Βραβείο Βιβλίου για Παιδιά 2021

Βραβείο Βιβλίου για Παιδιά 2021

Γεν­νή­θη­κα το 1974 και λέω ιστο­ρί­ες από τό­τε που θυ­μά­μαι τον εαυ­τό μου. Στα δε­κα­τρία μου σκέ­φτη­κα για πρώ­τη φο­ρά πως θέ­λω να γί­νω συγ­γρα­φέ­ας και δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα απέ­κτη­σα την πρώ­τη μου γρα­φο­μη­χα­νή, χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δώ­ρο των γο­νιών μου.
Σπού­δα­σα υπο­κρι­τι­κή στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Θε­ά­τρου Τέ­χνης. Ερ­γά­στη­κα στον τρα­πε­ζι­κό χώ­ρο, στον το­μέα της επι­κοι­νω­νί­ας και των δη­μο­σί­ων σχέ­σε­ων, μέ­χρι το 2016, οπό­τε απο­φά­σι­σα ν' αφιε­ρω­θώ ολο­κλη­ρω­τι­κά στη συγ­γρα­φή.
Έχω γρά­ψει σε­νά­ρια για την τη­λε­ό­ρα­ση και θε­α­τρι­κά έρ­γα για με­γά­λους και μι­κρούς. Το 2018 το παι­δι­κό ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο βι­βλίο μου Η κί­τρι­νη ση­μα­δού­ρα ήταν στη Βρα­χεία Λί­στα των λο­γο­τε­χνι­κών βρα­βεί­ων του περ. Ο Ανα­γνώ­στης.
Το Γκού­ρι ση­μαί­νει πέ­τρα εί­ναι το πρώ­το μου αφή­γη­μα.

Θε­ο­δώ­ρα Κα­τσι­φή

Βραβείο Βιβλίου για Παιδιά 2021



Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Ε Σ   Γ Ι Α   Τ Ο   Β Ι Β Λ Ι Ο


Bookpress
https://​boo​kpre​ss.​gr/​kri​tike​s/​biblia-​gia-​paidia-​efibous/​14813-​katsifi-​g-​the​odor​a-​kal​eido​skop​io-​gkouri-​kon​tole​on?​fbc​lid=IwA​R1wR​L92y​GwoW​JiMk​zvEe​cEYX​qUGu​yIHq​35do​HK7N​8Ycw​FHiH​Y3fl​wjyj​8o

Elculture
https://​www.​elc​ultu​re.​gr/​blog/​article/​gkouri-​sim​aine​i-​petra-​tis-​the​odor​as-​katsifi-​apo​lafs​tiki-​lyriki-​grafi-​se-​ena-​cro​ssov​er-​pai​diko​n-​ana​mnis​eon/

Elniplex
https://​www.​eln​iple​x.​com/γκού­ρι-ση­μαί­νει-πέ­τρα-θε­ο­δώ­ρα-κα­τσιφ/?fbclid=IwAR0U7hST5KGFVkF1A1zSWWDMwqrWaGCv076NZoxO8KtIfN_DoUt26Ekk9cQ

Kosvoice
https://​www.​kos​voic​e.​gr/ο-μα­γι­κός-κό­σμος-του-παι­δι­κού-βι­βλί­ου-βι­βλία-για-νέ­ους/item/γκου­ρι-ση­μαι­νει-πε­τρα-κα­τσι­φη-γ-θε­ο­δω­ρα?fbclid=IwAR1GbLF1eFTdA561IUdwO6C8Kmyd1ty4BC2Ze0t0jB2ke-Vf0FKtdiPvwH4

Paidikavivlia
https://​pai​dika​vivl​ia.​blo​gspo​t.​com/​2022/​02/​blog-​post.​html?​fbc​lid=IwA​R3Ep​PvAF​O9Pk​JaPR​HnHt​LS_​TjD​pgxG​CV-​ADh​loG7​M3Gk​UV3q​ejC5​pJsY​xE&​m=1


Documentonews.gr
https://​www.​doc​umen​tone​ws.​gr/​article/​ta-​kal​yter​a-​paidika-​vivlia-​toy-​2021-​vraveia-​ibby-​kyklos-​toy-​ell​inik​oy-​vivlioy/


ΣΥ­ΝΕ­ΝΤΕΥ­ΞΕΙΣ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓ­ΓΡΑ­ΦΕΑ

Elniplex
https://​www.​eln​iple​x.​com/θε­ο­δώ­ρα-κα­τσι­φή-συ­νέ­ντευ­ξη-2022/

Citystatus
https://​www.​cit​ysta​tus.​gr/​pol​itis​mos/​syn​ente​yksi-​me-​tin-​tay​riot​issa-​syg​grap​hea-​the​odor​a-​kat​siph​i?​fbc​lid=IwA​R2Ea​gIbe​5smd​SqxB​RV39​1Kvy​5cZp​EVp9​h7uI​Hcx8​Hb2r​Z-​Q15​5EZ8​zJDI​U

Βραβείο Βιβλίου για Παιδιά 2021

Μια ιστορία για ένα χωριό, ένα τσούρμο παιδιά κι έναν αγριάνθρωπο

——————

Κά­θε κα­λο­καί­ρι,
µό­λις έρ­χο­νταν οι Αµε­ρι­κά­νες, το τσού­ρµο πα­ρα­συ­ρό­ταν σε ακό­µη µε­γα­λύ­τε­ρες σκα­ντα­λιές κι ατα­ξί­ες, κά­νο­ντας το χω­ριό άνω κά­τω. Όµως κα­νείς δεν πε­ρί­µε­νε πως εκεί­νο τον Αύ­γου­στο ένα δω­δε­κά­χρο­νο κο­ρί­τσι από την Αθή­να θα προ­κα­λού­σε τις Αµε­ρι­κά­νες και
θα έκα­νε τα πά­ντα για ν’ ανα­κα­λύ­ψει πώς χά­θη­κε πριν από χρό­νια µια κο­πέ­λα. ∆ια­κο­πές στο χω­ριό µε τη για­γιά. Κά­τω από έναν ήλιο που καί­ει την πέ­τρα χτί­ζο­νται παι­δι­κές φι­λί­ες, γιορ­τά­ζε­ται η ελευ­θε­ρία και το­λµη­ροί µι­κροί ντε­τέ­κτιβ απο­κα­λύ­πτουν µε­γά­λα µυ­στι­κά.

Βραβείο Βιβλίου για Παιδιά 2021


Πέ­τρα

Γκού­ρι ση­µαί­νει πέ­τρα.
Ήταν το δι­κό µου βου­νό αυ­τός ο λό­φος από σκί­να και πέ­τρα.
O ήλιος έκαι­γε το χώ­µα και οι οχιές άφη­ναν το δέ­ρµα τους.
Πέ­τρα, σκί­να, φρύ­γα­να, γαϊ­δου­ρά­γκα­θα.
Βου­νό ήταν µέ­σα µου.
Με­γά­λο, δυ­σπρό­σι­το.
Σ’ αυ­τόν το βρα­χώ­δη τό­πο άφη­να κά­θε κα­λο­καί­ρι το δι­κό µου δέ­ρµα.


Γκού­ρι

Ένας λό­φος ήταν.
Το χω­ριό έγερ­νε πά­νω του.
Εί­χε κι ένα σω­λή­να νε­ρού.
Ένα τσι­µε­ντέ­νιο πλο­κά­µι που ξε­πη­δού­σε µέ­σ’ από τη γη, ορ­θω­νό­ταν σαν τεί­χος και µε­τά βου­τού­σε πά­λι στο χώ­µα. 
Το βρί­σκα­µε παι­χνί­δι!
Μια κα­τρα­κύ­λα από παι­δι­κά ξυ­πό­λυ­τα πό­δια από την κορ­φή του ως την άκρη του χω­ριού. Ένας θε­ός ξέ­ρει πώς δεν γκρε­µί­στη­κε κα­νέ­νας µας.
Από το Γκού­ρι αγνα­ντεύ­α­µε την Αγία Πα­ρα­σκευή.
Ανά­βα­µε τα κα­ντή­λια στους τά­φους µέ­ρα µε­ση­µέ­ρι.
Πί­σω από το νε­κρο­τα­φείο ήταν το δά­σος.
Πυ­κνό. ∆εν πλη­σί­α­ζε κα­νείς µας.
«Το­λµάς να µπεις στο δά­σος;» µε προ­κά­λε­σε ο Γιάν­νης, που ήταν µε­γα­λύ­τε­ρός µου δυο χρό­νια και µια φο­ρά προ­σπά­θη­σε να µε φι­λή­σει.
Σι­γά που δε θα ’µπαι­να!
Χώ­θη­κα στη σκιά των δέ­ντρων αφή­νο­ντας πί­σω µου µια ντου­ζί­να γουρ­λω­µέ­να µά­τια.
Τί­πο­τα δεν ήταν γνώ­ρι­µο. Αλ­λά ού­τε που φο­βή­θη­κα!
Κά­θι­σα µε τη ρά­χη µου σ’ ένα πεύ­κο.
Η µυ­ρω­διά του σί­γη­σε το τύ­µπα­νο στο στέρ­νο.
Κοί­τα­ξα ψη­λά ανα­κα­λύ­πτο­ντας ένα δά­σος από κλα­ριά και πευ­κο­βε­λό­νες. Που­θε­νά ου­ρα­νός.


Με φώ­να­ζαν Μα­νού­βρα

Κα­νείς δεν µπο­ρού­σε να µε πιά­σει.
Έτρε­χα γρή­γο­ρα και τους ξέ­φευ­γα.
Ήταν ένα τσού­ρµο παι­διά. Σκλη­ρά παι­διά. Χω­ρια­τό­παι­δα.
Όλη την ώρα µε φο­βέ­ρι­ζαν πως θα µε δεί­ρουν.
«Άµα σε πιά­σου­µε, θα δεις τι έχεις να πά­θεις!»
Μου έβα­ζαν τρι­κλο­πο­διές για να φάω τα µού­τρα µου. Κι εγώ το αντα­πέ­δι­δα.
Όταν οι γλώσ­σες τους στέ­γνω­ναν απ’ το κυ­νη­γη­τό, τους άφη­να να µε πιά­σουν.
Αλ­λιώς θα µ’ έβγα­ζαν απ’ τη συ­µµο­ρία.
Μια φο­ρά µ’ έσπρω­ξαν άσχη­µα κι έπε­σα µε τα µού­τρα.
Μά­τω­σαν τα χεί­λη µου.
∆εν το πε­ρί­µε­να πως εί­χα τό­σο αί­µα.
Τα νύ­χια τους ήταν κα­φέ και στα γό­να­τά τους εί­χαν κά­πα­λα.*
Εγώ τα ’τρω­γα τα νύ­χια µου. Με­τά στα­µά­τη­σα να τα τρώω.
Τ’ άφη­σα να µα­κρύ­νουν, να γε­µί­σουν σκλη­ρό χώ­µα. Να γί­νω σαν κι αυ­τούς.
Όλη µέ­ρα τρι­γυρ­νού­σα­µε.
Τα µε­ση­µέ­ρια µα­ζευό­µα­σταν.
Το από­γευ­µα ξα­µο­λιό­µα­σταν και πά­λι.

* Η κρούστα από το ξεραµένο αίµα που σχηµατίζεται πάνω σε µια πληγή.


Θη­λιά θη­λιά

«Θα µου µά­θεις βε­λο­νά­κι, για­γιά;»
«Τι το θες;»
«Να πλέ­κω σαν και σέ­να. ∆αντέ­λες!»
«Πώς να σ’ το µά­θω; ∆εν ξέ­ρω πώς!»
«Πλέ­κε αρ­γά κι εγώ θα κοι­τάω».
Θη­λιά θη­λιά, το ’µα­θα το βε­λο­νά­κι, κι ήµουν έντε­κα χρο­νών.
Μό­νο που την κοί­τα­γα. Με­τά πή­ρε το χέ­ρι µου µπρος.
Έπλε­ξα µια δα­ντέ­λα λευ­κή για το µω­ρου­δί­στι­κο µα­ξι­λα­ρά­κι της αδελ­φής µου.
«Τώ­ρα θα εί­µα­στε τρία αδέλ­φια! Κι εγώ τρία παι­διά θέ­λω να κά­νω. Σαν εσέ­να και τη µα­µά µου».
Έβγα­λε το σταυ­ρό της, µια φλοί­δα χρυ­σού, απ’ το λαι­µό.
«Άπλω­σε την πα­λά­µη σου».
«Τι;»
«Να µά­θεις πό­σα παι­διά θα κά­νεις».
Με­τα­ξύ αντί­χει­ρα και δεί­χτη κού­νη­σε τρεις φο­ρές το σταυ­ρό σαν να τον βου­τού­σε σε κο­λυ­µπή­θρα. Ύστε­ρα τον κρά­τη­σε ακί­νη­το πά­νω από την πα­λά­µη µου και η αλυ­σί­δα άρ­χι­σε να λι­κνί­ζε­ται κι ο σταυ­ρός να κά­νει κύ­κλους. Μό­νο για µια φο­ρά.
«Ένα».
«Τι ένα, για­γιά;»
«Ένα. Κο­ρί­τσι».



Όλοι το λέ­νε

«Τα παι­διά λέ­νε πως τη σκό­τω­σε ο πα­τέ­ρας της».
«Πά­λι τα ίδια;» βρό­ντη­ξε η για­γιά µου. «Τέ­τοιο λό­γο µην τον ξα­να­πείς».
«∆εν τη σκό­τω­σε δη­λα­δή;»
«Αυ­τός ο αγριάν­θρω­πος ό,τι έκα­νε θα το βρει από το Θεό. Μό­νο που κα­νείς δεν τον εί­δε να τη σκο­τώ­νει. Το κα­τά­λα­βες; Η Γιωρ­γί­τσα χά­θη­κε. Μπή­κε στο δά­σος και χά­θη­κε. Ού­τε πτώ­µα βρέ­θη­κε πο­τέ. Και σκο­τω­µός χω­ρίς πτώ­µα δε γί­νε­ται».
«Τα παι­διά λέ­νε πως µέ­θα­γε και τη χτυ­πού­σε. Και τον Θέ­µη χτυ­πού­σε, γι’ αυ­τό εί­ναι χα­ζός».
«Ποιος τα λέ­ει αυ­τά;»
«Τα παι­διά το λέ­νε. Όλοι το λέ­νε!»
Με άρ­πα­ξε από τον ώµο κοι­τώ­ντας µε ίσια στα µά­τια.
«Άκου να σου πω, δεν εί­ναι για σέ­να αυ­τά! Τα παι­διά δεν ξέ­ρουν τι λέ­νε. Ο Θέ­µης γεν­νή­θη­κε µε µια αρ­ρώ­στια, γι’ αυ­τό εί­ναι έτσι, αλ­λά χα­ζός δεν εί­ναι. Κι ού­τε να προ­σπα­θή­σεις να τον κο­ροϊ­δέ­ψεις. Όταν ήταν µι­κρό πα­λι­κα­ρά­κι κι έβλε­πε τον πα­τέ­ρα του να µε­θά­ει και να χτυ­πά­ει τη µά­να του και την αδελ­φή του, χι­µού­σε πά­νω του να τις γλι­τώ­σει. Ο αγριάν­θρω­πος όµως δεν τον πεί­ρα­ζε πο­τέ, για­τί µε­τά έπε­φτε κά­τω, του γύ­ρι­ζαν τα µά­τια κι έβγα­ζε αφρούς. Το κα­τά­λα­βες τώ­ρα;»
«Και για­τί η αστυ­νο­µία δεν έκλει­νε τον αγριάν­θρω­πο στη φυ­λα­κή;»
«Και ποιος θα του ’φερ­νε την αστυ­νο­µία; Ποιος, µόι;*»

* Χαζός.

Ίσως κά­ποιος ήξε­ρε

∆υο χρό­νια µε­τά το χα­µό της Γιωρ­γί­τσας πέ­θα­νε κι η µά­να της. 
Κά­τω από τη µου­ριά στην αυ­λή τους, εκεί στα­µά­τη­σε να χτυ­πά­ει η καρ­διά της.
Με­τά την κη­δεία της γυ­ναί­κας του, ο αγριάν­θρω­πος πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν στον πα­πα-Σω­τή­ρη, τον παπ­πού του Τρί­χα.
Στο χω­ριό λέ­γα­νε πως έψα­χνε να βρει συγ­χώ­ρε­ση για τα κρί­µα­τα που εί­χε κά­νει, αλ­λά ο πα­πα-Σω­τή­ρης τον έβα­ζε να κά­νει διά­φο­ρες δου­λειές για να τον απα­σχο­λεί από το πο­τό και την τρα­γω­δία που τον εί­χε βρει.
Άσπρι­ζε την εκ­κλη­σία, κλά­δευε τα δέ­ντρα στο προ­αύ­λιο, µά­ζευε τα τσου­βά­λια µε τα από­κε­ρα.
Κι αν ο αγριάν­θρω­πος έψα­ξε να βρει συγ­χώ­ρε­ση; Αν δεν µπο­ρού­σε ν’ αντέ­ξει τα κρί­µα­τά του; Αν εί­χε εξο­µο­λο­γη­θεί τα βά­ρη του;
Τό­τε µό­νο ο πα­πάς θα µπο­ρού­σε να γνω­ρί­ζει.


Τί­νος εί­σ’ εσύ;

Στο λι­γο­στό φως του δω­µα­τί­ου προ­σπά­θη­σε να ανα­γνω­ρί­σει ένα πρό­σω­πο εντε­λώς ξέ­νο.
«Τί­νος εί­σ’ εσύ;»
«Εί­µαι η εγ­γο­νή της Θο­δώ­ρας».
«Ποιος σου εί­πε νά ’ρ­θεις εδώ;»
«Από µό­νη µου ήρ­θα».
«Και τι θες;»
∆ίστα­σα να πω.
«Άντε, δρό­µο τώ­ρα!» εί­πε ξε­ρά. 
Έκα­νε να γυ­ρί­σει πλευ­ρό. 
«Θέ­λω να µά­θω…» Ανα­θάρ­ρη­σα.
«Θα φύ­γεις ή θα σε κυ­νη­γή­σω;» αγρί­ε­ψε.
«Θέ­λω να µά­θω για τη Γιωρ­γί­τσα!» εί­πα απο­φα­σι­σµέ­νη.
Τα µά­τια του γούρ­λω­σαν.
«Χά­σου από δω, βρο­µό­παι­δο!» εί­πε σφίγ­γο­ντας τα δό­ντια.
«∆ε φεύ­γω αν δε µά­θω τι έγι­νε!» επέ­µει­να.
Χω­ρίς να το πε­ρι­µέ­νω, άρ­πα­ξε µε το δε­ξί του χέ­ρι τη µα­γκού­ρα του, τη σή­κω­σε ψη­λά και την κα­τέ­βα­σε µε όση δύ­να­µη εί­χε προς το µέ­ρος µου. Μα­στί­γω­σε τον αέ­ρα.
Τα ’χα­σα!
∆εν αστειευό­ταν!
Αυ­τή εί­ναι όλη του η δύ­να­µη, εί­πα µέ­σα µου και πή­ρα θάρ­ρος να τον πλη­σιά­σω πε­ρισ­σό­τε­ρο. 
«Όλοι λέ­νε ότι εσύ τη σκό­τω­σες!»
Αυ­τή τη φο­ρά δεν πρό­λα­βα ν’ αντι­δρά­σω.
Η µα­γκού­ρα του µε βρή­κε στον αρι­στε­ρό ώµο.
Η άκρη της πιά­στη­κε στον κρί­κο που φο­ρού­σα στο αυ­τί.
Το σκου­λα­ρί­κι τρα­βή­χτη­κε βί­αια κι εκ­σφεν­δο­νί­στη­κε κά­που µέ­σα στο δω­µά­τιο. Άρ­χι­σε να τρέ­χει αί­µα.
Τρό­µα­ξα κι έκα­να πί­σω.
∆υσκο­λευό­ταν να κι­νη­θεί και ν’ ανα­πνεύ­σει, αλ­λά δεν άφη­νε τη µα­γκού­ρα από τα χέ­ρια του. Έµοια­ζε µε αφη­νια­σµέ­νο γέ­ρι­κο ζώο που το χνό­το του µυ­ρί­ζει νω­πή γη και απο­σύν­θε­ση.
Προ­σπα­θού­σε απε­γνω­σµέ­να να µε χτυ­πή­σει µα­στι­γώ­νο­ντας τον αέ­ρα στα τυ­φλά.
«Φύ­γε απ’ το σπί­τι µου! Τσα­κί­σου από δω, βρο­µο­θή­λυ­κο!» γρύ­λι­σε µε θυ­µό.
«Εµπρός λοι­πόν, για­τί δεν το πα­ρα­δέ­χε­σαι πως τη σκό­τω­σες!»
Ήµουν ορ­γι­σµέ­νη που µε χτύ­πη­σε.
Η ανά­σα του λι­γό­στε­ψε, η µα­γκού­ρα γλί­στρη­σε απ’ τα χέ­ρια του και το κε­φά­λι του έγει­ρε.
Νό­µι­σα πως πέ­θα­νε.



Χώ­µα θες;
∆έντρα θες;

∆εν πί­στευα ού­τε στον Πα­ρά­δει­σο ού­τε στην Κό­λα­ση.
∆εν πί­στευα στις λά­µιες, στις σο­ρά­γιες, στα φα­ντά­σµα­τα.
Ού­τε η θεια Κο­ντύ­λω πί­στευε.
«Σ’ αυ­τό το χώ­µα που πα­τά­µε θα πλη­ρώ­σου­µε τα κρί­µα­τά µας. Κα­νείς δε γλι­τώ­νει στο τέ­λος», µου εί­χε πει εκεί­νο το βρά­δυ που γυ­ρί­ζα­µε από το νε­κρο­τα­φείο.
«Και τό­τε, αφού δεν υπάρ­χει τί­πο­τα, τι γι­νό­µα­στε όταν πε­θά­νου­µε;» τη ρώ­τη­σα.
«Το κού­τσου­ρο που καί­γε­ται στο τζά­κι γί­νε­ται στά­χτη. Κι εµείς γι­νό­µα­στε µέ­ρος της γης. Ού­τε εί­δα ού­τε ξέ­ρω. Μια φο­ρά, όλοι θα πε­θά­νου­µε και θα µά­θου­µε από πρώ­το χέ­ρι».
Εκεί­νη τη στι­γµή όλα φω­τί­στη­καν µέ­σα µου κι ένα αί­σθη­µα βα­θιάς συ­µπό­νιας µε κα­τέ­κλυ­σε για τον Θέ­µη.
Χώ­µα θες; ∆έντρα θες;
Όταν πε­θαί­νου­µε, γι­νό­µα­στε δέ­ντρα!
Αυ­τό προ­σπα­θού­σε να µου πει; Ότι θα γί­νει δέ­ντρο;

«Θα γί­νει δέ­ντρο! Έι, Θέ­µη; Για την Πα­τσα­βού­ρα λέω. Θα γί­νει ∆ΕΝΤΡΟ
Στα­µά­τη­σε να χτυ­πιέ­ται. Ο Στά­θης, µό­λις ελευ­θε­ρώ­θη­κε από τα χέ­ρια του, του έρι­ξε µια δυ­να­τή κλο­τσιά και πή­ρε δρό­µο.
Ο Θέ­µης κου­λου­ριά­στη­κε απ’ τον πό­νο.
«Μου­ριά, µόι!» εί­πε βο­γκώ­ντας.
«Εντά­ξει, Θέ­µη. Θα γί­νει µου­ριά», επα­νέ­λα­βα συ­γκα­τα­βα­τι­κά.
«Τι εί­πε; Θα γί­νει µου­ριά; Εί­στε και οι δυο για δέ­σι­µο», εί­πε πε­ρι­φρο­νη­τι­κά η Μά­γδα.
«Αυ­τό εί­πε, τι δεν κα­τα­λα­βαί­νεις;» της φώ­να­ξε ο Γιάν­νης.
Κοι­τού­σαν όλοι σαν χα­ζοί.
Οι Αµε­ρι­κά­νες ήρ­θαν και στά­θη­καν από πά­νω µας.
«∆ηλα­δή τι, όταν πε­θαί­νου­µε γι­νό­µα­στε δέ­ντρα;» ανα­ρω­τή­θη­κε η Θα­λασ­σι­νή.
«Ναι, µόι!» απά­ντη­σε ο Θέ­µης.
«Θα τη θά­ψου­µε εδώ, όπως µας το ζή­τη­σες, για να γί­νει µου­ριά», εί­πα.
«Ναι, µόι!» συ­µφώ­νη­σε.
«∆ίπλα στην αδελ­φή σου τη Γιωρ­γί­τσα, ε, Θέ­µη;» ρώ­τη­σα µε σπα­σµέ­νη φω­νή.
Τα µά­τια του φω­τί­στη­καν.
«Ναι, µόι!» εί­πε για µια ακό­µη φο­ρά.
Το ’λε­γε ξα­νά και ξα­νά χω­ρίς στα­µα­τη­µό.
«∆ηλα­δή, η αδελ­φή σου εί­ναι θα­µµέ­νη εδώ; Αυ­τό µας λες τώ­ρα;» τον ρώ­τη­σε τρέ­µο­ντας η Μάρ­γκα­ρετ.
Η Τζώρ­τζια και η Άν­τζυ άρ­χι­σαν να τσι­ρί­ζουν σαν τρε­λές.
«Τί­πο­τα δε γι­νό­µα­στε! Τί­πο­τα!» Ήταν οι φω­νές του Στά­θη από το δρό­µο. Έκα­νε σαν σπα­στι­κός και µας πε­τού­σε πέ­τρες.
Έβα­λα τα κλά­µα­τα.


Μια τε­λευ­ταία φο­ρά

Φα­ντά­στη­κα τη Γιωρ­γί­τσα και τον Θέ­µη στην κο­ρυ­φή του σω­λή­να, ν’ ανοί­γουν τα χέ­ρια τους και να πε­τά­νε µα­κριά.
Χα­ρού­µε­νοι κι ελεύ­θε­ροι οι δυο τους.
Ήθε­λα να πι­στέ­ψω µέ­σα µου πως η Γιωρ­γί­τσα εί­χε κα­τα­φέ­ρει να βγει από το δά­σος, πως τώ­ρα βρι­σκό­ταν σ’ ένα κα­λύ­τε­ρο µέ­ρος. Πως θα µπο­ρού­σε να ησυ­χά­σει πια.
Κι αν δεν υπάρ­χει τί­πο­τα, όπως εί­χε πει ο Στά­θης;
Εί­χα φτά­σει στα µι­σά του σω­λή­να.
Γύ­ρι­σα και κοί­τα­ξα το Γκού­ρι.
Ένιω­θα δι­κό µου αυ­τόν το λό­φο από πέ­τρα, σκί­να, φρύ­γα­να και γαϊ­δου­ρά­γκα­θα.
Αφέ­θη­κα να µε πά­ρει η κα­τη­φό­ρα.
Ένα µέ­ρος της καρ­διάς µου θα έµε­νε εκεί, για πά­ντα.

Εικονογράφηση Πατρίτσια-Ευγενία Δεληγιάννη


Βραβείο Βιβλίου για Παιδιά 2021

Απο­́φο­ιτος του Τμη­́μ­ατος Επι­κοι­νω­νι­́ας και Με­́σων Μα­ζι­κής Ενη­με­́ρ­ωσης του ΕΚ­ΠΑ, ολο­κλη­́ρ­ωσα την πρα­κτι­κή μου στη δη­μο­σιο­γρα­φι­́α στην εφη­με­ρι­́δα Κα­θη­με­ρι­νή.  Ακο­λου­́θως σπου­́δ­ασα στην Ανω­τα­́τη Σχο­λή Κα­λών Τε­χνών της Αθη­́νας (Το­με­́ας Χα­ρα­κτι­κής), ενώ πα­ρα­κο­λου­́θ­ησα και το Ερ­γα­στη­́ριο Γρα­φι­κών Τε­χνών, Τυ­πο­γρα­φι­́ας και Τε­́χνης του Βι­βλι­́ου, όπου με­τά την απο­φοι­́τ­ησ­ή μου ερ­γα­́στ­ηκα (2007-2011) ως δι­δα­́σκο­υσα, με αρ­μο­διο­́τ­ητες εκ­παι­δευ­τι­κές και συ­ντο­νι­σμού των πο­λυ­δια­́στ­ατων δρα­́σ­εών του.
Το 2008 πραγ­μα­το­ποι­́­ησα την πρω­́τη μου ατο­μι­κή έ­κθ­εση χα­ρα­κτι­κής, με τι­́τλο «Μυ­στι­κοί Κη­́ποι», στον Τε­χνο­χω­́ρο της Έν­ωσης Ελ­λη­́νων Χα­ρα­κτών. Έχω συμ­με­τα­́σχει σε ομα­δι­κές εκ­θε­́σεις χα­ρα­κτι­κής, μι­κτών με­́σων και βι­βλι­́ων καλ­λι­τε­χνών.
Ση­́μ­ερα έχω στρε­́ψει το εν­δια­φε­́ρον και τη δρα­στη­ριο­́τ­ητ­ά μου στο χω­́ρο των ει­κα­στι­κών και εφαρ­μο­σμε­́νων τε­χνών, της ει­κα­στι­κής εκ­παι­́δε­υσης και των με­τα­φρα­́σ­εων.

Πα­τρί­τσια-Ευ­γε­νία Δε­λη­γιάν­νη


Πατρίτσια-Ευγενία Δεληγιάννη: Γκούρι

Πατρίτσια-Ευγενία Δεληγιάννη: Γκούρι

Πατρίτσια-Ευγενία Δεληγιάννη: Γκούρι

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: