Στη μνήμη τους
Είδα τη ζωή μου να ξετυλίγεται πάνω σε λιωμένες ράγες τρένων. Τη βλέπω καθημερινά και θυμάμαι κάθε στιγμή του εκτροχιασμού της ψυχής μου στη Μοναστηρίου. Εγώ τουλάχιστον γύρισα σπίτι, άλλοι… Βρίσκω ότι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από έναν λαό που ξεχνά την ιστορία του. Η κυβέρνηση θέλει η μνήμη μας να διαρκεί όσο διαρκούν τα δελτία ειδήσεων των 20:00. Αυτή τη φορά, ευτυχώς, δεν έγινε. Προσπαθούν να συγκαλύψουν με νύχια και με δόντια την κάθοδο παιδιών σε τάφους χωρίς σταυρούς. Δεν θα τους περάσει. Την ηθική ανάγκη να θυμόμαστε την έχουν αποδώσει και την αποδίδουν σπουδαίοι λογοτέχνες. Ένας εξ αυτών είναι ο Θανάσης Βαλτινός. Υπήρξε ένας συγγραφέας που τολμούσε να πει τον φόνο φόνο και τον φονιά φονιά.[1] Ήμουν ανίδεος για το έργο του μέχρι που μου μίλησε γι’ αυτό ο φίλος μου Νίκος Κορμουλής. Μου είχε πει ότι θα έπρεπε να τον γνωρίσω, θα μου μάθαινε πολλά. Δεν το έκανα ποτέ, διότι θα ένιωθα δέος. Μεγάλο λάθος, και έτσι συνέχισα να είμαι ανίδεος. Εγώ ήξερα μόνο το σενάριο που είχε γράψει μαζί με τον Θεόδωρο Αγγέλοπουλο και τον Τονίνο Γκουέρα για την ταινία Ταξίδι στα Κύθηρα (1984). Τι ταινία! Ποιητική και βαθιά ανθρώπινη, κάτι που ένιωσα και όταν διάβασα το βιβλίο Φτερά Μπεκάτσας:
«― Και θα πρέπει να είσαι εντάξει σε πολλά.
― Εσύ το θέλεις έτσι. Δεν το θέλω εγώ.
― Σε πολλά, είπε ο Γιάννης. Και στις συζυγικές σου υποχρεώσεις.
― Χα, είπε η Ράνια .
― Όχι χα, είπε ο Γιάννης. Το βράδυ θα κάνουµε έρωτα.
― Ναι; Είπε η Ράνια.
― Είναι µέσα στις συζυγικές σου υποχρεώσεις, είπε ο Γιάννης.
― Σαφώς, είπε η Ράνια.
― Δεν είναι; είπε ο Γιάννης.
― Όχι, είπε η Ράνια. Δεν είναι.
― Γιατί δεν είναι;
― Δεν θέλω ρε παιδάκι µου, είπε η Ράνια. Δεν γουστάρω µε το ζόρι».[2]
Θεωρώ ότι το Φτερά Μπεκάτσας δείχνει το πώς μια ερωτική σχέση αποσαρθρώνεται εκ των ένδον σταδιακά, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την παρούσα κυβέρνηση: όλα καταρρέουν, αλλά με το ζόρι προσπαθούν να επιβληθούν στο κοινωνικό σώμα, ώστε να διατηρήσουν τις σχέσεις εξουσίας παρά την «τελική έκπτωση του κοινού πλήθους»,[3] την ισοπέδωση κάθε αξίας που δεν εντάσσεται σε αυτήν τη σχέση, τον μηδενισμό της ανθρώπινης ύπαρξης.[4] Ο Βαλτινός δεν σου δείχνει, σου θυμίζει. Θυμίζει πως κάθε λέξη είναι πληγή.[5] Πως κάθε πρόσωπο, κάθε φωνή που μιλάει κουβαλάει βάρος, μια ζωή ολόκληρη. Για παράδειγμα, το Ημερολόγιο 1836-2011 δεν είναι κείμενο, είναι ολόκληρη βιοτή. Και κάθε του αφήγηση, είτε μιλάει για έρωτα είτε για πόλεμο, χτυπάει στην καρδιά με μια ακρίβεια ανελέητη:
«Το Πυροβολικό έχει γκρεμίσει τον πύργο υδρεύσεως αλλά οι γραμμές δουλεύουν. Ο λοχίας θέλει να περιμένουμε. Να περιμένουμε πόσο; Ακόμα κι αν περάσει τρένο, θα είναι γεμάτο. Πίσω από κάτι παλιές στοιβαγμένες τραβέρσες παρουσιάζονται δυο κολλημένα σκυλιά. Η θέα τους με ερεθίζει. Μας ερέθισε όλους. Ο λοχίας τούς πετάει μια πέτρα. Πόσο καιρό έχω να κοιμηθώ με γυναίκα; Από το Ουτς Σεράι. Μπήκα σε έναν στάβλο ψάχνοντας για κότες και βρήκα τη χανούμισσα με τα δυο της κορίτσια. Η χανούμισσα άφησε μια τρομαγμένη κραυγή και σήκωσε τα φουστάνια να κρύψει το πρόσωπό της. Τώρα καταλαβαίνω ότι το έκανε για να φυλάξει τις θυγατέρες της. Τούρκικο ξυρισμένο πράμα, παραμονή της Παναγίας. Και μαγάρισα – και κολάστηκα.
Προς Σαλιχλί, 28 Αυγούστου 1922».[6]
Η γλώσσα του είναι σαν το χώμα, βαριά, πυκνή, γεμάτη παρελθόν. Δεν έχει τίποτα περιττό, τίποτα ψεύτικο. Κι εσύ, ο αναγνώστης, παλεύεις να πάρεις ανάσα μέσα σ’ αυτήν τη δίνη. Δεν σε λυπάται· δεν σε χαϊδεύει. Σε κάνει να νιώσεις. Σε κάνει να θυμηθείς.[7]
Συγκεκριμένα ο Βαλτινός, όπως και ο Αγγελόπουλος, ενδιαφέρεται για τις σκοτεινές γωνίες της Ιστορίας, δηλαδή για την ιστορία των «µικρών ηρώων που είναι πάντα οι ίδιοι ‘φτωχοί’, ανώνυμοι, που µε διαφορετικό ρούχο, ίδιοι µε τον εαυτό τους, αλλά και διαφορετικοί, κατοικούν τις εποχές καθώς η µια διαδέχεται την άλλη, υφαίνοντας το δίχτυ αυτού που ονοµάζουµε λαϊκή µνήµη. Όλα όσα κινούν τη µοίρα τους, βρίσκονται πίσω απ’ τη σκηνή της Ιστορίας, στο παρασκήνιο, που παραµένει σταθερό και αναλλοίωτο, και πάντα οδηγεί, µε τελετουργική ακρίβεια, στην συνήθη τραγική επανάληψή της».[8]
H οργή που προέρχεται από τη μνημόνευση αυτών των μικρών ιστοριών μπορεί να οδηγήσει σε κάποια σωτηρία των καταπιεσμένων; Κατά τον Βαλτινό η οργή της μνήμης μπορεί να κάνει τον άνθρωπο θηρίο και να τον οδηγήσει σε μια εκστατική γνώση της υπαρκτικής κατάστασής του.[9] Επομένως, μετά τα Τέμπη, θεωρώ ότι δεν πρέπει να ξεχάσουμε τίποτα κι ας μας οδηγήσει η οργή της μνήμης σε μια συνειδητοποίηση της σύγχρονης ελληνικής κατάστασης και των πολιτικών παθογενειών που οδήγησαν στο έγκλημα των Τεμπών. Δεν συνάντησα ποτέ από κοντά τον Βαλτινό για να μη νιώσω δέος. Μεγάλο λάθος. Όμως τον κουβαλώ μέσα μου σαν τα Τέμπη και σαν τα Κύθηρα:
«Μας βάλαν και πολεµήσαµε, βγάλαµε τα µάτια µας. Εσύ από εδώ, εγώ από την άλλη µεριά. Χάσαµε και οι δυο. Ο άνθρωπος µε τον άνθρωπο, ο λύκος µε το λύκο. Τίποτε δεν απόµεινε εδώ πέρα…».[10]