Όποιος πιστεύει πως μέσα από τα γραπτά κληροδοτεί στους επόμενους κάποια τέχνη δεν είναι παρά ένας αφελής, αποφαίνεται ο Σωκράτης στον πλατωνικό Φαίδρο[1]. Τα έργα του γραπτού λόγου, συμπληρώνει, μοιάζουν με τα έργα της ζωγραφικής, τα οποία στέκονται μπροστά σου σαν να είναι ζωντανά, δεν έχουν όμως τίποτε να σου πουν και παραμένουν σιωπηλά, αν τυχόν τους απευθύνεις τον λόγο.
«Οι ρίζες της λογοτεχνίας χάνονται στα βάθη μακρινών προφορικών πολιτισμών»[2], παρατηρεί ο Θανάσης Βαλτινός στον «Ουροβόρο όφι» του – το πρώτο μέρος του Ημερολογίου της Αλοννήσου, ενός «ψηφιακού μυθιστορήματος με cd» το οποίο κυριολεκτικώς «δεν διαβάζεται» αλλά «ακούγεται», κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση της Μαρίας Αθανασοπούλου[3] –, προτού μας αποκαλύψει ότι ευαγγελίζεται «μια λογοτεχνία που αρνείται οριστικά την εγγράμματη διατύπωσή της». Οξύμωρο το σχήμα οπωσδήποτε για έναν άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του στη γραφή, που διάλεξε να ζήσει γράφοντας ή, πιθανότατα, που έζησε για να γράφει.
«Είναι καλογερική, βαριά καλογερική το γράψιμο», συνοψίζει ο ίδιος σε συνέντευξή του[4] κάνοντας λόγο για διαρκή πάλη με τον εαυτό του, για τη μοναξιά, τις αβεβαιότητες και την αγωνία του, για «Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες» που συνάντησε στον δρόμο του, για συμβιβασμούς που αρνήθηκε να κάνει, αλλά και για το γεγονός ότι ποτέ δεν μετάνιωσε για την πορεία που ακολούθησε στη ζωή. «Κάθε βιβλίο είναι μια μορφή αυτοβιογραφίας», δηλώνει αλλού. «Γεμάτο δηλαδή από προσωπικά στοιχεία. Κάτι ακόμη: όλοι οι ήρωές μου, ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας, είναι κομμάτια μου». Κάπως έτσι οι «μετέωροι» ηττημένοι αντάρτες της Καθόδου των εννιά, οφείλουν εντέλει την ύπαρξή τους και κουβαλούν ακέραια μέσα τους την «έσχατη απελπισία» και την «άκρα απογοήτευση» που και ο ίδιος ο δημιουργός τους γνώρισε, μολονότι όχι ως αποτέλεσμα ενός ματαιωμένου υπέρ πάντων αγώνα αλλά ως οδυνηρή συνέπεια μιας «ερωτικής φάπας». Ο λογοτέχνης, ομολογούσε με αυτογνωσία και θάρρος σε κάποιο συνέδριο ο Θανάσης Βαλτινός, «δεν καταγράφει αυτό που γίνεται γύρω του αλλά αυτό που γίνεται μέσα του»[5].
Αν ωστόσο η λογοτεχνία δεν αποτελεί παρά μια πολύ προσωπική καταγραφή εσωτερικών συμβάντων, αν παραδίδει μεταποιημένο κατά βούληση το όποιο αποτύπωμα καταφέρνει να αφήσει πάνω σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο η βιωμένη πραγματικότητα, πώς μπορούμε άραγε να την εμπιστευτούμε; «Είμαστε η γλώσσα. Υπάρχουμε μέσα απ’ τη γλώσσα, θα μας θυμούνται μέσα απ’ τη γλώσσα», δηλώνει επίσης ο Βαλτινός. Και γράφει στον Τελευταίο Βαρλάμη: «Η ζωή είναι αφ’ εαυτής μια αφήγηση. Η Ιστορία είναι η δευτερογενής αφήγηση της πρώτης. Όταν τα γεγονότα χάσουν τον ασπαίροντα χαρακτήρα τους και ωχριάσουν οριστικά, αναγκαστικά θα εμπιστευτούμε τη λογοτεχνία.» Αναγκαστικά, λοιπόν. Σαν τελευταίο καταφύγιο, σαν να μην έχουμε τίποτα άλλο. Αλλά κι αυτό δεν είναι κάτι που διασφαλίζει βεβαιότητες, δεν είναι κάτι ακίνδυνο: «Το μόνο διακύβευμα για τη λογοτεχνία είναι η ίδια η λογοτεχνία», μας ξεκαθαρίζει σε μια άλλη συνέντευξή του. Οτιδήποτε καταλαμβάνει θέση μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο ―οποιοδήποτε στοιχείο (συμβάν, αντικείμενο, λόγος, πρόσωπο) της εξωκειμενικής πραγματικότητας―, βρίσκεται εκεί μόνο και μόνο για να υπονομεύσει την αυθεντικότητά του, για να απαρνηθεί τη φυσική του υπόσταση, προκειμένου να επιδιώξει έναν πιο γριφώδη και δραστικό λόγο ύπαρξης: «Με ενδιαφέρει αυτό που υπάρχει από κάτω, το ρίγος που μπορεί να προκληθεί», αποσαφηνίζει ο Βαλτινός αναφερόμενος στη σχέση της γραφής του με τα ντοκουμέντα, η λογοτεχνική αξιοποίηση των οποίων «πρέπει να σε πηγαίνει λίγο παραπέρα», για να έχει νόημα.
Γιατί το νόημα – το ρίγος – δεν έχει να κάνει ούτε με την αυθεντικότητα ούτε με την αυθόρμητη χρήση ακατέργαστου υλικού. Το μυστικό των ντοκουμέντων ―το μυστικό των σπαραγμάτων της πραγματικής ζωής που φιλοδοξούν να αποκτήσουν και λογοτεχνική υπόσταση― βρίσκεται στην κατασκευή τους: «Κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα ψαρεύονται διάφορα σκυλόψαρα. Υπάρχει μια μικρή είδηση σε κάποια εφημερίδα που λέει ότι το τάδε γριγρί έπιασε δύο καρχαρίες: μια κοινότοπη είδηση. Αυτή την εκμεταλλεύομαι προσθέτοντας απλώς μια λεπτομέρεια: Τους καρχαρίες τους άνοιξαν και στην κοιλιά του ενός βρήκαν μέσα ένα χάλκινο πόδι, το οποίο και παρέδωσαν στην τάδε Εφορεία Αρχαιοτήτων, που δεν υπάρχει, που είναι μια φανταστική Εφορεία. Τι ντοκουμέντο είναι αυτό;»
Και τι ντοκουμέντα είναι τα 308 επιλεγμένα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60, τα οποία ο Βαλτινός τροποποίησε «χρησιμοποιώντας ψηφίδες δανεισμένες», έτσι ώστε να μην είναι «μονοσήμαντα» και να αποκτήσουν «κύρος λογοτεχνικό»; Τι ντοκουμέντα είναι η ίδια η ηχογραφημένη φωνή του συγγραφέα, τα αποσπάσματα από εκπομπές της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, η πρωινή ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου, οι αναγγελίες της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού, οι βυζαντινοί χορωδιακοί ψαλμοί, που περιλαμβάνονται στο cd του Ημερολογίου της Αλοννήσου και που απώτερό τους στόχο δεν έχουν παρά «την εκμηδένιση της απόστασης ανάμεσα στην αναπαράσταση και στην πραγματικότητα», όπως εύστοχα το διατυπώνει ο Κωστής Δανόπουλος στο επίμετρο του μυθιστορήματος;[6]
Ο Θανάσης Βαλτινός ήξερε να μετουσιώνει τη ζωή σε λογοτεχνία και τη λογοτεχνία σε ζωή, ήξερε να υπομένει στωικά το «μαρτύριο» που συνιστά η τέχνη αλλά και να απολαμβάνει χωρίς ενοχές τα ελιξίριά της, που «παρηγορούν τους πάντες». Τον ουροβόρο όφι, το φίδι που τρώει την ουρά του, δηλώνει ότι θα επέλεγε ως συγγραφικό του σήμα κατατεθέν, αν ακολουθούσε τις συνήθειες πιο αθώων εποχών (κατά τις οποίες οι συγγραφείς συχνά έσπευδαν να προσθέσουν και τη λέξη ΤΕΛΟΣ στα έργα τους): «Όχι μόνο γιατί ο κύκλος ως σχήμα διεκδικεί την τελειότητα, αλλά και για τις συμπαραδηλώσεις του: η καμπύλη τροχιά που επιστρέφει στο σημείο αφετηρίας της.» Σκέφτομαι ότι δύσκολα θα μπορούσε να βρει κάτι πιο ταιριαστό. Η δίχως αρχή και τέλος αυτή τροχιά είναι που πράγματι περιγράφει καλύτερα το αποτύπωμα του Θανάση Βαλτινού, το αγέρωχο πέρασμά του μέσα από «το χάος που σκεπάζουν οι λέξεις».