Συχνά σκέπτομαι πως βιώνουμε μια εικονική πραγματικότητα. Τότε νομίζω πως είμαι αχινός. Αρσενικός, στείρος και άβουλος. Όλα, ακόμα και τη διαιώνιση, τα περιμένω απ’ το νερό και τα ψάρια. Με μπουνάτσες και μπoυρίνια.
Τελευταία είμαι ερωτευμένος. Με ένα στρείδι. Εκείνο δείχνει ανταπόκριση αλλά ανήκει στον κόσμο του, σε άλλη οικογένεια. Αυτά λέγονται όστρακα. Εγώ πιστεύω πως είμαι μαλάκιο. Με βελόνες, αλλά μαλάκιο. Βρισκόμαστε εκεί που κατεβαίνει ο Κιθαιρώνας στον όρμο της Αιγόσθενας. Απέναντι τρία νησάκια, οι Αλκυονίδες. Τρέμω τις μνήμες του βουνού και τον τελικό σεισμό. Νιώθω καταραμένος που είμαι γαντζωμένος στα βράχια και τον χρησμό. Ένας τρόπος να διώχνουμε το φόβο είναι, όπως λένε, ο έρωτας.
Καμιά φορά, η αγαπημένη μου ανοίγεται. Τότε αισθάνομαι ευτυχισμένος. Όσο μπορεί να είναι ένας αχινός με στρείδι. Όταν κλείνει χάνω τα ίσα και την ισορροπία μου. Είμαι ευάλωτος στο πρώτο κύμα. Κατρακυλάω στο βυθό. Με υπερένταση γαντζώνομαι σ’ ένα βραχάκι παρακάτω. Κάθε φορά και πιο κάτω.
Άλλοτε πάλι αισθάνομαι τύψεις. Πως ίσως να το πλήγωσα με τις βελόνες μου. Γι αυτό τα στρείδια κλείνουν ερμητικά. Σκέπτομαι να δώσω τέλος σ’ αυτήν τη σχέση. Το προσπάθησα μια-δυο φορές γιατί ακόμα κι όταν μου ανοίγεται το κάνει για πολύ λίγο. Ούτε που προλαβαίνω να δω μέσα του, την ψίχα, την ψυχή του. Το ονόμασα Μαργαρίτα γιατί μπορεί να κυοφορεί μαργαριτάρι.
Αυτή η μάχη με τα δευτερόλεπτα που τρέχουν και δεν προλαβαίνω, μαζί με μια αίσθηση ακινησίας και τεμπελιάς με συνθλίβει. Παλιά είχα διαβάσει έναν στίχο... «Η αγάπη είναι απουσία». Στηρίζομαι πάνω του και μπαίνουμε στο όνειρο. Εκεί παίρνω στα δάκτυλα, το δώρο της. Μαργαριτάρι. Λάμπει στην υγρασία του. Δοκιμάζω τη γλυκόξινη γεύση του. Τελειώνει το όνειρο και επιστρέφω. Σ’ αυτό που προέχει ... να ζυγιάζομαι στη δίνη μου. Αλλιώς, η πτώση θα ’ναι ανεξέλεγκτη.
Καλύτερα να είχα γεννηθεί ακλόνητος. Όχι έρμαιο στα κύματα.