Μια περιηγητική – τοπογραφική «επανεπίσκεψη» στο έργο τού Χειμωνά

Φωτ. Στέλιου Σκοπελίτη (1987)
Φωτ. Στέλιου Σκοπελίτη (1987)



Η πολυσημία στο έργο του Γιώργου Χειμωνά, αυτή η μυστηριώδης ψευδαισθισιακή μα άκρως ρεαλιστική γραφή του, ορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τους τόπους και τα τοπωνύμια που διατρέχουν το σύνολο των πεζογραφημάτων του — φάροι που αποκαλύπτουν και οριοθετούν την περιηγητική διάσταση αυτών των σπάνιων κειμένων. Τα κάθε λογής τοπωνύμια που συναντούμε διάσπαρτα στα εννιά ολιγοσέλιδα πεζογραφήματα του Χειμωνά ξεπερνούν τα εκατό.

Οι τόποι, οι δρόμοι, οι γειτονιές που «σηματοδοτούν», που ονοματίζουν και δημιουργούν την ψυχολογία του χώρου και την γεωγραφία του χρόνου στα πεζογραφήματα του Γ.Χ., είναι μέρη που επανεπισκέπτομαι συχνά. Κάθε φορά, ιχνηλατώ συγκινησιακά, νοητικά, αλλά και ρεαλιστικά αυτούς τους τόπους. Σταματώ για λίγο στην Παναγία, την παλιά πόλη της Καβάλας που τυγχάνει και δική μου γενέθλια πόλη. Σταματώ στα νοήματα που πλέκουν τα συρμάτινα κιγκλιδώματα απέναντι από το —πλέον ανακαινισμένο— Ιμαρέτ και κάθε φορά, η ήπειρος Θάσος επιβάλλει σιωπή – προσέχοντας την κίνηση και την ακινησία αυτής της εικόνας, φτάνω στον πυρήνα των πραγμάτων. Ακόμη, τόσο καιρό μετά από το νερό, οι άνθρωποι έρχονται μόνοι τους προς αυτήν.

Το τελευταίο από τα εννιά πεζογραφήματα του Γ.Χ., Ο εχθρός του ποιητή, βρίθει από αναφορές σε μέρη, πόλεις και τοπωνύμια που ειδικά στο πρώτο μέρος του βιβλίου, (όπως άλλωστε και στους Χτίστες και στον Γιατρό Ινεότη), λειτουργούν ως ένας λογοτεχνικός — μετεμφυλιακός θα έλεγα, χάρτης της σύγχρονης Ελλάδας, καθώς και μια επαναπεπίσκεψη σε μέρη κυρίως της κεντρο-βόρειας Ευρώπης στα οποία ο Χειμωνάς ταξίδευε συχνά και διέμενε για μεγάλα χρονικά διαστήματα.


Καβάλα, Θάσος

Καθόταν στο παράθυρο στο σπίτι της Καβάλας. Απέναντι στο Ιμαρέτ που έβλεπε την διχτυωτή θάλασσα. Ελαφριοί άνεμοι έπλεκαν τις γαλάζιες θηλιές της. Αξέχαστο σώμα βάρκας κι ο ρυθμικός κρότος καϊκιού κι η ήπειρος Θάσος.

Η μητέρα και η θεία Ρινιώ δεν υπάρχουν πια, όμως υπάρχει το νόημα της μορφής τους — το αποτύπωμά τους στον χρόνο. Η αμετάκλητη απόφαση της χαράς και του πένθους. Μόνον ένας τόπος που γνωρίζεις καλά μπορεί να σου ξυπνήσει τέτοια συναισθήματα. Τα μικρά πεζογραφήματα του Γ.Χ. είναι δρόμοι προς μια φαντασμαγορία της ανθρώπινης ύπαρξης. Των μικρών καθημερινών πραγμάτων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αφορούν στις ζωές όλων μας. Κανείς στον κόσμο δεν υπάρχει όσο αυτά τα πλάσματα που ενοικούν στα έργα του Χειμωνά. Αυτοί οι άνθρωποι, υπάρχουν βαθιά. Οδυνηρά. Ωραία. Εμφαντικά. Η ύπαρξή τους συνορεύει και ταλαντεύεται με ένα ψυχολογικό-διανοητικό όριο. Κυρίως όμως, με ένα όριο σωματικό που δεν συμπεριφέρεται ακριβώς όπως σκέφτεται. Διαδραματίζεται λεκτικά, αρθρώνεται, εννοείται και συγχέεται πότε με θυμό, πότε με κατάφαση, συνήθως μέσα σε μια εκκωφαντική σιωπή. Μια σιωπή που η ίδια, αποτελεί οργανικό στοιχείο του λόγου. Πολλές φορές πιο δυνατό απ’ τον ίδιο τον λόγο. Ένα όριο εν τέλει βαθιά ανθρώπινο.


Η Θεσσαλονίκη

Η Κυβέλη σταμάτησε κι αρπάζοντάς με από τον αγκώνα έκανε μια χορευτική φιγούρα γύρω μου. Ήταν ένα παιχνίδι που το παίζαμε εγώ κι αυτή όταν ήμασταν παιδιά και έφηβοι. Να χορεύουμε στους ανθρώπους που σταματούσαν και γελούσαν. Μας χαίρονταν ή μας κορόιδευαν αλλά εμείς σοβαροί ως το τέλος διασχίζαμε χορεύοντας τις λεωφόρους της Θεσσαλονίκης.

Τριάντα και πλέον χρόνια μετά την έκδοση του Εχθρού του ποιητή, κατηφορίζω από την πλατεία Συντριβανίου την Εθνικής Αμύνης όπου παλιά υπήρχαν πολλά βιβλιοπωλεία και τυπογραφεία. Αυτή η σχεδόν καθημερινή περιδιάβαση του Γιώργου Χειμωνά σ’ αυτή την περιοχή, όπου η μνήμη διακλαδώνεται με το εδώ. Μου είναι δύσκολο να γράψω για τον Χειμωνά. Για τον καιρό όλων αυτών των «αφηρημένων ουσιαστικών» που ενοικούν στο έργο του. Τα δικά του τάματα που ήταν νοήματα αφηρημένων και συγκεκριμένων εννοιών, εναρμονίζουν έναν λόγο ταυτόχρονα αρχέγονο και νεωτερικό. Οι δική του περιπατητική Θεσσαλονίκη ήταν λέξεις-έννοιες, μορφές-μεταφορές που δημιουργούν έναν παρακείμενο κόσμο απ’ τον κόσμο. Ο Γ.Χ. αισθανόταν την πόλη όπως και τα κείμενά του, με το σώμα. Η αναπαράσταση της καθημερινής πρακτικής μέσω του λόγου, μια διαρκής επαφή με το επέκεινα των πραγμάτων. Αυτή η ατελής, η θραυσματική γραφή, τα καρέ ζωής, η αμηχανία στο πως να μιλήσει γι’ αυτά τα άγνωστα, τα αθέατα πλάσματα της ψυχής.

Στρίβω από την Εθνικής Αμύνης στην Τσιμισκή και βλέπω στο πεζοδρόμιο δυο παιδιά να κυνηγιούνται με χορευτικές κινήσεις. Μου έρχεται στο μυαλό ο Γιατρός Ινεότης. Γράφω το τελευταίο βιβλίο στον κόσμο. Το τελευταίο βιβλίο, μια τελευταία βόλτα, η τελευταία φορά που τον συναντώ έξω από τον Ζύθο-Ντορέ. Κι όμως, υπάρχει μια τελευταία φορά, ακόμη και στην τελευταία φορά.

Κόσμος είναι ό,τι δεν είναι άνθρωπος. Ο κόσμος έχει την ανάγκη. Ανάγκη ονομάστηκε γιατί αναγκάζεται. Κρύα και παγωμένη φυσά και κατεβαίνει από την φτωχούλα την σερβία. Έχει αρσενικό όνομα ο Βαρδάρης.

Ο Bαρδάρης μαζεύεται και κουλουριάζεται συνέχεια σαν την ψυχή του Κήρυκα στους Χτίστες. Απόγευμα Μαρτίου και κατεβαίνω την Δημητρίου Γούναρη. Ο Βαρδάρης φυσάει δυνατά σήμερα σαν ταραγμένος νους και σαν ψυχή που διαρκώς κινείται, σαν ομιλία. Η Ανάγκη στην πρόζα του Γ.Χ .είναι μια διαρκής απόπειρα να μιλήσει για το υποκείμενο μέσα στον κόσμο του αφηρημένου. Η Ανάγκη του λόγου του να διαπεράσει το αφηρημένο και να επιστρέψει στο υποκείμενο, πίσω στον συγγραφέα. Η Ανάγκη να αποτυπώσει όσο πιο καθαρά και διαυγές γίνεται, το ψυχογράφημα του μοναχικού ήρωα που με το στόμα του μιλούν όλοι οι άνθρωποι. Ο ήρωας που προχωράει μέσα στο πλήθος για να αναγγείλει. Εκείνος που κουβαλάει στους ώμους του το βάρος ενός ολόκληρου λαού — και δεν είναι άνθρωπος, μα είναι ο ίδιος κόσμος – που ορίζει το τέλος του καιρού, και την αρχή μιας νέας γραμματικής των ανθρώπων.


Η Ξάνθη

ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ. Ένας λαός εφάνηκε σαν τους δωριείς. Τελευταίο έθνος ανθρώπων πέρασε τον ορίζοντα και παρουσιάστηκε. Είναι χτίστες από την Ξάνθη… Συμφώνησαν για ένα χτίσιμο και ήρθαν. Μέρες και νύχτες δούλευαν και όλες μαζί οι οικογένειες των χτιστών να κουβαλούν με βιασύνη.

Ο ονοματολογικός και τοπωνυμικός χάρτης του Χειμωνά είναι εξαιρετικά πυκνοκατοικημένος τόσο σε ρεαλιστική όσο και σε φαντασιακή διάσταση. Ο ίδιος υποστήριζε πως «Υπάρχουν όλα αυτά τα συγκεκριμένα στοιχεία που θα έλεγα ότι καρφώνουν το κείμενό μου πάνω στον τόπο και στον χρόνο. Όπως για παράδειγμα η φράση από τον Πεισίστρατο: Έχω την ψυχολογία της καρφωμένης σημαίας, και τα καρφιά με εμποδίζουν να κυματίσω

Στους Χτίστες, ο χώρος, υπάρχει σε μεγάλο βαθμό ως θεατρικό σκηνικό. Ξεκινώντας από εικόνες Αναγέννησης και καταλήγοντας στους Θρακιώτες χτίστες που μέσα από μια κοσμογονία έρχονται ως καλεσμένοι για να ξαναχτίσουν τη χώρα από την αρχή. Έπειτα η χώρα φτιάχτηκε περίτεχνα ως κάτι νέο και οι χτίστες φύγαν και χάθηκαν αφού πρώτα γλέντησαν ανάβοντας φωτιές. Όμως, τα καινούργια σπίτια έμειναν μόνα, εγκαταλειμμένα, στέκονταν ορθάνοιχτα κι αδειανά κι από τα ορθάνοιχτα παράθυρα περνούσε η ηχώ των τραγουδιών της Θράκης. Κάθε φορά που επισκέπτομαι καλοκαίρι την παλιά πόλη της Ξάνθης, μοιάζει εγκαταλειμμένη μες στο ζεστό μεσημέρι. Όμως με τα σημάδια πως κάτι σημαντικό πρέπει να έγινε εδώ. Χρόνια πριν, υπηρετώντας την θητεία μου εκεί, περιδιαβαίνοντας τα στενά σοκάκια της πόλης από το ρολόι της πλατείας μέχρι ψηλά στο σπίτι του Χατζιδάκι, σκεφτόμουν και συλλάμβανα την διαδρομή του αφηγηματικού χώρου στους Χτίστες. Όλα εκείνα τα αρχετυπικά στοιχεία, το φως, η ηχώ, ο αέρας, με την μνήμη του στοιχείου της ζωής — που είναι το νερό, όπως κυλάει στους δρόμους και στα σπίτια με τις σκαλιστές προσόψεις και τις απανωτές κάμαρες και πηγαίνει να συναντήσει ξανά τον Κήρυκα.


Η Θεσσαλία

Οι φωτιές βρέχουν τα πρόσωπά τους. Λιώνουν και χύνονται μέσα στις σκληρές πτυχές των φορεμάτων. Γνωρίζουν πως οι φωτιές αυτές ανάφτηκαν για άλλες φωτιές πιο μακρινές κι εκείνες για μακρύτερες. Από τον άγνωστο τόπο όπου επαίχθηκε η ζωή τους. Αλλά εγώ μ’ έναν κρύο τρόμο συναισθάνομαι τα αισθήματα εκείνων που άναβαν φωτιές. Με τι αισθήματα ανάβαν; Προπαντός οι πιο κοντινοί από βορρά και μ’ έναν αισθηματικό θυμό συγγενικό τους συνερίζομαι. Γιατί κατάγομαι από τη Θεσσαλία.

Καλοκαίρι. Στον μεγάλο Θεσσαλικό κάμπο ανάβουν φωτιές. Εμφανίζονται σκιές και περιγράμματα μορφών που φωτίζονται ξαφνικά πλάι στον Πηνειό. Διαρκώς συγκινημένες κι εξουθενωμένες από τα αισθήματα. Γιατί το πένθιμο σκηνικό που παίζεται η ζωή των ηρώων του Χειμωνά, είναι το ίδιο το σκηνικό της γλώσσας του. Μια απέραντη μέρα, σ’ ένα τοπίο από ήλιο, θαρρείς πως συγγενεύεις με αυτή την αισθησιακή του γραφή, μέχρι να αντιληφθείς πως αυτή η αποτύπωση της χρόνιας μεγεθυμένης διέγερσης των αισθημάτων στον Χειμωνά, είναι μια ιεροτελεστία εσωτερικής εμπειρίας που εύκολα σε αφήνει απ’ έξω.

Γιατί ο Χειμωνάς, γράφοντας συμπαγή κομμάτια αίματος, αναπαριστά την ψυχή ως μίμηση σπουδαίου σώματος, και πεθαίνει από ένα είδος «κοσμογονίας». Πεθαίνει διαρκώς, χωρίς να έχει τελειώσει ούτε με τη ζωή ούτε με το έργο του. Πεθαίνει συναισθανόμενος με έναν αισθητηριακό θυμό — την τραγική μοίρα του ανθρώπου.


Τουρκία, Παράλια Μικράς Ασίας

Μια εκδρομή στην Ιωνία και στη Λυκία, που είχε πραγματοποιήσει ο Χειμωνάς λίγα χρόνια πριν, περνάει με μια οραματική περιπλάνηση στο τελευταίο μέρος του Εχθρού του ποιητή. Ο αφηγητής έχει πεθάνει και η Ελένη Ξένου, η Έρση, ο Δώρος —που είναι ο «βοηθός των θαμμένων»—, μαζί με μια παρέα φίλων, μεταφέρουν τον Κωνσταντίνο Λάιο, τον ποιητή, στην τελευταία του κατοικία. Ο τραγικός ήρωας, αυτό το ον που «κατάφερε να δει μέλλον ακόμη και στον θάνατό του» είναι ο περιπλανώμενος ποιητής που έγινε «Ο Βασιλιάς της Ασίας», όπως το είχε κάποτε προφητέψει ο πατέρας του. Kάτοικος και φορέας ενός ποιητικού «άλλου», που κατέχει και ενέχει το ανθρώπινο όριο. Οι «κρίσιμοι» ήρωες του Χειμωνά είναι πλασμένοι σωματικά, νοητικά, ψυχικά, για να εμπεριέχουν και να υπερβαίνουν αυτό το όριο — που εν τέλει, είναι η ανθρώπινη γλώσσα, όλα όσα μπορεί να πει αυτή η γλώσσα. Κυρίως, όσα δεν μπορεί.


Η Γαλλία

Στο Παρίσι νοίκιασα. Απέναντι στον μεγαλοπρεπή σταθμό Lyon εκατοικούσα κλεισμένος. Ήταν ένα πολύ μεγάλο διαμέρισμα της εποχής Haussmann. Υψηλά τζάκια περίτεχνων μαρμάρων και οι περίτεχνοι καθρέφτες. Έφθαναν μέχρι την ανάγλυφη οροφή έλαμπαν στην ομίχλη των απέραντων δωματίων.

Όταν επισκέπτομαι το Παρίσι συχνά περνάω από τον σταθμό Lyon. Μέσα στην οχλαγωγία των αυτοκινήτων και των περαστικών ακολουθεί μια ανεξήγητη, παρατεταμένη σιωπή. Έπειτα συναντώ τον Γ.Χ. μέσω της συγγραφικής του τοπογραφίας — τον βλέπω να περιδιαβαίνει στην περιοχή αναζητώντας το διαμέρισμα που πια δεν κατοικείται από κανέναν. Η εσχατολογική-κοσμογονική του γραφή αντικατόπτριζε ένα συμπαντικό δράμα που ξεκινούσε από μέσα του — από μια αρχετυπική σοφία, από μια ιερή μανία ενός αρχαίου μυστικού καθισμένου σε μια δερμάτινη μπερζέρα που έγραφε καπνίζοντας μανιωδώς, ενώ ορκιζόταν στη ζωή ως μέρος του θανάτου. Της αυτοκαταστροφικής του διαστροφής. Της θεατρινίστικης ανάγκης του να αναζητά συνεχώς νέα τοπία, νέα σκηνικά για την τελευταία πράξη του δράματος. Της αμφίσημη υπόστασής του. Της μελαγχολικής συνειδητοποίησης της τραγικής του φύσης. Το Παρίσι για τον Χειμωνά, ήταν όπως η γραφή του: μια πόλη σαν ένα μουσικό μοτίβο παιγμένο σε άλλη κλίμακα – μια μυστική αφανέρωτη ιστορία, μια πολύτιμη φράση, όμως φράση διαρκείας που ολοκληρώνεται σε εννέα μικρά πεζογραφήματα - που είναι μια ενιαία σπονδυλωτή αφήγηση ζωής. Ένας λόγος που αποπειράται να γίνει υπερανθρώπινος και υπερσωματικός, ακριβώς όπως ήταν η ζωή του. Μια ζωή «εννοημένη» από την τέχνη. Απονενοημένη από μια πόλη.

Στο Παρίσι αλλάξαμε τραίνο για την Ελλάδα. Μέσα στην ατέλειωτη στοά του μετρό που προχωρούσαμε. Σ’ ένα σταυροδρόμι της ήταν μια μικρή ορχήστρα κι έπαιζε μουσική.
Ήταν τρεις νεαροί Ούγγροι ντυμένοι με επίσημα φράκα μεγάλης ορχήστρας. Μια κοπέλα έπαιζε βιολοντσέλο ντυμένη κι αυτή με φράκο. Ανάερη σαν νύμφη με μακρυά ίσια ξανθά μαλλιά. Αναγνώρισα το κομμάτι που έπαιζαν από το λιτό μοτίβο που επαναλαμβανόταν και τα μικρά διάκενα σιγής που όσο πήγαιναν εμάκραιναν ενώ λιγόστευε η μουσική. Ήταν Η μοναξιά του Αρθούρου Ρεμπώ.

Η ηχώ των λέξεων, της μουσικής, ο ρυθμός των περαστικών μέσα στη σιωπή του υπόγειου μετρό, η αρρυθμία της ημέρας. Ο προφορικός ρυθμός στα γραπτά του Γ.Χ. αλλάζει ύφος κάθε φορά που αλλάζει τόπο. Το προσωπικό γίνεται συλλογικό. Η καθολικότητα του κόσμου, τα καθημερινά συμβάντα ζωής που αφορούν στο πλήθος περνάνε μέσα στον προσωπικό «φασματογράφο» του συγγραφέα. Φιλτράρονται κι επιστρέφουν πίσω στον κόσμο, αυτή τη φορά, μέσω μιας λογοτεχνικής φαντασμαγορίας, μιας γραφής άξεστης που ενοικεί και ταλαντεύεται στα όρια του «μεικτού πλην νόμιμου είδους». Το συλλογικό γίνεται και πάλι προσωπικό, περνώντας διαισθητικά μέσα από τα αρχετυπικά σημάδια — τα «ανθρωπωνύμια» της καταγωγής, αυτής της αταξινόμητης υφολογικά γραφής: ο Σολωμός με τη Γυναίκα της Ζάκυνθος, ο Μακρυγιάννης, ο Αισχύλος, ο Εμπεδοκλής, ο Ηράκλειτος, η Αποκάλυψη του Ιωάννη, αλλά και στον Ντοστογιέφσκι, με τα αριστοτεχνικά ψυχογραφήματα, στον Κάφκα, με τις μεταμορφώσεις του ανθρώπινου σώματος, και πολύ πιθανόν στους Γάλλους Ρακίνα, Μπλανσό, Ζενέ, στον Μπέκετ με την εσχατολογική-κοσμογονική του ενόραση.

Τα τοπωνύμια στα αφηγήματα του Γ.Χ. δημιουργούν την τοπογραφία της γραφής του. Μέσα σ’ αυτήν την «ταραγμένη ονομασιακή κατάσταση, η γλώσσα με αγωνία πολιορκεί το κενό».

Θα μπορούσα να συνεχίσω τις αναφορές μου και στους υπόλοιπους τόπους του χειμωνικού έργου, όμως σταματώ εδώ. «Πέρασα» μόνον από τα μέρη που θυμάμαι να έχω επισκεφτεί ο ίδιος – μια επανεπίσκεψη εκεί όπου η προφητική-οριακή γραφή του Χειμωνά αποπειράται να ερευνήσει τα βάθη του ανθρώπινου λόγου αφήνοντας ξοπίσω της τα γεωγραφικά σημάδια της καταγωγής του: Η Θεσσαλία, η Κάλυμνος, η Μικρασία, η Καβάλα, η Θάσος, οι Τούρκοι, οι Λαζοί, οι Βούλγαροι, η φτωχούλα Σερβία, ο Βαρδάρης και η Θεσσαλονίκη, οι χτίστες από την Ξάνθη, αλλά και η Σταυροφορία, η Ευδοκία, η Κυβέλη, η Αιτία, η Αύξηση, η Αγλαΐα, η Βαλασή, η Κυριακή και η Χρυσώ, ο Δικαίος, ο Δώρος, η Έρση, η Ελένη Ξένου, η Αδελφή, η Μαργαρίτα.

«Πρώτα λοιπόν το ίχνος, έπειτα το σώμα, τέλος το νερό, που σβήνει το σώμα και δείχνει ξανά το ίχνος, πλέον στην αρχαία μορφή του».

Πόσος καιρός επέρασε από το νερό; Ήσυχα ρώτησε ο κήρυκας. Έγειρε κι εκοιμήθη.



ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΑ:
Πεζά: Πεισίστρατος, Θεσσαλονίκη (1960),  Ύψιλον (1981). Η εκδρομή, Κέδρος (1964). Μυθιστόρημα, Κέδρος (1966). Ο γιατρός Ινεότης, Κέδρος (1971). Ο γάμος, Κέδρος (1974). Ο αδελφός, Κέδρος (1975). Οι χτίστες, Κέδρος (1979). Τα ταξίδια μου, Κέδρος (1984). Ο εχθρός του ποιητή, Κέδρος (1990).
Δοκίμια: Η δύσθυμη αναγέννηση. Όγδοο μάθημα για τον λόγο, Ύψιλον (1987). Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ; Δημόσια κείμενα, εκδ. Καστανιώτη (1995).  Ένατο μάθημα για τον λόγο. Ομιλία-Συζήτηση, εκδ. Καστανιώτη (2001)
Επιπλέον βιβλιογραγραφία: Δημήτρης Μαρωνίτης: Η πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά, Κέδρος (2007)
Κωνσταντίνος Αν. Θεμελής: Πορτραίτο ενός πρίγκιπα. Δυο συνομιλίες με τον Γιώργο Χειμωνά, εκδ. Ίνδικτος (2000)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: