«Ο επιτάφιος θρήνος»

Σχέδιο του Χρόνη Μπότσογλου για τον «Επιτάφιο θρήνο»
Σχέδιο του Χρόνη Μπότσογλου για τον «Επιτάφιο θρήνο»
IOANNOY030


Το κείμενο που ακολουθεί συνεχίζει ένα παλιότερο γραπτό που διαβάστηκε στο “Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου” τον Αύγουστο του 2005, στον Πύργο Μπαζαίου στη Νάξο, με αφορμή τα είκοσι χρόνια από το θάνατο του συγγραφέα.[1] 
Στο κείμενο εκείνο, που αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό (δε)κατα,[2] γινόταν μια συνοπτική θεώρηση του πεζογραφίας του Ιωάννου. Έγραφα: “Ο ερωτισμός του Γιώργου Ιωάννου, αφορά έναν αντρικό κόσμο, που καταγράφεται μέσα από το έργο του, υπαινικτικά, δηλωτικά και ενίοτε περιπαιχτικά, ενώ μια προκλητική και μελοδραματική υφή χαρακτηρίζει τα τελευταία πιο βιογραφικά του κείμενα Ας μην επιχειρήσουμε την αφαίμαξη του ομοερωτικού στοιχείου από το έργο του Ιωάννου...”
Δίνοντας παραδείγματα από τις συλλογές των διηγημάτων του κατέληγα στην ομοερωτική διάθεση που διατρέχει τα πεζογραφήματα του συγγραφέα όπως διαμορφωνόταν από τις καταστάσεις και την εποχή τους. Κανένα συμπέρασμα δεν στηριζόταν σε εξωκειμενικές πληροφορίες· άλλωστε τον συγγραφέα δεν τον γνώρισα ποτέ ούτε βασίστηκα σε ιδιωτικές συζητήσεις ανθρώπων που τον γνώρισαν.
Περισσότερο σήμερα μπορούμε να μιλήσουμε για τα θέματα αυτά, με δεδομένο ότι η ελληνική κριτική έχει αποτιμήσει δεόντως την λογοτεχνική αξία του έργου του. Όλοι συμφωνούμε ότι πρόκειται για ένα σπουδαίο συγγραφέα της ελληνικής λογοτεχνίας, που γνωρίζει τη γλώσσα και την χειρίζεται σε όλα της τα επίπεδα με φυσικότητα και ακρίβεια. Αυτό που ίσως εξέλειπε ήταν μια προσέγγιση των γραπτών του, μέσα από τον ερωτισμό και την ομοφυλόφιλη ματιά, αδιαμφισβήτητα χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του και πηγή έμπνευσης της γραφής του.
Η ανάγνωση είναι προσωπική καθώς δεν υιοθετείται κάποια λογοτεχνική θεωρία ή queer προσέγγιση. Θα εντοπίσω, όπως και στην προηγούμενη, τα σημεία που οδηγούν στην επιθυμία του αντρικού σώματος, στον αρσενικό που εκπροσωπούσε η μεταπολεμική εποχή, μέσα στην οποία ανδρώθηκε και ο Ιωάννου, τους άντρες που περιέγραψε και λαχτάρισε, ως συγγραφική περσόνα αλλά και μέσω των μυθοπλαστικών χαρακτήρων του. Το προαναφερθέν κείμενο[3] κατέληγε στην συλλογή διηγημάτων “Ο επιτάφιος θρήνος”:
“Η θρησκευτικότητα, ως ερωτική έξαψη και ταύτιση του ιερού με το σωματικό μαρτύριο, θα δώσει τον τόνο στην τελευταία συλλογή πεζογραφημάτων που φέρει τον τίτλο «Ο Επιτάφιος θρήνος». Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1980 και αποτελεί το αποκορύφωμα του πεζογραφικού έργου του Γιώργου Ιωάννου. Η θεματολογία του περιορίζεται σε όσα πράγματα ο συγγραφέας υπαινισσόταν και στα προηγούμενα βιβλία του. Η καθέλκυσή τους στον λογοτεχνικό ωκεανό γίνεται πανηγυρικά. Ερωτισμός, αυτοερωτισμός, ερωτικές αφηγήσεις, πλάνεμα, διαστροφή, περιθωριακές αδελφές.
Το πρώτο αφήγημα, το ομώνυμο της συλλογής, είναι ένα εξαίρετο σημαδιακό γραπτό. Θεωρείται -και επικροτούμε- ως το καλύτερο διήγημα του Ιωάννου που αντιπαλεύει ακόμη και τους «Νεκρούς»[4] του Τζόυς.
«Ο Επιτάφιος θρήνος» θα επιβιώσει στη μετριότητα και τον συντηρητισμό της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και θα απλωθεί από την καρδιά της Αθήνας σε μια ανυπάκουη ελληνότροπη κοινωνία. Μετουσιώνει την τέχνη του προσωπικού σε καθολική ενατένιση, εναρμονίζει τη γλώσσα της ψυχής και του σώματος, δίνει τονικότητα σε ένα κείμενο που θέλεις να το ψάλεις αντί να το διαβάσεις.
Συμβάλλει και η θρησκευτικότητα του συγγραφέα που, απαλλαγμένη από τις ενοχές του εκκλησιαστικού κατεστημένου, ξαναβαφτίζεται στο ανατολικό χριστιανικό πνεύμα των πρώτων περιόδων της πίστης, όταν ο Διόνυσος και ο Χριστός ταυτίζονταν στις πλαγιές του Λιβάνου και στις ερήμου της Παλαιστίνης. Ο περιφερόμενος, στα στενά της Ομόνοιας, Επιτάφιος της Μεγάλης Παρασκευής, η περιφορά του ωραιότερου νεκρού σώματος, είναι η πορεία του ιδανικού αντρικού σώματος, του ελληνικού κορμιού, όπως το γνώρισε και το σμίλεψε ο συγγραφέας.
Σ’ αυτή την πορεία τον συνοδεύουν «οι στρατιώτες που είχαν παζαρέψει το κορμί τους», γιατί, «τω καιρώ εκείνω ήτανε όλοι δυνατοί, γιατί δουλεύανε με το κορμί τους». Ο Πάνας βαδίζει πλάι πλάι με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Όσοι απόμειναν, μέσα στο δωμάτιο του φτηνού ξενοδοχείου της Ομόνοιας, δεν έχουν παρά να εγκαταλείψουν τις ηδονοβλεπτικές χαραματιές του ξενοδοχείου και να πάνε κι αυτοί να φιλήσουν εκεί «…όπου είναι οι χαρακιές της δύναμης, μεριές μεριές στο στήθος μέχρι κάτω στην κοιλιά»”.
Σήμερα, επιπλέον, το διήγημα αυτό, φέρνει φευγαλέα στο νου, τον “Αυτόχειρα” του Μητσάκη, με τις περιπλανήσεις στους δρόμους και στα ξενοδοχεία και τις εμμονές των περιφερόμενων πελατών· το πάθος της ζωής μεταφέρεται και εντός του δωματίου, στο “τεράστιο λοστάρι ορθόστατο” του ηδονοβλεψία στρατιωτικού, που αυνανίζεται πάνω από το ξαπλωμένο-καθηλωμένο- σώμα του αφηγητή, έχοντας το μάτι του στην ρωγμή του τοίχου για να θωρεί την ερωτική σκηνή στο διπλανό δωμάτιο. Η αντρική μοναχική εκτόνωση συναντάται τακτικά και στα υπόλοιπα διηγήματα, ο πιο συχνός τρόπος εκτόνωσης ενός άντρα σε μια περίοδο που δεν προσέγγιζε τόσο εύκολα την γυναίκα πόσο μάλιστα και τον όμοιο άντρα.
“Στα υπόλοιπα διηγήματα”-από το ίδιο κείμενο- “ο συγγραφέας είναι απαλλαγμένος από το άγχος του χρονικογράφου. Βέβαια η βορειοελλαδίτικη πόλη θα επανέρχεται στις τελευταίες συλλογές που θα έχουν τη μορφή χρονικών. Το ισχυρό μοτίβο της Θεσσαλονίκης χλομιάζει δίνοντας τόπο σε ένα διαφοροποιημένο αισθαντικά χώρο. Ήδη ο συγγραφέας Ιωάννου έχει βρει τη δική του Αλεξάνδρεια μέσα στην χαοτική Αθήνα και, χορτασμένος από τις παλιές ιστορίες, ξαναρίχνεται στο παιγνίδι της καθημερινότητας. Φωτογραφίζεται στην Ομόνοια και, μετά το Βαρδάρη, υιοθετεί άλλη μια πλατεία, ενώνοντας νοητά τους δύο ομφαλούς της χώρας.
Η δεκαετία του ογδόντα μεταμορφώνει την Ελλάδα ιδεολογικά και κοινωνικά. Οι γενιές της κατοχής μεγαλώνουν και οι νεότεροι Έλληνες ακούνε παραξενεμένοι τις ιστορίες αυτού του περιπλανώμενου τραβαδούρου των παθών και των πόθων που έζησαν οι θείοι και οι πατεράδες τους.
Η φραστική τολμηρότητα ορισμένων φράσεων προσπερνάει τις νύξεις. Ο συγγραφέας επανακτά τον αντρισμό της γραφής εις βάρος της εκθήλυνσης της κοινωνίας. Βγαίνει στους δρόμους, παρατηρεί το πλήθος, προσπαθεί να συλλάβει τον νεο-ρεαλισμό της καινούργιας έκρυθμης Αθήνας”.


——————

Επιστροφή στα υπόλοιπα διηγήματα: “Ο ανάπηρος” σε ένα συμβολικό επίπεδο αντικατοπτρίζει την “ερωτική” ανημπόρια του αφηγητή σε σχέση με την σωματική του συγκάτοικου. Κι ενώ ο αρτιμελής αφηγητής μπορεί να εκτονωθεί, (“ξέδινα” τονίζει), δεν αποτολμά να βοηθήσει τον παλικάρι που, χωρίς χέρια, δεν μπορεί να εκτονωθεί.
Εκείνο που δεν πρόσφερε ο αφηγητής στον ανάπηρο άντρα, στις “Νεροφίδες” το αναλαμβάνουν τα ερπετά του νερού, καθώς σκαρφαλώνουν κατά μήκος του πέους ενός τολμηρού επιδειξία νέου που εκσπερματώνει στην εξοχή, μέσα σε ένα υποβλητικό βουκολικό τοπίο, ενώ τον παρακολουθούν με δέος τα παιδιά κι ανάμεσά τους ο αφηγητής, παιδάκι τότε του κατηχητικού. Ο τωρινός αφηγητής, θυμάται τα κηρύγματα του κατηχητικού που επανέρχονται εμβόλιμα στην αφήγηση, άλλοτε ως παρακλητικές παρεμβολές λες και θέλουν να ξορκίσουν το “κακό” και άλλοτε (στα επόμενα διηγήματα) σαν μια αποδιάρθρωση της ιερότητας, μια απόρριψη της ευνουχιστικής θρησκευτικότητας.
Το θρησκευτικό μοτίβο είναι πιο έντονο στο “Τραπέζι της εκκλησίας” όπου ο αφηγητής, σε ένα μουσουλμανικό βορειοαφρικανικό περιβάλλον, όπως υποδηλώνεται από το αραβικά ονόματα και την ύπαρξη μιας ελληνικής κοινότητας, δανείζει το τραπέζι του για τις κηδείες. Εκεί στην προσωπική του Αγία Τράπεζα, μετουσιώνεται το αίμα σε ερωτική έκκριση: Τραπέζι/Σώμα/Επιτάφιος της ανεσταλμένης επιθυμίας. Το πιο βλάσφημο διήγημα σε σχέση με τα υπόλοιπα αν και βρίθει από εκκλησιαστικές ρήσεις και παραινέσεις. Ελπίζουμε επίσης μελλοντικά να μην αντικατασταθούν ορθοπολιτικά λέξεις όπως “αραπιά”, “αράπης υπαξιωματικός” κλπ γιατί τότε θα κινδυνεύσουν και οι “αραπίνες” του Τσιτσάνη.
Στο “Ένας Μαχάων στην Ομόνοια” οι άγγελοι κατεβαίνουν από τα ουράνια και βολτάρουν “μουστακαλήδες και σπαθάτοι” στα πεζοδρόμια και στα στενά της πόλης, φέροντας σε απόγνωση τον αφηγητή που υιοθετεί την πιο υστερική εκδοχή ενός απελπισμένου stalker.[5] Στην προσπάθειά του να ξεφύγει από την ενοχή και να αποδεχθεί την επιθυμία του, υιοθετεί μια παραληρηματική αφήγηση μέσα από δαιδαλώδεις, ελικοειδείς, προτάσεις, φορτισμένες από φαλλικές αναφορές και διεγερτικές εκκλήσεις.
Στο “Εσπέρας προκείμενον” η τριτοπροσωπική αφήγηση, εστιάζεται στον καθηγητή ενός Εσπερινού σχολείου. Η μιζέρια σε όλο της το εύρος, η άρνηση του καθηγητή να συμβιβαστεί αλλά και η αναπτέρωσή του όταν, σε αντίθεση με το αρτιοσκληρωτικό περιβάλλον του γραφείου, αντικρίζει το πλήθος των ενήλικων μαθητών του, “Παιδιά σαν το κρύο νερό, ακόμα και με στολές· αστυφύλακες, χωροφύλακες, πυροσβέστες, ναύτες, φαντάροι, σμηνίτες, περνούσαν από μπροστά του, ρίχνοντας λοξές ματιές, κοιτάζοντας το άγνωστό του πρόσωπο...”, μια ολόκληρη τσαρουχική φρουρά! Και τι αντίθεση με την “άγαμη”, “ακαλαίσθητη κατσίκα”, όπως αποκαλεί την συνάδελφό του (ακαλαίσθητοι χαρακτηρισμοί που κατά καιρούς αποδίδονται σε συγκεκριμένους τύπους γυναικών).
Στην “Ολική έκλειψη”, ένα φυσικό φαινόμενο, η έκλειψη ηλίου, αναστατώνει τον κόσμο και ειδικά τον αφηγητή που ξαναγίνεται παιδί και ανακαλεί σε ένα ονειρικό, παγανιστικό περιβάλλον τις επιπτώσεις της έκλειψης πάνω στην τοπική κοινότητα και ειδικά σε τρία κορίτσια, τρεις αδελφές. Η μία, η μεγαλύτερη, ταυτίζει τον ήλιο, την σκιά και τον άντρα μέσα από μια αλληλουχία συμβολισμών και αλληλοεπιδράσεων με αποτέλεσμα, από στερημένη ερωτικά, να καταλήξει σε ομαδικό όργιο με πέντε νταγκλαράδες και να καταλήξει αργότερα στους δρόμους του αγοραίου έρωτα. Κι εδώ συνυπάρχουν όλες οι λάγνες περιγραφές, με “ολότελα γυμνούς οξυγονοκολλητές”, τα “μόρια”, ένας ερωτισμός που ανθίζει οργιαστικά πάνω στη γη και αργότερα στα στολισμένα με άνθη στρώματα που θυμίζουν φέρετρα. Πανέμορφο αφήγημα, με εξαιρετικά περάσματα από τις περιγραφές της φύσης στις ψυχές και στα ξεσπάσματα της ανθρώπινης σάρκας.
Στο “Ξεσκάτωμα” ο αφηγητής, ως επιτηρητής εξετάσεων, θυμάται πόσο σκληρά φέρθηκε το σύστημα που δεν επέτρεψε, στον υποψήφιο για έναν κρατικό διαγωνισμό να πάει στην τουαλέτα · ο νεαρός αναγκαστικά καταφεύγει με την συνοδεία του επιτηρητή και ανακουφίζεται χάνοντας όμως τις εξετάσεις. Ο αφηγητής, που αναζητάει “τις ομορφιές του κόσμου τούτου-αγγέλους, αρχαγγέλους...”, βλέπει την λαμπερή ομορφιά καθώς καθαρίζεται σε μια τουαλέτα με ανοιχτή πόρτα, “μεγαλοφυής”, σκέφτεται, καθώς βλέπει “τα μαραμένα και παρόλα αυτά τεράστια όργανά του”.
Ο επιτηρητής “επιβλέπει” ηδονοβλεπτικά σε αντίθεση με το ξενοδοχείο της Ομόνοιας-μια καθόλου βολική στιγμή για τον ανυπεράσπιστο νεαρό. Όπως στα διηγήματα με τον “ανάπηρο” και τις “νεροφίδες”, παντού ελλοχεύει η αναστολή, η ενοχή, το απαγορευμένο βλέμμα, η καταπιεσμένη επιθυμία. Μια αριστοφανική βωμολοχία διαπερνά το κείμενο, μια σκατολογική λεξιλαγνεία, ακόμη και οι παιδικές καινώσεις του αφηγητή (“χέστηκα” και “σφικτά, σκληρά σαν ρόπαλο...εκ των έσω”) παραπέμπουν (άθελα;) στα πρωτογενή στάδια της φροϋδικής σεξουαλικότητας.
Στα “Ποδήλατα της νύχτας” επανέρχεται το μοτίβο των μοναχικών αντρών: εργάτες, υπάλληλοι, ένστολοι, στις επαρχίες με τα καταθλιπτικά καφενεία και τα εστιατόρια όπου τρώνε μόνοι και ο αφηγητής μας, “βράχος, ασκητής” πάντοτε νοσταλγός των σωμάτων· όταν όμως βρίσκεται σε έξαψη “θα αρχίσει να πλάθεται και να πλάθει”.
Το “Κυτίον θα πει κουτί”, πολυεπίπεδο διήγημα, διαδραματίζεται σε μια απομακρυσμένη περιοχή όπου βρίσκονται δύο Μοίρες Στρατού για εκπαίδευση. Οι ακριβείς περιγραφές εμπόλεμων- θαρρείς -προετοιμασιών μέσα από τεράστιες παραγράφους σου κόβουν την ανάσα. Η φρουρά με τους άντρες, στολές με “εσωτερικά τσακίσματα”, ρούχα που αρνούνται να υποταχτούν στα εξωτερικά καλύμματα, σώματα έτοιμα να εκραγούν και να τορπιλίσουν με κάθε κίνηση αφού “μέσα και στην παραμικρότερη και τον τρόπο του ανθρώπου του ερωτικού, ενεργητικού ή όχι, περιέχονται όλες οι ερωτικές κατά καιρούς περιπτύξεις του και υπάρχουν κατά μία ανατριχίλα και όλες οι επόμενες”.
Θαυμαστό απόσπασμα, παρατηρήσεις που ανάγουν το σώμα σε μια εξωκειμενική χωροχρονικά διάσταση. Ωστόσο ο ευαίσθητος αφηγητής παρενοχλείται, “κράζεται”, γιατί δεν έχει τους κώδικες των άλλων, όπως εκείνων των δύο που ξαπλώνουν στο ίδιο κρεβάτι, αντρικά όμως (και πολύ πριν το διήγημα της Άνι Πρου[6]).
Αυτός παροτρύνει έναν φρουρό-από την άλλη Μοίρα- “Τράβα ελεύθερα, του έλεγε αυτό, μόνο πες μας τι βλέπεις”, αντρίκεια δουλειά κι αυτή, αναπληρώνοντας με κατάλληλες ερωτικά λέξεις όσα λείπουν ανάμεσά τους. Και όλο αυτό μέσα στη νύχτα, κρατώντας τσίλιες μην δουν τον άλλον, κάνοντας για άλλη μια φορά τον ουραγό στα πάθη και στον οργασμό τους. Άλλο ένα λογοτεχνικό διαμάντι που δεν θα διδαχθεί όμως στα σχολεία ούτε στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής.
Στο “Τσόλι της πόρτας” ο μοναχικός εργένης, κάθε φορά που γυρίζει από την δουλειά, φοβάται μην αντικρίσει αφημένο στην πόρτα του κάποιο ειδοποιητήριο από την αστυνομία, αφού είναι γνωστός για τις πολιτικές του θέσεις ενάντια στην χούντα. Μια θλιβερή, ασφυκτική αφήγηση, στο πνεύμα της καφκικής γραφειοκρατίας, στερημένη από τη χαρά και τους χυμούς της ζωής. Μέσα στο ίδιο κείμενο οι ήρωες αφηγητές αναλαμβάνουν να πούνε ιστορίες που δεν ολοκληρώνονται στην τρέχουσα ροή της ιστορίας-κάτι ανάλογο δηλαδή με το προηγούμενο διήγημα του φρουρού.
«Η δασκάλα» είναι από τα πιο άρτια διηγήματα. Εκτενές, απλώνεται σε είκοσι περίπου σελίδες, σε τριτοπρόσωπη αφήγηση. Η δασκάλα διδάσκει σε νυχτερινό λύκειο, οι μαθητές της είναι αστυφύλακες, “παιδιά όλο χυμούς”. Ζει μόνη και η χαρά της είναι τα βλέμματα αυτών των νέων αντρών, που τους “προκαλούσε ως ένα σημείο γιατί της άρεσε να τους κοιτάζει μεσ΄τα μάτια τους”.'
Ενα βράδυ στο κατώφλι την περιμένει ένας παλιότερος μαθητής της που ήρθε στην Αθήνα για εξάσκηση στην σχολή αστυφυλάκων, “ώσπου να τον τοποθετήσουνε σε κανένα χωριουδάκι να προκαλεί τις παντρεμένες με το σπαρτάρισμα του σώματός του μέσα στη στολή...”
Τον θυμόταν, “η πείρα της το υπογράφει πια, αγόρι τόσο έμορφο, τόσο ερωτικό στην πρώτη πρώτη ήβη του και ίσως μόνο ο Αντίνοος, ο αγροτικός, που λάτρεψε ο αυτοκράτορας Αδριανός...για να τον απαγάγει απ' τη Βιθυνία ο Αδριανός, που πάνω κάτω αλώνιζε τη χώρα του, πιο πολύ για την αναζήτηση παρά για το τίποτε”.[7]
Η εσωτερική εστίαση ταυτίζεται με την συγγραφική σκέψη-ειδικά στην “αναζήτηση”. Σαφώς και μια στερημένη δασκάλα θα μπορούσε να ανατρέξει στο παράδειγμα του Αδριανού αλλά περισσότερο γέρνει στην ομοφυλόφιλη σχέση όπως αποδόθηκε στο μυθιστόρημα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ[8] που -ενδεχομένως- να είχε διαβάσει ο Γιώργος Ιωάννου.
Μια ασφαλιστική δεικλίδα της συγγραφικής ανάμειξης είναι το σημείο όπου λέει “σαν μύλο περιστρόφου εννοώ”-διαχωρίζοντας το συγγραφικό εγώ που διαλανθάνει μέσω των τριτοπροσωπικών αφηγήσεων. Η στερημένη δασκάλα σε νυχτερινή σχολή θυμίζει την προηγούμενη ιστορία με τον καθηγητή στο νυχτερινό σχολείο: μοναχικοί δάσκαλοι, ενήλικες μαθητές σε ένα περιθωριακό σχολικό περιβάλλον.
Ο νεαρός κοιμάται σπίτι της. Ενεργοποιούνται όλα τα ερωτικά φετίχ, η στολή με την ξεχωριστή της μυρωδιά, “το ερωτικό γρασάρισμα, που αναβρύει το κορμί το έμορφο, αυτό που περικλείει την πηγή της τελειότητας”. Η καβαφική κάμαρα της δασκάλας, προδίδει ξανά τις προθέσεις του συγγραφέα που όλο θέλει να κρυφτεί μα η χαρά δεν τον αφήνει. Το μαρτύριο θα συνεχιστεί μ' αυτόν δίπλα της, γυμνό, ύστερα να λούζεται, με αναφορές στην αυτοϊκανοποίηση των μοναχικών αντρών, μέσα από την συνειρμικές φαντασιώσεις της δασκάλας/συγγραφέα. Έπειτα η απουσία του και οι θόρυβοι από πάνω. Ολονύχτιο το μαρτύριό της, κι αυτή τον τσακώνει ενώ εκείνος “ξεκούμπωτος σε στύση, βέβαια, και καθώς κάτι πρέπει να ΄βλεπε, αυνανιζόταν μετά μανίας”. Έβλεπε το απέναντι μπαλκόνι στον ανοιχτό ορίζοντα, χωρίς τις ρωγμές των ξενοδοχείων. Μια σκηνή ταχτσική, πάνω σε μια ταράτσα που όμως δεν ολοκληρώνεται σαν την αντίστοιχη του “Τρίτου στεφανιού” ανάμεσα στους δύο άντρες. Αργότερα “Γονάτισε μπροστά του, του έβγαλε τα άρβυλα”, τα έβαψε μετά, μια σκηνή μητρικής φροντίδας και ερωτικής αφοσίωσης που παραπέμπει στους ένστολους του Χριστιανόπουλου.
Το διήγημα είναι θαυμάσιο, το πέρασμα της δασκάλας από την μοναχικότητα, στον έρωτα, στην ζήλια, στην εμμονική παρακολούθηση και τέλος σε μια συγκινητική σκηνή, και μέσα στο διαμέρισμα, όταν του χαιδεύει τα μαλλιά, ξαναγίνεται μάνα και γυναίκα με όλα τα ρίσκα μιας μελλοντικής συγκατοίκησης. Η συμβουλή της, “έχουμε κι αποδώ παράθυρα, δεν είναι ανάγκη να κρυώνεις στην ταράτσα” κλείνει σαρκαστικά το μάτι και στον αναγνώστη, ανοίγοντάς του το παράθυρο να δει και να αποφανθεί τί ακριβώς συμβαίνει εκεί μέσα, στα μικρά διαμερίσματα, στις κρυφές ζωές των ανθρώπων, στις ματαιωμένες ιστορίες τους.
Η ταπεινότητα και ο εξανθρωπισμός, που ξεκίνησε ενοχικά και ηδονοβλεπτικά στο πρώτο διήγημα, εδώ ολοκληρώνεται. Ο μοναχικός αφηγητής μπορεί πια να γίνει μάνα, δασκάλα, να μεταμορφωθεί, να βιώσει τις χαρές και τις πίκρες του μιας απενοχοποιημένης ζωής.
Το τελευταίο διήγημα, «Η κυρία Μινωταύρου», είναι μια παρωδία με μεταμφιεσμένες υποκοσμιακές φιγούρες. Δεν πρόκειται για τραβεστί αλλά για καρναβαλικές μεταμφιέσεις της λαϊκής “ξεφωνημένης αδελφής” που αναζητά συντρόφους με πληρωμή, παλικάρια και φαντάρους. Ο συγγραφέας υιοθετεί έναν περιπαικτικό τόνο, ξεφώνημα της άλλης όχθης, διαχωρίζοντας τον εαυτό του από μια τέτοια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων που φαίνεται ωστόσο να γνωρίζει αρκετά. Είναι συγκινητική όμως η συμπάθεια, παρά τον σαρκασμό της γραφής, γι’ αυτό το περιθώριο, ένα εναλλακτικό υποκοσμιακό πεδίο της πόλης θυμίζοντάς μας αντίστοιχα την κινηματογραφική “Τριλογία της Νέας Υόρκης”[9]  του ΄Αντυ Γουόρχολ της δεκαετίας του εβδομήντα. Από την άποψη αυτή είναι και ένα προδρομικό queer διήγημα.
Όμως ο πεζογράφος Ιωάννου δύσκολα θα έμπαινε σε τέτοια καλούπια. Εκπροσωπεί τον πανερωτισμό και την ομοφυλοφιλία μιας εποχής όταν δεν ίσχυαν οι κατηγοριοποιήσεις της ερωτικής συμπεριφοράς. Εντούτοις, άλλοτε συγκαλυμμένα και άλλοτε όχι, πρόταξε την επιθυμία αυτή με τον υπέροχο εξομολογητικό αλλά και αποσιωπητικό του λόγο.
Και από την άποψη αυτή παραμένει πιο τολμηρός κι ερωτικός σε σχέση με την τάση της σύχγρονης gay μυθοπλασίας που, καλώς μεν προτάσσει ως κυρίαρχα θέματα την κακοποίηση των ομοφυλόφιλων[10], παραμερίζοντας ωστόσο το πρωταρχικό ζητούμενο μιας ανατρεπτικής ερωτικής συμπεριφοράς.
Ολοκληρώνω με τον επίλογο του πρώτου κειμένου: [11]
“Τα υπόλοιπα βιβλία του, ακόμη και η «Καταπακτή», μοιάζουν με συμπληρωματικές σημειώσεις που αποσαφηνίζουν όσα θαυμαστά υπαινισσόταν ο συγγραφέας στα πρώτα του γραπτά.
Η συλλογή διηγημάτων Επιτάφιος Θρήνος είναι επίσης ο επιτάφιος της λογοτεχνικής πορείας του Γιώργου Ιωάννου, μόνον που δεν είναι θλιβερός, είναι στολισμένος με τα ωραιότερα άνθη, συνοδεύεται από τα δυνατότερα κορμιά και μοσχοβολάει αληθινό λόγο και μια αγάπη που τώρα πια ομολογείται. Κι ας μην ξεχνάμε ότι τον Επιτάφιο διαδέχεται η μακαρία ανάσταση”.




ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: