«Λησμόνησα τα ναυτικά σ’ αυτό το βάλτο»

Ο Γιώργος Ιωάννου με τη Λένα Σαββίδη και τον Θέμη Λιβεριάδη. Καστοριά 1969 (φωτ. Γ. Π. Σαββίδη)
Ο Γιώργος Ιωάννου με τη Λένα Σαββίδη και τον Θέμη Λιβεριάδη. Καστοριά 1969 (φωτ. Γ. Π. Σαββίδη)


Ξεφυλλίζω το δικό μου ‘Καζαμία νεκρών’. Φεβρουάριο του 1985 έφυγε ο Γιώργος Ιωάννου. Σήμερα, βλέποντας φωτογραφίες και γράμματά του ανακαλώ σκόρπιες μνήμες απ’ όσα έζησα μαζί του.
Μας γνώρισε φθινόπωρο του 1968 στη Θεσσαλονίκη ο Γιώργος Σαββίδης. Είχε κανονίσει, όπως άλλωστε συνήθιζε, το πού και τι θα φάμε ! «Απόψε θα πάμε για ψάρι στου Μπούκη (στη Μηχανιώνα). Και έχε υπ’ όψη σου : αυτήν τη φορά κάλεσα και τον Γιώργο Ιωάννου. Να γνωριστείτε επιτέλους, και έξω απ’ τα βιβλία, γιατί εσείς εδώ, είστε πολύ … μπαγιάτηδες και δεν παίρνετε εύκολα πρωτοβουλία» …
Την επόμενη κιόλας μέρα ο Ιωάννου μου τηλεφώνησε να βρεθούμε ‘κατά μόνας’. Να πάω σπίτι του, στην Αγίου Δημητρίου. Έμεινα αρκετές ώρες. Κατά τα ξημερώματα, ‘σφραγίζοντας’ όπως είπε τη γνωριμία μας, μου διάβασε στο φως του κεριού ένα, απόσπασμα διηγήματός του από την ανέκδοτη τότε Σαρκοφάγο: την «Παναγιά τη Ρευματοκρατόρισσα».

... Στη μισοβυθισμένη μες στα χώματα Αχειροποίητο, σε μια γωνιά του νάρθηκα, βρίσκεται σχεδόν παραπεταμένη η Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα. Κατεβαίνω αρκετά συχνά και την κοιτάζω πικροχαμογελώντας για την κοινή κατάντια μας. Δε μοιάζει, βέβαια, με προσκύνημα αυτό που κάνω και το ξέρω καλά. Είναι πιο πολύ σαν επίσκεψη σε μια παλιά φιλενάδα της γιαγιάς μου και της προγιαγιάς μου, όπου πάω για να χαϊδευτώ και να κλαυτώ, μια κι έχουν λείψει προπολλού εκείνες. Το κερί τ' ανάβω απλώς για να βλεπόμαστε καλύτερα. Κρυφοκοιταζόμαστε ώσπου να λιώσει κι ύστερα τη φιλώ στα πεταχτά και φεύγω. Τα συναισθήματά μας πάντοτε τα καταπιέζουμε στο σπίτι. Ώρες ώρες θαρρώ πως κάτι θέλει να μου μιλήσει. Αυτό και να γίνει δεν πρόκειται να το θεωρήσω για θαύμα.
Όταν ένα λατρευτό μου πρόσωπο έκαμνε συνέχεια αιμοπτύσεις βαριές τρέχοντας σαν τρελός για γιατρούς, πέρασα μια στιγμή και το 'πα στην εικόνα. Μα, ήταν αργά πιά. Έτσι τρέχω πάντα στις δύσκολες ή τις χαρούμενες στιγμές και της τα λέω όλα. Κι όχι πως περιμένω καμιά βοήθεια. Τι να σου κάνει κι αυτή ενάντια στην παντοδύναμη μοίρα; Απλώς νιώθω τη βαθιά ανάγκη να τα εμπιστευτώ σ' ένα δικό μου πρόσωπο, που ξέρει τη ρίζα μου και τη φύτρα μου κι ανησυχεί ίσως για ορισμένα καμώματά μου. Στους γάμους, τις κηδείες και τα βαφτίσια πάντα τους συγγενείς δεν πρωτοθυμάται κανένας;
Μια μέρα, τώρα τελευταία, καθώς της παραπονιόμουν νοερά για την αφόρητη πια ερημιά μου, άκουσα μέσα μου σαν απάντηση ένα ποντιακό τραγούδι με ωραίο σκοπό:

Τυραννίουμαι και κλαίω
και κανέναν δεν το λέω.
Σ' ένα ν-έμορφον
κορτσόπλον
τα παράπονα μ' θα λέω.


Την είδα σα να μου έγνεφε ενθαρρυντικά — ίδια η γιαγιά μου, που ως τα τελευταία της έλπιζε για δισέγγονα. «Δίκιο έχεις, ψιθύρισα. Καιρός και για κορτσόπλον, πράγματι. Θα σβήσει το ρέμα μιας γενιάς ολόκληρης απάvω μου, έτσι όπως πάω».

Ήμουν αρκετά συγκινημένος και προς το τέλος βούρκωσα – κι όσο κι αν προσπάθησα να το κρύψω, εκείνος το κατάλαβε. Δυο χρόνια μετά, στην Αθήνα πια, μου εξομολογήθηκε πως το είχε προσέξει... κι αυτό μας ‘έδεσε’ απ’ την αρχή , παραβάλλοντας και συνδέοντάς το με άλλες δικές του, πικρές εμπειρίες...

«Να το ξέρεις : πολλοί άνθρωποι δεν επικοινωνούν και – ιδιαίτερα στο ‘χώρο’ μας, οι περισσότεροι κρύβουνε την συγκίνηση, την αγάπη, ή το θαυμασμό τους για την έκφραση του Άλλου. Αυτοί είναι κομπλεξικοί που κάποτε καταντούνε και φθονεροί. Δεν είναι ουσιαστικά ‘δικοί’ μας… Kι ας απατούνε τα φαινόμενα.»

Αυτός ήταν ο Γιώργος. Έδινε κι έπαιρνε χαρά από τους ανθρώπους κι αντίστοιχα ήταν ευάλωτος να πληγωθεί με το παραμικρό. Τότε αμύνονταν σαν σκαντζόχοιρος, όπως στη ‘θυμωμένη φιλία’ του με τον Μαρωνίτη, που είχε πάρει μεγάλη δημοσιότητα και δίχασε όσους τους παρακολουθούσαν.

Αποστρεφότανε την πόζα και την υποκρισία. Χαρακτηριστικό είναι πως στην κηδεία του Σεφέρη, σε ‘χαλεπούς καιρούς’, ξέφυγε από την ‘στοιχημένη’ σειρά του ‘λογοτεχνικού κατεστημένου’ κι έγινε ένα με τους νεολαίους – μπροστά ... με υψωμένη τη γροθιά, κλαίγοντας και ουρλιάζοντας συνθήματα.

Θυμάμαι σε μια εκδρομή πηγαίνοντας στην Καστοριά, τον ρώτησα μες στ’ αυτοκίνητο, τι συγκράτησε – σαν πιο μεγάλος, από την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Θαρρείς και τον ακούω πάλι με βροντερή φωνή να τραγουδάει – άγνωστα για ’μένα, αντάρτικα τραγούδια. Νόμιζα πως θα έσπαγαν τα τζάμια.

Αρχές της δεκαετίας του ’70 μετακόμισε οριστικά στην Αθήνα. Όταν κατέβαινα βλεπόμασταν, αλλά είχαμε και τακτική αλληλογραφία. Για να ακριβολογώ τα γράμματά μας και κάποια τηλέφωνα ήτανε πιο πυκνά και πάντα ‘στην ώρα τους’ όπου χρειάζονταν, ή όταν συνέβαινε – είτε στον έναν είτε στον άλλον κάτι ξεχωριστό, καλό ή κακό. Μου έγραψε παραμονές της δίκης του Τραμ, μου έγραψε για τα εγκαίνια του εστιατορίου μου ‘Ραγιά’, “μια τερπνή εστία” όπως το ’λεγε...

«Λησμόνησα τα ναυτικά σ’ αυτό το βάλτο»


Από το 1978 μέχρι το 1985, λίγο πριν το θάνατό του, έβγαζε και έστελνε σε φίλους ένα περιοδικό, το Φυλλάδιο, που το έγραφε όλο μόνος του, κάτι σαν ημερολόγιο και προσωπικό σημειωματάριο όπου σχολίαζε γεγονότα και πρόσωπα που τον ενδιέφεραν ή τον αφορούσαν. Αυτά συνήθως τα έβαζε σε μια ενότητα με τίτλο “Θύσανοι”. Δεν υπήρχαν συνεργάτες. Μόνο μερικές σελίδες από μεταφράσεις του της “Παλατινής Ανθολογίας” και της “Παιδικής μούσας”, που κάποια αποσπάσματά τους ‘προβάλλονταν’ και στο οπισθόφυλλο.

«Λησμόνησα τα ναυτικά σ’ αυτό το βάλτο»

Το τελευταίο Φυλλάδιο ( 7-8 του 1985 ) το είχε έτοιμο αλλά δεν πρόλαβε... Την έκδοσή του επιμελήθηκε ο Κώστας Καφαντάρης.

Το πρώτο και το τελευταίο «Φυλλάδιο»
Το πρώτο και το τελευταίο «Φυλλάδιο»

Ξεπερνώ αρκετές σελίδες που αφορούσαν τη διένεξή του με τον Δημήτρη Μαρωνίτη, και λόγω όγκου αλλά και επειδή, προσωπικά, νομίζω πως όλη αυτή η ιστορία ήταν μια ‘άτυχη’ συγκυρία, μια εκατέρωθεν ...πεισματική ασυνεννοησία. Μια ‘σύγκρουση’ ανάμεσα στην ‘απόλυτη κυριολεξία’, και ακραία ακριβολογία που διέκρινε κάθε φράση του Μαρωνίτη και την ‘εν μέρει’ παρερμηνεία τους από τον ευαίσθητο αυθορμητισμό και ευθιξία του Ιωάννου, που ίσως έκρυβε μέσα του μια διαχρονική αίσθηση του ‘ευάλωτου’, ακόμα και του αδικημένου που έπρεπε να είναι σε διαρκή άμυνα.

Θέλω όμως να αναφερθώ σ’ έναν άλλο ‘Θύσανο’... στην αρνητική – τότε, τοποθέτησή του στο τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου που είχε γράψει για τον Κοεμτζή, το “Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο”. Επειδή ήμουν πολύ συνδεδεμένος και με τους δύο, αποφάσισα να παρέμβω.

Στο Φυλλάδιο του 1979, λοιπόν, ο Ιωάννου έγραψε στους ‘Θύσανους’ :

“ Όχι, αγαπητέ Διονύση, όχι Σαββόπουλέ μου. Όχι μπαλλάντες γι' αυτούς τους φρικαλέους σφαγείς. Δεν το καταλαβαίνεις ; Έχουνε σφάξει αθώα παλικάρια την ώρα που χορεύαν, κι εσύ τους υμνείς ; Για όνομα του Θεού, τι πράματα είναι αυτά ; Δεν πιστεύω να προσπαθείς να μας καταπλήξεις, δεν σου πάει αυτό. Απορώ με σένα. Ο ανθρωπισμός είναι αμέριστος, κανέναν δεν εξαιρεί, αγαπητέ Διονύση. Και κατά βάθος το ξέρεις...”

Μόλις το διάβασα τον πήρα αμέσως τηλέφωνο :

– Γιώργο, δε συμφωνώ καθόλου με το σχόλιό σου για το Διονύση. ΕΣΥ ... αυτό κατάλαβες απ’ αυτήν την υπέροχη, όσο και πολυσήμαντη δουλειά του Σαββόπουλου ;
– Για να ’μαι ειλικρινής δεν την άκουσα προσωπικά. Απ’ ό,τι μου είπαν όμως ...
– Λοιπόν ... κατάλαβα. Το Σαββατοκύριακο κατεβαίνω Αθήνα, θα σε πάρω να πάμε να τον ακούσουμε και να σας γνωρίσω.

Τηλεφώνησα του Διονύση να μας κλείσει τραπέζι και Σάββατο βράδυ ήμασταν εκεί.

Ο Γιώργος, προς τιμήν του, άκουγε όλο το τραγούδι σιωπηλός με μια έκσταση που όσο πήγαινε κορυφωνόταν. Στο τέλος, έσκυψε προς το μέρος μου και ψιθύρισε συγκινημένος : Λάθος μου, μεγάλο λάθος... Πρόκειται για ένα τραγικό έπος... Κι εκείνο το ... “Νίκο, είναι η αρρώστια που μας σώζει”… Αφοπλιστικός στίχος. Τα λέει όλα.

Μόλις τέλειωσε το πρόγραμμα ο Διονύσης ήρθε στο τραπέζι μας και φάγαμε μαζί. Γνωρίστηκαν, τα είπανε, γίνανε φίλοι. Καλοί φίλοι, μέχρι το τέλος.

Σημείωση, για την ... ιστορία :

Ήταν Φλεβάρης του 1973 όταν ο Νίκος Κοεμτζής από το Αιγίνιο της Πιερίας σκοτώνει τρεις ανθρώπους και τραυματίζει άλλους έξι σε νυχτερινό κέντρο και λίγο αργότερα καταδικάζεται σε θάνατο. Η ποινή μετατρέπεται σε ισόβια δεσμά και τελικά αποφυλακίζεται, πλήρως μεταμελημένος, με βούλευμα 23 χρόνια αργότερα. Πέντε χρόνια μετά, το 1978 δηλαδή, ο Διονύσης Σαββόπουλος θα κάνει την ιστορία του Κοεμτζή τραγούδι στο δίσκο του με τίτλο “Ρεζέρβα”.
Ο Μάνος Χατζιδάκις ως διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος δίνει εντολή και το τραγούδι παίζεται καθημερινά στις 11 το πρωί επί μήνες.
Το τραγούδι “Μακρύ Ζεϊμπέκικο για το Νίκο” θεωρείται μια από τις πιο κορυφαίες δουλειές στην καριέρα του Σαββόπουλου. Κάνει κάτι που κανείς μέχρι τότε δεν είχε τολμήσει. Παίρνει αφορμή από ένα περιστατικό του αστυνομικού δελτίου και συνθέτει ένα ψυχογράφημα. Κάθε στίχος είναι προσεκτικά διαλεγμένος και πουθενά ο δημιουργός δεν επαινεί τον δράστη για το απεχθές έγκλημα που διέπραξε.

«Λησμόνησα τα ναυτικά σ’ αυτό το βάλτο»

Στις συναντήσεις μας, τα πρώτα χρόνια του ’80 ο Γιώργος φαίνονταν πολύ κουρασμένος και καταβεβλημένος. Η αλήθεια είναι πως δούλευε πολύ, είχε ξεπεράσει τα όρια. Στο Υπουργείο, σε εφημερίδες, σε περιοδικά, σε μεταφράσεις, στο Φυλλάδιο. Μια φορά τον πίκρανα ίσως. Του είπα να χαλαρώσει κάπως.
– Γιώργο, ‘κάνε λίγο κράτει’. Δεν ήταν καλύτερα πριν : ένα βιβλίο κάθε δύο ή τρία χρόνια παρά... δυο-τρία το χρόνο ;
– ΌΧΙ ... δεν καταλαβαίνεις... δε συμφωνώ... Θέλω να γίνω πολύ γνωστός, ‘επώνυμος’ που λεν’ αυτοί. Για να τους πολεμήσω με τα ίδια όπλα, ’επί ίσοις όροις’.

Μετά το ατύχημά του, όπου έπαθε ‘πολλαπλά κατάγματα’ , που λίγο αργότερα ... έγιναν και βιβλίο, τον ένιωθα και φοβισμένο. Τελευταία φορά που τον είδα μου είπε πως κατουρούσε αίμα.

– Μου εξηγήσανε... Πρέπει να κάνω εγχείρηση. Ίσως αυτό θα ’ναι το Τέλος.

Την είδηση πως έπαθε σηψαιμία και η κατάστασή του δεν ήταν πια αναστρέψιμη την έμαθα τελευταία στιγμή που μου τηλεφώνησε ο φίλος του Γιώργος Σουσούρας.
Κατέβηκα αμέσως Αθήνα και κατευθείαν απ’ το Σταθμό στο Σισμανόγλειο. Δεν έχω ξεχάσει εκείνο το απόγευμα. Είχε έναν παγωμένο αγέρα κι εγώ να τον ψάχνω στο αχανές Νοσοκομείο, τρέχοντας από την μια πτέρυγα στην άλλη, ώσπου βρήκα επιτέλους το δωμάτιο αλλά όχι τον ίδιο. Το κρεβάτι του άδειο. Πριν λίγο τον πήρανε μου ψιθύρισε με αναφιλητά η νοσοκόμα, κουβαριάζοντας τα σεντόνια του.
Τη μέρα της ταφής του έριξε πολύ χιόνι. Για όσους έχουν ασκηθεί στις σημασίες… στην κηδεία του πήγε ο Μίμης Μαρωνίτης. Ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης, γνωστός σαν Ντίνος Χριστιανόπουλος , προτίμησε να δηλώσει επί λέξει : “ευτυχώς ησυχάσαμε πλέον απ’ αυτόν, η Θεσσαλονίκη κι εγώ…” (Περιοδικό Το τέταρτο, Μάιος 1985 – Συνέντευξη του Ντ. Χριστιανόπουλου στον Στ. Τσαγκαρουσιάνο).

«Λησμόνησα τα ναυτικά σ’ αυτό το βάλτο»

Δέκα χρόνια μετά το θάνατό του, ο διευθυντής του ελληνογαλλικού Κολλεγίου Δελασάλ, με τον φιλόλογό του Παναγιώτη Τριφτούδη, μου ζήτησαν να τους βοηθήσω στη διοργάνωση μιας πρωτοποριακής εκδήλωσης με λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης.
Σε όσους θα ήθελαν να συμμετάσχουν, το Σχολείο θα διέθετε από την έναρξη της σχολικής χρονιάς, Σεπτέμβριο του 1994, μέχρι και το τέλος της (τον Μάιο του 1995) δύο ώρες την εβδομάδα (στο μάθημα των Νέων Ελληνικών του Λυκείου) σε δύο λογοτέχνες κάθε φορά, (εγώ πήγα με τον Σουρούνη), να μιλήσουν στα παιδιά για την έκφραση στη λογοτεχνία. Για το πώς λειτουργούν οι ίδιοι οι συγγραφείς, παραθέτοντας παραδείγματα από το βίωμα και το συναίσθημα μέχρι την καταγραφή τους. Να απαντήσουν σε ερωτήματα των μαθητών και να τους παραπέμψουν σε κάποιο από τα βιβλία τους, που το Δελασάλ θα τα είχε ήδη αγοράσει για τη βιβλιοθήκη του Σχολείου.
Και πράγματι έτσι έγινε. Αυτή η ανεπανάληπτη, απ’ όσο ξέρω μέχρι σήμερα, συγκέντρωση τόσων λογοτεχνών απαιτούσε πολλή δουλειά, κυρίως γιατί έπρεπε να προσεχθεί ιδιαίτερα, μην παραλειφθεί κανένας από τους συγγραφείς και ποιητές που να μην προσκληθεί. Μέχρι και κάποιους, νεότερους και σχετικά άγνωστους ακόμα, που δημοσίευαν σε λογοτεχνικά περιοδικά περιελάμβανε η λίστα μου. Ακόμα την κρατώ σαν ‘ντοκουμέντο’. Μετά ακολούθησε μια ‘επίσημη’ όσο και ενημερωτική επιστολή του Δελασάλ. Και αμέτρητα τηλεφωνήματα και συνεννοήσεις, μέχρι και τον οριστικό προσδιορισμό και συντονισμό ημέρας και ώρας για τις ανά δύο συμμετοχές στα διαθέσιμα δίωρα των ‘Νέων Ελληνικών’. Τελικά είχαμε μια – νομίζω εντυπωσιακή, συμμετοχή με 72 ( εβδομήντα δύο ) λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης. Προσήλθαν και αρκετοί που διέμεναν πια στην Αθήνα.
Σημειώνω κι εδώ πως ‘έλαμψε’ με την απουσία του ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Του τηλεφώνησα δύο φορές. Την πρώτη μου αρνήθηκε. Τη δεύτερη μου έκλεισε το τηλέφωνο. Ίσως ... αν ο «διοργανωτής» ήταν κάποιος άλλος, να έρχονταν. Μ’ εμένα όμως το ‘κρατούσε μανιάτικο’. Από πολύ παλιά. Και για πολλούς λόγους... Από την ‘αποκλειστική’ φιλία μου με τον Ασλάνογλου και τον Βασιλικό ( το... ‘τσογλάνι’ όπως τιτλοφόρησε ένα διήγημά του για κάποιον, τάχα, Ανδρέα ...Αγοραστό ), από το ότι δεν ‘τρελαινόμουν’ με τα περισσότερα γραψίματά του, ούτε βέβαια τα φερσίματά του, εξ ου και του αρνήθηκα και δεν έδωσα καμία συνεργασία στη Διαγώνιο, από το ότι στηλίτευσα και δημόσια τα όσα εκστόμισε, για τον πρώην φίλο του, τον Ιωάννου, και πολλά άλλα...
Τέλος πάντων. Κάθε χώρος και ‘δρόμος’ έχει και τις λακκούβες του. Όσοι προσέχουν τις αποφεύγουν.
Μετά από εννέα μήνες, στο τέλος των μαθημάτων και της σχολικής χρονιάς, η αξιέπαινη αυτή πρωτοβουλία του Δελασάλ θα έκλεινε με μια τιμητική εκδήλωση αφιερωμένη στη μνήμη ενός λογοτέχνη της Θεσσαλονίκης, που τελικά επελέγη ο Γιώργος Ιωάννου. Το Δελασάλ, γνωρίζοντας και τη θερμή φιλία μου με το Γιώργο, μου έκανε την τιμή να είμαι ένας από τους ομιλητές. Κάποιο πρόβλημα προέκυψε με την άλλη επιλογή τους, τον Δημήτρη Μαρωνίτη – που μάλιστα, νεαρός φιλόλογος, όταν τέλειωσε τις σπουδές του, είχε εργαστεί για κάποιο διάστημα σαν καθηγητής στο παλιό Δελασάλ, στην οδό Φράγκων. Την περίοδο όμως που είχε προγραμματιστεί η εκδήλωση ο Μαρωνίτης βρισκόταν ήδη στην Κύπρο και όταν του τηλεφώνησαν αρνήθηκε. Ο κ. Τριφτούδης με παρακάλεσε να κάνω κι εγώ μια προσπάθεια, που τελικά τελεσφόρησε και ο Μίμης κατάφερε να έρθει.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στις 20 Μαϊου του 1995 στον ολάνθιστο κήπο του Κολλεγίου με συντονιστή τον συγγραφέα Ηλία Κουτσούκο, που κάλυψε και τηλεοπτικά με την ΕΤ-3 τα δρώμενα. Πλήθος κόσμου και έκδηλη συγκίνηση. Παρόντες όλοι οι λογοτέχνες που συμμετείχαν και στα μαθήματα, οι μαθητές με τους γονείς τους, και πολλοί φίλοι της Λογοτεχνίας και του Ιωάννου.

Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ηλίας Κουτσούκος και Θέμης Λιβεριάδης. De La Salle, 20 Μαϊου 1995
Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ηλίας Κουτσούκος και Θέμης Λιβεριάδης. De La Salle, 20 Μαϊου 1995

Δεν είναι φυσικά του παρόντος να μεταφέρω εδώ την ομιλία μου, παρά μόνο ένα απόσπασμα, που μου βγήκε τότε αυθόρμητα, τη στιγμή που μιλούσα, γιατί είχε μια έμμεση αλλά πολλαπλής εμβέλειας ‘νύξη’ για τις σχέσεις Ιωάννου-Μαρωνίτη :

«Νομίζω πως αυτό που έγινε εδώ, στο De La Salle, μας έφερε όλους πιο κοντά μεταξύ μας, πιο αμβλυμμένους και πιο ανθρώπινους. Και θέλω να σας μεταφέρω κάτι που άκουσα μόλις χθες το απόγευμα σε μια συνάντηση που είχαμε με συγγραφείς της Βαλτικής, της Μαύρης θάλασσας και του Αιγαίου, στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο. Μας διηγήθηκε λοιπόν μια Σουηδέζα ποιήτρια ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη με τον Ροστροπόβιτς, έξω από την Στοκχόλμη, στην εξοχή, όπου συνόδευε σε κυνήγι έναν φίλο του ποιητή. Όταν τον είδε να σημαδεύει και να σκοτώνει ένα ελάφι, του είπε ταραγμένος “πως μπόρεσες και το 'κανες ; Να σκοτώσεις αυτό το υπέροχο ζώο ;” — “Δεν το μπορώ πάντα”, απάντησε ο ποιητής. “ Όταν είναι πολύ κοντά μου το κοιτάζω εκστατικός, το θαυμάζω και το χαίρομαι. Πυροβολώ μόνο όταν είναι μακριά, μια σιλουέτα μες στην ομίχλη...”

Όσοι απ’ τους παλιότερους γνωρίζουν και θυμούνται πρόσωπα και πράματα θα πρέπει να κατανοήσουν τη συγκίνηση που μου υπαγόρευσε την παράθεσή του. Ίσως κι ο Μίμης Μαρωνίτης, παρόλο που επ’ αυτού προτιμήσαμε την... εύγλωττη σιωπή. Σίγουρα όμως το αισθάνθηκε η αδελφή του Ιωάννου, η Δήμητρα Μυλαράκη, όταν μου κράτησε πολύ-σφιχτά το χέρι μετά τις ομιλίες και μου ψιθύρισε συγκινημένη κάποια λόγια...

Γιώργο θυμάσαι ;

Το θέρος τότε βάζαμε λευκά, ζωνάρι μαύρο. Πενθούσαμε τον Νέλσονα, μεγάλη μας η θλίψη...


1984
1984
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: