«Γυναικείες Σκιές» στο «Ημερολόγιο Αλοννήσου»

Θεσσαλονίκη 2015
Θεσσαλονίκη 2015 / φωτ. Βασίλης Παπαγεωργίου



Πατητήρι, Αλόννησος / 6 Ιουνίου, 07:15 π.μ.

Φτάνω νωρίς. Ο ήλιος ακόμη διστάζει. Η Αλόννησος μυρίζει υγρασία, πεύκο και μνήμη. Περπατώ στο Πατητήρι ακούγοντας μόνο τα βήματά μου και κάποιες καρέκλες να σέρνονται σε μια αυλή που δεν διακρίνω. Σκέφτομαι την «Αννούλα». Ή μάλλον, αρχίζω να τη βλέπω παντού. Δεν την γνωρίζω, αλλά με αφορά. Είναι η γυναίκα που εμφανίζεται ξαφνικά σε μια φράση του Βαλτινού, που δεν αναλύεται ποτέ αρκετά, αλλά κι αυτό είναι ίσως ό,τι πιο έντιμο μπορεί να της κάνει.
Ο Βαλτινός δεν περιγράφει τις γυναίκες του. Τις υπονοεί. Και αυτή η ελλειπτικότητα με τραβάει. Γιατί έτσι μοιάζουν και οι δικές μου μνήμες – ασχημάτιστες, θραυσματικές, μισές.

«Η Αννούλα...» Κι ύστερα μια παύση. Κι ύστερα τίποτα.

Πώς περιγράφεις μια γυναίκα που υπάρχει κυρίως ως απουσία;



Στενή Βάλα / 6 Ιουνίου, μεσημέρι

Εδώ όλα είναι πιο ήσυχα. Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι και διαβάζω. Το Ημερολόγιο Αλοννήσου μοιάζει με παράθυρο που ανοίγεται σε κάτι που δεν είναι φως. Γράφει: «Στην πλατεία η γυναίκα κοιτούσε τον δρόμο. Δεν είπε τίποτα». Και τι άλλο να πει;
Οι γυναίκες εδώ δεν είναι πρωταγωνίστριες. Είναι παρούσες από το πλάι. Παρουσίες-ιστορίες. Στο βλέμμα, στη μαγειρική, στην αναμονή για έναν άντρα που δεν γυρίζει ποτέ. Είναι η μητέρα, η σύζυγος, η φίλη, αλλά πάνω απ’ όλα, η μνήμη. Και συχνά, η μνήμη αυτή είναι ανδρική. Ένας άντρας τις θυμάται. Τις αποτυπώνει όπως μπορεί. Τις παραμορφώνει ενδεχομένως. Αλλά δεν τις ξεχνά.
Στο Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη η γυναίκα γίνεται απαγορευμένος πόθος, σύμβολο απώλειας. Εκείνη μένει, αυτός φεύγει. Στο Η κάθοδος των εννιά δεν υπάρχουν καθόλου. Και όμως, η απουσία τους είναι πιο ηχηρή από κάθε παρουσία.



Πλάκα / 6 Ιουνίου, απόγευμα

Καθισμένος σε μια αυλή με λεμονιές, ξανασκέφτομαι τη γυναικεία υπόσταση στον Βαλτινό. Η Αννούλα είναι σύζυγος, μητέρα, ίσως και κάτι περισσότερο. Αλλά ποτέ ολοκληρωμένα. Η μορφή της είναι σαν ανάμνηση που ο αφηγητής δεν μπορεί να ξεκαθαρίσει αν είναι δική του ή «δάνειο» μνήμης κάποιου άλλου.
Αυτός ο τρόπος αφήγησης – που αποφεύγει τον συναισθηματισμό, που σέβεται τη σιωπή – με συγκινεί. Κάθε γυναίκα στο βιβλίο έχει ένα ρόλο – αλλά και το βάρος του να μην τον εκπληρώνει ποτέ πλήρως. Κάθε σχέση έχει μέσα της κάτι ανεκπλήρωτο. Σαν να υπήρξε μόνο για να μην υπάρξει και τίποτε περισσότερο


Γλυφά / 7 Ιουνίου, πρωί

Η παραλία της Γλυφάς είναι ήσυχη. Ο ήλιος δυναμώνει. Στην ακροθαλασσιά μια γυναίκα πλένει ρούχα με τρόπο σχεδόν τελετουργικό. Η εικόνα αυτή, τόσο απλή, μου θυμίζει την Ελένη – όχι κάποια που ξέρω, αλλά εκείνη που περιγράφεται στο Ημερολόγιο Αλοννήσου μονάχα με δυο φράσεις: «Η Ελένη δεν μίλησε. Άφησε τα ρούχα να στραγγίζουν στον ήλιο και κοίταξε το καΐκι που απομακρυνόταν.»
Αυτό κάνει ο Βαλτινός με τις γυναίκες του. Τις αφήνει να υπάρχουν με μια σιωπή. Όχι ως σύμβολα, αλλά ως στιγμές. Ως παύσεις μέσα στον ανδρικό μονόλογο. Κι όμως, αυτές οι παύσεις λένε πολλά περισσότερα απ’ όσα μπορούν να διατυπωθούν.
Η Ελένη, η Αννούλα, η μάνα. Σκιές σε έναν ήλιο αήττητο που φωτίζει μόνο τα απαρατήρητα.



Παλιά Χώρα / 7 Ιουνίου, σούρουπο

Ανεβαίνω στη Χώρα από το παλιό μονοπάτι. Ο ιδρώτας με λούζει αλλά επιμένω. Στην κορυφή το βλέμμα ανοίγει στο Αιγαίο. Μια γυναίκα, κατάκοπη, κάθεται στο πεζούλι έξω από το σπίτι της. Πλέκει. Δεν με κοιτάζει, αλλά ξέρω ότι με νιώθει με μια αίσθηση συγγενική.
Εδώ, στις πέτρινες αυλές, φαντάζομαι τη μάνα του αφηγητή. Τη γυναίκα εκείνη που ζει μέσα από τις λεπτομέρειες – το φαγητό που ετοιμάζει, το βλέμμα που δεν σηκώνει, την απουσία λόγου. Δεν έχει όνομα, κι όμως την ξέρουμε. Γιατί από τη ζωή όλων μας πέρασε κάποτε μια γυναίκα σαν αυτήν.

«Η μάνα είχε μείνει όρθια, με την πετσέτα στα χέρια. Ούτε καλημέρα είπε. Σαν να ήταν εκεί, μόνο για να συνεχίσει.» Η θηλυκή παρουσία εδώ δεν διεκδικεί χώρο με κραυγές. Είναι το πλαίσιο. Το τοπίο. Είναι η δύναμη που δεν χωράει σε λόγια, και που χωρίς αυτήν όλα μπορούν να διαλυθούν.

Καλαμάκια / 8 Ιουνίου, απόγευμα

Κατεβαίνω στα Καλαμάκια και στέκομαι σε μια βάρκα αναποδογυρισμένη. Μια γιαγιά καθαρίζει χόρτα στη σκιά της αγριοσυκιάς. Αναρωτιέμαι αν ο Βαλτινός έγραψε ποτέ για μια γυναίκα σαν αυτή. Μια γριά που δεν μιλά πια για έρωτες, μόνο για φάρμακα, παιδιά, χρόνια περασμένα.
Ίσως είναι εκείνη η γιαγιά στο Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη που δίνει στον εγγονό της λίγα φλουριά και του λέει «να ’σαι τίμιος». Πίσω από κάθε ήρωα άντρα στον Βαλτινό, υπάρχει πάντα μια γυναίκα που κράτησε κάτι όρθιο. Μια γυναίκα που δεν φαίνεται στην πλοκή, αλλά είναι η προϋπόθεσή της.
Οι γυναίκες του Βαλτινού δεν είναι σύγχρονες φεμινίστριες. Δεν δημιουργήθηκαν για να διεκδικούν, αλλά για να υπάρχουν στην ένταση της σιωπής τους. Και αυτή είναι μια άλλη μορφή δύναμης, ανυπολόγιστης αξίας. Σε πολλές περιπτώσεις είναι καταπιεσμένες, συχνά ζουν μέσα σε ένα ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο (π.χ. εμφύλιος, μεταπολεμικά χρόνια, επαρχία) που δεν τους επιτρέπει να έχουν αυτοδιάθεση ή λόγο. Η κοινωνική τους θέση είναι συχνά καθορισμένη από τον πατριαρχικό περίγυρο.
Από την άλλη όμως, είναι ανεξάρτητες, όχι με τον εμφανή, ηρωικό τρόπο. Όμως με μια εσωτερική αυτονομία που εκδηλώνεται στη σιωπή τους, στην αντοχή τους ή ακόμα και στην παθητική τους αντίδραση απέναντι στα ιστορικά γεγονότα. Μπορεί να μην δρουν φανερά, αλλά δεν είναι αδρανείς – έχουν μια ηθική βαρύτητα και συναισθηματικό υπόβαθρο που συχνά υπερβαίνει αυτό των ανδρικών χαρακτήρων.

Μαρπούντα / 9 Ιουνίου, 07:00 π.μ.

Ξυπνάω νωρίς και περπατώ ως την ακτή της Μαρπούντας. Εδώ έμενε ο αφηγητής. Το σπίτι δεν υπάρχει πια, ίσως δεν υπήρξε ποτέ. Αλλά το ημερολόγιο αυτό, το Ημερολόγιο Αλοννήσου, μοιάζει να γράφτηκε για τέτοια αυγή. Για την ώρα που δεν έχει ειπωθεί τίποτα ακόμη.
Σκέφτομαι όλες τις γυναικείες μορφές που πέρασαν από τις σελίδες – και από το νησί. Η Μάρθα που έμεινε πίσω. Η μικρή Κατερίνα που φεύγει με το καΐκι. Η κόρη που κοιτάζει τον πατέρα χωρίς να τον καταλαβαίνει: «Η Μάρθα τον κοίταζε καθώς μιλούσε, αλλά ήξερε πως ό,τι κι αν πει, δεν θα ειπωθεί σωστά.» Αυτό είναι το κοινό νήμα: Η αδυναμία της επικοινωνίας. Οι γυναίκες αυτές αγαπούν, αλλά δεν ξέρουν να το πουν, να το εκφράσουν. Υπομένουν, αλλά κανείς δεν το βλέπει. Είναι θλιμμένες, αλλά δεν ζητούν λύπηση. Είναι οι γυναίκες που έχουν ξεχάσει να διεκδικούν, γιατί μάθανε να κρατούν, να υπομένουν.


Πατητήρι / 10 Ιουνίου, τελευταίο βράδυ

Επιστρέφω εκεί απ’ όπου ξεκίνησα. Το Πατητήρι, όπως πάντα, δεν κραυγάζει. Ούτε ο Βαλτινός το κάνει. Το ίδιο και οι γυναίκες του. Κάθομαι σε ένα χαμηλό τραπέζι. Ένα γατί περνά και τρίβεται στα πόδια μου. Ένα αγόρι δίπλα μου ρωτά τη μάνα του πότε θα φύγουν.
Αναλογίζομαι τις γυναικείες μορφές που γνώρισα εδώ. Όχι μόνο από το βιβλίο, αλλά κι από τη ζωή: εκείνη η γιαγιά στη Γλυφά, η γυναίκα που πλέκει στη Χώρα, η κοπέλα με το ποδήλατο στα Καλαμάκια. Σαν να κρατούσαν κάτι κοινό με τις σιωπηλές, φευγαλέες γυναίκες του Βαλτινού: «Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε, όχι σαν να τον κατηγορούσε, αλλά σαν να τον είχε ήδη συγχωρήσει.» Πόσο συχνά βλέπουμε πια βλέμματα που συγχωρούν χωρίς να ζητηθεί συγγνώμη;


Πλατεία Ναυαρίνου – Θεσσαλονίκη / 11 Ιουνίου

Η ζέστη εδώ είναι διαφορετική. Αστική. Μπουκωμένη. Όμως στον νου μου ακόμη φυσάει το αεράκι της Πλάκας. Περπατώ από Εγνατία προς Εθνικής Αμύνης, μετά κατεβαίνω στην παραλία. Η πόλη είναι γεμάτη γυναίκες, αλλά καμία δεν μοιάζει με τις γυναίκες του Ημερολογίου. Εκείνες δεν περπατούν με ακουστικά ή με σακίδια. Περπατούν με σκιές.
Κι όμως, η ηχώ τους υπάρχει. Ίσως σε μια σιωπή. Ίσως σε μια ατελείωτη αναμονή.
Στη Ζωή με τον Χελώνα, μια γυναίκα γράφει: «Ο άντρας δεν καταλαβαίνει. Δεν θέλω να του μιλήσω άλλο. Θα του γράψω. Αν διαβάσει, ίσως μ’ αγαπήσει αλλιώς.»
Ίσως γι’ αυτό γράφουμε κι εμείς. Για να μπορέσουν να μας αγαπήσουν αλλιώς. Ή για να θυμόμαστε εκείνες που κάποτε πέρασαν από την ζωή μας σαν άγγελοι – αθόρυβα, υπομονετικά, με τον δικό τους τρόπο.


Θεσσαλονίκη Ροτόντα / 12 Ιουνίου, 10:10 π.μ.

Η Αλόννησος είναι πια πίσω μου. Περπατώ στη Ροτόντα, εκεί που η Ιστορία επιμένει, ακόμα και αν την προσπερνούμε. Στο Ημερολόγιο, οι γυναίκες μοιάζουν με τη Ροτόντα: Είναι εκεί, αλλά κανείς δεν τις κοιτά με προσοχή. Δεν κραυγάζουν· υπάρχουν. Και αυτό από μόνο του είναι συγκινητικό.
Μια κοπέλα διαβάζει μόνη της σε ένα παγκάκι. Με κοιτάζει για λίγο και ξανασκύβει στο βιβλίο της. Η σιωπή της μου θυμίζει όλες τις γυναίκες που δημιουργεί στη γραφή του ο Βαλτινός. Εκείνες που ποτέ δεν εξομολογήθηκαν ό,τι ήθελαν. Που δεν περιγράφονται σελίδα-σελίδα, αλλά κρύβονται στο διάστιχο.


Εθνικής Αμύνης – Καφέ «Γιουκάλι» / 12 Ιουνίου, μεσημέρι

Γράφω αυτές τις σημειώσεις με το βιβλίο ανοιχτό μπροστά μου. Ο αφηγητής στο Ημερολόγιο Αλοννήσου μοιάζει να καταγράφει τον κόσμο σαν να πρόκειται να χαθεί. Οι γυναίκες του δεν μιλούν για να διεκδικήσουν – υπάρχουν γιατί κάποιος τις θυμάται. Αυτή είναι η δική τους δύναμη, αλλά και η παγίδα τους: η ύπαρξή τους εξαρτάται από την ανδρική μνήμη.
Είναι αυτό άδικο; Ίσως. Αλλά είναι και βαθιά ανθρώπινο. Ο έρωτας που δεν ειπώθηκε. Η μάνα που δεν συγχώρεσε ποτέ. Η κοπέλα που φεύγει μ’ ένα πλοίο και δεν γυρνά. Οι γυναίκες του Βαλτινού είναι σιωπές που επιμένουν.


Άνω Πόλη / 13 Ιουνίου, σούρουπο

Ανεβαίνω στα Τείχη. Από κάτω η πόλη ξεθωριάζει στο πορτοκαλί του απογεύματος. Μοιάζει με την Αννούλα – δεν τη βλέπεις καθαρά, αλλά είναι εκεί. Σ’ αυτό το φως που δεν ανήκει πια ούτε στη μέρα ούτε στη νύχτα.
Σκέφτομαι πως ο Βαλτινός δεν έγραψε για τις γυναίκες όπως θα ήθελαν οι γυναίκες. Τις έγραψε όπως τις φαντάστηκε ένας άντρας παλιότερης γενιάς, αλλά με ειλικρίνεια. Δεν τις τίμησε με ρητορικές – τις τίμησε με μισές φράσεις, με μια σιωπή που τους ανήκει.
Εν κατακλείδι, ο Βαλτινός δεν γράφει για γυναίκες. Γράφει με τις γυναίκες μέσα του. Τις αφήνει να υπάρχουν όχι για να τις εξυψώσει, αλλά για να τις παρατηρήσει, να τις κουβαλήσει, όπως κουβαλά κανείς τον παλιό εαυτό του. Οι γυναίκες στο έργο του είναι τοπίο, παρελθόν, μνήμη, απουσία, επιθυμία, μητρική εικόνα, ποίηση που δεν ειπώθηκε.
Η επίσκεψή μου στο νησί της Αλοννήσου με έκανε να αντιληφθώ, να νιώσω, ότι οι γυναίκες μέσα στο έργο του Βαλτινού υπάρχουν καθαρά, σχεδόν αποκαλυπτικά, με έναν άλλο τρόπο. Όχι γιατί ο συγγραφέας τις όρισε – αλλά γιατί τις διέσωσε. Με τη σιωπή, την απουσία, την ελάχιστη αναφορά.

Κι ίσως τελικά αυτή η μορφή αναγνώρισης – η άφωνη, η πλάγια, η περιφραστική, να είναι η μόνη που έχει διάρκεια μέσα μας. 

― ― ― ― ― ― ― ―

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: