμπάς στα Κόκκινα Μπερέ και από όπου μετατίθεται λίγο μετά τη γέννησή μου. Θυμάμαι στη Θεσσαλονίκη, 4 ετών την καύτρα από τον Άσσο του πατέρα μου μες στη νύχτα. Τον ρωτάω την επαύριο τι είναι τα τσιγάρα, μου απαντάει, ό,τι οι τσίχλες για σας. Δοκιμάζω στα 8, αρχίζω σταθερά στα 14, στο Βόλο, Καρέλια. Πέρασα στα άφιλτρα Santé, μανιωδώς, καταργήθηκαν προ πενταετίας, έκανα come back στα Καρέλια, το 2015. Ενδιαμέσως διάβαζα, πολύ.
Στα 7 μου ερωτεύτηκα. Αλίκη τ᾽ όνομά της το μικρό. Την βλέπω σε Super 8, που προβάλλει ο μπαμπάς, στην Κομοτηνή, όπου υπηρετεί. Βουβό ταινιάκι, 3 λεπτά. Σταλμένο από τον θείο Στέργιο που ζει στην Αμερική, παντρεμένος με τη θεία Νίνα, αδελφή της μαμάς μου. Η Αλίκη είναι η θυγατέρα τους. Ένα αγγελούδι τεσσάρων ετών. Ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Λίγα χρόνια μετά, έφηβη η Αλίκη, ζούνε αυτή και οι γονείς της και τα δύο της αδέλφια, στην Αγία Παρασκευή. Σκαρφίζομαι αφορμές και επισκέπτομαι θείο & θεία για να βλέπω την Αλίκη. Ενδιαμέσως διάβαζα, πολύ.
Στα 13 με έχουν για ξεγραμμένο. Αδενοπάθεια. Ζόρικη θεραπεία με ενέσεις, δύο φορές τη μέρα, και κάτι ογκώδη χάπια, μου έβγαινε η πίστη να τα καταπιώ, σαν αυτά για τις Ανατολικογερμανίδες αθλήτριες. Ακούω Deep Purple, Creedence Clearwater Revival, Σαββόπουλο· χούντα, στο Αγρίνιο τώρα, πάλι (όπως πάντα) λόγω μεταθέσεως του μπαμπά, αρχίζω να ανακαλύπτω τρόπους να κατακτώ ανθρώπους και να μου εμπιστεύονται το είναι τους, κάτι που δεν εκμεταλλεύτηκα ποτέ. Πάμε οικογενειακώς στην ντισκοτέκ Ανναμπέλα, με μιαν οικογένεια φίλων του μπαμπά. Η κόρη τους, 16 ετών, ένα κεφάλι ψηλότερή μου. Σιωπηλά, παντομίμα, την σηκώνω & χορεύουμε. Τρέμω. Βουβός. Τη λένε επίσης Αλίκη. Την είδα 30 χρόνια μετά. Στο Πολυτεχνείο. Ενδιαμέσως διάβαζα, πολύ.

14 με 17, στο Βόλο. Εκρήξεις στο κρανίο. Ανακαλύπτω το σύμπαν. Η χούντα, καπούτ. Σκάει Μίκης, σκάει Λεοντής, σκάει Θάνος, σκάνε αντάρτικα. Σκάει θέατρο, σκάει Μπέργκμαν, σκάει Γαβράς, σκάει η Δοκιμή του Ντασέν, σκάει ο Θίασος του Τεό, σκάει το Μοντέλο του Σφήκα. Αλλά και: σκάει η αέναη μελαγχολία μου που (οφείλω να) την ξορκίζω κάνοντας το γελαστό παιδί. Δένεται το ατσάλι της φιλίας. Με τον Γιάννη Τζώρτζη, με τον Βασίλη Τσαλή, με τον Κωνσταντίνο Ματσούκα. Βλέπω τον Πολίτη Κέιν με τη μητέρα μου στην «Εξωραϊστική». Βλέπω, μόνος, το Leny Bruce & τον Μεγάλο Γκάτσμπι. Αρχίζω να γράφω συστηματικά. Έχω αϋπνίες. Αρχίζω ν᾽ ακούω Dylan. 4 δεκαετίες μετά, παίρνει το Νόμπελ & γράφω ένα βιβλίο: Το Φαινόμενο Bob Dylan. Ενδιαμέσως διάβαζα, πολύ.

14 με 17, στο Βόλο. Δημοσιεύω τακτικά στη Θεσσαλία & στον Ταχυδρόμο. Παιδί-τραύμα. Γράφω σαν Απεσταλμένος ενός Μανιακού, όπως έλεγε ο Mailer. Διαβάζω Ginsberg & Plath. Κατασκοπεύω τον μπαμπά, μια φορά στις δέκα μέρες πίνει δύο Ballantine’s με παγάκια & κόκα-κόλα. Ένα βράδυ, κοιμούνται όλοι μακαρίως στο σπίτι, σηκώνομαι και πίνω Ballantine’s. Μετά τον θάνατο του μπαμπά (26.12.1997) μια φορά το εξάμηνο, παίρνω ένα μπουκάλι Ballantine’s, το πίνω στην ιερή του μνήμη & βλαστημάω τον εαυτό μου για τις στενοχώριες που προκάλεσα σ᾽ αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο. Όλες οι εν λόγω στενοχώριες προκλήθηκαν από τα διαβάσματα & τα γραψίματά μου. Μακαρίζω τον εαυτό μου γιατί, ιδίως στα τελευταία χρόνια του πατέρα μου, ήμασταν αγαπημένοι. Σύντροφός μου εκείνα τα χρόνια, και μάλιστα τον αγάπησε πολύ, ήταν η Αλίκη της ντισκοτέκ Ανναμπέλα, που την ξαναδείδα το 1993, τυχαία, και σμίξαμε. Μείναμε μαζί από το 1993 έως το 1998. Ζήσαμε πολλά μαζί. Ενδιαμέσως διάβαζα, πολύ.

14 με 17, στο Βόλο. Η Θεατρική Λέσχη Βόλου. Άγγελος Σφακιανάκης, Ανδρέας Κουτσουρέλης, Πατής Κουτσάφτης, Αντώνης Παπαθανασόπουλος. Με παίρνουν υπό την προστασία τους, είμαι ο πιτσιρικάς που λάμπει, με μυούν στον Μπέκετ και στην Άκρα Αριστερά, στον τροτσκισμό και στον Καστοριάδη. Παραλλήλως, ακούω Pink Floyd, ερωτεύομαι τη Μόνικα, όλες αυτές τις δεκαετίες έχουμε ανταλλάξει ένα φιλί στο στόμα και είκοσι χιλιάδες καβγάδες. Τώρα είναι για τα κλάματα, τότε ήταν genious. Μυούμαι στα τσίπουρα. Ακούω Doors & Genesis & ELP. Δηλώνω ότι είμαι άθλιο γκινσμπεργκικό τσογλάνι & νιτσεϊκός αριστοκράτης. Προκαλώ μικρά σκάνδαλα & ο μπαμπάς, εξαιτίας μου, τρώει δυσμενή μετάθεση σε ένα ελεεινό τάγμα στον Βάλτο Ορεστιάδος. Ξυρίζει το κεφάλι του. Σκληραίνει την στάση του απέναντί μου. Δεκαετίες μετά, τον κατανόησα. Ενδιαμέσως διάβαζα, πολύ.

1977 με 1979. Έχω περάσει στην ΑΒΣΠ, μένω σε τεσσάρι, Αγησιλάου & Δεληγιώργη 12, αφηνιάζω δεόντως, αφήνω μαλλί ίσαμε τους ώμους, συχνάζω στην Αλκυονίδα & το Studio όπου βλέπω μανιωδώς ταινίες, γράφω, περνάω στη Σχολή Βεάκη, μαθαίνω τον μηχανισμό του θεάτρου, δεν με χωράει ο τόπος, ακούω στον Τιπούκειτο τον Λάκη Παππά, η Πατησίων είναι ο παιγνιότοπός μου, μπαίνω για πρώτη φορά στο Au Revoir, τρέχω στο Pop 11 του Φαληρέα, πιάνω δουλειά στα Θεατρικά του Χατζηδάκη, επιστρέφω στους γονείς μου τα χρήματα που μου στέλνουν, θέλω να ζω με όσα βγάζω μόνος μου, γνωρίζομαι με τον Λεωνίδα Χρηστάκη, γράφω τακτικά στο Ιδεοδρόμιο, παρευρίσκομαι στην ίδρυση & τις πρώτες πρόβες της Οπισθοδρομικής Κομπανίας, στην οδό Τήνου, καπνίζω μαριχουάνα, δεν μου αρέσει, αλωνίζω την Κυψέλη, παρευρίσκομαι στην ίδρυση & τις πρώτες πρόβες της «Σπυριδούλας», ερωτεύομαι τη Ρίτα Κ., μένει κατά διαστήματα σπίτι μου, ένα χάραμα διαισθάνομαι ότι είναι με τον καλύτερό μου φίλο (11 χρόνια μεγαλύτερός μου, ο κύριος), παίρνω τα πόδια μου, τωόντι τους βρίσκω μαζί, κάνουν να μου εξηγήσουν, Don’t Explain, τους λέω, ας καπνίσουμε ένα τσιγάρο κι ας ακούσουμε Cohen, όπερ και εγένετο. Δυόμισι δεκαετίες μετά, μου τηλεφωνεί ο αγαπημένος φίλος Νίκος Τ., οι λαβύρινθοι της ζωής τον έκαναν σύζυγο της Ρίτας, μένουν στο Βόλο, η Ρίτα θέλει να σε δει, μου λέει, οκέι, του λέω, δίνουμε ραντεβού στο Γκαζάκι, πίνουμε, βουρκώνουμε, τα λέμε, η Ρίτα τρέμει, μετά πηγαίνουμε, χαράματα, στο σπίτι μου, Κονδυλάκη 36, Πλατεία Παπαδιαμάντη, για τα τελευταία ουίσκι, και για λίγη μουσική, η Ρίτα τρέμει, φιλιόμαστε, λίγο μετά αφήνει την τελευταία της πνοή, είχε πάρκινσον.
Ενδιαμέσως διάβαζα, πολύ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: