Το τσάμικο του νεκροθάφτη

Μνήμη σεισμού και όχι μόνο...


Το 1966 «συμπεθεριάσαμε» με τ’ Ασβεστοχώρι, πατρίδα της πεθεράς μου, και από το 1975 μέχρι το 1983 μέναμε εκεί. Λίγο πριν το χωριό, στο 8ο χιλιόμετρο, φτιάξαμε ένα ωραίο σπίτι. Απέναντί μας είχαμε θέα το υπέροχο δάσος, την πίσω πλευρά του Σέιχ Σου.
Ο πατέρας έρχονταν συχνά, κάποια Σαββατοκύριακα, να μας δει, μέχρι που έφυγε οριστικά, μέσα σε δυο ώρες, από ανεύρυσμα κεντρικής αορτής. Ήταν 13 Μαΐου του 1978. Δεν πρόλαβε τον μεγάλο σεισμό της Θεσσαλονίκης που έγινε τον επόμενο μήνα, την Τρίτη 20 Ιουνίου. Πρόλαβε όμως να μου ψιθυρίσει, μες στο ασθενοφόρο που έτρεχε σαν τρελό, «να με θάψετε στο Ασβεστοχώρι». Αυτός, ο παλιός μαρξιστής και υλιστής, την ύστατη ώρα τοποθετήθηκε στο «πουθενά»: Να τον θάψουμε εκεί, να είμαστε ...κοντά ! Κι έτσι έγινε. Η τελευταία επιθυμία είναι σεβαστή. Και στους θανατοποινίτες μέχρι και ... στιφάδο μπορεί να τους φτιάξουν σαν τελευταίο γεύμα για να την εκπληρώσουν.
Στην ταφή του, όσοι ήρθαν έριξαν χώμα κι έφυγαν να πλύνουν τα χέρια τους. Εγώ έμεινα τελευταίος μέχρι που ο νεκροθάφτης, ένα καλό «παιδί» του χωριού με το ακόμα καλύτερο όνομα Νικηφόρος, έριξε και την τελευταία φτυαριά. Εκεί κονιορτοποιήθηκε άλλο ένα ευχετικό ξόρκι, που περνάει από γενιά σε γενιά υπερβαίνοντας κάθε κυριολεξία «ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει».
Ωστόσο η ζωή, η παντοδύναμη φύση συνεχίζει εναλλάσσοντας απώλειες κι αναγεννήσεις μέχρι το Τέλος. Κάποτε σκέφθηκα πως ο πλανήτης μας ζει όσο υπάρχει ο ήλιος. Πως αυτό που αποκαλούμε ζωή ίσως είναι θέμα όγκου. Όταν ανάψουμε μια μικρή μπάλα βαμβάκι σε λίγα δευτερόλεπτα θα σβήσει. Θα μείνει μόνο μια κρύα στάχτη. Ζωή υπάρχει επειδή ο ήλιος, αυτή η τεράστια μάζα που καίγεται, δεν έχει σβήσει ακόμα.
Από νωρίς, το απόγευμα της 20ής Ιουνίου ο σκύλος μας, ο Άμλετ, έβγαζε κάθε τόσο μακρόσυρτα ουρλιαχτά σαν λύκος με το κεφάλι ψηλά, στραμμένο στον ουρανό. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Όταν το σούρουπο βγήκα να ποτίσω είδα για πρώτη φορά μες στο κτήμα δυο τρεις οχιές. Ώσπου το βράδυ λίγο μετά τις 11 με ένα τρομακτικό βουητό αρχίσαμε να κλυδωνιζόμαστε κάπου 20΄΄ δευτερόλεπτα με μια ελάχιστη διακοπή στα πρώτα 4΄΄. Χρόνος συγκριτικά πολύ μεγάλος για σεισμό. Το σπίτι άντεξε, ήταν καινούριο, μόλις τριών χρόνων, και καλοχτισμένο πάνω σε στέρεο-βραχώδες έδαφος, με «δικούς» μας ανθρώπους. Αρχιτέκτονας ήταν ο κουνιάδος μου ο Άγγελος και πολιτικός μηχανικός ο παλιός συμμαθητής και φίλος μου Κώστας Γ. Ήτανε διώροφο με εσωτερική σκάλα και επειδή, ακολουθώντας την κλίση του εδάφους, «βγήκε» μες στο χώρο ένα ξύλινο χαγιάτι κι έγινε πια τριώροφο. Από το ταβάνι που ήταν ψηλά είχαμε κρεμάσει με χονδρή αλυσίδα, σχεδόν καραβίσια (!) μήκους πάνω από 6 μέτρα ένα βαρύ-διπλό σιδερένιο πολύφωτο πάνω από την τραπεζαρία. Ε, λοιπόν αυτό το «εκκρεμές» αμέσως με το σεισμό πήγαινε δεξιά-αριστερά από τον ένα τοίχο στον άλλο που απείχαν ... 8 μέτρα. Σιγά-σιγά η απόσταση μειώνονταν ώσπου σταμάτησε οριστικά μόλις κατά τις 3 τα ξημερώματα, δηλαδή ο κλυδωνισμός του κράτησε κάπου τέσσερις ώρες... Φυσικά δεν κοιμήθηκε κανείς μας, παρά μια-δυο ώρες μετά τις 7 το πρωί. Όλο το βράδυ είχαμε αλλεπάλληλους μετασεισμούς και ένα υπόκωφο βουητό. Η γης έβραζε κυριολεκτικά. Το Ασβεστοχώρι ήταν πολύ πιο κοντά στην εστία του σεισμού, στη λίμνη Βόλβη, απ’ ό,τι η Θεσσαλονίκη και τόσο τα τραντάγματα όσο και η βουή ήταν πολύ πιο αισθητά.
Τέσσερις μέρες μετά, Σάββατο 24 Ιουνίου, το χωριό είχε ετοιμάσει γλέντι. Ένα πανηγύρι, γιατί κανένας συγχωριανός δεν είχε σκοτωθεί, κι ούτε είχανε σοβαρές ζημιές στα σπίτια. Άσε που η Κοινότητα, τότε τουλάχιστον, ήταν από τις πλουσιότερες της Ελλάδας, λόγω των λατομείων. Για κάθε δρομολόγιο τα φορτηγά με τις πέτρες και τα μάρμαρα, που πηγαινοέρχονταν όλη μέρα, έδιναν νομίζω 10 δραχμές. Όλοι έξω λοιπόν να ξεφαντώσουν. Αντί να μεμψιμοιρούν ή να επαιτούν «κρατική» βοήθεια, γιορτάζανε. Τη ζωή πάνω στο θάνατο. Με κοψίδια, τσίπουρα, κλαρίνα, ζουρνάδες και νταούλια.
Πήγαμε κι εμείς με φίλους που... φιλοξενούσαμε λόγω σεισμού (μένανε σε πολυκατοικίες στο 7ο και 8ο πάτωμα κι έτσι το σπίτι μας έγινε κοινόβιο για λίγες μέρες) και σμίξαμε με άλλους που «παραθέριζαν» αλλά και με ντόπιους συγγενείς και φίλους.

Ο Νίκος, η Τζένη, ο Γκούτης, το κλαρίνο, όλοι ... φευγάτοι
Ο Νίκος, η Τζένη, ο Γκούτης, το κλαρίνο, όλοι ... φευγάτοι


Μέσα στον γενικό χαμό αποσπάστηκα απ’ τους δικούς μου κι ακολουθούσα τη ξέφρενη διαδρομή των ντόπιων με τα όργανα και επικεφαλής το Νικηφόρο. Από την πρώτη στιγμή που τον είδα να πετιέται με τέτοια τσακίσματα και ελαφράδα, με την ίδια σβελτάδα που φτυάριζε το χώμα, τον πήρα στο κατόπι. Του έβγαλα μια-δυο φωτογραφίες, όλες κουνημένες απ’ τη λαχτάρα που μ’ είχε συνεπάρει. Πότε-πότε, όσοι τον περιστοίχιζαν, έβγαζαν βροντερή φωνή. «Γεια σου Νικηφόρε, εσύ θα μας θάψεις όλους...»
Εκείνος, στον κόσμο του. Χαμένος και «χύμα». Η πρόωρη ζέστα και το οινόπνευμα τον είχανε «φορτώσει». Δε θυμάμαι να στύλωσε ούτε στιγμή το βλέμμα του σε κάποιον. Συμπεριφέρονταν «ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες καὶ οἱ χρησμωδοί”. Ένας σύγχρονος Βάκχος, ποιητής της Ζωής και του Θάνατου.

Το τσάμικο του νεκροθάφτη


Τον ακολουθούσα με πρωτόγονη συγκίνηση. Γιατί κι αυτός με ακολουθεί. Την προηγούμενη εβδομάδα, πριν τα «σαράντα», είχε βάλει μαζί με τον Παναγιώτη την ταφόπλακα στον πατέρα. Μια μεγάλη-ασήκωτη ορθογώνια πλάκα Πηλίου, που την είχαμε για τραπέζι στην αυλή. Με ακολούθησε, χρόνια μετά, και στην εκταφή. Του ζήτησα και μου ’φερε, όταν πλύθηκαν, τα κόκαλα του πατέρα. Με άφησε να κρατώ ώρα πολλή στα χέρια μου το σπαραχτικά ᾽λαφρύ κρανίο Του, παίρνοντας παράμερα την πεθερά μου που με συνόδευε. «Ας τον αφήσουμε μόνο. Προσπαθεί να καταλάβει».

Ο καλός μου, ο Νικηφόρος... θα με ακολουθεί «πάντα» — μέχρι το τέλος.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: