«Αποκάλυψις» Ιωάννου Θεολόγου

«Αποκάλυψις» 0 «Αποκάλυψις» 1 «Αποκάλυψις» 2 «Αποκάλυψις» 3 «Αποκάλυψις» 4 «Αποκάλυψις» 5 «Αποκάλυψις» 6 «Αποκάλυψις» 7 «Αποκάλυψις» 8 «Αποκάλυψις» 9

 

 

———— ≈ ————
Ελεύθερη απόδοση και δραματική ανασκευή του Κειμένου – αποσπασματική
———— ≈ ————

«Αποκάλυψις» Ιωάννου Θεολόγου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ του Ευριπίδη Γαραντούδη ΕΔΩ


———— ≈ ————

Εγώ ειμί είπεν ο Κύριος, ο Λόγος ο ων και ο ην και ο Λόγος ο Ερχόμενος. Ο ων: ΑΛΦΑ της ΑΒΥΣΣΟΥ η αρχή, και ο ην:
ΩΜΕΓΑ ΦΩΣ, το τέλος. Και ο Λόγος Ερχόμενος ουκ έσται λόγος. Τρόμος εστί, σεισμός ο μέγας έσχατος.


Η Γυναίκα
(ήρεμη)

Τον ακούω ακόμη, βοά στα αυτιά μου βαθειά ο λόγος σου της Πάτμου Ιωάννη, ο λόγος σου που έδωσε τρομερή όψη σ’ εκείνη την φωνή, όμως εγώ καμμία φωνή δεν άκουσα να στέκεται από πάνω μας και να σου μιλά με τον δικό της λόγο. Στα λόγια σου είδα την όψη της και ήταν δικά σου τα λόγια που μιλούσε. Και τρόμαξα και δεν γύρισα να κοιτάξω, εάν γύρισες και έβλεπες και έλεγες. Κι εγώ άντεχα όσο μπορεί να αντέξει το πιο άοπλο, το δούλο από όλα τα οράματα: το όραμα που δεν το βλέπεις αλλά το ακούς. Ευλογημένος Ιωάννη Θεολόγε, ως συγκοινωνός εις την θλίψην και εις την βασιλείαν και την υπομονήν του Ιησού Χριστού, Άξιος / Άξιος της Αληθείας του. Ανάξια εγώ, αλλοίμονο στον ανάξιο που ο Λόγος δεν έχει τίποτε να πει.

Και αιμορραγούσα, και άκουα στο στόμα σου, Ιωάννη της Κυριακής ημέρας, να γίνονται ακανθωτές οι κυρτές καστανές ράχες των ελληνίδων λέξεων και ποτέ ώς τώρα, ποτέ Έλληνας –όπως εγώ– δεν τις είχε ποτέ προφέρει όπως τις πρόφερε ο ιουδαίος λόγος σου. Από τον τραχύ, αγριεμένο λόγο σου ήταν η μορφή και το ένδυμα της φωνής που εσύ μονάχα την άκουσες. Άφησέ με – συγχώρησέ με, θέλω με την θηλυκή μου την φωνή να ξαναπώ αυτά που είδες και είπες: με τον παλιό ελληνικό μου πόνο να λυπηθώ και να παρηγορήσω την απελπισία του Απάνθρωπου, να ποτίσω την ανθρώπινη ξερή ρίζα του Κόσμου. Είμαι γυναίκα Ιωάννη. Μνήμη η ψυχή μου από σώματα ουρανών και ερπετών, που ενώθηκαν μαζί μου, εγώ, η μητέρα των νεκρών – με την μοίρα μου της Γυναίκας να γεννάω Υιόν Ανθρώπου.

— «είδον έναν όμοιον με υιόν ανθρώπου» έλεγες Ιωάννη

Ήταν υιός ανθρώπου, γιος μου αυτός που είδες· ίσως να ήταν και Θεός.

Άνδρας και μαζί γυναίκα – ανέραστος και εραστής, λόγος και μαζί σιωπή. Έφηβος κι όμως γέροντας. Και στις φωνές του, χείμαρροι έρρεαν έξω τα ύδατα μιας δίψας που δεν ξεδιψούσε με ύδατα, και στο καλό του χέρι το δεξί είδα επτά αχινούς αχτιδωτούς, επτά αστέρες φλοίσβους να θροούν στην ωχρή σελήνη της παλάμης του. Έπεσα μπροστά στα πόδια του, κι εκείνος μόλις που με ακούμπησε με το δεξί του χέρι και μου είπε, / σ’ εμένα μίλησε Ιωάννη, εγώ ήμουν νεκρή και άκουγα, γιατί θάνατος δεν είναι ο θάνατός σου: είναι ο θάνατος μιας έκστασης όχι της ζωής – της έκστασης, / μονάχα η έκσταση πεθαίνει, τίποτε άλλο – κι εγώ η νεκρή τον άκουσα ολοκάθαρα να μου λέει «μη φοβάσαι». Πρώτη φορά άκουσα στην ζωή μου κάποιον που μου είπε «μη φοβάσαι», και τότε ανύψωσα τα μάτια μου να δω το πρόσωπό του. Και προσευχήθηκα πότε μη σβήσει η λάμψη της πυράς που του έφεγγε το πρόσωπο – και σαν ήλιος ολόκληρη εμένα με ρουφούσε.

Τον ουρανό κοίταζες Ιωάννη. Κι εσύ στον ουρανό έβλεπες αυτό που εγώ στα χώματα το είδα· έλεγες. Κι έλεγες εσύ Ιωάννη: «εγέννησε παιδίον άρρεν, το οποίο μέλλει να ποιμάνει πάντα τα έθνη εν ράβδω σιδηρά, και το τέκνον αυτής ηρπάσθει προς τον Θεόν και τον θρόνον αυτού». – Την ώρα που μου άρπαζαν τον μονογενή μου από όλους τους υιούς του ανθρώπου· και ποτέ πια κανείς ξανά δεν θα μου πει «μη φοβάσαι».

«Μη φοβού», «Μη φοβού».

«Έρχου και βλέπε!» – «Έρχου και βλέπε!»

Και ανέβηκα, και ήρθα, και έβλεπα. Και είδα.

«Και ιδού θρόνος έκειτο εν τω ουρανώ[»], ο θρόνος του ουρανού – και τότε από τον θρόνο εσηκώθηκαν φωνές, βροντές και αστραπές και οι φωνές εσκόρπισαν – και έσπειραν στον ουρανό τα θρύμματα του κόσμου, και εταράχθη ο ουρανός και πρώτη φορά τα ορθάνοιχτα έκλεισε πέταλά του. Και έγινε Θύρα ο ουρανός και εκείνη την ώρα άνοιγε τα πλατειά, από Δρυ Νεφέλη, τα ξύλινα δυο της φύλλα.


(Χορωδία άλλο κομμάτι)

Και είδον βιβλίον κατεσφραγισμένον με σφραγίδας επτά· είδον άγγελον ισχυρόν κυρήττοντα μετά φωνής μεγάλης: «τις είναι άξιος να λύσει τας σφραγίδας του βιβλίου και να ανοίξει αυτό;» Και ουδείς άξιος ευρέθη εν τω ουρανώ και επί της γης, και εγώ έκλαιον – ότι ουδείς άξιος, εν τω ουρανώ και επί της γης και υποκάτω της γης ευρέθη και όταν εκάλυψα το πρόσωπο του θρήνου μου με ++λον αναστάς.

«Μη κλαίε», άκουσα στο πλάι μου κάποιον να μου λέει· «μην κλαις»· / ποτέ δεν έκλαψα εγώ, πάντοτε έτρεχα να κρυφτώ, να κρύβω τα πολλά μου κλάματα, όχι από ντροπή – ό,τι δικό μου είχα από πάντα, ήταν μονάχα το κλάμα μου, και κανένας δεν ήθελα να το δει, γιατί θα μου τα έπαιρνε ένα ένα όλα τα δάκρυά μου – ήταν δικά μου, τα δάκρυά μου, ήταν δάκρυα της λύπης μου για τον εαυτό μου επειδή οι άνθρωποι τίποτε δεν μου δώσαν, τίποτε. Κι όμως σ’ αυτό το ευλογημένο τίποτε χρωστώ ό,τι έχω και δεν έχω στην ζωή μου – κι ό,τι δικό μου είχα ήταν μονάχα το κλάμα μου. Αλλά το «μη κλαίε» που άκουσα, για μένα ήταν «κλαίε!» και κλαίω. Με γυμνό το πρόσωπό μου, ενώ, τώρα, εμπρός σας, ελευθερώνω τον πόνο μου.

Και κλαίω. Κλαίω. Κλαίω.

(Σταμάτημα)

«Κλαίε!» – αυτή είναι η μοναδική εντολή που έδωσε στους ανθρώπους ο Θεός «Κλαίγε» – αυτή είναι η αιώνια δωρεά που μόνον ο Θεός μπορεί να χαρίσει στους ανθρώπους. Εκείνος που μας αγάπησε, Αυτός που μας έλουσε με δάκρυα από το αίμα του, μόνον αυτός γνωρίζει ότι η μοναδική ευλογία στους ανθρώπους είναι το δικαίωμα των δακρύων – και μας το έδωσε. Ο ων και ο ην / σ’ εκείνον οφείλουμε τα ύδατα των δακρύων που ανέβλυσαν στις άμμους της Ερήμου, όπου βλαστήσαμε σ’ αυτόν τον Πρώτο αιώνα της ξηρασίας του λόγου. Εμείς θάμνοι για να γεννοβολούν στον κόρφο μας τα φίδια της σιωπής, να αλυχτάν οι πόλεμοι των ανέμων (γλυκαίνει:) με τα ύδατα των δακρύων θ’ αρχίσει τώρα ο Δεύτερος αιώνας – Κόσμος ο Ερχόμενος, κι εμείς χλωρό φύλλωμα της ζωής / ή πράσινο της χολής; Και οι ρίζες μας από ερυθρό / αίμα της γέννας; της σφαγής;

(με πανικό συγκρατημένο, σαν να αντικρύζει ξαφνικά κάτι μακρυά:)

— Λευκό. Είναι λευκό. (Σιωπή, αλλάζει, τώρα με εκκλησιαστική οξύτητα φωνής:) Έρχου και βλέπε. Και είδον,

— Και ιδού ίππος λευκός, και ο καθήμενος επ’ αυτού είχεν τόξον και εδόθη εις αυτόν στέφανος και εξήλθε νικών.

— Και άλλος ίππος πυρρός κόκκινος και εις τον καθήμενον επ’ αυτόν εδόθη η μάχαιρα η μεγάλη της σφαγής ίνα εκλείψει εκ της γης η ειρήνη.

— Και ιδού ίππος μέλας και ο καθήμενος επ’ αυτού είχον ζυγόν εν τη χειρί και ήκουσα φωνήν λέγουσαν: εν δηνάριον ο σίτος και εν η κριθή· το έλαιον και τον οίνον μόνον μην αδικήσεις.

— Και ήνοιξε σφραγίς τέταρτη και είδον και ιδού ίππος ωχρός, και ο καθήμενος επ’ αυτού είχεν όνομα Θάνατος και ο Άδης τον ηκολούθει.

— Και εις την έκτην σφραγίδα, σεισμός μέγας εγένετο και παν όρος και νήσος και θάλασσα και πάσα η γη εκ των τόπων αυτών εκινήθησαν, και ο ήλιος μέλας εγένετο και η σελήνη όλη εγένετο αίμα και οι αστέρες του ουρανού έπεσαν εις την γην.

— Και ότε ηνοίχθη η σφραγίς η εβδόμη, βαθεία σιγή επί ημίωρον εν τω ουρανώ εγένετο. Και επτά άγγελοι, ενώπιον του Θεού παρετάχθηκαν και με επτά σάλπιγγας εβόησαν. Και πρώτος άγγελος εσάλπισεν και χάλαζα, πυρ και αίμα κατέπεσεν επί γης. Και δεύτερος άγγελος εσάλπισε και όρος μέγα πυρός καιόμενον ερρίφθει εξ ουρανού εις την θάλασσαν, και το τρίτον της θαλάσσης εγένετο αίμα. Και τρίτος άγγελος εσάλπισεν και εκ του ουρανού αστήρ φλεγόμενος ως λαμπάς έπεσεν. Και το όνομα του αστέρος Άψινθος, και το τρίτον των υδάτων εγένετο άψινθος και εκ των υδάτων πλείστοι άνθρωποι επικράνθησαν και απέθανον. Και τέταρτος άγγελος εσάλπισε και σκότους πληγαί το φως κατεξέσχισαν. Και εκαυματίσθησαν οι άνθρωποι καύμα μέγα και απέθνησκον ως εκ λιμού πυρός πλήθη γερόντων και ασθενών.

Και πέμπτος άγγελος εσάλπισεν και έπεσεν εις την γην αστήρ εκ του ουρανού. Και ήνοιξεν το φρέαρ της αβύσσου και ανέβει καπνός καμίνου και εκ του καπνού εξήλθον και κατέλαβον την γην Ακρίδες / να βλάψωσιν τους ανθρώπους· και βασιλεύς αυτών ο άγγελος της Αβύσσου, ο Αβαδδών· / και εις την ελληνικήν: Απόλλων ο Απολλύων.

(Η συμβολοποίηση του τρόμου –του Θεού– του κόσμου)

Οι Ακρίδες! Δεν υποφέρω να πονάω, εκεί που πονά ολόκληρο το σώμα μου και σπαράζει η ψυχή μου: στο δέρμα μου. Δεν υποφέρω άγγιγμα! Μακρυά! Μακρυά από αυτό που είμαι, και αυτό είμαι: είμαι το δέρμα μου. Ό,τι είμαι, είμαι το πετσί μου. Σ’ αυτό, μ’ αυτό ζω. Υπάρχω αγγίζοντας, πονάω, πεθαίνω όταν με αγγίζουν. Στο άγγιγμα η ζωή κι ο θάνατός μου. Εγώ αγγίζω τον Θεό, τον άνθρωπο, τον πόνο, το πνεύμα, τον θάνατο. Εγώ τ’ αγγίζω όλα. Εγώ μονάχα αγγίζω. Κι αγγίζοντας, στο δέρμα μου αισθάνομαι το Ανέγγιχτο.

Αυτό δεν είναι ο Θεός; να αισθάνεσαι το ανέγγιχτο αγγίζοντας πράγματα της ζωής σου; Όταν σε αφήνει να τον αγγίσεις: αυτή είναι η Αποκάλυψη. Όμως πολλά – πάρα πολλά άφησα ώς τώρα να με αγγίξουν. Και έφυγε από τα χέρια μου ο Θεός, πουθενά δεν τον αγγίζω πια.

(Η σωματοποίηση του τρόμου)

(Αναταράζεται)

Έπεσε. Η Βαβυλώνα! Η Βαβυλώνα! Η μεγάλη Βαβυλώνα έπεσε! Καταφύγιο για δαίμονες έχει ξεπέσει, στοίχειωσε. Φυλακές οι πύργοι της, τα κάστρα της γίναν άσυλα για πνεύματα ακάθαρτα και φυλακές για όρνεα σαρκοβόρα, γύπες που τρων κουφάρια! Τελείωσε! Έγινε! Η Βαβυλώνα σέρνεται τώρα στα πόδια του Θεού· και ο Θεός χύνει στο στόμα της κρασί από τον θυμό του, και με ποτήρι από σίδερο ανοίγει, σπάει τα δόντια της και αδειάζει στο λαρύγγι της τον οίνο της οργής του.

Βαβυλώνα, πόρνη των Βασιλέων όλης της γης – από ρόγες, σταφύλια της πορνείας σου στράγγιζες το κρασί σου / κι όλα τα έθνη το έπιναν· και τις δικές σου ρόγες για να μαλάξουν πλήρωναν πανάκριβα οι εραστές σου, και από τον πλούτο που γέμιζες τα παλάτια σου με τις αισχρές τους κλίνες, επλούτισαν και οι έμποροι με την ακόλαστη απληστία σου να αγοράζεις σπάνιους θησαυρούς για το σπέρμα της αυτοκράτειρας χλιδής σου.

Και ο λαός; να φύγει γρήγορα από αυτήν ο λαός∙ είναι του Θεού ο λαός – δεν είναι της Βαβυλώνας. Να προλάβει! Φύγετε, γρήγορα – προτού να μοιρασθείτε τις αμαρτίες της κι εσείς, μαζί με τις πληγές που ο ουρανός επάνω της θα χαράξει. Την ακούω, αμέριμνη να λέει με υπεροψία: «Κάθημαι βασίλισσα, και χήρα δεν είμαι, και πένθος δεν θέλω ιδεί». Και η ασέβειά της αυτή προς τον ουρανό θα τιμωρηθεί σε μια μέρα, με θάνατο και πένθος και πείνα – και ολόκληρη θα χαθεί μέσα στο πυρ, όπου θα την ρίξει ο ισχυρός Κύριος, ο Θεός, ο Κριτής της.

— Αλλοίμονο τότε στους εμπόρους της γης, θα κλαιν και θα πενθούν το θάνατό της, επειδή κανείς αγοραστής σαν κι εκείνην δεν θα βρεθεί για τις πραγμάτειες τους: πραγμάτειες από χρυσάφι και ασήμι και τίμιους λίθους, κινάμωμο, θυμίαμα, μύρο και λίβανο, κρασί και λάδι, ζώα, πρόβατα, δούλους κι άλογα – και ανθρώπων ψυχές.

Βαβυλώνα. Βαβυλώνα. Ποτέ πια δεν θα τα ξαναβρείς, δεν θα τα ξαναδείς πια ποτέ.

(Με ξαφνική κακία)

Ποτέ! Τίποτε από όλα αυτά, τίποτε – ποτέ δεν θα το ξαναβρείς!

Βαβυλώνα εις το μεγαλείο σου.

— Το μεγαλείο είναι πάντα της γυναίκας: βασίλισσας, πόρνης, θεάς, χωρικής, μεγαλείο της μάνας που θρηνεί το παιδί της. Βαβυλώνα. Σε βλέπω με μισόκλειστα μάτια να φεύγεις, να φεύγεις, να χάνεσαι.

Ναι σε βλέπω, έρχεσαι σ’ εμένα. Εσύ είσαι. Είσαι ο άγγελος με πρόσωπο τον ήλιο· που μου είχες πει «μη φοβάσαι»· θυμάσαι; – και ύστερα, εσύ πάλι μπροστά μου / γυναίκα έγκυος και πονούσες, και ουρλιάζοντας έριξες στην γη το παιδί σου και τρεχάτη, από αίματα γέννας κατακόκκινα τα σκέλη, τρομαγμένη προς την έρημο πήγες και δεν σε ξαναείδα. Είσαι εσύ! «Βαβυλώνα», «Μυστήριον». «Μεγάλη[»], στο μέτωπό σου αυτά τα ονόματα έχεις γραμμένα. Τι όμορφη! Τι όμορφη είσαι! Με θαμπώνεις∙ / και στα γόνατα πέφτω και υπερήφανη η ταπεινή εγώ σε καμαρώνω. Κόρη μου. Σ’ αγαπάω.

— Ιερουσαλήμ!

Αγία πόλις και μεγάλη, αγία Ιερουσαλήμ· κατεβαίνουσα εκ του ουρανού από του Θεού, έχουσα την δόξαν του Θεού.

Λάμπουσα δεν έχει χρείαν του ηλίου, ουδέ της σελήνης. Και δένδρον ζωής φέρον καρπούς δώδεκα, καθ’ έκαστον μήνα κάμνων τον καρπόν αυτού· και τα φύλλα του δέντρου είναι εις θεραπείαν των εθνών. Και Κύριος ο Θεός φωτίζει τους δούλους αυτού – και θέλουσι βασιλεύσει εις τους αιώνας των αιώνων. / Τώρα ο ουρανός έγινε νέος ουρανός· και η γη είναι τώρα η νέα γη· ο πρώτος ουρανός και η πρώτη γη και η θάλασσα εξηράνθη, δεν υπάρχουν – έφυγαν· χάθηκαν. Τίποτε παλιό δεν έμεινε πουθενά στον κόσμο· / τίποτε. Όλα έγιναν νέα – όλα είναι αρχή.

— Και πριν από την αρχή, αρχή

Σε βλέπω. Σε βλέπω· ξαναέρχεσαι· / όχι· / τώρα έρχεσαι. Πρώτη φορά σε βλέπω, νύφη κατεβαίνεις από τον ουρανό, έτοιμη για τον λαμπρό σου Γάμο – εσύ, εσύ Ιερουσαλήμ. Ιερουσαλήμ! Αυτό δεν είναι τ’ όνομά σου; Ακούς; Ακούς; Τον Ακούς τι λέει; Θα πάρει όλα τα δάκρυα από τα μάτια των ανθρώπων – ξανά, ποτέ στην γη κλάμα δεν θα ακουστεί, θάνατος και πένθος και κραυγή και πόνος / όλα έφυγαν – για πάντα, για πάντα.

Λέει, άκου! Είπε· «Εγώ / όλα / τα κάμω / νέα» Νέα. Λευκά. Νέα και λευκά / παντού, σαν χιόνι. Χιόνι. Ένα χιόνι.

Κρυώνω.

(Σκοτάδι)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: