Ο Μανόλης κι ο Μανούσος



Κατα­πώς λέ­ει και ο ίδιος ο Μα­νό­λης Ανα­γνω­στά­κης, με την πρώ­τη κιό­λας φρά­ση στο δο­κι­μια­κό σχε­δί­α­σμά του για τον ποι­η­τή Μα­νού­σο Φάσ­ση, έτσι κι εγώ : «δεν έχω κα­μιά εμπι­στο­σύ­νη στις κρι­τι­κές μου δυ­να­τό­τη­τες» ( κά­τι άλ­λω­στε που επί­σης το έχω δια­κη­ρύ­ξει πολ­λές φο­ρές χω­ρίς να ντρέ­πο­μαι).
Συ­νε­πώς θα επι­κα­λε­σθώ άλ­λη μια φο­ρά …«να μου δο­θεί τού­τη η χά­ρη ― να μι­λή­σω απλά» για ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο όσο και πο­λυ­σή­μα­ντο έρ­γο ενός από τους πιο αγα­πη­μέ­νους ποι­η­τές μας, σε μια ‘πε­ρι­διά­βα­ση’ που απευ­θύ­νε­ται κυ­ρί­ως στον μέ­σο ανα­γνώ­στη της λο­γο­τε­χνί­ας, Άλ­λω­στε αυ­τό πί­στευα από πα­λιά πως πρέ­πει να εί­ναι το «ζη­τού­με­νο» για μια χρη­στι­κή βο­ή­θεια στην πρό­σβα­ση ενός έρ­γου.

Ψάχνεις τη στάχτη : φίλε μου τί βρήκαμε ;  ( Μ.Φ )
Ψάχνεις τη στάχτη : φίλε μου τί βρήκαμε ; ( Μ.Φ )


Θα πά­ρω λοι­πόν, απ’ την πλευ­ρά μου, τα πράγ­μα­τα από την αρ­χή…
Κα­λο­καί­ρι του 1987, στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, ο αξέ­χα­στος φί­λος Πέ­τρος Κα­μά­ρας μου χά­ρι­σε το πε­ρί ου ο λό­γος βι­βλίο, ιδιαί­τε­ρα ― όπως πά­ντα, επι­με­λη­μέ­νο και τυ­πω­μέ­νο στην «Στιγ­μή» του Αι­μί­λιου Κα­λια­κά­τσου. Έβγα­λε και­νού­ριο βι­βλίο ο Μα­νό­λης ο Ανα­γνω­στά­κης, μου εί­πε χα­ρού­με­νος και πή­ρα ένα και για ‘σέ­να. Δεν εί­ναι δι­κά του ποι­ή­μα­τα, εί­ναι κά­τι σαν κρι­τι­κό δο­κί­μιο για κά­ποιον άλ­λο ποι­η­τή, τον Μα­νού­σο Φάσ­ση. Εσύ μπο­ρεί και να τον ξέ­ρεις μου λέ­ει. Και θα ήθε­λα τη γνώ­μη σου όταν το δια­βά­σεις… Πρώ­τη φο­ρά τον ακούω απά­ντη­σα, αλ­λά ‘λό­γω Ανα­γνω­στά­κη’ το ίδιο κιό­λας βρά­δυ άρ­χι­σα να το δια­βά­ζω και δεν το άφη­σα ώσπου να το τε­λειώ­σω.
Ομο­λο­γώ πως κατ ’ αρ­χήν το δια­σκέ­δα­σα. Με «ρού­φη­ξε», όπως λέ­με, κυ­ριο­λε­κτι­κά. Δεν ήταν μό­νο η φι­λία και αγά­πη που εί­χα για τον Μα­νό­λη. Με τις πρώ­τες σε­λί­δες άρ­χι­σε να πα­ρεμ­βαί­νει δυ­να­μι­κά μια συ­μπά­θεια για τον… Άλ­λο, αυ­τόν τον άγνω­στό μου Μα­νού­σο Φάσ­ση, που ήταν κι αυ­τός επα­να­στά­της… άλ­λου τύ­που όμως !

Ο Μανόλης κι ο Μανούσος


Εκεί­να τα χρό­νια, της δε­κα­ε­τί­ας του ’80, ήμουν από πολ­λά και διά­φο­ρα δα­μα­σμέ­νος, και εί­χα ―κα­λώς ή κα­κώς―, πα­ρα­τη­μέ­να τα λο­γο­τε­χνι­κά. Ού­τε βι­βλία αγό­ρα­ζα πια, ού­τε πε­ριο­δι­κά, ού­τε καν ξε­φύλ­λι­ζα τα πο­λι­τι­στι­κά και τις επι­φυλ­λί­δες των εφη­με­ρί­δων. Άρ­χι­σα λοι­πόν να προ­βλη­μα­τί­ζο­μαι ποιος να ’ναι αυ­τός ο Μα­νού­σος Φάσ­σης από το … «που­θε­νά».
Και εί­χα και τον Πέ­τρο να με ρω­τά­ει, υπο­μει­διώ­ντας, τη γνώ­μη και την άπο­ψή μου… Ώσπου μια μέ­ρα του λέω: φαί­νε­ται ότι πρό­κει­ται για κά­ποιον παι­δι­κό του φί­λο, που φυ­σι­κά δεν τον ξέ­ρου­με. Έλ­λει­πε άλ­λω­στε, όπως γρά­φει, χρό­νια και μα­κριά, στη Σου­η­δία. Απ’ την άλ­λη με­ριά όμως κά­τι δεν μου ‘κά­θε­ται’ και με βά­ζει σε σκέ­ψεις…
― Τί σκέ­ψεις ;…
― Να ...σκέ­πτο­μαι μή­πως αυ­τός ο Μα­νού­σος δεν εί­ναι υπαρ­κτό πρό­σω­πο...
― Και πού το στη­ρί­ζεις αυ­τό; επι­μέ­νει, με αι­νιγ­μα­τι­κό χα­μό­γε­λο, ο Πέ­τρος, που προ­φα­νώς ήξε­ρε…
― Άκου, του λέω. Μπο­ρώ να το στη­ρί­ξω και σε άλ­λα ση­μεία του βι­βλί­ου, αλ­λά   έ ν α  ει­δι­κά στοι­χείο με οδη­γεί στο συ­μπέ­ρα­σμα πως αυ­τός ο Μα­νού­σος δεν εί­ναι καν φα­ντα­στι­κό πρό­σω­πο, αλ­λά ο ίδιος ο Ανα­γνω­στά­κης. Πρό­σε­ξε ένα από­σπα­σμα, που θέ­λω να στο δια­βά­σω. Εί­ναι τό­σο προ­σω­πι­κό, όσο και απο­κα­λυ­πτι­κό. Του βά­ζω λοι­πόν ένα πο­τή­ρι κρα­σί και του δια­βά­ζω απ’ την σε­λί­δα 109 μέ­χρι την 112 ( της τό­τε  πρώ­της έκ­δο­σης ):

“…Μιαν επο­χή, λοι­πόν, ο Μα­νού­σος το έκα­νε κι αυ­τό : φλερ­τά­ρι­ζε αγρί­ως, φτά­νο­ντας μέ­χρι τα κρά­σπε­δα απρε­πών χει­ρο­νο­μιών ενώ­πιον τρί­των προ­σώ­πων, με ποιαν ; Με τη γυ­ναί­κα μου, με τη δι­κή μου γυ­ναί­κα ( εν­νοώ δη­λα­δή αφού εί­χα­με πα­ντρευ­τεί ), και μά­λι­στα σε πο­λύ προ­χω­ρη­μέ­νη ηλι­κία, όταν θα ’λε­γε κα­νείς πως και η ερω­τι­κή φλό­γα ατρο­φεί σι­γά-σι­γά και απο­σβέν­νυ­ται το λά­λον ύδωρ – δεν ανα­φέ­ρο­μαι δη­λα­δή σε νε­α­νι­κά, συγ­χω­ρη­τέα εν πολ­λοίς , τσι­λι­μπουρ­δί­σμα­τα, αλ­λά σε επο­χή σχε­τι­κώς πρό­σφα­τη, όταν πε­ρα­στι­κός από την Ελ­λά­δα ( εί­χε εγκα­τα­στα­θεί, ως γνω­στόν στη Σου­η­δία κα­τά τη διάρ­κεια της χού­ντας ) ήρ­θε και τον φι­λο­ξέ­νη­σα με­ρι­κούς μή­νες στο σπί­τι μου, να μι­λή­σου­με για τα πα­λιά, να θυ­μη­θού­με τις πα­λιές, υπέ­ρο­χες, νε­α­νι­κές ατα­ξί­ες.

Μέ­σα στο σπί­τι μου λοι­πόν, ο αδιόρ­θω­τος Μα­νού­σος, εκ­με­ταλ­λευό­με­νος, ως μη όφει­λεν, την ανέ­κα­θεν δη­λω­μέ­νη συ­μπά­θεια – αλ­λά στο φι­λο­λο­γι­κό επί­πε­δο αυ­στη­ρώς και απο­κλει­στι­κώς, της γυ­ναί­κας μου, άρ­χι­σε πά­λι τα δι­κά του, μη ορο­δώ­ντας ού­τε στα εκα­τέ­ρω­θεν γκρι­ζί­ζο­ντα έως ημί­λευ­κα μαλ­λιά, ού­τε σε­βό­με­νος το λο­γο­τε­χνι­κό της όνο­μα, που ήδη διέ­γρα­φε μια τρο­χιά κα­θ’ όλα αξιο­πρε­πή και ελ­πι­δο­φό­ρα.
Το γε­γο­νός, στην αρ­χή, όταν το πή­ρα χα­μπά­ρι, ομο­λο­γώ με δια­σκέ­δα­σε ( κοί­τα­ξε τον διά­ο­λο, έλε­γα, ού­τε η πα­γω­μέ­νη Σου­η­δία τον σω­φρό­νι­σε…) οσο­νού­πω όμως άρ­χι­σα να δια­κρί­νω ( ή να ψυλ­λιά­ζο­μαι απλώς ) μια και εκ μέ­ρους της ( υπερ­βαί­νου­σα τη συ­νή­θη και νό­μι­μη εγκαρ­διό­τη­τα ) κλί­ση, με κά­ποια δυ­σχε­ρώς απο­κρυ­πτό­με­νη ηδο­νι­κή εγκα­τά­λει­ψη και ευ­νοϊ­κό κρι­τι­κό υπό­στρω­μα, όταν ο Μα­νού­σος την ακι­νη­το­ποιού­σε στην πο­λυ­θρό­να και της διά­βα­ζε με τις ώρες τα στι­χουρ­γή­μα­τά του, ενώ εγώ κα­τά κα­νό­να απών, ανά­λω­να τις ώρες μου σε προ­ε­κλο­γι­κές συ­γκε­ντρώ­σεις και βο­λό­δερ­να σε κομ­μα­τι­κά αχτίφ – όταν λοι­πόν άρ­χι­σα να δια­κρί­νω τα κλασ­σι­κά συμ­πτώ­μα­τα μιας υπό­πτου και πα­ρε­ξη­γή­σι­μης συ­μπε­ρι­φο­ράς, άρ­χι­σε πλέ­ον να με τσι­γκλί­ζει ο ιός της ζη­λο­τυ­πί­ας ( ναι, για­τί να μην το ομο­λο­γή­σω στον ανα­γνώ­στη; hypocrite lecteur, mon semblable mon frère ) και να μου δη­μιουρ­γού­νται φα­ντα­σιώ­σεις, που μο­λο­νό­τι άκρως οδυ­νη­ρές απο­δεί­κνυαν ευ­χα­ρί­στως από την άλ­λη με­ριά την ύπαρ­ξη κά­ποιων υπο­λειμ­μά­των ζω­τι­κό­τη­τας και στοι­χεί­ων πα­ρα­τει­νό­με­νης ερω­τι­κής ευ­ε­ξί­ας.
Ευ­τυ­χώς αυ­τή η πε­ρι­πέ­τεια ―ας την ονο­μά­σω έτσι, μο­λο­νό­τι εκ των υστέ­ρων σκέ­πτο­μαι πό­σο γε­λοία εμπλο­κή υπήρ­ξε― δεν κρά­τη­σε πο­λύ. Πά­ντα πιο λο­γι­κή, η ίδια η γυ­ναί­κα μου, μό­λις αντε­λή­φθη την κα­τά­στα­σή μου ―εί­χα φθά­σει στο ση­μείο, πα­ρα­μο­νές εκλο­γών να πα­ρα­με­λώ το κυ­νή­γι των ψη­φο­φό­ρων μου ( και μι­λά­με για την επο­χή την προ της κο­σμοϊ­στο­ρι­κής κα­τάρ­γη­σης του σταυ­ρού )― πή­ρε την πρω­το­βου­λία μιας εξα­ντλη­τι­κής συ­ζή­τη­σης, αυ­τό­χρη­μα εποι­κο­δο­μη­τι­κής, όπου το θέ­μα Μα­νού­σος Φάσ­σης μπή­κε επί τά­πη­τος, και αφού με χα­ρα­κτή­ρι­σε πρώ­τα ηλί­θιο και εκτός πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, μου εξή­γη­σε ψυ­χραι­μό­τα­τα, και με πε­ρισ­σή ει­λι­κρί­νεια, ποιες πλευ­ρές της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του βρί­σκει ελ­κυ­στι­κές, και τις οποί­ες δεν τις έχω εγώ, ή μάλ­λον τις εί­χα και τις κα­τέ­θε­σα θυ­σία στο βω­μό των κοι­νω­νι­κών αγώ­νων και της πο­λι­τι­κής, και κα­τά­ντη­σα το προ­βλη­μα­τι­κό πλά­σμα που εί­μαι, και ποιες πλευ­ρές πά­λι την απω­θούν, ή της προ­κα­λούν θυ­μη­δία ή και τις θε­ω­ρεί ασυγ­χώ­ρη­τες για άν­θρω­πο της (πώς να το κά­νου­με;) υπο­λο­γί­σι­μης αξί­ας του Μα­νού­σου, όπως π.χ το πλέγ­μα του συ­νοι­κια­κού δον­ζουα­νι­σμού από το οποίο κα­τα­τρύ­χε­το, και της ακα­τα­νί­κη­της ρο­πής του να μην μπο­ρεί να δει θη­λυ­κό χω­ρίς να συ­ναρ­μο­λο­γή­σει αμέ­σως το παζλ μιας ερω­τι­κής τε­λε­τουρ­γί­ας στο μυα­λό του.
«Έτσι ήταν πά­ντα», τη δια­βε­βαί­ω­σα, «και τον γνω­ρί­ζω από τα νή­πια στο σχο­λείο. Χαί­ρο­μαι που κα­τά­λα­βες εγκαί­ρως τι κου­μά­σι εί­ναι και ξα­να­γύ­ρι­σες σε ’μέ­να. Και άκου να δεις, συ­μπλή­ρω­σα χαι­ρέ­κα­κα : αρ­κε­τά έμει­νε στο σπί­τι μας, δε νο­μί­ζεις ; Τα ξε­νο­δο­χεία εί­ναι άδεια αυ­τό τον και­ρό…»

Πέ­τρο, νο­μί­ζω πως μια τέ­τοια εξο­μο­λό­γη­ση από έναν άν­δρα δεν εί­ναι κά­τι το συ­νη­θι­σμέ­νο και, πέ­ρα από την με­γά­λη άνε­ση που προ­ϋ­πο­θέ­τει, εμέ­να με ‘πο­νή­ρε­ψε’ ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο οι, και εδώ, επί­μο­νες νύ­ξεις για την δια­πλο­κή του με τα ιδε­ο­λο­γι­κά και την πο­λι­τι­κή, και την πα­ρε­πό­με­νη “κα­τά­ντια” του !

Αυ­τή ήταν η πρώ­τη μου επα­φή με τον “Μα­νού­σο Φάσ­ση” του Ανα­γνω­στά­κη και οι ώρες που ‘παι­δεύ­τη­κα’ στην απο­κρυ­πτο­γρά­φη­σή του νο­μί­ζω πως πρέ­πει να ‘αντα­πο­κρί­θη­κα­ν’, να κά­λυ­ψαν ίσως μία πα­ρά­με­τρο των όσων πι­θα­νό να ήθε­λε και ο ίδιος ο Μα­νό­λης να προ­κα­λέ­σει όταν απο­φά­σι­σε αυ­τή την έκ­δο­ση. Να αιφ­νι­διά­σει και να ‘μπερ­δέ­ψει’ πρό­σω­πα, κα­τα­στά­σεις και ιδε­ο­λη­ψί­ες, να τα­ρα­κου­νή­σει τα λι­μνά­ζο­ντα νε­ρά του χώ­ρου μας…
Δεν έχει νό­η­μα και χώ­ρο να επε­κτα­θώ εδώ με ανα­φο­ρές ή πα­ρα­θέ­σεις σε ένα βι­βλίο, που πέ­ρα από μια φαι­νο­με­νι­κά έμ­με­ση και συμ­πτω­μα­τι­κή, πλην όμως εκ­πλη­κτι­κή από­δο­ση του χω­ρο­χρό­νου, απο­τε­λεί ένα ‘θη­σαυ­ρό’ σκέ­ψε­ων, θέ­σε­ων και αναι­ρέ­σε­ων, συ­γκε­κρι­μέ­νων, ή αό­ρι­στων υπαι­νιγ­μών και απο­μυ­θο­ποί­η­σης… Και όλα αυ­τά δο­σμέ­να με έναν μο­να­δι­κό και ελ­κυ­στι­κό τρό­πο. Ένα κα­λό κεί­με­νο σε «τρα­βά­ει απ’ τα μαλ­λιά» όπως έλε­γε ο αεί­μνη­στος Γιώρ­γος Σαβ­βί­δης.
Με το βι­βλίο αυ­τό ο Ανα­γνω­στά­κης ευ­τύ­χη­σε να υλο­ποι­ή­σει ένα εκ­πλη­κτι­κό και αρ­κε­τά πρω­τό­τυ­πο εύ­ρη­μα να απο­κα­λύ­ψει και να κρι­τι­κά­ρει τον άλ­λο του εαυ­τό με απα­ρά­μιλ­λο κέ­φι υψη­λής ποιό­τη­τας και διεισ­δυ­τι­κό­τη­τας. Και από την στιγ­μή που έχεις τη δύ­να­μη ( και την πί­κρα, ίσως ) να ανα­λύ­σεις το Εγώ σου, να προ­χω­ρή­σεις πα­ρα­πέ­ρα σε αυ­το-σά­τι­ρα, τό­τε η θέ­α­ση και πρό­σβα­ση στον Άλ­λον, και οι ‘μπη­χτέ­ς’ ή τα ‘καρ­φιά’ εί­ναι πέ­ρα για πέ­ρα θε­μι­τά για­τί το χιού­μορ αφο­πλί­ζει και ‘δι­καιώ­νει’... Όλα αυ­τά όμως προ­ϋ­πο­θέ­τουν μια ‘πλη­ρό­τη­τα’ και γεν­ναιό­τη­τα που σπά­νια συ­μπί­πτουν. Ή, για να με­τα­χει­ρι­σθώ μια έκ­φρα­ση ανά­λο­γη του ‘ύφου­ς’ του βι­βλί­ου, “τα με­τα­ξω­τά βρα­κιά θέ­λουν και επι­δέ­ξιους κώ­λους” !
Δε ξέ­ρω βέ­βαια ποια θα ήταν η απή­χη­ση ή το ‘βε­λη­νε­κέ­ς’ μιας τέ­τοιας από­πει­ρας αν, επί πα­ρα­δείγ­μα­τι, έβγα­ζε ένα ανά­λο­γο βι­βλίο «ο Σου­ρής για τον… Σου­ρή»( ! ). Θα έλει­πε κά­τι «κα­τα­λυ­τι­κό»… Θα έλει­πε η ‘αντί­θε­ση’ , το ‘κο­ντρά­στ’, που στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση όχι μό­νο ενυ­πάρ­χει στο έρ­γο του Ανα­γνω­στά­κη, αλ­λά – κυ­ριο­λε­κτι­κά, το ‘απο­γειώ­νει’. Θα ήταν πλε­ο­να­σμός να πα­ρα­βάλ­λω εδώ στί­χους του Ανα­γνω­στά­κη με ανά­λο­γους του Φάσ­ση. Αυ­τό θα έλε­γα πως πρέ­πει να το κά­νουν οι νε­ώ­τε­ροι και οι επερ­χό­με­νοι. Και ας μη ζή­σα­νε τα όσα έζη­σε και «έπα­θε και έμα­θε» ο Μα­νό­λης και τό­σοι άλ­λοι… Για­τί πι­στεύω πως το έρ­γο το αλη­θι­νό εί­ναι δια­χρο­νι­κό.
Τε­λι­κή υπο­θή­κη που λει­τουρ­γεί ― πι­στεύω, για τον κα­θέ­να, εί­ναι πως ο Μα­νό­λης και ο Μα­νού­σος εί­ναι ένα και το αυ­τό πρό­σω­πο, ή του­λά­χι­στο συ­νυ­πήρ­ξαν για πολ­λά χρό­νια, σ’ αυ­τή την …«αί­θου­σα ανα­μο­νής».

Κι έφυ­γαν και μα­ζί τον Ιού­νιο του 2005 σ’ αυ­τό που συ­νη­θί­σα­με ν’ απο­κα­λού­με τε­λευ­ταίο τα­ξί­δι.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: