Η κότα-πραγματικότητα

Σχέδιο του Αλέξη Κυριτσόπουλου από «Το αυγό της κότας» 1981
Σχέδιο του Αλέξη Κυριτσόπουλου από «Το αυγό της κότας» 1981


Με αφορμή το πεζογράφημα του Γιώργου Ιωάννου «Οι κότες»
από τη συλλογή του Για ένα φιλότιμο


Δεν ξέρω αν ο Ιωάννου υπήρξε δειλός ή γενναίος άνθρωπος στη ζωή του, αυτό είναι κάτι που δεν θα μπορούσα να το ισχυριστώ για κανέναν, πόσο μάλλον που και τα δύο αυτά στοιχεία, εκ γενετής και διά παντός, τα φέρουμε αλληλένδετα μέσα μας. Υποψιάζομαι πάντως ότι ανήκε στην κάστα, στην πάστα αυτή των ανθρώπων που έστω για μία φορά στη ζωή τους θα ήταν ικανοί -σε μια υπερβατική πτήση πάνω από τα τεκταινόμενα- να ξεπεράσουν τα προδιαγεγραμμένα όριά τους. Το ότι θα μπορούσε (κατά την δική μου πάντα εντύπωση) να το κάνει, με οδηγεί στη σκέψη ότι μπορεί τελικά και να το έκανε, μάλιστα περισσότερες από μία φορές στη ζωή του, όχι με τυμπανοκρουσίες κι αλαλαγμούς, αλλά σεμνά και τρυφερά διεισδύοντας στο μεδούλι του ενός ή του άλλου επεισοδίου της βιωμένης πραγματικότητάς του. Δεν προτίθεμαι να εστιάσω εδώ στον όρο γενναιότητα προβαίνοντας σε εμβριθείς αναλύσεις, ούτε άλλωστε να στήσω εκ του προχείρου κάποιο ψυχογράφημα του Γιώργου Ιωάννου. Φυσικά και αγνοώ πώς τοποθετεί κανείς στον χάρτη τα όρια που χωρίζουν τους γενναίους από τους μη γενναίους, δεν ξέρω καν πού βρίσκονται τα όρια μεταξύ πραγματικής και νομιζόμενης γενναιότητας. Κι ο λόγος που δεν τα ξέρω όλα αυτά είναι επειδή ποτέ στη μέχρι τώρα ζωή μου δεν έτυχε να σφάξω μία κότα.
Ο Γιώργος Ιωάννου έσφαζε κότες και το απολάμβανε. Κι αν η φράση από μόνη της φαντάζει από μακάβρια έως και ιερόσυλη για έναν άνθρωπο που με την πλέρια ευαισθησία, αλλά και την ακριβή, κρυστάλλινη σκέψη του, κατάφερε να μπει στα μύχια της ύπαρξης, αρκεί να κοιτάξουμε στα εντόσθια του πεζογραφήματός του Οι κότες από την συλλογή του «Για ένα φιλότιμο» για να συνειδητοποιήσουμε πόσο εύκολα, φυσικά κι αβίαστα για τον δεξιοτέχνη χειρουργό της πραγματικότητας Ιωάννου, η σφαγή μιας κότας μετατρέπεται σε ιερουργία. Δεν μιλάμε για κάτι αυτονόητο στο πλαίσιο της λειτουργίας της λογοτεχνίας. Μουρμουρίζοντας βυζαντινούς ύμνους ο Ιωάννου διέθετε το ιδιαίτερο χάρισμα να πετσοκόβει με άνεση, αλλά και κατάνυξη, την κότα-πραγματικότητα (προ)καλώντας συνεχώς τον αναγνώστη να συλλειτουργήσουν στην ιερουργία της γραφής του.
Φρονώ πως ο τρόπος που επέλεξε να γράφει, έτσι όπως αντανακλάται στο παραπάνω πεζογράφημά του, υπήρξε πέρα από όλα τα άλλα και γενναίος. Χρειάζεται οπωσδήποτε κότσια για να σφάξεις μια πλουμιστή κότα-πραγματικότητα που θαυμάζεις καταδεικνύοντας με το πέρας της πράξης σου την ανυπόφορη ασχήμια του σαρκίου της. Χρειάζεται εντιμότητα και ειλικρίνεια για να αναγνωρίσεις την φύση της πράξης σου και ν’ αναλάβεις την ευθύνη. Και γενναία και έντιμη και ειλικρινής υπήρξε η γραφή του. Γιατί είχε το θάρρος να κοιτάξει την ολόγυμνη πραγματικότητα κατάματα και να πει το αίμα αίμα και την σιχαμάρα σιχαμάρα και την κότα σπάνιας ομορφιάς πουλί προορισμένο για να στολίζεται σε αριστοκρατικά σαλόνια. Γιατί είχε την τόλμη να πει την μάνα-κότα κακή (όπως είναι στην πραγματικότητα όλες οι μάνες) κάνοντάς μας επιτέλους να παραδεχθούμε πως ο κόσμος δεν ισορροπεί πάνω στις βεβαιωμένες αλήθειες του, αλλά ότι άλλο είναι το κρίσιμο σημείο πάνω στο οποίο τραμπαλίζεται, ο επιθανάτιος ίσως ρόγχος μιας κότας που σφαδάζει μέσα στα χέρια σου.
Μετά τον Ιωάννου, η βεβαιότητά μας ότι η κότα-πραγματικότητα υπάρχει αποκλειστικά για να την κατασπαράζουμε καταρρέει παταγωδώς. Πώς τρως αλήθεια μια ολόκληρη πραγματικότητα δίχως να σου καθίσει στο στομάχι; Το να γίνεις φονιάς επειδή πεινάς, επειδή με κάτι πρέπει τραφείς για να κρατηθείς στη ζωή, δεν σε καθιστά γενναίο. Ο Ιωάννου υπήρξε γενναίος γιατί απεχθανόταν να τρώει τις κότες που σκότωνε, γιατί η σφαγή τους δεν είχε κάποιο ωφελιμιστικό αντίκρισμα για εκείνον. Γιατί αυτό που ήθελε ήταν να αναδείξει την ζώσα ομορφιά τους ξεμπροστιάζοντας την πτωματική ασχήμια τους, την απάτη του φθαρτού σώματός τους, όχι με κάποιον πομπώδη και επιθετικό τρόπο αλλά μ’ εκείνον τον τρόπο των ήπιων κι ευγενικών ανθρώπων που έχουν την καταδεχτικότητα μετά τη σφαγή να μαζέψουν τα αίματα με το βαμβάκι.
Ο κόσμος είναι κι ο κόσμος φτιάχνεται. Με τις Κότες ο Ιωάννου δεν είπε ούτε ότι ο κόσμος είναι ούτε ότι ο κόσμος φτιάχνεται. Ομολογεί ότι ο κόσμος φαίνεται, ότι μπορεί να φαίνεται λαμπρός σαν μια λάγνα κότα με ζωηρό λειρί, κι ότι ο κόσμος πλανά, ότι δεν είναι η πρώτη αλήθεια του η πραγματική, ότι αν κάνεις να τον ξεπουπουλιάσεις βγαίνει στην επιφάνεια η αποκρουστική ασχήμια του, ασχήμια μαδημένης κότας με ζαρωμένο δέρμα όλο μπιμπίκια κι ένα κίτρινο, ξεθωριασμένο λειρί.
Την ασχήμια αυτή του κόσμου-κότα ο Ιωάννου δηλώνει επανειλημμένως ότι αρνείται να την φάει, να την βάλει μέσα του, να την κάνει κομμάτι του, να εξαρτήσει την επιβίωσή του από αυτήν. Κρατώντας στο χέρι το μαχαίρι και το βαμβάκι του αποτελειώνει τούτο το έγκλημα τιμής και χωρίς περιττές εξηγήσεις τρέχει δίπλα στον πετεινό ν’ απομυζήσει λίγη απ’ τη χαρά της ζωής, γίνεται ο ίδιος του η κότα που στη συνέχεια θα σφάξει, ντύνεται τα φτερά της, υιοθετεί τα ορφανά αβγά της.
Χωρίς να μπορώ να το πω με σιγουριά, όπως δεν θα μπορούσα να το ισχυριστώ για κανέναν, νομίζω πως ο Ιωάννου ήταν ένας γενναίος άνθρωπος. Κι ότι, ανάμεσα στους τόσους, ήξερε να σφάζει την κότα-πραγματικότητα με έναν από τους πιο περίτεχνους τρόπους.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: