Η λογοτεχνική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης στο έργο του Γιώργου Ιωάννου

O Γιώργος Ιωάννου με τον Ηλία Πετρόπουλο και τον Τηλέμαχο Αλαβέρα (Ψηφιακά επιχρωματισμένη φωτογραφία από το αρχείο του Γ. Ευσταθίου)
O Γιώργος Ιωάννου με τον Ηλία Πετρόπουλο και τον Τηλέμαχο Αλαβέρα (Ψηφιακά επιχρωματισμένη φωτογραφία από το αρχείο του Γ. Ευσταθίου)



Αντί Εισαγωγικών

Οι σύγχρονες μεγάλες πόλεις αποτελούν τον νέο χώρο εκδήλωσης του μύθου[1] από την εποχή του μοντερνισμού και μετά. Οι λογοτεχνικοί χρονότοποι της Θεσσαλονίκης στο έργο του Γιώργου Ιωάννου δομούν αφηγηματικούς μύθους, χωρίς κατ’ ανάγκη να επιχειρούν ταυτίσεις της επινοημένης με την πραγματική Θεσσαλονίκη, αλλά ταυτόχρονα θέτουν σειρά ιδεολογικών και κοινωνικών ζητημάτων που μας απασχολούν και σήμερα.
Ο Ιωάννου αναπαριστά στο έργο του κυρίως την κατοχική και μετακατοχική πόλη, μέχρι και τις αρχές τις δεκαετίας του '70, μέσα από διαρκείς περιγραφές χώρων και ιστορικών γεγονότων. Συνιστώσες του μύθου του για τη Θεσσαλονίκη είναι το προσφυγικό και το λαϊκό της στοιχείο, άρτια συνυφασμένες με την ισχυρή βυζαντινή παράδοση μέσα σε μια φορτισμένη ερωτικά ατμόσφαιρα. Το μυθικό πρόσωπο της πόλης φιλοτεχνείται από τις επαναλαμβανόμενες, αλλά όχι εξαντλητικές περιγραφές των τόπων και των συμβάντων. Στη συλλογή Για ένα φιλότιμο και ιδιαίτερα στα κείμενα "Τα λαϊκά σινεμά", "Τα εβραίικα μνήματα", "Οι σφάχτες", "Στα καμένα", "Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς" κυριαρχούν οι λαϊκές συνοικίες και η ερωτική ατμόσφαιρα της πόλης που συσχετίζονται με τις ενοχές και τις φαντασιώσεις του αφηγητή. Στη Σαρκοφάγο και στη Μόνη κληρονομιά η Θεσσαλονίκη είναι το σκηνικό της προπολεμικής, κατοχικής και μετακατοχικής περιόδου. Η έλευση των προσφύγων, οι αιματηρές απεργίες των καπνεργατών, οι προοδευτικές ιδέες, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η τρομοκρατία, η αποδιοργάνωση της κρατικής μηχανής, η έλλειψη αξιοκρατίας αλλά και η προσωρινή λάμψη της πόλης στη διάρκεια της Διεθνούς Έκθεσης κάθε Σεπτέμβριο συνθέτουν την πολιτική και κοινωνική κατάσταση που επικρατούσαν στην πόλη και επιχειρεί να αναπαραστήσει και να αναδημιουργήσει στα κείμενά του ο Ιωάννου, υπογραμμίζοντας εμφατικά το αίσθημα περιθωριοποίησης και αδυναμίας των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων. Στις τρεις πρώτες αυτές συλλογές η μυθοποίηση επιτυγχάνεται αυθόρμητα μέσα από τις ανάγκες της προσωπικής λογοτεχνικής έκφρασης. Στις επόμενες δύο, Το δικό μας αίμα και Η πρωτεύουσα των προσφύγων η πόλη αναγορεύεται σε πρωταγωνίστρια με την εσκεμμένη διαδοχική μυθοπλαστική ανάπλαση των γεγονότων που προαναφέραμε. Ο συγγραφέας στοχεύει συνειδητά στη μυθοποίησή της. Μάλιστα, στο κείμενο "Με τα σημάδια της απάνω μου" από το Δικό μας αίμα ο Ιωάννου, προφανώς επηρεασμένος από τον Πεντζίκη, παρομοιάζει ολόκληρο το σώμα του με σημεία της Θεσσαλονίκης, αλλά αντίθετα με αυτόν τα αντιστοιχεί στην πραγματική τους θέση. Η πόλη "παραδίδεται" θα λέγαμε στους πρόσφυγες, Έλληνες και Εβραίους, καθώς και στους ντόπιους λαϊκούς ανθρώπους. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε δύο κείμενα της τελευταίας συλλογής ο συγγραφέας υποδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους επιτυγχάνεται η "κατασκευή" του μυθικού προσώπου της πόλης «πρέπει να συμβούν πολλά εκεί, να γράψουν πολλά οι εφημερίδες, να γράψουν πολλά οι λογοτέχνες, που διαβάζονται ευρύτερα, για να γίνουν πασίγνωστα κι αυτά και με την αχλύ που τους αρμόζει στο Πανελλήνιο» (26) και «αλλά εγώ προσπαθώ να πιάσω το διαρκές μέσα στο πιο εφήμερο και να επισυνάψω τα μη συναπτόμενα και να συσχετίσω τα μη συσχετιζόμενα και να δημιουργήσω – κυρίως αυτό – να δημιουργήσω μύθο για όλα αυτά, ή μάλλον συνεκτική ατμόσφαιρα μύθου» (115). Τα φυσικά και τα ιδιαίτερα κλιματολογικά στοιχεία που επικρατούν στην πόλη τον απασχολούν συχνά. Ο άνεμος Βαρδάρης, πέρα από τη φυσιολογική του διάσταση, προσωποποιείται στα έργα του, ενώ η βροχή και η ομίχλη μετατρέπουν την πόλη σε ένα χώρο ονειρικό, που αποκτά μεταφυσικές διαστάσεις υπηρετώντας ευρηματικά τη μυθοποιητική πρόθεση. Ο κειμενικός τόπος όμως του Ιωάννου «κατοικείται» από πρόσωπα που συχνά ταυτίζονται με πραγματικούς ανθρώπους. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ο συγγραφέας «κατασκευάζει» λογοτεχνικά πρόσωπα Εβραίων, αναφέρεται στη γενοκτονία και προβληματίζεται πάνω στις σχέσεις των δύο λαών αναδεικνύοντας έτσι την ανθρώπινη φιλική στάση απέναντι στον συμπολίτη. Ο Ιωάννου έχει στο μεταξύ κατακτήσει τη λειτουργία των μυθοποιητικών μηχανισμών και τους αξιοποιεί διαρκώς μέσα από άρθρα, επιφυλλίδες, διαλέξεις, συνεντεύξεις, ακόμα και τηλεοπτικές εκπομπές. Δίκαια θεωρείται ως ο πιο γνωστός, μέχρι σήμερα, μυθοποιός της Θεσσαλονίκης.[2]
Να σημειωθεί ότι ο Ιωάννου σταδιακά (από την Πρωτεύουσα των Προσφύγων και μετά) εκλογικεύει και μειώνει τις διαρκείς και έντονες συγκρίσεις με το αθηναϊκό κατεστημένο, που απασχολεί έντονα τους πεζογράφους της Θεσσαλονίκης μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, ίσως γιατί εν μέρει, μετά τη μετακόμισή του στην πρωτεύουσα, ενσωματώνεται πλήρως στη λογοτεχνική και πολιτιστική σκηνή της.

Η θεματοποίηση της λογοτεχνικής ταυτότητας της πόλης

Ο αφηγητής του Ιωάννου παρουσιάζεται συνειδητοποιημένος ως προς την ιδιαιτερότητα της πεζογραφικής παραγωγής στην πόλη και τις προοδευτικές τάσεις που επικράτησαν σ' αυτήν από το '30 και μετά με αναφορές σε υπαρκτά πρόσωπα της Θεσσαλονίκης, φυσικούς εκφραστές της λογοτεχνικής παραγωγής της. Νιώθει περηφάνια για τα λογοτεχνικά δρώμενα της πόλης, και επιμένει στην ύπαρξη της περιβόητης «Σχολής Θεσσαλονίκης», όρο που προκάλεσε πολλές αντιπαραθέσεις στους λογοτεχνικούς και κριτικούς κύκλους της χώρας και τον οποίο αρνούνται οι περισσότεροι θεσσαλονικές πεζογράφοι. Στο κείμενο "Η πρωτεύουσα των προσφύγων", από την ομώνυμη συλλογή, τονίζει την ύπαρξη της λογοτεχνικής αυτής "Σχολής", την οποία "ματαίως ορισμένοι αρνούνται". Θεωρεί ότι οι "καλοσυγκερασμένες για εσωτερική πνευματική ζωή" καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στην πόλη επηρέασαν τους λογοτέχνες της "Σχολής" στα εκφραστικά τους μέσα και στον προσωπικό τους στοχασμό (44). Στο ίδιο θέμα θα αναφερθεί και στο κείμενο "Θεσσαλονικέων ύπνος και ξύπνος" / Η πρωτεύουσα των προσφύγων απορώντας για τις "ακατανόητες και μάλλον ανόητες" αντιδράσεις κάποιων περίεργων γηγενών που δεν την αποδέχονται. Θεωρεί τη "Σχολή Θεσσαλονίκης" ως την "πιο αυθεντική έκφραση του πνευματικού και ιστορικού μας χώρου" μέχρι τις μέρες του (74). Πιο απόλυτος και ανυποχώρητος στις θέσεις του εμφανίζεται στο "Περί της φυγής, της διαφυγής ή και της καταφυγής πολλών πνευματικών δημιουργών της Θεσσαλονίκης στην Αθήνα" / Η πρωτεύουσα των προσφύγων. Εδώ τονίζει ότι αυτοί που αρνούνται την ύπαρξη της "Σχολής Θεσσαλονίκης" είναι κυρίως οι πιο χαρακτηριστικοί της εκπρόσωποι, που διακατέχονται από μία καλογερική λύσσα στην επιμονή της άρνησής τους. Για τον ίδιο η ιδεολογική και μορφολογική έκφραση της "Σχολής" συνδέονται στενά με το σύνολο των συνθηκών της καθημερινότητας της πόλης (103).

Ο αφηγητής του Ιωάννου επιχειρεί έναν χρονικό προσδιορισμό των λογοτεχνικών γενιών της πόλης. Στην πρώτη τοποθετεί όσους προϋπήρξαν της δικής γενιάς : "ηττημένοι αλλά αρκετά ήρεμοι". Στη δεύτερη τους λογοτέχνες της δικής του, της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς: "ανήσυχοι και ηττοπαθείς" βουλιαγμένοι σε "σε φοβερές ερωτικές περιπλοκές" ("Τα ίχνη της πυρκαγιάς" / Το δικό μας αίμα: 178-179). Ατομικές αναφορές σε πρόσωπα, αλλά και στην έκδοση του περιοδικού Φυλλάδιο από το συγγραφέα, θα συναντήσουμε στο αυτοβιογραφικό κείμενο "Εις εαυτόν" / Η πρωτεύουσα των προσφύγων (208-278). Σ' αυτό γίνεται λόγος για τις σχέσεις του Ιωάννου με τους Θέμελη, Ωρολογά, Βαρβιτσιώτη, Χριστιανόπουλο, Πεντζίκη, Καρέλλη, Κιτσόπουλο, Σπανδωνίδη, Βαφόπουλο, Καλοκύρη, Γιαννόπουλο, Δέλιο και το ζεύγος Σαββίδη. Για ορισμένους από τους παραπάνω λογοτέχνες βρίσκουμε αφιερωματικά κείμενα στο Γ' μέρος της συλλογής κειμένων Εφήβων και μη. Αναφορές σε πνευματικούς δημιουργούς της πόλης, όπως ο Μοσκώφ, ο Καζαντζής και ο Κονιόρδος θα συναντήσουμε και στο κείμενο "Περί της φυγής, της διαφυγής ή και της καταφυγής πολλών πνευματικών δημιουργών της Θεσσαλονίκης στην Αθήνα" / Η πρωτεύουσα των προσφύγων. Το φαρμακείο του Πεντζίκη και τις λογοτεχνικές ανησυχίες τις οποίες φιλοξενούσε μνημονεύει και ο Ιωάννου στο κείμενο "Το Χρυσούν Απίδιον"/ Η σαρκοφάγος -128.


Η «οριοθετημένη» πόλη και το αίσθημα του αποκλεισμού

Η Θεσσαλονίκη στο έργο των θεσσαλονικέων πεζογράφων, τουλάχιστον μέχρι και τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, αναπαρίσταται ως μία αιώνια "οριοθετημένη" δεύτερη πόλη, σε σχέση με το εκάστοτε "κέντρο", δηλαδή τις πρωτεύουσες των επικρατειών στις οποίες ανήκε κατά εποχές (Πέλλα, Κωνσταντινούπολη, Αθήνα). Το γεγονός όμως δεν μειώνει την αγάπη τους γι' αυτήν, αλλά αντιθέτως τη ενδυναμώνει και τους οδηγεί σε μια προσπάθεια απόδειξης της ανωτερότητάς της σε άλλους τομείς. Τα χαρακτηριστικά μιας πόλης άλλωστε καθορίζονται ως ένα βαθμό από τις άλλες πόλεις απέναντι στις οποίες διαβάζεται.[3]  Ειδικά απέναντι στην Αθήνα, τη σύγχρονη πρώτη ελληνική πόλη, δημιουργείται μια μόνιμη σχέση αντιπαράθεσης : Θεσσαλονίκη vs Αθήνα. Τη Θεσσαλονίκη ως συμπρωτεύουσα, συμβασιλεύουσα και δεύτερη πόλη της ελληνικής αυτοκρατορίας του βυζαντίου αναγνωρίζει ο αφηγητής του Ιωάννου ("Η παρέλαση των προσφύγων" / Το δικό μας αίμα-75). Στον Ιωάννου θα συναντήσουμε την άποψη ότι η κοινωνία της πόλης διακρίνεται για τη σεμνότητα της, κάτι που υποστηρίζει ότι δε συναντάς στην πρωτεύουσα ("Περί της φυγής, της διαφυγής ή και της καταφυγής πολλών πνευματικών δημιουργών της Θεσσαλονίκης στην Αθήνα" / Η πρωτεύουσα των προσφύγων-93). Ο αφηγητής του επιδιώκει να αναδείξει τη Θεσσαλονίκη σε πρώτη ελληνική πόλη, παρουσιάζοντάς την ως τη μεγαλύτερη από τις ελληνικές πολιτείες, γιατί, αν και δεν έχει τις αρχαιότητες και τις δόξες της Αθήνας, διαθέτει μία ασύγκριτα μεγαλύτερη "έκταση παλαιάς καθημερινότητας" ("Με τα σημάδια της απάνω μου" / Το δικό μας αίμα-184). Υποστηρίζει μάλιστα ότι την ανωτερότητα της σύγχρονης Θεσσαλονίκης απέναντι στην πρωτεύουσα αναγνωρίζουν και παραδέχονται όλοι οι πνευματικοί δημιουργοί που έφυγαν από αυτή "είναι πολύ ανώτερη από την Αθήνα. Δεν έχει σύγκριση, λένε" ("Περί της φυγής, της διαφυγής, ή και της καταφυγής πολλών πνευματικών δημιουργών της Θεσσαλονίκης στην Αθήνα" / Η πρωτεύουσα των προσφύγων-92).

Η "μετακόμισή" πολλών πνευματικών ανθρώπων της Θεσσαλονίκης προς την Αθήνα πραγματοποιείται για τις καλύτερες συνθήκες εργασίας που βρίσκουν σε αυτήν, αλλά και γιατί η πρωτεύουσα είναι το επίκεντρο των εξελίξεων της χώρας, εκεί "παίρνονται οι αποφάσεις και διαμορφώνεται το πανελλήνιο πνεύμα" (93, 95). Ο αφηγητής του Ιωάννου υπαινίσσεται ότι η μεταπολεμική κοινωνική πραγματικότητα της Θεσσαλονίκης, την οποία θεωρεί συντηρητική και παρακρατικά ελεγχόμενη, δεν τους επιτρέπει να δουλέψουν με την ελευθερία την οποία επιθυμούν και χρειάζονται (93). Η Θεσσαλονίκη ενσωματώθηκε στο εθνικό κράτος πολλές δεκαετίες αργότερα από την Αθήνα. Στο διάστημα αυτό είχε ήδη συγκεντρωθεί στην πρωτεύουσα κάθε μορφής πολιτικής και διοικητικής εξουσίας, καθώς και το σύνολο των πολιτισμικών δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων. Για πολλά χρόνια οι πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης, όπως και γενικότερα της επαρχίας, βίωναν ένα ισχυρό αίσθημα αποκλεισμού από το λογοτεχνικό "γίγνεσθαι" της χώρας. Από το αίσθημα αυτό διακατέχεται και ο Ιωάννου, αν και τα έργα του βρήκαν γρήγορα το δρόμο για τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους της πρωτεύουσας. Ο συγγραφέας είναι ο χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος της συγκεκριμένης νοοτροπίας και μάλιστα της διαρκούς σύγκρισης Θεσσαλονίκη vs Αθήνα. Έχει ανακηρυχθεί αυτόκλητα σε υπερασπιστή και θεματοφύλακα της πόλης, θεωρώντας τον εαυτό του ιδιοκτήτη της ("Περί της φυγής, της διαφυγής ή και της καταφυγής πολλών πνευματικών δημιουργών της Θεσσαλονίκης στην Αθήνα" / Η πρωτεύουσα των προσφύγων-106), ενώ αντίθετα αισθάνεται απλώς ενοικιαστής και μπανιστιρτζής της Αθήνας, η οποία δεν του ανήκει "ούτε κατ' ελάχιστο" ("Θεσσαλονίκη – Αθήνα, Μια ερωτική σύγκριση" / Η πρωτεύουσα των προσφύγων-12). Στην "Πρωτεύουσα των προσφύγων" από την ομώνυμη συλλογή ο αφηγητής καταλήγει στο συμπέρασμα πως αν και στην Αθήνα η προβολή των πνευματικών δημιουργιών είναι αμεσότερη "και στη Θεσσαλονίκη, εάν δημιουργήσεις και τυπώσεις κάτι το δυνατό, θα γίνει οπωσδήποτε πασίγνωστο" (48). Ουσιαστικά δηλαδή ο Ιωάννου αντιλαμβάνεται πως σταδιακά οι δημιουργοί της περιφέρειας βρήκαν τρόπους να εκφραστούν αρτιότερα και τελικά επιτεύχθηκε στις δεκαετίες του '50 και του '60 η ενοποίηση της εθνικής λογοτεχνικής παραγωγής.

Η ανάγκη των ηρώων και των αφηγητών να συγκρίνουν την πόλη τους με την πρωτεύουσα Αθήνα και η φανερή η επιδίωξή τους να αποδείξουν ότι όχι μόνο δεν υστερεί απέναντί της, αλλά πολλά χαρακτηριστικά του κοινωνικού της περιβάλλοντος είναι ποιοτικά ανώτερα, υπερτονίζεται στα κείμενα του συγγραφέα. Ακόμα και η οποιαδήποτε μειονεξία της πόλης επιχειρείται να παρουσιαστεί από τη θετική της πλευρά. Οι αργοί καθημερινοί της ρυθμοί δικαιολογούνται μέσα από τις ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες, το υγρό και βαρύ κλίμα της, οι οποίες όμως αντισταθμιστικά χρωματίζουν μοναδικά την πόλη και χαρίζουν τελικά ένα αίσθημα ηρεμίας στους κατοίκους της. Κάτι ανάλογο δεν μπορεί να προσφέρει το εξαιρετικό κλίμα της Αθήνας. Το κλίμα και η ελαφριά καταχνιά της πόλης είναι για τον αφηγητή του Ιωάννου ένας από τους λόγους που προτρέπει τους κατοίκους της πόλης "σε κάποιο συμμάζεμα, κάποια συλλογή" και επηρεάζει τόσο τη λογοτεχνική δραστηριότητα, "Σχολή Θεσσαλονίκης", όσο και την πνευματικότητα των κατοίκων της ("Η πρωτεύουσα των προσφύγων" / Η πρωτεύουσα των προσφύγων: 44-45).

Η δυσφορία για τον τρόπο δράσης του αθηναϊκού κράτους είναι εντονότερη στα κείμενα του Ιωάννου, τα οποία διατρέχουν συνεχείς συγκρίσεις της Θεσσαλονίκης με την πρωτεύουσα και να αναδείξουν την υπεροψία με την οποία θεωρούν ότι αντιμετωπίζει το «αθηναϊκό» κράτος τη Θεσσαλονίκη και τα προβλήματά της. Μέσα από τα λάθη και τις παραλείψεις του κεντρικού συστήματος εξουσίας, που διαπιστώνονται σε πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο, η πόλη επιτελεί έμμεσα μια ελεγκτική / ιδεολογική λειτουργία. Η Θεσσαλονίκη αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση αυτού του ελέγχου, γιατί της το επιτρέπει, σύμφωνα με το συγγραφέα, ένα σπουδαίο ιστορικό παρελθόν και μία αυτόνομη ως ένα βαθμό πνευματική δημιουργία. Στις τρεις πρώτες συλλογές διηγημάτων του πεζογράφου οι Αθηναίοι και γενικότερα οι νοτιοελλαδίτες, εμφανίζονται υπερόπτες και αδιάφοροι για καίρια προβλήματα της καθημερινότητας των υπολοίπων Ελλήνων και ειδικότερα των Θεσσαλονικέων ("Ο Δουξ του Σπρουξ" και "Ουκ ηπίστατο φεύγειν" / Η σαρκοφάγος, "Τα σκυλιά του Σέιχ-Σου" και "Αποζημίωση" / Η μόνη κληρονομιά). Είναι μάλιστα εντυπωσιακή μια φράση από την "Αποζημίωση", όπου κυρίαρχο θέμα είναι οι αποζημιώσεις οι οποίες εγκρίθηκαν μεταπολεμικά για τη βομβαρδισμένη Θεσσαλονίκη: "Αν είχε πάθει τίποτε η πρωτεύουσα – αυτή η τόσο ανοχύρωτη πόλη – τότε να δεις λεφτά που θα μοιράζονταν. Αλλά αφού η Αθήνα δεν είχε βομβαρδιστεί, δεν υπήρχε λόγος να πονοκεφαλιάζουν. Η επαρχία θα επούλωνε γλείφοντας με τη γλωσσάρα-της τις πληγές-της" (376).

Στη συλλογή Το δικό μας αίμα η σύγκριση θα κορυφωθεί μέσα από τις διαπιστώσεις για την ελλιπή ή και ανύπαρκτη καταγραφή των ιστορικών γεγονότων της γενέτειρας του αφηγητή, σε αντίθεση με την υπερβολική προβολή αντίστοιχων στιγμών της Αθήνας. Ο δημιουργός επιχειρεί ευρηματικά μέσα από τη λογοτεχνική αναπαράσταση την ιστορική και κοινωνική αποκατάσταση της «αλήθειας». Στο κείμενο "Η πλατεία του Αγίου Βαρδαρίου" με αφορμή τη λανθασμένη ορθογραφία ή προφορά σπουδαίων τοπικών τοπωνυμίων από τις αθηναϊκές εφημερίδες και τις ραδιοφωνικές – τηλεοπτικές εκπομπές, ο αφηγητής θα σημειώσει με πικρία : "ενώ τα δικά τους, ακόμα και το πιο ασήμαντο κουτσοχώρι τους, πρέπει να τα μαθαίνουμε απέξω και ανακατωτά σαν ιερά σύμβολα και παρακαταθήκη στην παραφουσκωμένη ιστορία" (47). Στο "Δικό μας αίμα" ο αφηγητής εμφανίζεται οργισμένος και απογοητευμένος για τον τρόπο καταγραφής και παρουσίασης των ιστορικών γεγονότων της πόλης. Σημειώνει ότι στην Αθήνα και γενικότερα στη νότια Ελλάδα, έχει αποθησαυριστεί και το μικρότερο αντιστασιακό επεισόδιο, έχοντας μάλιστα πολλές φορές μεγαλοποιηθεί. Αντίθετα, στη Θεσσαλονίκη αποσιωπήθηκαν σπουδαία γεγονότα και πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά για την κατοχική περίοδο. Θα μνημονεύσει παραδειγματικά την ελλιπή πληροφόρηση για το στρατόπεδο του Παύλου Μελά, το Γεντί-Κουλέ που πρέπει να ανακηρυχτεί σε μουσείο της φρίκης, τις αμέτρητες εκτελέσεις στο Κόκκινο Σπίτι και στο Χατζή-Μπαχτσέ, το κάψιμο του Χορτιάτη και το Τμήμα Μεταγωγών (93-94). Εκείνο μάλιστα που τον στεναχωρεί ιδιαίτερα είναι ότι οι λόγιοι της Θεσσαλονίκης, που επιχειρούν μια τέτοια καταγραφή, τρομοκρατούνται από "κάτι φριχτά εντόπια οντάρια, κατωτάτης υποστάθμης κριτικοί και λογοτέχνες, που αποθαρρύνουν τις προσπάθειες αυτές, και που έχουν αναγάγει τον χαντουμισμό του σε υψηλό καλλιτεχνικό δόγμα" (94). Η αδιάφορη αυτή στάση οδήγησε στην εγκατάσταση των βιομηχανοποιημένων προτομών των Μακεδονομάχων στην πλατεία της Αχειροποιήτου, σε αντίθεση με τα αγάλματα από σκούρο μέταλλο που συναντά στις προτομές των ηρώων στο πεδίου του Άρεως, οι οποίες κατασκευάστηκαν από σπουδαίους καλλιτέχνες. Στην "Απογραφή των ζημιών", από την ίδια συλλογή, υποστηρίζει ότι οι Μακεδονομάχοι πρόσφεραν περισσότερα από τους πιο πολλούς αγωνιστές του Εικοσιένα (227). Στο ίδιο κείμενο επισημαίνει ακόμα ότι στην πρωτεύουσα σωστά κρίθηκαν ως διατηρητέα κτίσματα της Πλάκας, ενώ στη Θεσσαλονίκη με περισσή σπουδή μετά τους σεισμούς, η κεντρική εξουσία προέβη σε κατεδαφίσεις ιστορικών κτιρίων (222). Ο αφηγητής "απειλεί" μάλιστα πως όταν πάρουν οι ίδιοι οι Θεσσαλονικείς την πόλη στα χέρια τους τα πράγματα θα αλλάξουν και προειδοποιεί τους κρατούντες να προσέχουν ως τότε "να μην πέσει πια πετραδάκι από τα μνημεία, γιατί αλίμονό τους" (227). Ανάλογες προτροπές για τη διάσωση της σπουδαίας ιστορίας της Θεσσαλονίκης θα συναντήσουμε και στο κείμενο "Θεσσαλονίκη" στη συλλογή Κοιτάσματα, όπου αναφέρει και πάλι ότι γνωρίζουμε λίγα πράγματα για ζωντανά μνημεία του έθνους, όπως το Στρατόπεδο Παύλου Μελά ή το Επταπύργιο και υπενθυμίζει ότι η πόλη επί τουρκοκρατίας και γερμανικής κατοχής ήταν το μεγαλύτερο στρατιωτικό κέντρο της χώρας. Στο πεζογράφημα "Θεσσαλονίκη" / Εύφλεκτη Χώρα ο αφηγητής του Ιωάννου προτρέπει τους Θεσσαλονικείς να κηρύξουν διατηρητέους κάποιους χώρους που συνδέονται με την Κατοχή και την Αντίσταση, να γίνουν "Αίθουσες Μνήμης". Γι' αυτόν σημασία έχει "να ζούμε και να ξαναζούμε την ιστορία μας. Να μην αφήσουμε κενά από σκοπιμότητα ή από έλλειψη ζωντάνιας. Αυτά δημιουργούν επίπεδους λαούς, ευάλωτους και επιρρεπείς σε κάθε είδους ξενισμό και προπαγάνδα" (110). Στο ίδιο κείμενο ο αφηγητής προτρέπει τους Θεσσαλονικείς να κρατήσουν ζωντανή την επέτειο του εορτασμού της απελευθέρωσης από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής "και να μην καταντήσει σαν αυτή της Αθήνας που μοιάζει με αγγαρεία ανεβάσματος κάθε χρονιά πάνω σε βράχο", την οποία μάλιστα χαρακτηρίζει τουριστική (111).

Στη συλλογή Η Πρωτεύουσα των προσφύγων ο Ιωάννου, ωριμότερος από ποτέ, εκλογικεύει και μειώνει τις καταδικαστικές για το αθηνοκεντρικό κατεστημένο συγκρίσεις. Ο συγγραφέας έχει στο μεταξύ αναγνωριστεί καθολικά, μετά την οριστική του εγκατάσταση στην Αθήνα το 1971, και δεν βιώνει με την ίδια ένταση πια το αίσθημα του αποκλεισμού, ενώ έχει τη συναίσθηση ότι η φήμη του μυθοποιού της Θεσσαλονίκης συνέβαλε τα μέγιστα στην προσωπική του καταξίωση. Στο ομώνυμο μάλιστα κείμενο, ο αφηγητής επιχειρεί να μεταθέσει από πάνω του το βάρος του ανθρώπου που εμμένει στις συγκρίσεις των δύο πόλεων, οι οποίες συχνά προκύπτουν από τις "υπερβολές ενός ζωηρού και επιπόλαιου λαού, που σέρνεται από ένα παρόμοιο πλήθος διανοουμένων και γραφιάδων και οι οποίοι τον ρίχνουν από το ένα στο άλλο άκρο" (37). Στο κείμενο "Θεσσαλονίκη – Αθήνα, Μια ερωτική σύγκριση", από την ίδια συλλογή, ο αφηγητής δεν μπορεί πλέον να επιλέξει σε ποια από τις δύο θα προτιμούσε να ζήσει. Παρομοιάζει τον εαυτό μου με μάγισσα δεμένη από τα πόδια σε δύο άσπρες φοράδες, σε δύο πόλεις αδερφές, που τον τραβολογούν αδιάκοπα και κάποια στιγμή θα τον διαμελίσουν. Σκέφτεται πως θα πεθάνει κάνοντας σχέδια να μεταφερθεί από τη μια πόλη στην άλλη (28). Στη συλλογή Πολλαπλά κατάγματα ο Ιωάννου θα σημειώσει πως θεωρεί τη Θεσσαλονίκη καλύτερη, αλλά προτιμά την αθηναϊκή νοοτροπία (325).

Η "πατίνα" του συγγραφέα για μια πόλη σπουδαιότερη και παρόλα αυτά κατάφορα αδικημένη, εξακολουθεί πάντως να υφίσταται.[4] Στο κείμενο "Θεσσαλονικέων ύπνος και ξύπνος" ο αφηγητής, στην προσπάθεια του να αιτιολογήσει το φαινόμενο της "απουσίας" σχεδόν των Θεσσαλονικέων από την πολιτική κονίστρα της χώρας, θα επανέλθει στις γνωστές του συγκρίσεις με το αθηναϊκό κράτος (71). Ο λαός της πόλης αδιαφορεί, νιώθοντας ουσιαστικά την κρατική εγκατάλειψη και τη χρησιμοποίηση της Θεσσαλονίκης ως το χώρο πειραματισμού της σκληρής εφαρμογής των νόμων που εφευρίσκονται στην πρωτεύουσα (76), ενώ υπογραμμίζεται και πάλι ότι δεν είναι γνωστή η ιστορία της πόλης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης του 1916 που σύστησε ο Βενιζέλος, αν και είχε "μεγάλη σημασία για την εξέλιξη και τη μοίρα του τόπου μας" (84).



Γιώργος Ιωάννου
Πεζογραφήματα. Για ένα φιλότιμο (α' έκδ. 1964), Σαρκοφάγος (α' έκδ. 1971), Η μόνη κληρονομιά (α' έκδ. 1974), Ερμής 1976.
Το δικό μας αίμα, Κέδρος 1980, (α' έκδ. 1978).
Επιτάφιος θρήνος, Κέδρος 1987, (α' έκδ. 1980).
Κοιτάσματα, Κέδρος 1981.
Εφήβων και μη, Κέδρος 1982.
Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Κέδρος 1984.
Πολλαπλά κατάγματα, Εστία 1991.
Κοιτάσματα, Κέδρος 2003.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: