Η μέδουσα

Σωφρονίσκου 11 και Γαριβάλδη γωνία, στον περιφερειακό του Φιλοπάππου. Απρίλιος 1980  (φωτ. Κώστας Κάτσουλας, Αρχείο Γ. Ν. Ευσταθίου)
Σωφρονίσκου 11 και Γαριβάλδη γωνία, στον περιφερειακό του Φιλοπάππου. Απρίλιος 1980 (φωτ. Κώστας Κάτσουλας, Αρχείο Γ. Ν. Ευσταθίου)


Aλλά κι εκείνος ο ευλογημένος, αυτός πού είχε φτάσει στα έσχατα όρια και από τότε ήξερε [...]
Γιώργος Ιωάννου, «Ο ανάπηρος»



Κάτω απ’ τη γέφυρα, εκεί που έσκαγε ο ποταμός στη θάλασσα, εκεί που πλάταινε η κοίτη του και λίμναζαν τα πράσινα νερά, μπροστά απ’ τα βρύα και τις καλαμιές, τις γλιτσιασμένες πέτρες και τις λάσπες με τις άμμους, μπροστά στα χέλια και στα κεφαλόπουλα, στις νεροφίδες, στις χελώνες, στα βατράχια, που τα ψαρεύαν όλα αυτά με ζυμωμένο ψωμοτύρι στο αγκίστρι τους, με ρώγα από σταφύλι ή με ντομάτα, σκουλήκι, μύγα ή σαλιγκάρι, ό,τι βρίσκανε, και με σουγιάδες μετά ανοίγαν τις κοιλιές τους κι όταν πετύχαιναν ψαράκια άκρη άκρη μια πέτρα που έπαιρναν πλακουτσωτή στο χέρι τους και κατά πάνω τους με μαστοριά τη ρίχναν κι έξω πετάγονταν εκείνα και χτυπιόντουσαν δυο δυο, τρία τρία ή ένα μόνο του και σπαρταρούσαν και λαμπύριζαν στο φως κι έτρεχαν γρήγορα αυτοί να τα μαζέψουν, στα τενεκέδια τους να τα έχουν με νερό ώσπου στις γάτες ζωντανά να τα πετάξουν, εκεί, στη γέφυρα από κάτω και μπροστά απ’ τις καλαμιές, στις λιβελούλες και στα αβγά από τα κουνούπια του είπε ο ένας με το χέρι του άλλου να το κάνουν.
Πήγαινε τότε στην κατσίκα και την τάιζε, έρημες ώρες, στου μεσημεριού την κάψα πάνω, φύλλα έκοβε ή τριφύλλια ή χορτάρια και της έριχνε και στα μαστάρια της το βλέμμα σκαλωμένο. Κι όταν στον τράγο κάποια μέρα την οδήγησε κι ήρθε ξεσηκωμένος από δίπλα της ο τράγος και ρουθουνίζοντας κι έξω τη γλώσσα βγάζοντας και με βελάσματα κοφτά την τριγυρνούσε, με το κεφάλι όμως εκείνη τον απόδιωχνε και τον σκουντούσε κι όλο έκανε να φύγει και του αρνιόταν πεισμωμένη, όσο κι αν πάσχιζε, να σταθεί πίσω της και να την καβαλήσει, σαν κακιωμένος την τραβούσε όταν τη γύριζε και ούτε φύλλο να βοσκήσει δεν την άφηνε. Κι άλλοτε πάλι στο χωράφι πέρα πήγαινε πεσμένα μήλα ή σάπια αχλάδια κουβαλώντας και στο γαϊδούρι με τα χέρια του τα πρόσφερε ένα προς ένα, κι ας κολλούσαν τα ζουμιά τους, και μια στο στόμα του που τα άρπαζε και έσταζε και μια στα σκέλια του το μάτι βυθισμένο, το μαύρο εκείνο, το περήφανο το πράμα του πότε θα πιάσει εκεί μπροστά του να μακραίνει.
Αλλά το πράμα το δικό του ούτε το κοίταζε κι όλο το χέρι του μακριά από το βρακί του. Βραδάκι μόνο μια φορά στην πόλη του, απ’ τα αγγλικά του που γυρνούσε κι ήταν μόνος κι είχε ο δρόμος ησυχία κι ένας τον φώναξε, έλα, που του είπε, εδώ από δίπλα να σου δείξω και τον πλησίασε κι εκείνος τότε του ’δειξε και τον φοβήθηκε και έφυγε τρεχάτος, το ίδιο όμως που κι αυτός ύστερα σπίτι του όρθιος έκανε μπροστά από τον καθρέφτη, τότε μονάχα ώρα πολλή το ’χε στα χέρια του κι ήταν εκείνος σαν και πάλι να του δείχνει μέσα στον δρόμο αλλά τρεχάτος να μη φεύγει αυτός και μπρος του αμίλητος να μένει και να βλέπει, μέχρι που μούδιασε ως τη ρίζα του και γλύκανε και που λαχάνιασε και έκλεισε τα μάτια. Και στην εξομολόγηση όταν πήγε και το είπε του παπά, όρκο τον έβαλε ο παπάς να πάρει, όρκο απαράβατο τα χέρια και τα μάτια του από το πράμα του απόσταση, αλλιώς κόλαση. Και δεν τον πάτησε τον όρκο μέχρι που ήρθανε τότε απ’ την πόλη καλοκαίρι και χορτάρια πήγαινε όλο στην κατσίκα και την τάιζε και στο γαϊδούρι άλλες φορές μέσα στην κάψα. Αλλά τα βράδια στον βαθύ πάνω τον ύπνο του όνειρα του έρχονταν με μέδουσας πλοκάμια, μέδουσας διάφανης με νάρκη που τον τύλιγε λιγωτική γύρω στα σκέλια του, στο πράμα, κι ήταν τυλίγματα από χέρια που τον γύρευαν κι ήταν φιλιά από ξένο στόμα διψασμένο και ως τη ρίζα του όλος μούδιαζε και γλύκαινε και στο βρακί του το πρωί ξεροί λεκέδες.
Κάτω απ’ τη γέφυρα τον βρήκαν νύχτα κι έσκουζε κι αναπετάριζε ο άλλος δίχως χέρια, στον δρόμο μέσα το δεξί στα χώματα άσπριζε, το αριστερό πλάι στα βρύα κολυμπούσε και καρφωτό στις καλαμιές το μηχανάκι του, σμήνη κουνούπια από πάνω να βουίζουν. Έρχεται ακόμα καλοκαίρια από την πόλη αυτός, σαράντα χρόνια έχουν περάσει και θυμάται και μια καρέκλα γυρισμένη προς τη θάλασσα, την ίδια πάντα, ξεχωρίζει άκρη του δρόμου. Κανείς δεν πάει να τη σηκώσει κι ούτε κάθεται και αυτοκίνητα περνούν και μηχανάκια μέσα στον δρόμο πιο πολύ από τότε τρέχοντας, που ήταν στενός και χαμηλός και χωματένιος. Κι ένας χοντρός μόνο που μπλούζα δεν φοράει ποτέ κάθεται εκεί καμιά φορά κι ούτε τον νοιάζει και όλο απέναντι στη θάλασσα τα μάτια του, χτιστό μπαλόνι από κάτω η κοιλιά του, που να σταυρώσει θα μπορούσε εύκολα πάνω της τα δυο του χέρια απ’ τους αγκώνες, αν τα είχε. Δεν τα έχει όμως και γυμνός και μόνος κάθεται κι όταν στη βόλτα αυτός περνάει από μπροστά του, δεν χαιρετιούνται κι ούτε ξέρει αν τον θυμάται πια κι απ’ το χωριό μέσα στον δρόμο τόσα χρόνια είναι παιδιά κι άλλα που γλίτωσαν ή χάθηκαν, αλλά τα χέρια κανενός δεν του κοπήκαν. Και στην κατσίκα με τον τράγο τότε, σκέφτεται, μακάρι ο άλλος να ’χε πάει αλλά ο τράγος να την καβάλησε στο τέλος ή νερόφιδα γύρω στο πράμα του με γλύκα να γλιστρούσαν ή το δικό του χέρι εκεί, κάτω απ’ τη γέφυρα, μες στο βρακί του να γινόταν να του χώνει ή μήπως ο άλλος με τη μέδουσα καλύτερα όλος να μούδιαζε κι ακόμα να μουδιάζει, γιατί τον όρκο εκείνος πήρε και τον κράτησε σαράντα χρόνια τώρα κι ούτε τον πατάει.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: