Μια περιηγητική – τοπογραφική «επανεπίσκεψη» στο έργο τού Χειμωνά

Φωτ. Στέλιου Σκοπελίτη (1987)
Φωτ. Στέλιου Σκοπελίτη (1987)



Η πο­λυ­ση­μία στο έρ­γο του Γιώρ­γου Χει­μω­νά, αυ­τή η μυ­στη­ριώ­δης ψευ­δαι­σθι­σια­κή μα άκρως ρε­α­λι­στι­κή γρα­φή του, ορί­ζε­ται σε με­γά­λο βαθ­μό από τους τό­πους και τα το­πω­νύ­μια που δια­τρέ­χουν το σύ­νο­λο των πε­ζο­γρα­φη­μά­των του — φά­ροι που απο­κα­λύ­πτουν και οριο­θε­τούν την πε­ρι­η­γη­τι­κή διά­στα­ση αυ­τών των σπά­νιων κει­μέ­νων. Τα κά­θε λο­γής το­πω­νύ­μια που συ­να­ντού­με διά­σπαρ­τα στα εν­νιά ολι­γο­σέ­λι­δα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα του Χει­μω­νά ξε­περ­νούν τα εκα­τό.

Οι τό­ποι, οι δρό­μοι, οι γει­το­νιές που «ση­μα­το­δο­τούν», που ονο­μα­τί­ζουν και δη­μιουρ­γούν την ψυ­χο­λο­γία του χώ­ρου και την γε­ω­γρα­φία του χρό­νου στα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα του Γ.Χ., εί­ναι μέ­ρη που επα­νε­πι­σκέ­πτο­μαι συ­χνά. Κά­θε φο­ρά, ιχνη­λα­τώ συ­γκι­νη­σια­κά, νοη­τι­κά, αλ­λά και ρε­α­λι­στι­κά αυ­τούς τους τό­πους. Στα­μα­τώ για λί­γο στην Πα­να­γία, την πα­λιά πό­λη της Κα­βά­λας που τυγ­χά­νει και δι­κή μου γε­νέ­θλια πό­λη. Στα­μα­τώ στα νο­ή­μα­τα που πλέ­κουν τα συρ­μά­τι­να κι­γκλι­δώ­μα­τα απέ­να­ντι από το —πλέ­ον ανα­και­νι­σμέ­νο— Ιμα­ρέτ και κά­θε φο­ρά, η ήπει­ρος Θά­σος επι­βάλ­λει σιω­πή – προ­σέ­χο­ντας την κί­νη­ση και την ακι­νη­σία αυ­τής της ει­κό­νας, φτά­νω στον πυ­ρή­να των πραγ­μά­των. Ακό­μη, τό­σο και­ρό με­τά από το νε­ρό, οι άν­θρω­ποι έρ­χο­νται μό­νοι τους προς αυ­τήν.

Το τε­λευ­ταίο από τα εν­νιά πε­ζο­γρα­φή­μα­τα του Γ.Χ., Ο εχθρός του ποι­η­τή, βρί­θει από ανα­φο­ρές σε μέ­ρη, πό­λεις και το­πω­νύ­μια που ει­δι­κά στο πρώ­το μέ­ρος του βι­βλί­ου, (όπως άλ­λω­στε και στους Χτί­στες και στον Για­τρό Ινε­ό­τη), λει­τουρ­γούν ως ένας λο­γο­τε­χνι­κός — με­τεμ­φυ­λια­κός θα έλε­γα, χάρ­της της σύγ­χρο­νης Ελ­λά­δας, κα­θώς και μια επα­να­πε­πί­σκε­ψη σε μέ­ρη κυ­ρί­ως της κε­ντρο-βό­ρειας Ευ­ρώ­πης στα οποία ο Χει­μω­νάς τα­ξί­δευε συ­χνά και διέ­με­νε για με­γά­λα χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα.


Κα­βά­λα, Θά­σος

Κα­θό­ταν στο πα­ρά­θυ­ρο στο σπί­τι της Κα­βά­λας. Απέ­να­ντι στο Ιμα­ρέτ που έβλε­πε την δι­χτυω­τή θά­λασ­σα. Ελα­φριοί άνε­μοι έπλε­καν τις γα­λά­ζιες θη­λιές της. Αξέ­χα­στο σώ­μα βάρ­κας κι ο ρυθ­μι­κός κρό­τος καϊ­κιού κι η ήπει­ρος Θά­σος.

Η μη­τέ­ρα και η θεία Ρι­νιώ δεν υπάρ­χουν πια, όμως υπάρ­χει το νό­η­μα της μορ­φής τους — το απο­τύ­πω­μά τους στον χρό­νο. Η αμε­τά­κλη­τη από­φα­ση της χα­ράς και του πέν­θους. Μό­νον ένας τό­πος που γνω­ρί­ζεις κα­λά μπο­ρεί να σου ξυ­πνή­σει τέ­τοια συ­ναι­σθή­μα­τα. Τα μι­κρά πε­ζο­γρα­φή­μα­τα του Γ.Χ. εί­ναι δρό­μοι προς μια φα­ντα­σμα­γο­ρία της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης. Των μι­κρών κα­θη­με­ρι­νών πραγ­μά­των που με τον έναν ή τον άλ­λο τρό­πο αφο­ρούν στις ζω­ές όλων μας. Κα­νείς στον κό­σμο δεν υπάρ­χει όσο αυ­τά τα πλά­σμα­τα που ενοι­κούν στα έρ­γα του Χει­μω­νά. Αυ­τοί οι άν­θρω­ποι, υπάρ­χουν βα­θιά. Οδυ­νη­ρά. Ωραία. Εμ­φα­ντι­κά. Η ύπαρ­ξή τους συ­νο­ρεύ­ει και τα­λα­ντεύ­ε­ται με ένα ψυ­χο­λο­γι­κό-δια­νοη­τι­κό όριο. Κυ­ρί­ως όμως, με ένα όριο σω­μα­τι­κό που δεν συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται ακρι­βώς όπως σκέ­φτε­ται. Δια­δρα­μα­τί­ζε­ται λε­κτι­κά, αρ­θρώ­νε­ται, εν­νο­εί­ται και συγ­χέ­ε­ται πό­τε με θυ­μό, πό­τε με κα­τά­φα­ση, συ­νή­θως μέ­σα σε μια εκ­κω­φα­ντι­κή σιω­πή. Μια σιω­πή που η ίδια, απο­τε­λεί ορ­γα­νι­κό στοι­χείο του λό­γου. Πολ­λές φο­ρές πιο δυ­να­τό απ’ τον ίδιο τον λό­γο. Ένα όριο εν τέ­λει βα­θιά αν­θρώ­πι­νο.


Η Θεσ­σα­λο­νί­κη

Η Κυ­βέ­λη στα­μά­τη­σε κι αρ­πά­ζο­ντάς με από τον αγκώ­να έκα­νε μια χο­ρευ­τι­κή φι­γού­ρα γύ­ρω μου. Ήταν ένα παι­χνί­δι που το παί­ζα­με εγώ κι αυ­τή όταν ήμα­σταν παι­διά και έφη­βοι. Να χο­ρεύ­ου­με στους αν­θρώ­πους που στα­μα­τού­σαν και γε­λού­σαν. Μας χαί­ρο­νταν ή μας κο­ρόι­δευαν αλ­λά εμείς σο­βα­ροί ως το τέ­λος δια­σχί­ζα­με χο­ρεύ­ο­ντας τις λε­ω­φό­ρους της Θεσ­σα­λο­νί­κης.

Τριά­ντα και πλέ­ον χρό­νια με­τά την έκ­δο­ση του Εχθρού του ποι­η­τή, κα­τη­φο­ρί­ζω από την πλα­τεία Συ­ντρι­βα­νί­ου την Εθνι­κής Αμύ­νης όπου πα­λιά υπήρ­χαν πολ­λά βι­βλιο­πω­λεία και τυ­πο­γρα­φεία. Αυ­τή η σχε­δόν κα­θη­με­ρι­νή πε­ρι­διά­βα­ση του Γιώρ­γου Χει­μω­νά σ’ αυ­τή την πε­ριο­χή, όπου η μνή­μη δια­κλα­δώ­νε­ται με το εδώ. Μου εί­ναι δύ­σκο­λο να γρά­ψω για τον Χει­μω­νά. Για τον και­ρό όλων αυ­τών των «αφη­ρη­μέ­νων ου­σια­στι­κών» που ενοι­κούν στο έρ­γο του. Τα δι­κά του τά­μα­τα που ήταν νο­ή­μα­τα αφη­ρη­μέ­νων και συ­γκε­κρι­μέ­νων εν­νοιών, εναρ­μο­νί­ζουν έναν λό­γο ταυ­τό­χρο­να αρ­χέ­γο­νο και νε­ω­τε­ρι­κό. Οι δι­κή του πε­ρι­πα­τη­τι­κή Θεσ­σα­λο­νί­κη ήταν λέ­ξεις-έν­νοιες, μορ­φές-με­τα­φο­ρές που δη­μιουρ­γούν έναν πα­ρα­κεί­με­νο κό­σμο απ’ τον κό­σμο. Ο Γ.Χ. αι­σθα­νό­ταν την πό­λη όπως και τα κεί­με­νά του, με το σώ­μα. Η ανα­πα­ρά­στα­ση της κα­θη­με­ρι­νής πρα­κτι­κής μέ­σω του λό­γου, μια διαρ­κής επα­φή με το επέ­κει­να των πραγ­μά­των. Αυ­τή η ατε­λής, η θραυ­σμα­τι­κή γρα­φή, τα κα­ρέ ζω­ής, η αμη­χα­νία στο πως να μι­λή­σει γι’ αυ­τά τα άγνω­στα, τα αθέ­α­τα πλά­σμα­τα της ψυ­χής.

Στρί­βω από την Εθνι­κής Αμύ­νης στην Τσι­μι­σκή και βλέ­πω στο πε­ζο­δρό­μιο δυο παι­διά να κυ­νη­γιού­νται με χο­ρευ­τι­κές κι­νή­σεις. Μου έρ­χε­ται στο μυα­λό ο Για­τρός Ινε­ό­της. Γρά­φω το τε­λευ­ταίο βι­βλίο στον κό­σμο. Το τε­λευ­ταίο βι­βλίο, μια τε­λευ­ταία βόλ­τα, η τε­λευ­ταία φο­ρά που τον συ­να­ντώ έξω από τον Ζύ­θο-Ντο­ρέ. Κι όμως, υπάρ­χει μια τε­λευ­ταία φο­ρά, ακό­μη και στην τε­λευ­ταία φο­ρά.

Κό­σμος εί­ναι ό,τι δεν εί­ναι άν­θρω­πος. Ο κό­σμος έχει την ανά­γκη. Ανά­γκη ονο­μά­στη­κε για­τί ανα­γκά­ζε­ται. Κρύα και πα­γω­μέ­νη φυ­σά και κα­τε­βαί­νει από την φτω­χού­λα την σερ­βία. Έχει αρ­σε­νι­κό όνο­μα ο Βαρ­δά­ρης.

Ο Bαρ­δά­ρης μα­ζεύ­ε­ται και κου­λου­ριά­ζε­ται συ­νέ­χεια σαν την ψυ­χή του Κή­ρυ­κα στους Χτί­στες. Από­γευ­μα Μαρ­τί­ου και κα­τε­βαί­νω την Δη­μη­τρί­ου Γού­να­ρη. Ο Βαρ­δά­ρης φυ­σά­ει δυ­να­τά σή­με­ρα σαν τα­ραγ­μέ­νος νους και σαν ψυ­χή που διαρ­κώς κι­νεί­ται, σαν ομι­λία. Η Ανά­γκη στην πρό­ζα του Γ.Χ .εί­ναι μια διαρ­κής από­πει­ρα να μι­λή­σει για το υπο­κεί­με­νο μέ­σα στον κό­σμο του αφη­ρη­μέ­νου. Η Ανάγκη του λό­γου του να δια­πε­ρά­σει το αφη­ρη­μέ­νο και να επι­στρέ­ψει στο υπο­κεί­με­νο, πί­σω στον συγ­γρα­φέα. Η Ανά­γκη να απο­τυ­πώ­σει όσο πιο κα­θα­ρά και διαυ­γές γί­νε­ται, το ψυ­χο­γρά­φη­μα του μο­να­χι­κού ήρωα που με το στό­μα του μι­λούν όλοι οι άν­θρω­ποι. Ο ήρω­ας που προ­χω­ρά­ει μέ­σα στο πλή­θος για να αναγ­γεί­λει. Εκεί­νος που κου­βα­λά­ει στους ώμους του το βά­ρος ενός ολό­κλη­ρου λα­ού — και δεν εί­ναι άν­θρω­πος, μα εί­ναι ο ίδιος κό­σμος – που ορί­ζει το τέ­λος του και­ρού, και την αρ­χή μιας νέ­ας γραμ­μα­τι­κής των αν­θρώ­πων.


Η Ξάν­θη

ΟΙ ΧΤΙ­ΣΤΕΣ. Ένας λα­ός εφά­νη­κε σαν τους δω­ριείς. Τε­λευ­ταίο έθνος αν­θρώ­πων πέ­ρα­σε τον ορί­ζο­ντα και πα­ρου­σιά­στη­κε. Εί­ναι χτί­στες από την Ξάν­θη… Συμ­φώ­νη­σαν για ένα χτί­σι­μο και ήρ­θαν. Μέ­ρες και νύ­χτες δού­λευαν και όλες μα­ζί οι οι­κο­γέ­νειες των χτι­στών να κου­βα­λούν με βια­σύ­νη.

Ο ονο­μα­το­λο­γι­κός και το­πω­νυ­μι­κός χάρ­της του Χει­μω­νά εί­ναι εξαι­ρε­τι­κά πυ­κνο­κα­τοι­κη­μέ­νος τό­σο σε ρε­α­λι­στι­κή όσο και σε φα­ντα­σια­κή διά­στα­ση. Ο ίδιος υπο­στή­ρι­ζε πως «Υπάρ­χουν όλα αυ­τά τα συ­γκε­κρι­μέ­να στοι­χεία που θα έλε­γα ότι καρ­φώ­νουν το κεί­με­νό μου πά­νω στον τό­πο και στον χρό­νο. Όπως για πα­ρά­δειγ­μα η φρά­ση από τον Πει­σί­στρα­το: Έχω την ψυ­χο­λο­γία της καρ­φω­μέ­νης ση­μαί­ας, και τα καρ­φιά με εμπο­δί­ζουν να κυ­μα­τί­σω

Στους Χτί­στες, ο χώ­ρος, υπάρ­χει σε με­γά­λο βαθ­μό ως θε­α­τρι­κό σκη­νι­κό. Ξε­κι­νώ­ντας από ει­κό­νες Ανα­γέν­νη­σης και κα­τα­λή­γο­ντας στους Θρα­κιώ­τες χτί­στες που μέ­σα από μια κο­σμο­γο­νία έρ­χο­νται ως κα­λε­σμέ­νοι για να ξα­να­χτί­σουν τη χώ­ρα από την αρ­χή. Έπει­τα η χώ­ρα φτιά­χτη­κε πε­ρί­τε­χνα ως κά­τι νέο και οι χτί­στες φύ­γαν και χά­θη­καν αφού πρώ­τα γλέ­ντη­σαν ανά­βο­ντας φω­τιές. Όμως, τα και­νούρ­για σπί­τια έμει­ναν μό­να, εγκα­τα­λειμ­μέ­να, στέ­κο­νταν ορ­θά­νοι­χτα κι αδεια­νά κι από τα ορ­θά­νοι­χτα πα­ρά­θυ­ρα περ­νού­σε η ηχώ των τρα­γου­διών της Θρά­κης. Κά­θε φο­ρά που επι­σκέ­πτο­μαι κα­λο­καί­ρι την πα­λιά πό­λη της Ξάν­θης, μοιά­ζει εγκα­τα­λειμ­μέ­νη μες στο ζε­στό με­ση­μέ­ρι. Όμως με τα ση­μά­δια πως κά­τι ση­μα­ντι­κό πρέ­πει να έγι­νε εδώ. Χρό­νια πριν, υπη­ρε­τώ­ντας την θη­τεία μου εκεί, πε­ρι­δια­βαί­νο­ντας τα στε­νά σο­κά­κια της πό­λης από το ρο­λόι της πλα­τεί­ας μέ­χρι ψη­λά στο σπί­τι του Χα­τζι­δά­κι, σκε­φτό­μουν και συλ­λάμ­βα­να την δια­δρο­μή του αφη­γη­μα­τι­κού χώ­ρου στους Χτί­στες. Όλα εκεί­να τα αρ­χε­τυ­πι­κά στοι­χεία, το φως, η ηχώ, ο αέ­ρας, με την μνή­μη του στοι­χεί­ου της ζω­ής — που εί­ναι το νε­ρό, όπως κυ­λά­ει στους δρό­μους και στα σπί­τια με τις σκα­λι­στές προ­σό­ψεις και τις απα­νω­τές κά­μα­ρες και πη­γαί­νει να συ­να­ντή­σει ξα­νά τον Κή­ρυ­κα.


Η Θεσ­σα­λία

Οι φω­τιές βρέ­χουν τα πρό­σω­πά τους. Λιώ­νουν και χύ­νο­νται μέ­σα στις σκλη­ρές πτυ­χές των φο­ρε­μά­των. Γνω­ρί­ζουν πως οι φω­τιές αυ­τές ανά­φτη­καν για άλ­λες φω­τιές πιο μα­κρι­νές κι εκεί­νες για μα­κρύ­τε­ρες. Από τον άγνω­στο τό­πο όπου επαί­χθη­κε η ζωή τους. Αλ­λά εγώ μ’ έναν κρύο τρό­μο συ­ναι­σθά­νο­μαι τα αι­σθή­μα­τα εκεί­νων που άνα­βαν φω­τιές. Με τι αι­σθή­μα­τα ανά­βαν; Προ­πα­ντός οι πιο κο­ντι­νοί από βορ­ρά και μ’ έναν αι­σθη­μα­τι­κό θυ­μό συγ­γε­νι­κό τους συ­νε­ρί­ζο­μαι. Για­τί κα­τά­γο­μαι από τη Θεσ­σα­λία.

Κα­λο­καί­ρι. Στον με­γά­λο Θεσ­σα­λι­κό κά­μπο ανά­βουν φω­τιές. Εμ­φα­νί­ζο­νται σκιές και πε­ρι­γράμ­μα­τα μορ­φών που φω­τί­ζο­νται ξαφ­νι­κά πλάι στον Πη­νειό. Διαρ­κώς συ­γκι­νη­μέ­νες κι εξου­θε­νω­μέ­νες από τα αι­σθή­μα­τα. Για­τί το πέν­θι­μο σκη­νι­κό που παί­ζε­ται η ζωή των ηρώ­ων του Χει­μω­νά, εί­ναι το ίδιο το σκη­νι­κό της γλώσ­σας του. Μια απέ­ρα­ντη μέ­ρα, σ’ ένα το­πίο από ήλιο, θαρ­ρείς πως συγ­γε­νεύ­εις με αυ­τή την αι­σθη­σια­κή του γρα­φή, μέ­χρι να αντι­λη­φθείς πως αυ­τή η απο­τύ­πω­ση της χρό­νιας με­γε­θυ­μέ­νης διέ­γερ­σης των αι­σθη­μά­των στον Χει­μω­νά, εί­ναι μια ιε­ρο­τε­λε­στία εσω­τε­ρι­κής εμπει­ρί­ας που εύ­κο­λα σε αφή­νει απ’ έξω.

Για­τί ο Χει­μω­νάς, γρά­φο­ντας συ­μπα­γή κομ­μά­τια αί­μα­τος, ανα­πα­ρι­στά την ψυ­χή ως μί­μη­ση σπου­δαί­ου σώ­μα­τος, και πε­θαί­νει από ένα εί­δος «κο­σμο­γο­νί­ας». Πε­θαί­νει διαρ­κώς, χω­ρίς να έχει τε­λειώ­σει ού­τε με τη ζωή ού­τε με το έρ­γο του. Πε­θαί­νει συ­ναι­σθα­νό­με­νος με έναν αι­σθη­τη­ρια­κό θυ­μό — την τρα­γι­κή μοί­ρα του αν­θρώ­που.


Τουρ­κία, Πα­ρά­λια Μι­κράς Ασί­ας

Μια εκ­δρο­μή στην Ιω­νία και στη Λυ­κία, που εί­χε πραγ­μα­το­ποι­ή­σει ο Χει­μω­νάς λί­γα χρό­νια πριν, περ­νά­ει με μια ορα­μα­τι­κή πε­ρι­πλά­νη­ση στο τε­λευ­ταίο μέ­ρος του Εχθρού του ποι­η­τή. Ο αφη­γη­τής έχει πε­θά­νει και η Ελέ­νη Ξέ­νου, η Έρ­ση, ο Δώ­ρος —που εί­ναι ο «βοη­θός των θαμ­μέ­νων»—, μα­ζί με μια πα­ρέα φί­λων, με­τα­φέ­ρουν τον Κων­στα­ντί­νο Λάιο, τον ποι­η­τή, στην τε­λευ­ταία του κα­τοι­κία. Ο τρα­γι­κός ήρω­ας, αυ­τό το ον που «κα­τά­φε­ρε να δει μέλ­λον ακό­μη και στον θά­να­τό του» εί­ναι ο πε­ρι­πλα­νώ­με­νος ποι­η­τής που έγι­νε «Ο Βα­σι­λιάς της Ασί­ας», όπως το εί­χε κά­πο­τε προ­φη­τέ­ψει ο πα­τέ­ρας του. Kά­τοι­κος και φο­ρέ­ας ενός ποι­η­τι­κού «άλ­λου», που κα­τέ­χει και ενέ­χει το αν­θρώ­πι­νο όριο. Οι «κρί­σι­μοι» ήρω­ες του Χει­μω­νά εί­ναι πλα­σμέ­νοι σω­μα­τι­κά, νοη­τι­κά, ψυ­χι­κά, για να εμπε­ριέ­χουν και να υπερ­βαί­νουν αυ­τό το όριο — που εν τέ­λει, εί­ναι η αν­θρώ­πι­νη γλώσ­σα, όλα όσα μπο­ρεί να πει αυ­τή η γλώσ­σα. Κυ­ρί­ως, όσα δεν μπο­ρεί.


Η Γαλ­λία

Στο Πα­ρί­σι νοί­κια­σα. Απέ­να­ντι στον με­γα­λο­πρε­πή σταθ­μό Lyon εκα­τοι­κού­σα κλει­σμέ­νος. Ήταν ένα πο­λύ με­γά­λο δια­μέ­ρι­σμα της επο­χής Haussmann. Υψη­λά τζά­κια πε­ρί­τε­χνων μαρ­μά­ρων και οι πε­ρί­τε­χνοι κα­θρέ­φτες. Έφθα­ναν μέ­χρι την ανά­γλυ­φη ορο­φή έλα­μπαν στην ομί­χλη των απέ­ρα­ντων δω­μα­τί­ων.

Όταν επι­σκέ­πτο­μαι το Πα­ρί­σι συ­χνά περ­νάω από τον σταθ­μό Lyon. Μέ­σα στην οχλα­γω­γία των αυ­το­κι­νή­των και των πε­ρα­στι­κών ακο­λου­θεί μια ανε­ξή­γη­τη, πα­ρα­τε­τα­μέ­νη σιω­πή. Έπει­τα συ­να­ντώ τον Γ.Χ. μέ­σω της συγ­γρα­φι­κής του το­πο­γρα­φί­ας — τον βλέ­πω να πε­ρι­δια­βαί­νει στην πε­ριο­χή ανα­ζη­τώ­ντας το δια­μέ­ρι­σμα που πια δεν κα­τοι­κεί­ται από κα­νέ­ναν. Η εσχα­το­λο­γι­κή-κο­σμο­γο­νι­κή του γρα­φή αντι­κα­τό­πτρι­ζε ένα συ­μπα­ντι­κό δρά­μα που ξε­κι­νού­σε από μέ­σα του — από μια αρ­χε­τυ­πι­κή σο­φία, από μια ιε­ρή μα­νία ενός αρ­χαί­ου μυ­στι­κού κα­θι­σμέ­νου σε μια δερ­μά­τι­νη μπερ­ζέ­ρα που έγρα­φε κα­πνί­ζο­ντας μα­νιω­δώς, ενώ ορ­κι­ζό­ταν στη ζωή ως μέ­ρος του θα­νά­του. Της αυ­το­κα­τα­στρο­φι­κής του δια­στρο­φής. Της θε­α­τρι­νί­στι­κης ανά­γκης του να ανα­ζη­τά συ­νε­χώς νέα το­πία, νέα σκη­νι­κά για την τε­λευ­ταία πρά­ξη του δρά­μα­τος. Της αμ­φί­ση­μη υπό­στα­σής του. Της με­λαγ­χο­λι­κής συ­νει­δη­το­ποί­η­σης της τρα­γι­κής του φύ­σης. Το Πα­ρί­σι για τον Χει­μω­νά, ήταν όπως η γρα­φή του: μια πό­λη σαν ένα μου­σι­κό μο­τί­βο παιγ­μέ­νο σε άλ­λη κλί­μα­κα – μια μυ­στι­κή αφα­νέ­ρω­τη ιστο­ρία, μια πο­λύ­τι­μη φρά­ση, όμως φρά­ση διαρ­κεί­ας που ολο­κλη­ρώ­νε­ται σε εν­νέα μι­κρά πε­ζο­γρα­φή­μα­τα - που εί­ναι μια ενιαία σπον­δυ­λω­τή αφή­γη­ση ζω­ής. Ένας λό­γος που απο­πει­ρά­ται να γί­νει υπε­ραν­θρώ­πι­νος και υπερ­σω­μα­τι­κός, ακρι­βώς όπως ήταν η ζωή του. Μια ζωή «εν­νοη­μέ­νη» από την τέ­χνη. Απο­νε­νοη­μέ­νη από μια πό­λη.

Στο Πα­ρί­σι αλ­λά­ξα­με τραί­νο για την Ελ­λά­δα. Μέ­σα στην ατέ­λειω­τη στοά του με­τρό που προ­χω­ρού­σα­με. Σ’ ένα σταυ­ρο­δρό­μι της ήταν μια μι­κρή ορ­χή­στρα κι έπαι­ζε μου­σι­κή.
Ήταν τρεις νε­α­ροί Ούγ­γροι ντυ­μέ­νοι με επί­ση­μα φρά­κα με­γά­λης ορ­χή­στρας. Μια κο­πέ­λα έπαι­ζε βιο­λον­τσέ­λο ντυ­μέ­νη κι αυ­τή με φρά­κο. Ανά­ε­ρη σαν νύμ­φη με μα­κρυά ίσια ξαν­θά μαλ­λιά. Ανα­γνώ­ρι­σα το κομ­μά­τι που έπαι­ζαν από το λι­τό μο­τί­βο που επα­να­λαμ­βα­νό­ταν και τα μι­κρά διά­κε­να σι­γής που όσο πή­γαι­ναν εμά­κραι­ναν ενώ λι­γό­στευε η μου­σι­κή. Ήταν Η μο­να­ξιά του Αρ­θού­ρου Ρε­μπώ.

Η ηχώ των λέ­ξε­ων, της μου­σι­κής, ο ρυθ­μός των πε­ρα­στι­κών μέ­σα στη σιω­πή του υπό­γειου με­τρό, η αρ­ρυθ­μία της ημέ­ρας. Ο προ­φο­ρι­κός ρυθ­μός στα γρα­πτά του Γ.Χ. αλ­λά­ζει ύφος κά­θε φο­ρά που αλ­λά­ζει τό­πο. Το προ­σω­πι­κό γί­νε­ται συλ­λο­γι­κό. Η κα­θο­λι­κό­τη­τα του κό­σμου, τα κα­θη­με­ρι­νά συμ­βά­ντα ζω­ής που αφο­ρούν στο πλή­θος περ­νά­νε μέ­σα στον προ­σω­πι­κό «φα­σμα­το­γρά­φο» του συγ­γρα­φέα. Φιλ­τρά­ρο­νται κι επι­στρέ­φουν πί­σω στον κό­σμο, αυ­τή τη φο­ρά, μέ­σω μιας λο­γο­τε­χνι­κής φα­ντα­σμα­γο­ρί­ας, μιας γρα­φής άξε­στης που ενοι­κεί και τα­λα­ντεύ­ε­ται στα όρια του «μει­κτού πλην νό­μι­μου εί­δους». Το συλ­λο­γι­κό γί­νε­ται και πά­λι προ­σω­πι­κό, περ­νώ­ντας διαι­σθη­τι­κά μέ­σα από τα αρ­χε­τυ­πι­κά ση­μά­δια — τα «αν­θρω­πω­νύ­μια» της κα­τα­γω­γής, αυ­τής της ατα­ξι­νό­μη­της υφο­λο­γι­κά γρα­φής: ο Σο­λω­μός με τη Γυ­ναί­κα της Ζά­κυν­θος, ο Μα­κρυ­γιάν­νης, ο Αι­σχύ­λος, ο Εμπε­δο­κλής, ο Ηρά­κλει­τος, η Απο­κά­λυ­ψη του Ιω­άν­νη, αλ­λά και στον Ντο­στο­γιέφ­σκι, με τα αρι­στο­τε­χνι­κά ψυ­χο­γρα­φή­μα­τα, στον Κάφ­κα, με τις με­τα­μορ­φώ­σεις του αν­θρώ­πι­νου σώ­μα­τος, και πο­λύ πι­θα­νόν στους Γάλ­λους Ρα­κί­να, Μπλαν­σό, Ζε­νέ, στον Μπέ­κετ με την εσχα­το­λο­γι­κή-κο­σμο­γο­νι­κή του ενό­ρα­ση.

Τα το­πω­νύ­μια στα αφη­γή­μα­τα του Γ.Χ. δη­μιουρ­γούν την το­πο­γρα­φία της γρα­φής του. Μέ­σα σ’ αυ­τήν την «τα­ραγ­μέ­νη ονο­μα­σια­κή κα­τά­στα­ση, η γλώσ­σα με αγω­νία πο­λιορ­κεί το κε­νό».

Θα μπο­ρού­σα να συ­νε­χί­σω τις ανα­φο­ρές μου και στους υπό­λοι­πους τό­πους του χει­μω­νι­κού έρ­γου, όμως στα­μα­τώ εδώ. «Πέ­ρα­σα» μό­νον από τα μέ­ρη που θυ­μά­μαι να έχω επι­σκε­φτεί ο ίδιος – μια επα­νε­πί­σκε­ψη εκεί όπου η προ­φη­τι­κή-ορια­κή γρα­φή του Χει­μω­νά απο­πει­ρά­ται να ερευ­νή­σει τα βά­θη του αν­θρώ­πι­νου λό­γου αφή­νο­ντας ξο­πί­σω της τα γε­ω­γρα­φι­κά ση­μά­δια της κα­τα­γω­γής του: Η Θεσ­σα­λία, η Κά­λυ­μνος, η Μι­κρα­σία, η Κα­βά­λα, η Θά­σος, οι Τούρ­κοι, οι Λα­ζοί, οι Βούλ­γα­ροι, η φτω­χού­λα Σερ­βία, ο Βαρ­δά­ρης και η Θεσ­σα­λο­νί­κη, οι χτί­στες από την Ξάν­θη, αλ­λά και η Σταυ­ρο­φο­ρία, η Ευ­δο­κία, η Κυ­βέ­λη, η Αι­τία, η Αύ­ξη­ση, η Αγλα­ΐα, η Βα­λα­σή, η Κυ­ρια­κή και η Χρυ­σώ, ο Δι­καί­ος, ο Δώ­ρος, η Έρ­ση, η Ελέ­νη Ξέ­νου, η Αδελ­φή, η Μαρ­γα­ρί­τα.

«Πρώ­τα λοι­πόν το ίχνος, έπει­τα το σώ­μα, τέ­λος το νε­ρό, που σβή­νει το σώ­μα και δεί­χνει ξα­νά το ίχνος, πλέ­ον στην αρ­χαία μορ­φή του».

Πό­σος και­ρός επέ­ρα­σε από το νε­ρό; Ήσυ­χα ρώ­τη­σε ο κή­ρυ­κας. Έγει­ρε κι εκοι­μή­θη.



ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΑ:
Πε­ζά: Πει­σί­στρα­τος, Θεσ­σα­λο­νί­κη (1960),  Ύψι­λον (1981). Η εκ­δρο­μή, Κέ­δρος (1964). Μυ­θι­στό­ρη­μα, Κέ­δρος (1966). Ο για­τρός Ινε­ό­της, Κέ­δρος (1971). Ο γά­μος, Κέ­δρος (1974). Ο αδελ­φός, Κέ­δρος (1975). Οι χτί­στες, Κέ­δρος (1979). Τα τα­ξί­δια μου, Κέ­δρος (1984). Ο εχθρός του ποι­η­τή, Κέ­δρος (1990).
Δο­κί­μια: Η δύ­σθυ­μη ανα­γέν­νη­ση. Όγδοο μά­θη­μα για τον λό­γο, Ύψι­λον (1987). Ποιον φο­βά­ται η Βιρ­τζί­νια Γουλφ; Δη­μό­σια κεί­με­να, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη (1995).  Ένα­το μά­θη­μα για τον λό­γο. Ομι­λία-Συ­ζή­τη­ση, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη (2001)
Επι­πλέ­ον βι­βλιο­γρα­γρα­φία: Δη­μή­τρης Μα­ρω­νί­της: Η πε­ζο­γρα­φία του Γιώρ­γου Χει­μω­νά, Κέ­δρος (2007)
Κων­στα­ντί­νος Αν. Θε­με­λής: Πορ­τραί­το ενός πρί­γκι­πα. Δυο συ­νο­μι­λί­ες με τον Γιώρ­γο Χει­μω­νά, εκδ. Ίν­δι­κτος (2000)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: