Τα τρανζιστοράκια της Ομόνοιας

Ο Γιώργος Ιωάννου στην Ομόνοια (1980). Φωτ. Ανδρέα Μπέλια
Ο Γιώργος Ιωάννου στην Ομόνοια (1980). Φωτ. Ανδρέα Μπέλια

Είναι περίεργο το πώς συνδέουμε συγκεκριμένους τόπους με συγκεκριμένες αναμνήσεις. Για μένα η Ομόνοια θα είναι πάντα το μέρος όπου με έπαιρνε ο θείος Τάκης τα Σάββατα για να φάμε μαγειρευτά σε στόες, να ανεβοκατέβουμε τις κυλιόμενες του Μινιόν χωρίς να αγοράσουμε τίποτα και στο τέλος να παζαρέψουμε μπροστά στους μικροπωλητές με τις ώρες. Όσες ορδές ανθρώπων και γεγονότων κι αν περάσουν έκτοτε, όσες διαδηλώσεις και αναπλάσεις κι αν γίνουν, οι εντυπώσεις μου από εκείνα τα παιδικά Σάββατα δεν πρόκειται να ξεπλυθούν ποτέ. Δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία θα μου πείτε, και θα έχετε δίκιο: είναι απλά οι εντυπώσεις ενός ανθρώπου, ενός από τα εκατομμύρια που πέρασαν και θα περάσουν από την Ομόνοια. Το γεγονός όμως ότι αυτός ο άνθρωπος είμαι εγώ έχει αδιαμφισβήτητη σημασία για μένα, και μερικές φορές δεν πρέπει να είναι κανείς αντικειμενικός. Μπορείς να μιλήσεις μόνο για ό,τι έχει σημασία για σένα.

Αυτό που κυρίως τραβούσε τον θείο Τάκη στην Ομόνοια ήταν τα τρανζιστοράκια. Έβρισκε κάτι περίεργες μάρκες και έπιανε στα βραχέα ό,τι σταθμό μπορούσαν να πιάσουν. Όταν χαλούσαν, δεν τα πετούσε: τα επισκεύαζε, με εξαρτήματα που επίσης έβρισκε στην Ομόνοια, σε καταστήματα των δύο τετραγωνικών μέτρων, με έναν απίθανο αριθμό από μαραφέτια στα ράφια τους: κεραίες, καλώδια, φις και αντιστάσεις, μπλεγμένα μεταξύ τους σε εφιαλτικά κουβάρια. Εκτός από τα μεταχειρισμένα, ο θείος Τάκης αγόραζε και καινούργια τρανζιστοράκια – τρανζιστοράκια να ’ταν κι ό,τι να ’ταν. Τα γουόκμαν δεν τα χώνευε, μάλλον αντιπροσώπευαν για εκείνον το σημείο μετά το οποίο η τεχνολογία είχε αρχίσει να το παρακάνει. Όποτε με έβλεπε με κανένα στα αυτιά, έβγαζε ένα κοροϊδευτικό γελάκι σαν σφύριγμα χύτρας και επέστρεφε στα τρανζιστοράκια του.

Προσωπικά βαριόμουν τις ατελείωτες συζητήσεις πάνω από τα σεντόνια των μικροπωλητών. Όλο το τελετουργικό, όλες οι γνώσεις που χρειάζονταν για να μην ξεγελαστείς, μου φαίνονταν γελοία – έτσι όπως το έβλεπα, αν έδινες έστω και μια δραχμή για αυτές τις παλιατζούρες, λογικά κάπου είχες ήδη ξεγελαστεί. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άφηνα τον θείο να παζαρεύει και ξεμάκραινα σε αποστάσεις που ποίκιλλαν από μικρές, όταν η διαπραγμάτευση ήταν ήπια, μέχρι πραγματικά ριψοκίνδυνες, όταν το θερμόμετρο χτυπούσε κόκκινο. Συχνά ο θείος Τάκης έφευγε από την αρένα με το λάφυρο σε μια λευκή πλαστική σακούλα, και έπρεπε στη συνέχεια να με αναζητήσει εξοργισμένος στην περίμετρο της πλατείας.

Με μάγευαν οι παρυφές της. Αποστεωμένες φιγούρες που η μητέρα μου θα αποκαλούσε ναρκομανείς βρίζονταν με περίεργα κουρεμένους ανθρώπους που η μητέρα μου θα αποκαλούσε χούλιγκανς – κι ύστερα όλοι μαζί έτρωγαν γλυκά στο Νέον και αστειεύονταν με τους σερβιτόρους. Άνθρωποι που δεν ήξεραν ακριβώς τι έψαχναν, κι άλλοι που ήξεραν, κατέβαιναν στις σκάλες για τον υπόγειο. Πηγαδάκια γύρω από παπατζήδες, χαλιά ολόκληρα από εφημερίδες, κι ύστερα ξαφνικά γωνίες όπου η ένταση πύκνωνε, φωνές και άγρια βλέμματα και γυναίκες που περνούσαν βιαστικά. Μια φορά, έπεσε και ξύλο, και ο θείος μου με βούτηξε αλαφιασμένος και με απομάκρυνε πάνω που η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει. Είχε παραιτηθεί από την προσπάθεια να με συνετίσει, κατά βάθος είχε παραδεχτεί πως, αν δεν ήθελε να με ψάχνει στην πλατεία, τότε θα έπρεπε να σταματήσει να με παίρνει στην πλατεία. Πλησίαζα στην εφηβεία και ήταν πια αδύνατον τα τρανζιστοράκια να συντηρήσουν το ενδιαφέρον μου.

Εξάλλου, σύντομα ήταν αδύνατον να συντηρήσουν το ενδιαφέρον οποιουδήποτε. Οι πραμάτειες αποτελούνταν πλέον περισσότερο από γουόκμαν παρά από οτιδήποτε άλλο. Ο θείος μου το έβλεπε να συμβαίνει αλλά δεν μπορούσε να το εμποδίσει. Ένα Σάββατο του χρειάστηκαν μόλις δέκα λεπτά για να συνειδητοποιήσει πως δεν υπήρχε τίποτα που να τον ενδιέφερε να αγοράσει. Αντί να παζαρέψει για τρανζιστοράκια που δεν άξιζαν τον κόπο, με πήγε μια λίγο μεγαλύτερη βόλτα, προς την περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου. Σε ένα στενό πίσω από το Εθνικό Θέατρο, μου έδειξε ένα σπίτι, ένα υπόγειο σε μια πολυκατοικία που έμοιαζε με κάτι που έχεις αφήσει έξω απ’ το ψυγείο. Μαύρα ζουμιά διέτρεχαν την πρόσοψη, παράθυρα έχασκαν εδώ κι εκεί, σκουπίδια στην είσοδο. Εδώ έμενα, μου είπε, για δύο χρόνια, όταν ήρθα από το χωριό. Δεν ήταν έτσι τότε, είπε, ήταν… καλύτερα.

Ήξερα πως ο θείος μου είχε έρθει στην Αθήνα πέντε χρόνια πριν από τον πατέρα μου, τη δεκαετία του εξήντα, αλλά δεν ήξερα όλη την ιστορία. Την έμαθα εκείνη τη μέρα. Πώς είχε φύγει κρυφά, μπαίνοντας στην μπαγκαζιέρα του λεωφορείου. Πώς είχαν έρθει οι συγγενείς να τον ψάξουν, θεωρώντας ότι είχε πάρει τον κακό δρόμο. Πώς εκείνος δούλευε στην οικοδομή και τα βράδια έτρωγε σε ένα φτηνό ξενοδοχείο λίγα τετράγωνα πιο πέρα. Και πώς, μια μέρα, ενώ περπατούσε στην Πειραιώς, είδε κάποιον καθισμένο σε ένα πεζούλι να ακούει μουσική από ένα μικρό ραδιοφωνάκι. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, μου είπε. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο, συνέχισε. Τον ρώτησα πού μπορούσα να βρω κι εγώ ένα, και μου έδειξε το στενό απέναντι, ένα μικρό μαγαζάκι. Κόστιζε όσα λεφτά είχα εκείνη τη μέρα πάνω μου. Τα λεφτά που είχα για να βγάλω τον υπόλοιπο μήνα. Παρόλο που περίμενα με αγωνία τη συνέχεια της ιστορίας, δεν υπήρχε συνέχεια. Ο θείος μου θεώρησε πως είχε εξηγήσει αρκετά.

Λίγους μήνες αργότερα, ο θεσμός των Σαββάτων στην Ομόνοια είχε πια παρακμάσει. Όλο και συχνότερα είχα κάτι καλύτερο να κάνω, ενώ και ο θείος μου δεν άντεχε άλλο να παρακολουθεί την αντικατάσταση των τρανζίστορ από τα γουόκμαν, για να μη μιλήσουμε για τα cd player – τα cd player θα μπορούσαν να τον σκοτώσουν. Έτσι αρκεστήκαμε να τα λέμε πού και πού στα οικογενειακά τραπέζια, εγώ όλο και πιο ψηλός, εκείνος όλο και πιο κοντός, ώσπου αραίωσαν κι αυτά.

Η Ομόνοια απέκτησε άλλες χρήσεις καθώς μεγάλωνα. Στο λύκειο πήγαμε με τον αδερφό μου και γραφτήκαμε στο φαν κλαμπ της Λίβερπουλ που είχε ανοίξει κάπου εκεί κοντά – μια τρέλα για την οποία δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ. Εκείνη την εποχή, ο ίδιος αδερφός μου είχε την ιδέα να πάμε να πούμε τα κάλαντα στους καταστηματάρχες της περιοχής, γιατί είχε ακούσει πως μπορούσες να μαζέψεις γερή μπάζα έτσι. Ωστόσο, ήμασταν πια αρκετά μεγάλοι για κάλαντα και το πράγμα δεν εξελίχθηκε καλά – χρήματα μας έδωσαν μόνο όσοι μαγαζάτορες δεν ήταν σίγουροι πως δεν επρόκειτο για συγκαλυμμένη ληστεία.

Ως φοιτητής περνούσα από την Ομόνοια πάντα βιαστικά, και πάντα έτοιμος να ρουθουνίσω περιφρονητικά. Ήταν η εποχή των έργων για το μετρό και το θέαμα δεν ήταν πολύ ωραίο, όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Με την είσοδό μου στο πανεπιστήμιο, πίστεψα για δυο τρία χρόνια πως είχα εισέλθει σε μια ανώτερη σφαίρα διανόησης, απ’ όπου η Ομόνοια φάνταζε πια πολύ ακατέργαστη και λαϊκή, πέρα από βρόμικη και επικίνδυνη.

Αυτό δεν κράτησε για πολύ βέβαια. Πέρα από το γεγονός ότι η ζωή έχει πάντα τρόπους για να σε προσγειώνει, και βρήκε και για μένα αρκετούς, σύντομα έφτασε η εποχή που το βρόμικο και επικίνδυνο δεν ήταν εξ ορισμού κακό. Άρχισε να ασκεί μεγάλη γοητεία, έγινε τουριστικό θέλγητρο. Μια μέρα μιλούσα για αυτό σε έναν φίλο μου, ενώ καθόμασταν σε ένα γκέι μπαρ της ευρύτερης περιοχής. Στον φίλο μου αυτό άρεσαν κατά βάση οι γυναίκες, αλλά δεν έλεγε όχι και σε κανέναν άντρα, έτσι ήξερε καλά τα γκέι μπαρ και βρεθήκαμε εκεί – και η συζήτηση στράφηκε αναπόφευκτα σε όρους όπως gentrification και νέο Βερολίνο. Είχα αρχίσει να βαριέμαι όταν μου ανέφερε την Ομόνοια του Γιώργου Ιωάννου. Δυο μέρες αργότερα, πήγα και το αγόρασα.

Θυμάμαι ακόμη την εντύπωση που μου έκανε, δεν είχε να κάνει μόνο με το γεγονός ότι ήταν ωραίο κείμενο. Τη δεύτερη φορά το διάβασα στην ίδια την Ομόνοια, σε ένα από τα τυροπιτάδικά της που βγάζουν και τραπεζάκια έξω. Το μυαλό μου γυρνούσε στον θείο Τάκη. Μεγαλώνοντας, είχα αρχίσει να καταλαβαίνω τι ήταν αυτό που τον τραβούσε κάθε εβδομάδα στο ίδιο μέρος, να κάνει το ίδιο πράγμα. Οι δημόσιοι χώροι, ειδικά οι τόσο δημόσιοι, είναι κάτι σαν σκυταλοδρομία, και έρχεται η ώρα που περνάς τη σκυτάλη στους επόμενους, κι αυτοί στους επόμενους και στους μεθεπόμενους, μέχρι που κάποια στιγμή λες πως είχες παίξει κι εσύ το παιχνίδι και κανείς δεν σε πιστεύει.

Μερικές μέρες αργότερα του έστειλα το βιβλίο στο σπίτι. Δεν ήταν πολύ του διαβάσματος, αλλά πίστευα πως το συγκεκριμένο θα το εκτιμούσε. Στο μυαλό μου, τόσο ο θείος Τάκης όσο και ο Γιώργος Ιωάννου επιχειρούσαν το ίδιο πράγμα – δεν έχει σημασία που ο ένας το επιχειρούσε γράφοντας αριστουργήματα και ο άλλος κάνοντας μαλακίες: μπλεγμένοι σε μια διαρκή ροή κίνησης, ήθελαν απλώς να σταματήσουν για λίγο κάτι, κάτι από όσα έτρεχαν γύρω τους.

Τι να σου πω, μου είπε, όταν τον συνάντησα, στο σπίτι του στο Νέο Ηράκλειο, εκεί που έμενε από τότε που πέθανε η θεία Ευτέρπη. Εγώ δεν καταλαβαίνω και πολλά από βιβλία, αλλά θυμήθηκα τις βόλτες μας. Κι εγώ τις θυμήθηκα, θείε, και κανονίσαμε να κάνουμε ακόμα μία, παρόλο που τα χρόνια είχαν περάσει και σχεδόν τίποτα από εκείνη την Ομόνοια δεν είχε μείνει στη θέση του. Γυρίσαμε με τις ώρες, μπήκαμε σε καταστήματα, είδαμε τι παζάρευαν τώρα οι επίγονοι του θείου, φάγαμε ένα σουβλάκι και αργά το απόγευμα ανηφορίσαμε στην Πατησίων και περπατήσαμε πάλι προς την πλατεία. Κρίμα που δεν υπάρχουν πια τρανζιστοράκια, είπα, πιο πολύ για να πω κάτι, και ο θείος Τάκης απάντησε: Δεν με νοιάζει πια. Δεν θα μπορούσαν να πιάσουν και τίποτα της προκοπής. Σε ενδιέφερε ποτέ τι έπιαναν, θείε; Πήρε μια τελευταία τζούρα από το τσιγάρο του, πριν κατεβούμε στον υπόγειο, κι ύστερα κοίταξε γύρω του, το νέο σιντριβάνι που πετούσε πίδακες σαν να κορόιδευε το παλιό. Καλά λες, είπε. Δεν με ενδιέφερε. Κι αφού πέταξε το τσιγάρο του, περπάτησε κουτσαίνοντας προς την κυλιόμενη, που τον ρούφηξε αργά στο σκοτάδι.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: