Τα αρχειακά κατάλοιπα του «Gertrudenhof» (ή «Το σπίτι της Γερτρούδης») του Γιώργου Χειμωνά

Ο Γιώργος Χειμωνάς στο Ακαδημαϊκό Μουσείο Τέχνης της Βόννης (24/3/1999)
Ο Γιώργος Χειμωνάς στο Ακαδημαϊκό Μουσείο Τέχνης της Βόννης (24/3/1999)

Το «Gertrudenhof», στον γερμανόφωνο τίτλο του, ή «Το σπίτι της Γερτρούδης», στην ελληνική απόδοσή του, είναι, όπως γενικά γνωρίζουμε, το τελευταίο και μέχρι σήμερα άγνωστο πεζογραφικό έργο του Γιώργου Χειμωνά. Σε απόσταση 25 ετών από τον θάνατό του, η παρουσίαση των αρχειακών καταλοίπων του «Gertrudenhof» αποσκοπεί στο να κλείσει, προσώρας ή πιθανόν και οριστικά, το ζήτημα τι εξαρχής ήταν, τι απέγινε στη συνέχεια και πώς εντέλει μάς παραδίδεται το έργο (στο εξής θα αναφέρεται: «το έργο»), με βάση τα σωζόμενα αρχειακά κατάλοιπά του.[1]


Η τύχη του έργου, από τις πρώτες αναφορές έως την εξαφάνισή του

Θα ξεκινήσω με την αναδρομή στη δημοσίως γνωστή τύχη του έργου, από τις πρώτες αναφορές σε αυτό και εξής. Μεγάλο μέρος της εν λόγω τύχης το αφηγήθηκα ενσωματώνοντας τις διαθέσιμες πληροφορίες στο «Χρονολόγιο βίου και έργου Γιώργου Χειμωνά», το οποίο συνέταξα ως μέρος της συγκεντρωτικής έκδοσης των Πεζογραφημάτων του το 2005.[2] Θα αξιοποιήσω συμπληρωματικά ορισμένα μεταγενέστερα στοιχεία, όπως και στοιχεία προερχόμενα από το αρχείο του Χειμωνά.
Η ιστορία της βιωματικής αφορμής και της σύλληψης του έργου ξεκίνησε το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου και στις αρχές Οκτωβρίου του 1993, όταν ο Χειμωνάς ταξίδεψε στη Γερμανία, συγκεκριμένα στην Κολωνία, όπου έμεινε επί δύο εβδομάδες. Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού συνέλαβε την κεντρική ιδέα και άρχισε να σκέφτεται την πλοκή και να γράφει το έργο. Παραθέτω τις σχετικές πληροφορίες που έδωσε η Νίκη Αϊντενάιερ το 2001, ανακαλώντας μνημονικά την άμεση εμπειρία της:
Τον Σεπτέμβριο του 1993 ο Γιώργος Χειμωνάς ήρθε για δύο βδομάδες στην Κολωνία. Εγκαταστάθηκε για λίγες μέρες στο «Γκερντρούντεχοφ», ένα μικρό μα ιστορικό ξενοδοχείο στο προάστιο της Κολωνίας Ρόντενκιρχεν. «Γερτρούντεν» ήταν ένα τάγμα καλογραιών που είχαν το μοναστήρι τους στο σημείο που σήμερα είναι το ξενοδοχείο και που γι’ αυτό φέρει το όνομά τους. Σε λίγες μέρες μετακόμισε στο φιλόξενο σπίτι της οικογένειας Κουλμάση, ύστερα από πρόσκληση του Πέτρου Κουλμάση, ο οποίος γνώριζε τον Γιώργο από το 1989, όταν εκείνος είχε έρθει για πρώτη φορά στην Κολωνία. […] Η οικογένεια Κουλμάση παραχώρησε, λοιπόν, στον Γιώργο Χειμωνά ανεξάρτητο χώρο στο σπίτι της, όπου εκείνος με απόλυτη ησυχία άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα που θα του έδινε αργότερα τον τίτλο «Γκερντρούντεχοφ» και που, δυστυχώς, δε στάθηκε δυνατό ώς σήμερα να βρεθούν τα χειρόγραφα στα κατάλοιπά του.[3]
Τρία χρόνια αργότερα, το 1996, αλλά και τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 1999, τέσσερις φορές περιλαμβάνεται και αναφέρεται στα «ανέκδοτα έργα» του «Το σπίτι της Γερτρούδης (Gertrudenhof), 1993»: στην πρώτη έκδοση της μετάφρασης του σαιξπηρικού Μάκβεθ, στο αφιέρωμα στον Χειμωνά του περιοδικού της Θεσσαλονίκης Ο Παρατηρητής, στην έκτη έκδοση του βιβλίου Μυθιστόρημα και στην έκτη έκδοση του βιβλίου Τα ταξίδια μου·[4] η χρονολογία δηλώνει τον χρόνο γραφής του έργου.[5] Οι επανειλημμένες αυτές αναφορές μαρτυρούν την πρόθεση του Χειμωνά, τουλάχιστον στον χρόνο της πρώτης εμφάνισής τους, να ολοκληρώσει και να εκδώσει το έργο.

Στη διάρκεια του 1999, μερικούς μήνες πριν από τον θάνατό του, οι πληροφορίες όχι μόνο για το έργο αλλά και για την έκδοσή του πύκνωσαν, σε δύο συνεντεύξεις του Χειμωνά στη δημοσιογράφο Μικέλα Χαρτουλάρη και στον πεζογράφο Αλέξη Σταμάτη, δημοσιευμένες αντιστοίχως στις 22 Μαΐου και, έξι μήνες αργότερα, στις 14 Νοεμβρίου. Παραθέτω αρχικά από τη συνέντευξη στη Χαρτουλάρη το μέρος που επιγράφεται «‟Το σπίτι της Γερτρούδης”, η νέα νουβέλα»:

«Όχι ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος. Όχι ο συγγραφέας, αλλά το έργο». Τη σκέψη αυτή ο Γιώργος Χειμωνάς την έκανε λογοτεχνία. Ξεκίνησε να την επεξεργάζεται αρκετά χρόνια πριν, στη «Φρουρά» που έμεινε ανολοκλήρωτη, και την ξαναδούλεψε τώρα στο «Gertrudenhof» που θα κυκλοφορήσει στο τέλος του χρόνου. «Gertrudenhof» σημαίνει «το σπίτι των Γερτρούδων». Οι Γερτρούδες ήταν μοναχές βασιλικής ή αριστοκρατικής καταγωγής που έμεναν στο ομώνυμο μοναστήρι. Πάνω στα ερείπια του μοναστηριού βρίσκεται σήμερα ένα ξενοδοχείο με αυτό ακριβώς το όνομα. Εκεί έμενε ο Γιώργος Χειμωνάς ένα διάστημα που βρέθηκε στην Κολωνία. Το μοναστήρι των Γερτρούδων, λοιπόν. Αλλά ο τίτλος του βιβλίου στα ελληνικά γίνεται «Το σπίτι της Γερτρούδης».

Κεντρικός ήρωας είναι ένας συγγραφέας που σε μία αποκαλυπτική του στιγμή συνειδητοποιεί ότι ο ίδιος, τα πρόσωπα των μυθιστορημάτων του, οι ιδέες που κατέθεσε, όλα, αποτελούν πλάσματα ενός άλλου, άγνωστου δημιουργού. Ωστόσο, ο ήρωας, παρόλο ότι δεν υπάρχει αλλά είναι ένα απλό δημιούργημα, κατορθώνει να πλάσει ένα δικό του δημιούργημα, ερήμην του άγνωστου δημιουργού. Ένα δημιούργημα που εκείνος δεν το είχε συλλάβει.

Το σπίτι της Γερτρούδης είναι, λοιπόν, ένα άσυλο. Εκεί καταφεύγουν συγγραφείς που όπως κι ο ήρωας της νουβέλας, έτσι και οι ίδιοι και τα έργα τους αποτελούν δημιουργήματα άλλου, άγνωστου συγγραφέα. Εκεί καταφεύγει και ο ήρωας. Εκεί το ανύπαρκτο δημιουργεί το υπαρκτό. Αλλά αυτό είναι μόνο η αρχή της νουβέλας…[6]
Οι παραπάνω πληροφορίες βασίζονται προφανώς σε λεγόμενα (και όχι, πάντως, σε γραφόμενα) του Χειμωνά, αλλά διαμεσολαβούνται από την πολύ έμπειρη συνομιλήτριά του έτσι όπως αυτή τα αντιλήφθηκε, τα κατέγραψε και τα αποτύπωσε στο κείμενό της.
Αντιθέτως, το μέρος της συνέντευξης που έδωσε ο Χειμωνάς στον Σταμάτη και επιγράφεται «Gertrudenhof: Ανάσταση του ποιητή», φαίνεται να καταγράφει ακριβώς τα λεγόμενα του συγγραφέα, στον παρακάτω διάλογό τους:

[Αλ. Σ.:] Ποιο είναι το θέμα του νέου σας βιβλίου, του «Gertrudenhof»;

[Γ.Χ.] Το βασικό θέμα είναι πώς το ανύπαρκτο δημιουργεί το υπαρκτό. Ένας συγγραφέας συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει. Ότι αυτός και τα έργα που γράφει, είναι δημιουργήματα, πλάσματα ενός άγνωστου συγγραφέα. Εκείνος δεν είχε ποτέ προσωπική ζωή. Όλη η ζωή αλλά και τα έργα του ήταν υπαγορευμένα από τον άγνωστο συγγραφέα. Το «Gertrudenhof», το σπίτι της Γερτρούδης, είναι ένα είδος ασύλου όπου καταφεύγουν, όχι μόνον αυτός, αλλά και άλλοι συγγραφείς. Οι συγγραφείς εκείνοι που μολονότι είναι ανύπαρκτοι, ανυπόστατοι, και η ίδια η ζωή τους είναι στο μυαλό ενός άγνωστου συγγραφέα, μπορούν να δημιουργήσουν δικά τους δημιουργήματα…
Αυτοί οι ήρωες μπορεί να είναι ασήμαντα πλάσματα. Αναφέρω, για παράδειγμα, στους Αδελφούς Καραμαζώφ, εκείνη την περίφημη σκηνή όπου ο Σμερντιακώφ λέει στον Ιβάν Καραμαζώφ ότι απλώς εκτέλεσε την επιθυμία του να σκοτώσει τον πατέρα του, και εκείνη την στιγμή ο Ιβάν επαναφέρει στο νου του ένα τραγούδι, ένα τυχαίο, ασήμαντο τραγούδι που είχε ακούσει στη Μόσχα από έναν μεθυσμένο στο δρόμο: «Πήγε ο Βάνκα μου στον Πίτερ, δεν θα τον ξανάβρω πια». Ο Ντοστογιέφκσι δημιούργησε αυτό τον μεθυσμένο από το τίποτε, όμως, αυτός υπάρχει, κατεγράφη, κι ας είναι δυο σειρές. Αρκεί αυτό για να δραστηριοποιήσει μία γνωστική λειτουργία που ασκείται στο «Gertrudenhof». Το πώς γίνεται κάτι που δεν υπάρχει να δημιουργεί κάτι που υπάρχει, ακόμα και αν αυτό είναι ένα μυρμήγκι ή ένας μεθυσμένος. Όλα αυτά είναι γραμμένα εντελώς ρεαλιστικά, εξάλλου, όλα τα κείμενά μου είναι ρεαλιστικά.[7]

Η σχεδόν αυτολεξεί επανάληψη φράσεων που απαντούν στη συνέντευξη στη Χαρτουλάρη δείχνει ότι ο Χειμωνάς σκοπεύει να καταγραφεί στις δύο συνεντεύξεις η σαφώς σχηματισμένη από τον ίδιο κεντρική ιδέα του έργου. Εξάλλου έχουν μεσολαβήσει έξι χρόνια από την αρχική σύλληψή του.

Σε άλλο σημείο της ίδιας συνέντευξης, γίνεται ο παρακάτω διάλογος, με επίκεντρό του ό,τι σε δημοσιογραφική λεζάντα καταγράφεται ως εξής: «Ο Γιώργος Χειμωνάς, επίμονος και μοναχικός δημιουργός, επιστρέφει μετά δέκα χρόνια με το ‟Πανδοχείον της Γερτρούδης” το οποίο θα εκδοθεί στη Γερμανία»:

[Αλ. Σ.:] Γιατί ένιωσες την ανάγκη να μιλήσεις αυτή την περίοδο;
[Γ.Χ.] Θα επαναλάβω αυτό που είπα πριν από εννέα χρόνια. Όπως λέει ο γιατρός Ινεότης: «Γράφω το τελευταίο βιβλίο στον κόσμο». Έγραψα την τελευταία νουβέλα, όπως πιστεύω: το «Gertrudenhof».
[Αλ. Σ.:] Το οποίο θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα;
[Γ.Χ.] Δεν ξέρω, ειλικρινά δεν ξέρω. Δεν θέλω φυσικά να υποτιμήσω τους Έλληνες αναγνώστες. Οι Γερμανοί εκδότες αποφάσισαν πρώτα να το βγάλουν. Ήδη, έχει μεταφραστεί και ο «Εχθρός του ποιητή», και θα βγουν μαζί. Ελπίζω να ακολουθήσουν και οι Έλληνες.
[Αλ. Σ.:] Στην Γερμανία, και όχι στην Ελλάδα… Το βιβλίο σου το έγραψες στο εξωτερικό.
[Γ.Χ.] Πρέπει να φεύγεις από την Ελλάδα για να γράφεις για την Ελλάδα. Εδώ έχω βαρεθεί να ακούω ότι είμαι δυσνόητος, δύσκολος… Ποιος τους είπε ότι η λογοτεχνία είναι εύκολο πράγμα;[8]

Στις παραπάνω πληροφορίες των δύο συνεντεύξεων προσθέτω μία ακόμα, λίγο μεταγενέστερη. Ο Σταμάτης επισκέφθηκε τον Χειμωνά τον Οκτώβριο του 1999 στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο, όπου νοσηλευόταν, και η τότε συζήτησή τους αποτυπώθηκε στη συνέντευξη που δημοσιεύτηκε τον επόμενο μήνα. Ο Σταμάτης, λοιπόν, στο νεότερο κείμενό του με τίτλο «Γιώργος Χειμωνάς. Ο ποιητής του λόγου», δημοσιευμένο τον Σεπτέμβριο του 2000, μερικούς μήνες ύστερα από τον θάνατο του Χειμωνά, ανέτρεξε στην περίσταση της συνέντευξης και θυμήθηκε, μεταξύ άλλων:

Μιλάμε για το τελευταίο του κείμενο, το «Gertdudenhoff», ένα roman a fleuve 92 σελίδων που το έγραφε και το ξαναέγραφε ώσπου όταν το τέλειωσε έκανε μια εντελώς ιδιοσυγκρασιακή διανομή στο Παρίσι…[9]

Σχολιάζω συνοπτικά όλες τις παραπάνω πληροφορίες, από την απόσταση του χρόνου. Ξεκινώ από εκείνες γύρω από τη σχεδιαζόμενη ή επικείμενη έκδοση. Αυτές βασίζονται προφανώς στην πρόθεση του Χειμωνά να προβληθεί δημοσιογραφικά το έργο με την προαναγγελία της έκδοσής του. Μάλιστα γίνεται μνεία ακόμα και του αριθμού των σελίδων του («ένα roman a fleuve 92 σελίδων», χωρίς να διευκρινίζεται αν ο αριθμός αφορά τις σελίδες του χειρογράφου ή του βιβλίου). Αλλά η προαναγγελία ότι το έργο θα εκδοθεί μέχρι το τέλος του 1999, και μάλιστα στη Γερμανία (ασαφώς, πάντως, αφού γίνεται λόγος για «γερμανούς εκδότες»), συνεπώς και η ένδειξη ότι είχε ολοκληρωθεί στην ελληνική γλώσσα και είχε μεταφραστεί ή έστω μεταφραζόταν, δεν επαληθεύτηκαν ούτε στο τέλος του έτους ούτε αργότερα. Επίσης, παρά το ότι δίνεται ρητά η πληροφορία ότι «ήδη, έχει μεταφραστεί» το προηγούμενο έργο του Χειμωνά, Ο εχθρός του ποιητή (1990), και αυτή η πληροφορία αποδείχθηκε τουλάχιστον ανακριβής, καθώς η γερμανική μετάφραση του εν λόγω αφηγήματος εκδόθηκε στη Γερμανία πολλά χρόνια αργότερα, το 2017.[10] Παρατηρώ, τέλος, στις δύο συνεντεύξεις ασάφεια ως προς τον τίτλο του έργου και επίσης ως προς τον ειδολογικό προσδιορισμό του: στην πρώτη αναφέρεται ως μυθιστόρημα και στη δεύτερη ως νουβέλα. Πάντως, η πληροφορία του Σταμάτη είναι ρητή: το έργο «τέλειωσε».
Τα πρόσωπα που δυνητικά θα μπορούσαν να συνδεθούν με τα παραπάνω, είτε με τη μετάφραση είτε και με την έκδοση του έργου στη Γερμανία, είναι τρία: η φιλόλογος νεοελληνίστρια και μεταφράστρια Νίκη Αϊντενάιερ, η μεταφράστρια Δανάη Κουλμάση και η γερμανίδα συγγραφέας και δημοσιογράφος Karin Hempel-Soos (1939-2009). Η πρώτη, μαζί με τον σύζυγό της, φιλόλογο νεοελληνιστή Χανς Αϊντενάιερ, είχαν καλέσει τον Χειμωνά στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, όπου συζήτησαν μαζί του, όπως και άλλοι νεοελληνιστές και φοιτητές, στις 29 Οκτωβρίου 1989. Το απομαγνητοφωνημένο κείμενο εκείνης της ομιλίας-συζήτησης εκδόθηκε, ύστερα από τον θάνατο του Χειμωνά, το 2001, στο βιβλίο Το ένατο μάθημα για τον Λόγο.[11] Απόρροια εκείνου του ταξιδιού ήταν να δρομολογηθούν οι μεταφράσεις στη γερμανική γλώσσα δύο αφηγηματικών έργων του Χειμωνά. Συγκεκριμένα, σε βιβλίο που εκδόθηκε το 1990 η Αϊντενάιερ μετέφρασε δύο από τα τρία κείμενα των Ταξιδιών μου, ενώ το τρίτο κείμενο των Ταξιδιών και το Μυθιστόρημα μετέφρασε η Δανάη Κουλμάση.[12] Η Κουλμάση ήταν ήδη δόκιμη μεταφράστρια ελληνικών λογοτεχνικών έργων στα γερμανικά.[13] Την Hempel-Soos, τέλος, ο Χειμωνάς ίσως την γνώρισε όταν επισκέφθηκε την Κολωνία το 1993, όπως μαρτυρεί αντίτυπο ποιητικού βιβλίου της, εκδεδομένου τον Ιανουάριο του 1993 στη Βόννη, το οποίο σώθηκε στο αρχείο Χειμωνά και το οποίο πιθανότατα του δώρισε η Hempel-Soos.[14] Καμία, λοιπόν, από τις τρεις, την Αϊντενάιερ, την Κουλμάση και την Hempel-Soos, δεν μαρτυρά τα λεγόμενα του Χειμωνά ή έστω κάτι σχετικό με αυτά, όπως τα γνωρίσαμε από τη συνέντευξη στον Σταμάτη. Τέλος, προσθέτω εδώ ένα ενδιαφέρον και άγνωστο μέχρι σήμερα στοιχείο, που σώζεται στο αρχείο Χειμωνά. Η Hempel-Soos σε επιστολή της, γραμμένη στα γερμανικά, με ημερομηνία 11 Ιανουαρίου 1999, σε επιστολόχαρτο του «Haus der Sprache und Literarur» της Βόννης (η Hempel-Soos διηύθυνε τον φορέα από την ίδρυσή του, το 1994, μέχρι τον θάνατό της, τον Οκτώβριο του 2009), μαζί με ελληνική μετάφραση της επιστολής από την Κουλμάση, απηύθυνε στον Χειμωνά πρόσκληση να πάει τον Μάρτιο στην Κολωνία για να συμμετάσχει σε δύο εκδηλώσεις˙ συγκεκριμένα, τον προσκάλεσε να παρουσιάσει στις 14 Μαρτίου τον Γιατρό Ινεότη ή τον Εχθρό του ποιητή˙ σε αυτά η Hempel-Soos συμπλήρωσε: «Ίσως όμως να έχεις γράψει κάτι καινούργιο, που να ταιριάζει με την σκέψη και την ανάσα αυτών των κειμένων» (η μετάφραση της Κουλμάση). Ο Χειμωνάς ανταποκρίθηκε σ’ αυτή την πρόσκληση, όπως μαρτυρούν φωτογραφίες του χρονολογημένες στις 24 Μαρτίου 1999, έξω από το Ακαδημαϊκό Μουσείο Τέχνης στη Βόννη.[15] Πάντως, τόσο τα γραφόμενα της Hempel-Soos όσο και συνοδευτικό σημείωμα της Κουλμάση, με ημερομηνία 21 Ιανουαρίου 1999, όπου γράφει στον Χειμωνά: «Θα ήταν θαυμάσιο αν έρθεις. […] Θα μπορούσες να έρθεις και έτσι, χωρίς κοπιαστική προετοιμασία», δεν δείχνουν τόσο η ποιήτρια όσο και η μεταφράστρια, φίλες του Χειμωνά, να γνώριζαν κάτι για μετάφραση ή επικείμενη έκδοση νέου έργου του, και ιδίως του έργου. Η γραφή και η ύπαρξη, βέβαια, του έργου δηλώνονται ήδη από το 1996. Να άλλαξε κάτι μέσα στους επόμενους δύο μήνες, από τον Μάρτιο, όταν ο Χειμωνάς πήγε στη Βόννη, μέχρι τον Μάιο, όταν δόθηκε η συνέντευξη στην Χαρτουλάρη; Μήπως ήταν αυτό το νέο ταξίδι στη Γερμανία που παρακίνησε τον Χειμωνά να ξαναπιάσει και να ολοκληρώσει το, επί έτη δηλωμένο ως «ανέκδοτο», έργο; Διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι ο Χειμωνάς πήγαινε συχνά στη Γερμανία και πριν και κυρίως μετά το 1993. Γνωρίζουμε ότι στο διάστημα 23-25 Απριλίου του 1996 συμμετείχε σε εκδηλώσεις στο Αμβούργο και το Βερολίνο,[16] ενώ υπάρχει φωτογραφία του που έβγαλε η Hempel-Soos στη Βόννη στις 6 Νοεμβρίου 1996.[17] Τον Νοέμβριο 1996 είναι η πρώτη φορά που το έργο αναφέρεται στα «Ανέκδοτα έργα» του. Αλλά σ’ αυτά τα ταξίδια του στη Γερμανία, που έγιναν μετά το 1993, ο Χειμωνάς δεν μιλούσε στις φίλες του εκεί για το έργο;

Περνώ στον σχολιασμό του περιεχομένου του έργου. Οι πληροφορίες στις δύο συνεντεύξεις είναι συγκλίνουσες, αλλά περιορίζονται στην παρουσίαση της βασικής ιδέας του, χωρίς να αναπτύσσεται η πλοκή της ιστορίας – είναι άραγε ακόμα η πλοκή ασχημάτιστη, έξι χρόνια ύστερα από την αρχική σύλληψη του έργου και ενώ προαναγγέλλεται η έκδοσή του; Η βασική ιδέα, λοιπόν, είναι η υποκατάσταση του πραγματικού συγγραφέα, αυτού που λέμε βιογραφικό υποκείμενο, από το δημιούργημά του, τον χαρακτήρα μυθοπλασιακών αφηγημάτων του. Ένας μυθοπλασιακός χαρακτήρας γίνεται ένας «συγγραφέας». Κι αυτός είναι ο κεντρικός χαρακτήρας στο έργο. Ο πολλαπλασιασμός αυτής της υποκατάστασης δημιουργεί στο έργο αυτούς τους, κληροδοτημένους από τη λογοτεχνική μνήμη, χαρακτήρες που γίνονται ‟πραγματικά” πρόσωπα και «καταφεύγουν» στο «άσυλο» του σπιτιού της Γερτρούδης, σε ένα είδος, θα έλεγα, ιδεώδους κοινοβίου της λογοτεχνίας. Αλλά τι γίνεται από εκεί και πέρα, τι κάνουν εκεί όλοι αυτοί οι εκλεκτοί και οι εκλεκτές; Αυτά μένουν άδηλα στις συνεντεύξεις. Εξάλλου, όπως διαβάζουμε στην πρώτη συνέντευξη, «αυτό είναι μόνο η αρχή της νουβέλας…». Επίσης η πληροφορία του Σταμάτη ότι ο Χειμωνάς το έργο «το έγραφε και το ξαναέγραφε ώσπου όταν το τέλειωσε έκανε μια εντελώς ιδιοσυγκρασιακή διανομή στο Παρίσι…» δεν αντιλαμβάνομαι τι ακριβώς περιγράφει: το έργο ολοκληρώθηκε, αφού η γραφή του πέρασε από διάφορα στάδια επεξεργασίας, στο Παρίσι, όπου ο Χειμωνάς έμενε κατά διαστήματα από το 1998, τα δύο επόμενα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του˙ αλλά τι σημαίνει η «εντελώς ιδιοσυγκρασιακή διανομή» του; Ότι ο Χειμωνάς το διένειμε σε κάποιους; Ποιοι ήταν αυτοί ή αυτές; Γιατί δεν γνωρίζουμε μέχρι σήμερα κανέναν;

Στο «Χρονολόγιο βίου και έργου», το 2005, είχα γράψει κατά λέξη, για την περίοδο λίγο πριν από τον θάνατο του Χειμωνά και για τη σχέση εκείνης της περιόδου με το έργο:

Πρώτο δεκαήμερο Ιανουαρίου [του 2000]. Αναχωρεί για το Παρίσι. Σ’ ένα μαύρο χαρτοφύλακα, που μεταφέρει μαζί του σ’ όλα τα ταξίδια, βρίσκονται το χειρόγραφο του βιβλίου του Το σπίτι της Γερτρούδης (Gertrudenhof), καθώς και διάφορα άλλα χειρόγραφα.[18]

Οι πληροφορίες για τον μαύρο χαρτοφύλακα και το χειρόγραφο του έργου μού δόθηκαν από την κατά τεκμήριο αξιόπιστη μάρτυρά τους Λούλα Αναγνωστάκη, τη σύζυγο του Χειμωνά. Ο Χειμωνάς πέθανε σε ενάμιση περίπου μήνα αφότου πήγε στο Παρίσι, στις 27 Φεβρουαρίου 2000. Δύο ημέρες ύστερα από τον θάνατό του, σε ρεπορτάζ της δημοσιογράφου Έλενας Δ. Χατζηιωάννου υπάρχει μία ενότητα, με τίτλο «“Γερτρούδη”: το κύκνειο άσμα», που αναφέρεται στο έργο – απομονώνω τις σημαίνουσες πληροφορίες και απαλείφω όσες ανατρέχουν σε προηγούμενα δημοσιεύματα:

Το μοιραίο τέλος δόθηκε στο Παρίσι. […] Εκεί είχε ολοκληρώσει την τελευταία του νουβέλα, «Το σπίτι της Γερτρούδης». [...] To «Σπίτι της Γερτρούδης» θα το έφερνε μαζί του την Κυριακή 5 Μαρτίου, που είχε προγραμματίσει να επιστρέψει σπίτι του, στην Αθήνα.[19]

Ο Χειμωνάς κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη στις 2 Μαρτίου στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών. Παραθέτω ξανά από το «Χρονολόγιο βίου και έργου» τη συνέχεια της τύχης του έργου:

Σε μικρή χρονική απόσταση από την κηδεία, η Λούλα Αναγνωστάκη και η Κάτια Λεμπέση, εκδότρια του «Κέδρου», πηγαίνουν στο Παρίσι, με σκοπό να συγκεντρώσουν και να μεταφέρουν τα υπάρχοντα του Χειμωνά από το μικρό διαμέρισμα [στην οδό De Longchamp, αρ. 33, 75016] που νοίκιαζε στη γαλλική πρωτεύουσα. Ωστόσο στο διαμέρισμα, που επισκέπτονται μαζί με τη Νατάσα Τσουκαλά, τον Ηλία Πούλο και τον Μπερτράν Λαζενές, δεν υπάρχει κανένα χειρόγραφο του συγγραφέα.[20]

Συμπληρώνω, ούτε ο μαύρος χαρτοφύλακας, όπως η ίδια η Αναγνωστάκη αφηγήθηκε τόσο σε εμένα όσο και σε διάφορα άλλα πρόσωπα. Το χειρόγραφο, λοιπόν, του έργου εξαφανίστηκε.

Σε απόσταση ενός περίπου χρόνου από τον θάνατο του Χειμωνά, στις 11 Μαρτίου 2001, ο Δ.Ν. Μαρωνίτης σε επιφυλλίδα του στην εφημερίδα Το Βήμα ανακίνησε το ζήτημα της τύχης του έργου, γράφοντας τα εξής:

Ο αλλόκοτος χαμός του Χειμωνά συμπαρέσυρε στον αφανισμό και όλα τα χαρτιά του. Ανάμεσά τους και το αφήγημα «Γερτρούδη», που ο ίδιος, όσο ξέρω, το φαντάστηκε σαν κορυφή ή και σαν χαράδρα της ζωής και της γραφής του. Κάποιοι βολικά μιλούν για βιβλίο-φάντασμα· αλλά οι κοντινοί του Γιώργου ξέρουν πως η «Γερτρούδη» είχε γραφεί, έστω γραφόταν, αφού είχαν ακούσει να τους διαβάζει ο ίδιος κάποιες σελίδες της. Τι έγινε στο μεταξύ το χειρόγραφο, ένας Θεός το ξέρει.[21]

Ο Μαρωνίτης έθεσε πρώτος το ζήτημα της αντιγνωμίας ανάμεσα σε όσους υποστήριζαν ότι το έργο ήταν «βιβλίο-φάντασμα» και τους «κοντινούς του Γιώργου» που ήξεραν ότι το έργο υπήρχε. Από τη διατύπωση γίνεται σαφές ότι ο Μαρωνίτης τάσσεται υπέρ της δεύτερης άποψης, παρατηρώ, όμως, στην περιγραφή του σημεία ασάφειας: «είχε γραφεί», «γραφόταν», «κάποιες σελίδες»˙ ακόμα και ο τίτλος του έργου, γράφεται ασαφώς, «Γερτρούδη».
Δύο εβδομάδες αργότερα από την επιφυλλίδα του Μαρωνίτη, στις 25 Μαρτίου 2001, δημοσιεύτηκε στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, το ρεπορτάζ της δημοσιογράφου Σταυρούλας Παπασπύρου, «Τα χαμένα χειρόγραφα του Χειμωνά», αφορμή του οποίου στάθηκε ακριβώς η επιφυλλίδα του Μαρωνίτη. Εκεί, σε ό,τι αφορά το έργο διαβάζουμε κυρίως τις εξής πληροφορίες που μεταφέρουν λεγόμενα της εκδότριας του «Κέδρου» Κάτιας Λεμπέση (1948-2015) στη δημοσιογράφο:

Τα χειρόγραφα […] της νουβέλας «Το σπίτι της Γερτρούδης» […] λες και τα κατάπιε η γη! Ο Χειμωνάς δεν φωτοτυπούσε τα γραπτά του, λέει η εκδότρια του «Κέδρου» Κάτια Λεμπέση. «Στο μαύρο χαρτοφύλακα που κουβαλούσε σ’ όλες του τις μετακινήσεις, είχε πάντοτε τα πρωτότυπα κείμενα. Τη ‟Γερτρούδη” τη δούλευε σχεδόν δέκα χρόνια. Λίγο πριν αναχωρήσει για τελευταία φορά για το Παρίσι, μου είχε πει: ‟Μόλις επιστρέψω θα σου φέρω το βιβλίο. Δεν θέλω ακόμα να το αποχωριστώ”. Μου άφησε μόνο ένα ιδιόχειρο σχεδίασμα εξωφύλλου... Απ’ ό,τι έμαθα αργότερα από τη Λούλα Αναγνωστάκη, σε τηλεφωνική τους επικοινωνία τις παραμονές του ξαφνικού θανάτου του, δήλωνε ενθουσιασμένος. Είχε βρει λύση και για το μοναδικό πρόβλημα που του είχε απομείνει. Ήταν έτοιμος πια για την έκδοση».[22]

Οι παραπάνω πληροφορίες κάνουν λόγο για σχεδιασμό της έκδοσης του έργου, αυτή τη φορά στην Ελλάδα και από τον αθηναϊκό εκδοτικό οίκο, τον Κέδρο, όπου ο Χειμωνάς είχε εκδώσει όλα τα προηγούμενα λογοτεχνικά αφηγήματά του. Όπως είδαμε παραπάνω, η Λεμπέση ήταν αυτόπτης μάρτυρας της εξαφάνισης του χειρογράφου του έργου, στο Παρίσι. Αλλά, αν αυτές οι πληροφορίες διασταυρωθούν με εκείνες της συνέντευξης στον Σταμάτη, αναρωτιόμαστε τι απέγινε, στο μεταξύ, η σχεδιαζόμενη γερμανική έκδοση; Η ελληνίδα εκδότρια δεν γνώριζε κάτι γι’ αυτήν; Επίσης έχει σημασία ότι ούτε η Λεμπέση είχε δει μέχρι τότε, ενώ συνεργαζόταν σταθερά με τον Χειμωνά, χειρόγραφο του έργου, έστω μέρους του. Τέλος, η πληροφορία ότι ο Χειμωνάς «είχε βρει λύση και για το μοναδικό πρόβλημα που του είχε απομείνει» δείχνει ότι το έργο βρισκόταν υπό επεξεργασία ακόμα και λίγες ημέρες πριν από τον θάνατο του συγγραφέα του κι έτσι μπορούμε ίσως να αιτιολογήσουμε και την εκ των πραγμάτων διάψευση της προαναγγελίας για έκδοση στη Γερμανία μέχρι το τέλος του 1999.

Σε άλλη ενότητα του ρεπορτάζ της Παπασπύρου, με τίτλο «Το σπίτι της Γερτρούδης», επαναλαμβάνονται οι γνωστές από τις δύο συνεντεύξεις του 1999 πληροφορίες για την κεντρική ιδέα του έργου, για να δοθεί εντέλει η πληροφορία ότι «όπως είχε δηλώσει [ο Χειμωνάς], το “Σπίτι της Γερτρούδης” θα κυκλοφορούσε από τον “Κέδρο” ως το τέλος του 1999». Δεν γνωρίζω πού και πότε ο Χειμωνάς δήλωσε κάτι τέτοιο.[23] Αντιθέτως, στη συνέντευξη στον Σταμάτη φέρεται να είπε: «Οι Γερμανοί εκδότες αποφάσισαν πρώτα να το βγάλουν. [...] Ελπίζω να ακολουθήσουν και οι Έλληνες».
Στο κείμενο της Παπασπύρου έχει κυρίως σημασία ότι για πρώτη φορά τέθηκαν δημόσια στο κάδρο των ερευνών για το τι απέγινε το έργο ο πεζογράφος Βασίλης Βασιλικός και η σύζυγός του Βάσω Παπαντωνίου, ζεύγος με το οποίο ο Χειμωνάς είχε στενή σχέση στο διάστημα που βρισκόταν στο Παρίσι, όπου επίσης ζούσαν ο Βασιλικός και η Παπαντωνίου, ενώ συχνά διέμενε στο σπίτι τους. Συγκεκριμένα, αφού η Παπασπύρου αφηγήθηκε την ατελέσφορη προσπάθεια της Αναγνωστάκη να βρει στο Παρίσι το χειρόγραφο του έργου και τα υπόλοιπα χαρτιά του Χειμωνά, σχολίασε με τρόπο υπαινικτικά σαφή:

Εξαφανίστηκαν, λοιπόν, τα χειρόγραφα: Υπήρξε κάποιος που θέλησε να τα οικειοποιηθεί; Ή μήπως ο Γιώργος Χειμωνάς είχε φροντίσει ο ίδιος να τα καταστρέψει;

Η Παπασπύρου επανέλαβε, με άλλα λόγια, τα περί αντιγνωμίας για την ύπαρξη ή μη του έργου, για την οποία πρωτοέγραψε ο Μαρωνίτης, αλλά και προσέθεσε την εκδοχή της εκούσιας οικειοποίησης του χειρογράφου του έργου. Αποκλείοντας, όμως, εν συνεχεία, την εξαφάνιση-καταστροφή του με υπαίτιό της τον ίδιο τον Χειμωνά:

Ο Γιώργος Χειμωνάς μπορεί να είχε αυτοκαταστροφικές τάσεις, αλλά ως άνθρωπος, όχι ως συγγραφέας. Κι ουδέποτε κατέστρεψε χειρόγραφά του. Γι’ αυτό, άλλωστε, και η οικογένειά του και το φιλικό του περιβάλλον αρνούνται να αποδεχτούν την εξαφάνισή τους. Οι πληροφορίες θέλουν τις σχέσεις ανάμεσα στο ζεύγος Βασιλικού και τη σύντροφο του Χειμωνά ιδιαίτερα τεταμένες.
Όταν όμως επιχειρήσαμε να μιλήσουμε σχετικά με το Βασίλη Βασιλικό, εισπράξαμε μόνο πέντε λέξεις: «Δεν έχω να πω τίποτα».

Αυτό το καταληκτικό μέρος του κειμένου της Παπασπύρου αφήνει την υπόνοια αφενός ότι το ερώτημα «Υπήρξε κάποιος που θέλησε να τα οικειοποιηθεί;» αναφέρεται στο ζεύγος Βασιλικού-Παπαντωνίου και αφετέρου ότι η εκδοχή πως ο ίδιος ο Χειμωνάς κατέστρεψε το έργο οφείλεται στο ίδιο ζεύγος. Είναι προφανές ότι η Παπασπύρου σχολίασε ένα ζήτημα γύρω από το οποίο επί ένα περίπου έτος κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες. Αλλά αυτή η διάχυτη φημολογία αναπτύχθηκε αμέσως ύστερα από τον θάνατο του Χειμωνά, διαδόθηκε μέσω διαφόρων δημοσιευμάτων και αποτυπώθηκε, ως ενόχληση, στο γραπτό του Νίκου Μπακουνάκη, «Η λυγμική όψη της κοσμικότητας», γραμμένο μία εβδομάδα ύστερα από τον θάνατο, όπου γίνεται λόγος για

ένα πλήθος άχρηστων πληροφοριών κλειδαρότρυπας: ποιοι συνόδευσαν τη σορό (το ζεύγος Βασίλη Βασιλικού, Βάσως Παπαντωνίου), ποιοι την παρέλαβαν στο αεροδρόμιο, γιατί η Λούλα Αναγνωστάκη περίμενε στο νεκροταφείο, γιατί οι Βασιλικός-Παπαντωνίου επέστρεψαν στο Παρίσι με την ίδια πτήση και δεν συναντήθηκαν με την Αναγνωστάκη [...].[24]

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η γενική άποψη για το έργο παρέμεινε ότι αυτό υπήρξε, αλλά εντέλει χάθηκε ανεξήγητα. Αλλά και η εκδοχή της αθέμιτης οικειοποίησής του χειρογράφου του συνεχίστηκε να λέγεται, να μισολέγεται ή και, ενίοτε, να γράφεται. Έτσι, την ίδια εποχή με το κείμενο της Παπασπύρου ή λίγο αργότερα, το 2001 επίσης, ο ζωγράφος, ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής Αλέξανδρος Ίσαρης, φίλος του Χειμωνά από παλιά, έγραψε:

Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγιναν αυτά τα γραπτά [Το σπίτι της Γερτρούδης, Προμηθέας Λυόμενος, Φαίδρα], που αν δεν καταστράφηκαν από τον ίδιο τον δημιουργό τους, πράγμα που αδυνατώ να πιστέψω, θα πρέπει να βρίσκονται στα χέρια κάποιου ή κάποιων, που άγνωστο για ποιους λόγους, αρνούνται να τα παραδώσουν στους οικείους του.[25]

Ο Ίσαρης επανήλθε στο ζήτημα της τύχης του έργου μερικά χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 2005:

Μετά το θάνατό του στις 27 Φεβρουαρίου του 2000, δημιουργήθηκε ένα θέμα, που απ’ όσο γνωρίζω δεν έχει το όμοιό του στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ήταν από καιρό γνωστό ότι ο συγγραφέας του Αδελφού ετοίμαζε ένα βιβλίο που θα είχε τον τίτλο Gertrudenhof ή Το σπίτι της Γερτρούδης. Επρόκειτο να κυκλοφορήσει παράλληλα και στη Γερμανία. Στην Ελλάδα θα το εξέδιδε ο Κέδρος. Ο Χειμωνάς μιλούσε συχνά γι’ αυτό το βιβλίο στις συνεντεύξεις που έδινε και, λίγες μέρες πριν πεθάνει στο νοσοκομείο Αμπρουάζ Παρέ της Βουλόνης στο Παρίσι, ανακοίνωσε στην Λούλα Αναγνωστάκη πως το είχε τελειώσει. Στις 7 Ιανουαρίου μού τηλεφώνησε για να με αποχαιρετήσει και μου είπε πως πήγαινε στο Παρίσι για να ολοκληρώσει αυτό το βιβλίο. Όταν τον ρώτησα πότε θα κυκλοφορούσε, μου απάντησε: «Το φθινόπωρο».

Όταν λίγες μέρες μετά την κηδεία πήγαν στο Παρίσι η γυναίκα του και η Κάτια Λεμπέση για να μεταφέρουν τα πράγματά του, δεν βρήκαν στο διαμέρισμά του ούτε μία χειρόγραφη σημείωση. Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγιναν αυτά τα γραπτά, που αν δεν καταστράφηκαν από τον ίδιο τον δημιουργό τους, πράγμα που αδυνατώ να πιστέψω, θα πρέπει να βρίσκονται στα χέρια κάποιων, που δεν τα παρέδωσαν ακόμα στους οικείους του.[26]
Ο Ίσαρης προσέθεσε τον εαυτό του στους μάρτυρες που γνώριζαν για την ύπαρξη του έργου και για τη σχεδιαζόμενη έκδοσή του (που αυτή τη φορά μετατίθεται προς το τέλος του 2000 και αφορά την ελληνική έκδοση παράλληλα με τη γερμανική), μεταφέροντας και αυτός λεγόμενα του Χειμωνά. Επισημαίνω την αναντιστοιχία ανάμεσα στη δήλωση του Σταμάτη ότι το έργο «τέλειωσε» το 1999 και τα γραφόμενα του Ίσαρη ότι βρισκόταν κοντά στην ολοκλήρωσή του και τέλειωσε στο Παρίσι το 2000. Επίσης, ως προς την αιτία της εξαφάνισης του έργου, ο Ίσαρης φαίνεται να κλίνει προς την εκδοχή της οικειοποίησης του χειρογράφου από κάποιο ή κάποια πρόσωπα, που πάντως δεν κατονομάζει. Κατά τα άλλα, οι υπόλοιπες πληροφορίες του κειμένου του Ίσαρη βασίζονται μάλλον σε δημοσιεύματα.

Τις ίδιες βασικά πληροφορίες και κρίσεις ο Ίσαρης επανέλαβε και το 2019, στο κείμενό του «Ποτέ άνθρωπος στον κόσμο δεν στολίστηκε τόσο και δεν παρουσιάστηκε».[27] Υπάρχουν, όμως, άλλα σημεία αυτού του όψιμου γραπτού τα οποία φαίνεται να μην αποκλείουν την εκδοχή της εκούσιας καταστροφής του έργου από τον συγγραφέα του, λόγω της αυτοκαταστροφικότητάς του:

Ανησυχούσα πάντοτε για την υγεία του. Μου έλεγε συχνά ότι σ’ όλη του τη ζωή υπέφερε από αϋπνίες, πράγμα που τον ανάγκαζε να παίρνει βαριά υπνωτικά χάπια. Όλοι στην Αθήνα γνώριζαν ότι είχε κάνει πολλές απόπειρες αυτοκτονίας και αυτό με έκανε να τρέμω για τη ζωή του. [...] Εκείνο το βράδυ ο Χειμωνάς έκανε απόπειρα αυτοκτονίας και, όταν πήγα στο νοσοκομείο, μου φάνηκε τόσο ταλαιπωρημένος και αδύνατος, που είχα φοβερές τύψεις που αρνήθηκα να πάω στο γραφείο του για να του κάνω παρέα.
Σκέφτηκα ότι η ζωή του ήταν μια κόλαση, γι’ αυτό επιζητούσε τόσο πολύ το θάνατο.[28]

Αντίστοιχες μαρτυρίες για την αυτοκαταστροφικότητα και τις απόπειρες αυτοκτονίας του Χειμωνά κατέθεσε και ο ποιητής, ψυχίατρος, συνάδελφος και φίλος του Μανόλης Πρατικάκης, το 2021:

Κάτω από το μεγαλοπρεπές του ύφος βίωνε δραματικά υπαρξιακές αγωνίες με ιδέες αυτοκαταστροφής και αυτοϋποτίμησης. Λόγω του πνευματικού του βάθους τραβούσε τα πράγματα στα άκρα. [...] Με ειδοποίησαν οι συνάδελφοί μου ψυχίατροι στο Νοσοκομείο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, όπου ήμουν διευθυντής, ξέροντας την φιλία μου με τον Χειμωνά, ότι τον έφεραν στα επείγοντα με ασθενοφόρο. Τον βρήκαν, όπως έμαθα, πεσμένο σε λασπωμένο δρόμο, έχοντας καταναλώσει ποσότητα αλκοόλ και 5 έως 10 Hipnostedon. Είχε αποκοιμηθεί με το τσιγάρο αναμμένο, πήραν φωτιά τα σεντόνια και του προξένησαν εκτεταμένα εγκαύματα στο στήθος, ευτυχώς όχι σοβαρά.[29]

«Hotel Getrudenhof»




Ύστερα από την εξαφάνιση του έργου: το αρχείο Χειμωνά

Από την παραπάνω εξιστόρηση της τύχης του έργου, από τις πρώτες πληροφορίες για αυτό μέχρι την εξαφάνιση του χειρογράφου του, εξάγονται δύο συμπεράσματα. Το πρώτο είναι ότι οι προερχόμενες από τον ίδιο τον Χειμωνά ή, ακριβέστερα μάλλον, αποδιδόμενες σε αυτόν πληροφορίες για το έργο όχι μόνο δεν επαληθεύτηκαν, αλλά είναι αντικρουόμενες ή αντιφατικές μεταξύ τους˙ συγκεκριμένα, αναφορικά με το αν το έργο τέλειωσε ή βρισκόταν κοντά στην ολοκλήρωσή του και σχετικά με το πότε και πού προγραμματιζόταν να γίνει η έκδοσή του. Πάντως η αντιφατικότητα των πληροφοριών οφείλεται στο ότι ο Χειμωνάς υπέβαλλε το έργο σε επεξεργασία, θεωρώντας κάποιες στιγμές ότι το τέλειωσε και κάποιες άλλες όχι ακόμα. Εξάλλου, γνωρίζουμε ότι ακόμα και τα όψιμα αφηγήματά του, Τα ταξίδια μου και Ο εχθρός του ποιητή, δεν έχουν αφηγηματική συνοχή και γραμμική πλοκή, όπως τα γνωρίζουμε από τη συντριπτική πλειονότητα των έργων της σύγχρονής τους πεζογραφίας, ακόμα κι όταν αυτά έχουν γνωρίσματα μοντέρνας τεχνοτροπίας. Συνεπώς, για τον Χειμωνά τα κριτήρια της ολοκλήρωσης ή μη του έργου ήταν τόσο ιδιαίτερα όσο και το συνολικό πεζογραφικό έργο του εν γένει. Η διαδικασία γραφής του έργου είναι συγκρίσιμη με εκείνη άλλων ανέκδοτων έργων του Χειμωνά. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Αποκαλύψεως, την οποία μελέτησα προκειμένου να την παρουσιάσω. Προφανώς επιλογή του Χειμωνά ήταν η καταγραφή της Αποκαλύψεως στα υπό δημοσίευση έργα του, όπως έκανε και με το έργο, και ασφαλώς δική του επιλογή ήταν, εντέλει, η μη δημοσίευσή της, παρά το ότι η Αποκάλυψις παραστάθηκε δημόσια. Οι διαφορές των τριών μαρτυρημένων τίτλων («Αποκάλυψις», «Αποκάλυψη, η φωνή μιας γυναίκας» και «Η γυναίκα της Πάτμου») δείχνουν πιθανόν την αβεβαιότητα του Χειμωνά για τον βαθμό ολοκλήρωσης του θεατρικού μονολόγου του. Ίσως για τον ίδιο λόγο δεν έλαβε την απόφαση να τον δημοσιεύσει. Εξάλλου, και άλλο λογοτεχνικό έργο του, που εμφανιζόταν ως υπό δημοσίευση, «Το ημερολόγιο ενός τυράννου», με ένδειξη χρόνου γραφής το 1994, έμεινε ανέκδοτο. Η γραφή όλων των έργων του, που δηλώνονταν επί χρόνια ως «ανέκδοτα», φαίνεται να διέπεται από την αμφιρρέπεια ανάμεσα στη δημιουργία τους και τη ματαίωσή της. Εναρκτήριο σημείο αυτής της αμφιρρέπειας πιστεύω ότι ήταν η εμφατική δήλωση του Χειμωνά ότι δεν πρόκειται να ξαναγράψει λογοτεχνία, στη συνέντευξή του στην Έλενα Δ. Χατζηιωάννου, ύστερα από την έκδοση του βιβλίου του Ο εχθρός του ποιητή.[30]

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι κανείς και καμία, πρόσωπα λιγότερο ή περισσότερο κοντινά στον ίδιο τον Χειμωνά και το περιβάλλον του, ανάμεσά τους και τα πιο οικεία του πρόσωπα, όπως η Αναγνωστάκη και στενοί φίλοι του, ακόμα κι όταν ήταν πεπεισμένα ότι το έργο τελείωσε ή σχεδόν ολοκληρώθηκε, δεν ήταν σε θέση να βεβαιώσουν με ασφάλεια είτε ότι το άκουσαν στο σύνολό του (φίλοι του Χειμωνά τον είχαν ακούσει να διαβάζει στο σπίτι του στην Αθήνα μέρη του έργου) είτε ότι είδαν χειρόγραφη μορφή του έργου λιγότερο ή περισσότερο ολοκληρωμένη. Πάντως, χειρόγραφο ή χειρόγραφα διαφόρων σταδίων επεξεργασίας του έργου δεν μπορούμε παρά να θεωρήσουμε ότι υπήρχαν, όπως επιβεβαίωσε εντέλει η διάσωση των αρχειακών καταλοίπων του.
Ύστερα από την έκδοση των Πεζογραφημάτων, το 2005, προσπάθησα να βρω πληροφορίες για την τύχη του έργου, συζητώντας με διάφορα πρόσωπα κατά το μάλλον ή ήττον σχετιζόμενα με τον Χειμωνά. Η όλη προσπάθειά μου κατέληγε στα δύο συμπεράσματα που ήδη ανέφερα. Το μόνο νέο, ασφαλές και αξιοσημείωτο στοιχείο προέκυψε όταν, το φθινόπωρο του 2006, αλληλογραφήσαμε με την Δανάη Κουλμάση· τότε την ρώτησα αν γνωρίζει κάτι για το έργο. Μου απάντησε ότι διαθέτει μερικές φωτοτυπημένες χειρόγραφες σελίδες του έργου, προερχόμενες από την Hempel-Soos, και πρόκειται να τις στείλει στην Αναγνωστάκη. Ωστόσο, στο επόμενο διάστημα, η Αναγνωστάκη, όταν την ρώτησα σχετικά, μου απάντησε ότι δεν έλαβε επιστολή της Κουλμάση. Θεωρώ σκόπιμο να πληροφορήσω ότι όσο καιρό συνεργαζόμουν για την προετοιμασία του τόμου των Πεζογραφημάτων με την Αναγνωστάκη στο σπίτι της, παρά την άριστη σχέση μας και το ότι μου διέθετε, ιδίως για τη σύνταξη του χρονολογίου και της εργογραφίας-βιβλιογραφίας του Χειμωνά, κειμενικό και φωτογραφικό υλικό, δεν μου επέτρεψε, ενώ της το ζητούσα, να έχω άμεση πρόσβαση στο χειρόγραφο και έντυπο υλικό που βρισκόταν στο σπίτι, επικαλούμενη διάφορα προσκόμματα.
Σε απόσταση δύο σχεδόν δεκαετιών από τον θάνατο του Χειμωνά, τον Μάιο του 2018, το γεγονός που σηματοδότησε μια νέα αφετηρία για τη μελέτη και τη διάδοση του έργου του ήταν η απόφαση του γιου του Θανάση Χειμωνά να παραχωρήσει τα αρχειακά κατάλοιπα των γονιών του στο Εργαστήριο Νεοελληνικής Φιλολογίας, που λειτουργεί ως ερευνητική και εκπαιδευτική μονάδα του Τομέα Νεοελληνικής Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.[31] Έχω περιγράψει σε τρία κείμενά μου την κατάσταση στην οποία παραλήφθηκαν τα αρχειακά κατάλοιπα και την εργασία που έγινε από εμένα, τη Μαρία Ρώτα και την τότε υποψήφια διδάκτορα Μάρα Ψάλτη για τον διαχωρισμό των δύο αρχείων, του Χειμωνά και της Αναγνωστάκη, και την πρώτη ταξινόμησή τους.[32] Η εργασία αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Επίσης στα ίδια κείμενα περιέγραψα γενικά το αρχείο Χειμωνά. Μεταφέρω εδώ τις βασικές πληροφορίες για αυτό:

Προφανώς το σημαντικότερο και ερευνητικά αξιοποιήσιμο τμήμα του αρχείου του Χειμωνά είναι τα χειρόγραφά του. Πολλά από αυτά παραδίδουν επεξεργασμένες μεταφράσεις του της αρχαίας τραγωδίας και σαιξπηρικών έργων – είναι γνωστό ότι τα χειρόγραφα των λογοτεχνικών πεζογραφημάτων του είχε τη συνήθεια να τα χαρίζει σε φιλικά του πρόσωπα. Υπάρχουν, όμως, και πολλά άλλα χειρόγραφα που από μια πρώτη ανάγνωσή τους είναι κατά πάσα πιθανότητα ανέκδοτα και αρκετά συγκαταλέγονται στην κατηγορία των λογοτεχνικών έργων. Ορισμένα ανέκδοτα μάς είναι γνωστά από παλιά ως έργα υπό συγγραφή ή και ολοκληρωμένα. Π.χ. ξεχωρίζει και ως προς τον αρκετά μεγάλο όγκο του διαθέσιμου υλικού της η Φαίδρα, η διασκευή του ομώνυμου θεατρικού έργου του Ρακίνα. Σώζεται, επίσης, ένα εννιασέλιδο δακτυλόγραφο με ιδιόγραφες διορθώσεις του θεατρικού μονολόγου Αποκάλυψις, η ελεύθερη διασκευή της Αποκαλύψεως του Ιωάννη. Το μεγαλύτερο, όμως, ενδιαφέρον εντοπίζεται στα χειρόγραφα μικρής έκτασης, που συγκροτούν ένα φαινομενικό χάος σκόρπιων γραπτών, ολοκληρωμένων ή ανολοκλήρωτων (π.χ. ο Χειμωνάς είχε αρχίσει να γράφει μια διασκευή του Δωδεκάλογου του Γύφτου του Παλαμά!), που ορισμένα από αυτά άλλοτε λειτουργούν ως προπλάσματα κι άλλοτε ως συνέχιση ή διασκευές των γνωστών μας πεζογραφημάτων. Αν κάτι συνέχει αυτό το, εκ πρώτης όψεως, φαινομενικό χάος και συνιστά την κρυφή αρμονία του είναι η πυρετώδης και τόσο αναγνωρίσιμη ως μοναδική γραφή ενός μεγάλου συγγραφέα – γιατί αυτό ήταν και παραμένει ο Χειμωνάς. Τέλος, σκόρπια ανάμεσα στα αρχειακά κατάλοιπά του βρέθηκαν γύρω στα δέκα φύλλα που παραδίδουν κειμενικό υλικό του Σπιτιού της Γερτρούδης.[33]

Αναφορικά με την τελευταία πληροφορία, διευκρινίζω ότι ύστερα από την παραχώρηση του αρχείου Χειμωνά στο Εργαστήριο Νεοελληνικής Φιλολογίας και την πρώτη ταξινόμηση του υλικού του, εργάστηκα με γνώμονα κυρίως τον εντοπισμό των ανέκδοτων έργων. Αποτέλεσμα αυτής της εργασίας ήταν η εύρεση, μεταξύ άλλων, της Αποκαλύψεως, που δημοσίευσα το 2021,[34] και των αρχειακών καταλοίπων του έργου.



«Hotel Getrudenhof»



Τα αρχειακά κατάλοιπα του έργου

Τα αρχειακά κατάλοιπα του έργου βρέθηκαν εντελώς διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία του αρχειακού υλικού, κατά τέτοιο τρόπο ώστε για να θεωρήσω ότι ανήκουν στο έργο ή συνδέονται με αυτό υιοθέτησα ως κριτήριο τη ρητή αναφορά του τίτλου του, «Gertrudenhof», σε κάποιο σημείο του χειρογράφου ή γενικότερα του αρχειακού τεκμηρίου. Με το κριτήριο, λοιπόν, της ρητής αναφοράς του τίτλου του έργου, τα αρχειακά κατάλοιπα είναι: α) χειρόγραφα του Χειμωνά, β) σχέδια του Χειμωνά και γ) δύο επιστολές άλλων προσώπων. Σχετικά με τον τίτλο, στα χειρόγραφα και στα σχέδια το έργο ονομάζεται επτά φορές «Gertrudenhof» (μεταξύ αυτών απαντούν οι εσφαλμένες γραφές «Gertrudenhofs» και «Gerdrudenhof») και μόνο δύο, σε ένα χειρόγραφο και σε ένα σχέδιο, «Το σπίτι της Γερτρούδης». Ο ελληνικός τίτλος παραδίδεται, λοιπόν, κυρίως από τις συνεντεύξεις και τις όποιες άλλες αναφορές του έργου σε ελληνικά έντυπα. Εξάλλου, αν θεωρήσουμε ότι «Το σπίτι της Γερτρούδης» αποδίδει στα ελληνικά το «Gertrudenhof», ο τίτλος αυτός είναι ανακριβής. Γι’ αυτό προφανώς ο γερμανομαθής Ίσαρης ονομάζει το έργο «Η αυλή της Γερτρούδης», αποδίδοντας ορθότερα τον γερμανικό τίτλο – hof σημαίνει αυλή ή, εν προκειμένω, τάγμα των Γερτρούδων. Αλλά τον Χειμωνά φαίνεται να ενδιέφερε ιδίως η συστέγαση των χαρακτήρων στο «Σπίτι της Γερτρούδης», προσώπου που εμφανίζεται στον ενικό αριθμό, προφανώς ταυτισμένο με την ομώνυμη ηρωίδα του σαιξπηρικού Άμλετ.

Θα ξεκινήσω την περιγραφή των αρχειακών καταλοίπων του έργου από τις δύο επιστολές, καθώς αυτές πλαισιώνουν το έργο με σημαντικές πραγματολογικές πληροφορίες για τους τόπους και τους χρόνους της γραφής του. Η πρώτη επιστολή, γραμμένη στο Παρίσι σε υπολογιστή και χρονολογημένη στις 20 Οκτωβρίου 2000, οκτώ μήνες ύστερα από τον θάνατο του Χειμωνά, στάλθηκε από την ποιήτρια Νατάσα Χατζηδάκι (1946-2017) –φέρει την ιδιόγραφη υπογραφή της– στην Αναγνωστάκη. Η επιστολή έχει ως θέμα της τη συγκέντρωση και αποστολή στην Αναγνωστάκη πάσης φύσεως γραπτών και άλλων χειρόγραφων καταλοίπων (όπως η τηλεφωνική ατζέντα) του Χειμωνά, προερχόμενων από διάφορα πρόσωπα και πηγές στη Γαλλία· μεταξύ άλλων, λοιπόν, η Χατζηδάκι έγραψε στην Αναγνωστάκη: «Όσο για την σύνοψη της Γερτρούδης, όπου έχω αμφιβολίες, βάζω μετά την επίμαχη λέξη ένα ερωτηματικό ανάμεσα σε παρενθέσεις».[35] Αυτή η «Σύνοψη», τόσο στην πληκτρολογημένη σε υπολογιστή δισέλιδη μεταγραφή της από την Χατζηδάκι όσο και στη φωτοτυπημένη γραμμένη από τον Χειμωνά επίσης δισέλιδη μορφή της, βρέθηκε ανάμεσα στα αρχειακά κατάλοιπα. Η δεύτερη επιστολή, γραμμένη στην Κολωνία σε υπολογιστή, με τη χρονική ένδειξη «6.11.[20]06», στάλθηκε από την Δανάη Κουλμάση –φέρει την ιδιόγραφη υπογραφή της– στην Αναγνωστάκη. Μεταφέρω εδώ τα σχετικά με το έργο, στην αρχή της επιστολής:

Λούλα μου, σου στέλνω το φωτοαντίγραφο του φωτοαντιγράφου των πρώτων, προφανώς, σελίδων του Gertrudenhof που μου είχε διαθέσει η Karin Hempel-Soos. Επίσης απάντησα σχετικά στον κ. Γαραντούδη που περιμένει να συζητήσει το θέμα μαζί σου. Πιστεύω πως πρόκειται για την αρχή και κάποιο προσχέδιο. Είναι πολύ σημαντικό και θα μπορούσε ίσως να δημοσιευτεί. Είτε σε επανέκδοση του «Πεζογραφήματα», είτε στη Λέξη, π.χ. Ευχαρίστως να γράψω μερικές εισαγωγικές φράσεις. Ενδεικτικά, αν όχι αποδεικτικά, κι ενάντια στην αμφισβήτηση.

Η επιστολή αυτή βρέθηκε στο αρχείο μαζί με μία φωτοτυπημένη σελίδα, γραμμένη από το χέρι του Χειμωνά. Η σελίδα είναι μέρος του υλικού που μου είχε γράψει η Κουλμάση ότι διέθετε και ότι θα έστελνε στην Αναγνωστάκη. Όντως λοιπόν στάλθηκε. Δεν γνωρίζω για ποιο λόγο η Αναγνωστάκη δεν μου είπε ότι έλαβε την επιστολή και το υλικό. Η φράση «κι ενάντια στην αμφισβήτηση» αφορά την αμφισβήτηση κάποιων ότι το έργο υπήρξε, ό,τι ο Μαρωνίτης ανέφερε ως «βιβλίο-φάντασμα». Πληροφορώ, επίσης, ότι στην επιστολή γίνεται λόγος και για την «γερμανική έκδοση με τα κείμενα του Γιώργου που είπαμε. Θα έχει ολοκληρωθεί και η μετάφρασή μου του Αδελφού». Προφανώς η Κουλμάση αναφέρεται στην έκδοση που έγινε εντέλει, με καθυστέρηση πολλών ετών, το 2017 και όπου, πάντως, δεν περιλαμβάνεται μετάφραση του Αδελφού.

Τον χειμώνα του 2017-2018 συμμετείχα στο Βερολίνο στην εκδήλωση της παρουσίασης του βιβλίου με τις μεταφράσεις έργων του Χειμωνά. Τότε γνώρισα από κοντά την Κουλμάση. Ύστερα από την παραχώρηση του αρχείου και τον αρχικό εντοπισμό των καταλοίπων του έργου, όπως και την εύρεση της επιστολής της Κουλμάση προς την Αναγνωστάκη, στις 27 Ιουλίου 2018 έγραψα στην Κουλμάση ότι βρήκα την επιστολή της και μία χειρόγραφη σελίδα στο αρχείο και της ζήτησα να μου στείλει τα φωτοαντίγραφα που είχε ταχυδρομήσει πριν από 12 χρόνια στην Αναγνωστάκη. Η Κουλμάση μού έστειλε πέντε σελίδες και στις 9 Σεπτεμβρίου τής απάντησα:

Από τις πέντε σελίδες μόνο η πρώτη, αυτή που αναφέρεται στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κολωνίας, υπάρχει ήδη στο υλικό που βρήκα στα αρχειακά κατάλοιπα του Χειμωνά. Οι υπόλοιπες τέσσερις σελίδες μού ήταν άγνωστες. Συνεπώς εμπλουτίζουν το υλικό που είχα ήδη και μπορώ να πω ότι το εμπλουτίζουν καίρια.

Αυτές τις πέντε σελίδες ονομάζω συμβατικά «χειρόγραφο Κουλμάση».
Περνώ, στη συνέχεια, στην περιγραφή των χειρογράφων και των σχεδίων του Χειμωνά. Ο συνολικός αριθμός των χειρόγραφων σελίδων (μερικών σε φύλλα γραμμένα και στις δύο όψεις ή στη μία όψη), όσων βρέθηκαν στο αρχείο και αφορούν το έργο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έστειλαν στην Αναγνωστάκη η Χατζηδάκι και η Κουλμάση, είναι 12. Με άλλα λόγια, εκτός από τις επτά σελίδες που βρέθηκαν στη Γαλλία και στη Γερμανία, δύο και πέντε αντιστοίχως, στο αρχείο βρέθηκαν άλλες πέντε σελίδες (σε τρία χωριστά φύλλα). Αυτός ο τόσο μικρός αριθμός επιβεβαιώνει την πληροφορία ότι ο Χειμωνάς είχε πάρει μαζί του στο Παρίσι το χειρόγραφο υλικό του έργου.
Τέλος, βρέθηκαν τρία φωτοαντίγραφα σχεδίων του Χειμωνά, τα οποία εικονίζουν κτήρια και φέρουν την ένδειξη «Gertrudenhof» ή «Το σπίτι της Γερτρούδης». Τα δύο σχέδια φέρουν, επίσης, τις ημερομηνίες 24 και 25.V.[19]96, ενώ το τρίτο πλαισιώνεται από κείμενο επάνω και κάτω από το σχέδιο.[36] Ο Χειμωνάς συνήθιζε να σχεδιάζει ή και να ζωγραφίζει παράλληλα με τη γραφή των αφηγημάτων του.[37] Το γεγονός ότι τα δύο σχέδια φέρουν ημερομηνίες επιτρέπει την εικασία ότι σε αυτές τις ημερομηνίες ο Χειμωνάς βρισκόταν στη Γερμανία. Συνάμα, η γραφή και στα δύο σχέδια της φράσης «chez Bertrand» δημιουργεί την υπόθεση ότι βρισκόταν στο Παρίσι, όπου, εξάλλου, τον Μάιο του 1996 εκδόθηκε η γαλλική μετάφραση του βιβλίου Ο γιατρός Ινεότης. Το ότι σώθηκαν σε φωτοαντίγραφα αφήνει την υπόνοια ότι στάλθηκαν μετά τον θάνατό του στην Αναγνωστάκη κι έτσι διασώθηκαν στα αρχειακά κατάλοιπα.

Με δεδομένο ότι τα αρχειακά κατάλοιπα του έργου βρέθηκαν διασκορπισμένα στο αρχείο, η σειρά της τοποθέτησής τους στην παρούσα έκδοση βασίστηκε κατά κύριο λόγο σε περικειμενικές ενδείξεις. Στο σύνολο του υλικού, χειρογράφων και σχεδίων, χρονολογία φέρουν, εκτός από τα δύο σχέδια, οι δύο από τις πέντε σελίδες που βρέθηκαν στο αρχείο. Καθώς μάλιστα η μία φέρει τη χρονική ένδειξη «3. Okt. ’93», έλαβα την απόφαση να την τοποθετήσω πρώτη στην κατάταξη των αρχειακών καταλοίπων του έργου. Στη συνέχεια, παραθέτω το υλικό που διασώθηκε από την Κουλμάση (το «χειρόγραφο Κουλμάση»), σύμφωνα με τα κριτήρια ότι αυτό παρέμεινε στη Γερμανία και στα χέρια της ποιήτριας Hempel-Soos η οποία κατά πάσα πιθανότητα γνώρισε τον Χειμωνά το 1993, συνεπώς δεν αποκλείεται να χρονολογείται από τότε. Επίσης, στοιχείο που ενισχύει την εκδοχή ότι το χειρόγραφο Κουλμάση χρονολογείται από την εποχή της σύλληψης και πρώτης γραφής του έργου το 1993 είναι ότι στο τέλος του κειμένου της πρώτης σελίδας παραδίδεται η ορθογραφικά εσφαλμένη γραφή «GERDRUDENHOF» και όχι το ορθό «GERTRUDENHOF» (o Χειμωνάς δεν γνώριζε γερμανικά). Στη συνέχεια, παρατίθενται τα χειρόγραφα που βρέθηκαν σκόρπια στο αρχείο. Το πρώτο, φύλλο δύο όψεων, παραδίνει μία «δοκιμή» που συνιστά το πιο συνεκτικό και λογοτεχνικά επεξεργασμένο μέρος των αρχειακών καταλοίπων του έργου. Το δεύτερο, επίσης φύλλο δύο όψεων, παραδίδει ένα κείμενο αυτοαναφορικών στοχασμών του Χειμωνά, με την ημερομηνία 20 Ιανουαρίου 1994, όπου εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους δεν ενδιαφέρεται πλέον να ολοκληρώσει τα ανέκδοτα έργα, μεταξύ τους και το έργο. Ακολουθούν τα τρία σχέδια, στη βάση του κριτηρίου ότι τα δύο από αυτά χρονολογούνται το 1996, έτος εξάλλου που πύκνωσαν τα ταξίδια του Χειμωνά στη Γερμανία. Στο τέλος τοποθέτησα τη δισέλιδη «Σύνοψη», που διέσωσε η Χατζηδάκι, σύμφωνα με δύο κριτήρια, ένα εξωκειμενικό, ότι προέρχεται από τη Γαλλία, τόπο της τελικής επεξεργασίας του έργου, και ένα κειμενικό, την ένδειξη στο τέλος του κειμένου «(σελ. 89-ώς 153: τέλος)». Αυτή η ένδειξη μπορεί να συσχετιστεί με το εξαφανισμένο χειρόγραφο και, συγκεκριμένα, με τον αριθμό των σελίδων του. Αν δεχτούμε ότι αυτός ο αριθμός πράγματι αφορά την έκταση του χειρογράφου του έργου, αντιλαμβανόμαστε ότι τα σωζόμενα αρχειακά κατάλοιπα, τα οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν παραδίδουν μέρος του τελικού χειρογράφου, αλλά τμήματα της επεξεργασίας του έργου, αντιστοιχούν σε λιγότερο από το 1/15 του έργου.

Ακολουθεί ένας συνοπτικός σχολιασμός των μερών των αρχειακών καταλοίπων, σύμφωνα με την παραπάνω κατάταξή τους. Στο αυτόγραφο φύλλο 1, γραμμένο στη μία όψη (1), με καθαρή γραφή στο πρώτο μέρος του και, κάτω από μία οριζόντια γραμμή, βιαστική γραφή στο δεύτερο μέρος του, συμπυκνώνεται το «Νόημα-Βίωμα» του έργου κατά τρόπο που ανακαλείται η κεντρική ιδέα του, έτσι όπως την γνωρίσαμε από τις δύο συνεντεύξεις του 1999. Οι άνθρωποι-«δημιουργοί μεγαλοφυείς» και τα «υπέροχα έργα» λειτουργούν εξ αρχής ως ισοδύναμες έννοιες στο έργο. Απαντούν και οι δύο τίτλοι του έργου, ο γερμανόφωνος και η ελληνική απόδοσή του, ενώ εμφανίζονται εν τη γενέσει τους δύο χαρακτήρες, ένας ανώνυμος ενήλικας («από την Βοημία») και ένα παιδί. Τα «νοήματα-βιώματα» ή «θέματα-βιώματα» ή «ιδέες-βιώματα» είναι όροι που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Χειμωνάς σε δοκίμια και συνεντεύξεις του για να ορίσει τη θεματική περιοχή των αφηγημάτων του.[38] Τα θέματά του εκφράζουν με καθολικό τρόπο τη σύγχρονη ανθρώπινη κατάσταση, όπως την αντιλαμβανόταν διανοητικά και την βίωνε εμπειρικά, προκειμένου να κάνει τη μεγάλη αφήγηση, την αφήγηση ιστοριών με θέμα το ανθρώπινο γένος, ιστοριών που το εύρος τους καλύπτει «θέματα ογκώδη»,[39] όπως επίσης τα ονόμασε.

Στο «χειρόγραφο Κουλμάση» (αυτόγραφες σελίδες 2-6, φωτοαντίγραφα), το οποίο εν συνόλω είναι βιαστικά γραμμένο, η πρώτη σελίδα παραδίδει σύντομο αφήγημα με συνεκτική πλοκή που διαδραματίζεται στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κολωνίας. Δεσπόζει ο κεντρικός χαρακτήρας του Επιβάτη. Το θέμα του αφηγήματος είναι η σχέση του Επιβάτη, που κάποτε, σε απροσδιόριστο χρόνο, θα αφιχθεί, με το ανώνυμο πολυεθνικό πλήθος των αχθοφόρων, όσοι αναμένουν να παραλάβουν το πολύτιμο «φορτίο» που ο Επιβάτης θα παραδώσει σε έναν από αυτούς, τον Παραλήπτη. Αλλά αυτή η ποθητή παραλαβή μετατίθεται σε ένα άδηλο μέλλον. Το περιεχόμενο του αφηγήματος μπορεί να σχολιαστεί με απόσπασμα όσων είχε πει ο Χειμωνάς το 1999 στη συνέντευξή του στην Χαρτουλάρη:

Το μεγάλο θέμα που απέμεινε [στη λογοτεχνία] –και που ήταν εξάλλου ανέκαθεν– είναι οι λαοί των ανθρώπων. Και αν διαβάσει κανείς σωστά τα βιβλία μου, θα δει ήδη από την Εκδρομή αλλά και στον Γιατρό Ινεότη ή στους Χτίστες, έναν ανώνυμο λαό να κινείται κυριαρχώντας στο σκηνικό. Τα επώνυμα πρόσωπα των ιστοριών υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο στη σχέση τους με αυτό το πλήθος. Και ο θάνατος ακριβώς του ενός προσώπου, του μεγάλου δηλαδή λογοτεχνικού πλάσματος, επισημαίνεται στα Ταξίδια μου και στον Εχθρό του ποιητή.[40]

Ύστερα από την πρώτη σελίδα, οι επόμενες τέσσερις σελίδες του χειρογράφου Κουλμάση παραθέτουν αποσπάσματα κειμένων προερχόμενα κατά σειρά από τα εξής έργα: τη μετάφραση του σαιξπηρικού Άμλετ από τον Χειμωνά (εκδόθηκε το 1988), όπου συζητούν η Οφηλία και η Γερτρούδη·[41] τον Γάμο (1974), συγκεκριμένα το μέρος όπου ο Χειμωνάς διασκευάζει την ιστορία του Λάμπρου του Σολωμού – μιλάει ο Λάμπρος στη Μαρία·[42] τη μετάφραση του Άμλετ – μιλάει η Οφηλία·[43] τον Λάμπρο του Σολωμού – δύο αποσπάσματα του πρωτότυπου κειμένου, συγκεκριμένα οι δύο πρώτες στροφές του ποιήματος «Η τρελή μάνα ή το κοιμητήριο», όπου ο Χειμωνάς αποδίδει τα λόγια της πρώτης στροφής στη Μαρία και της δεύτερης στροφής στον Οράτιο (πρόσωπο του Άμλετ[44] τη μετάφραση του Άμλετ – δύο αποσπάσματα από διαφορετικά σημεία του έργου, όπου μιλούν η Οφηλία και ο Άμλετ·[45] ξανά ένα απόσπασμα από τον Λάμπρο του Σολωμού, η τρίτη στροφή από το ίδιο ποίημα, με τα λόγια να αποδίδονται στον Λάμπρο˙[46] τη μετάφραση του σαιξπηρικού Μάκβεθ από τον Χειμωνά (εκδόθηκε το 1996) – τρία αποσπάσματα όπου μιλούν κατά σειρά οι τρεις μάγισσες και ο Μάκβεθ·[47] τον Γιατρό Ινεότη (1971), συγκεκριμένα απόσπασμα όπου τραγουδάει η Θωμαή·[48] το τέλος του θεατρικού έργου του Ερρίκου Ίψεν, Έντα Γκάμπλερ (1891), όπου μιλάει ο δικαστής Μπρακ, και φράσεις από το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι, Το χωριό Στεπαντσίκοβο και οι κάτοικοί του (1860).[49] Αυτά τα καταγραμμένα στο χειρόγραφο Κουλμάση λόγια τα εντόπισα στις πηγές τους. Πράγματι λοιπόν εκφέρονται από χαρακτήρες ή είναι μέρος της αφήγησης των εντοπισμένων πεζογραφικών, δραματικών και ποιητικών έργων. Ο Χειμωνάς παραθέτει τα χωρία από μνήμης, όπως δείχνουν κάποιες μικρές διαφορές στη στίξη, σε λέξεις και σε φράσεις ανάμεσα στο δικό του κείμενο και τις πηγές. Πιστεύω ότι επιλέγει λιγότερο τα συγκεκριμένα αποσπάσματα, των οποίων εξάλλου η νοηματική συνοχή κατά τη σειρά τους είναι χαλαρή ή ακόμα αδιόρατη, και κυρίως τα πρόσωπα που εκφέρουν τα λόγια. Πρόκειται για πρωτεύοντες και δευτερεύοντες χαρακτήρες αντλημένους από την παράδοση της μεγάλης ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας (Σαίξπηρ, Σολωμός, Ντοστογιέφσκι, Ίψεν), μεταξύ των άλλων και του δικού του προηγούμενου αφηγηματικού έργου, πρόσωπα-ορόσημα του προσωπικού του λογοτεχνικού κανόνα. Επιλέγει αυτούς τους χαρακτήρες προφανώς για να τους συστεγάσει στο Gertrudenhof, εκεί όπου αρχίζει η «Εποχή της Μουσικής», όπως έγραψε στο πρώτο σωζόμενο χειρόγραφο, τoυ 1993. Υποθέτω ότι αυτά τα κείμενα καταγράφονται για να λειτουργήσουν ως υπόμνηση εις εαυτόν για τη συνέχιση του έργου, τόσο ως προς τους χαρακτήρες κυρίως, όσο και ως προς τα λεγόμενά τους, ενταγμένα στην πλοκή του έργου. Οι αναφερόμενοι στο χειρόγραφο Κουλμάση δυνητικοί χαρακτήρες του έργου είναι δεκατρείς. Στα υπόλοιπα αρχειακά κατάλοιπα απαντούν και άλλοι χαρακτήρες που επινοούνται από τον Χειμωνά για τις ανάγκες του έργου, υπό την έννοια ότι αυτοί δεν φαίνεται να αντλούνται από τη λογοτεχνική παράδοση.

Στο αυτόγραφο φύλλο 2, δύο όψεων (7-8), το καθαρογραμμένο με κόκκινο (στον τίτλο του) και μπλε μελάνι κείμενο, γραμμένο με κονδυλοφόρο, όπως δείχνει το πάχος του μελανιού, χωρίς διορθώσεις, τιτλοφορείται «κομμάτι 8» και «δοκιμή». Οι ενδείξεις αυτές μαρτυρούν αφενός ότι υπήρχαν και άλλα, τουλάχιστον επτά, μέρη και αφετέρου ότι το έργο αναπτυσσόταν σε στάδια επεξεργασίας˙ εξάλλου γνωρίζουμε και από την επεξεργασία των προηγούμενων αφηγημάτων του Χειμωνά ότι η κειμενική έκταση των διαφόρων σταδίων επεξεργασίας ήταν πολύ μεγαλύτερη από το τελικό κείμενο. Ο Ιάκωβος, που αναφέρεται στον τίτλο, αποτελεί χαρακτήρα του έργου που δεν απαντά σε άλλο σημείο των αρχειακών καταλοίπων. Το κείμενο, συνεκτικό στην πλοκή του, συνθέτει δύο αφηγηματικά επίπεδα. Το πρώτο είναι η ανάπτυξη σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση της κατασταλαγμένης (ως «αλήθειας») σχέσης του αφηγητή, του Ιάκωβου, με τους άλλους ανθρώπους. Το δεύτερο αφηγηματικό επίπεδο είναι η περιγραφή ενός ερημικού τοπίου δυστοπικής κοσμογονίας, όπου ο αφηγητής και χαρακτήρας βρίσκεται μόνος. Η συνέχεια του κειμένου συμφύρει τα δύο επίπεδα: η αναδρομή στη σχέση του αφηγητή με τους άλλους, μέσω της μνήμης του, ακριβέστερα το αίσθημα της οριστικής αποκοπής του από αυτούς, και η συνεχιζόμενη περιγραφή του αλλόκοσμου τοπίου εικονογραφούν φαντασμαγορικά έναν κόσμο που τελειώνει μέσα σε μιαν άχρονη διάρκεια: «σιωπή, ερημιά, γύμνια, αιωνιότητα». Η παρουσία στο κείμενο στοιχείων που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως αυτοβιογραφικά, για παράδειγμα η φράση «Τώρα εδώ στην Γαλλία (και πολύ πιο πριν, στην Ελλάδα) έκλεισαν οριστικά και ερμητικά οι πύλες για τις πραγματικότητές σας, τις “ανθρώπινες”», συνδέεται, κατά τη γνώμη μου, με την αντίστοιχη τάση στα βιβλία Τα ταξίδια μου και Ο εχθρός του ποιητή, αυτοβιογραφικές ψηφίδες της πλοκής να αξιοποιούνται μυθοπλασιακά, αλλά κρατώντας αποστάσεις από τον αυτοβιογραφισμό ή την εξομολογητικότητα.

Στο αυτόγραφο φύλλο 3, δύο όψεων (9-10), εμφανώς καθαρογραμμένο, όπως δείχνουν οι πλαγιογραφήσεις, οι υπογραμμίσεις και οι αραιογραφήσεις αρκετών σημείων του, ο Χειμωνάς, με αφορμή την κατασταλαγμένη έλλειψη του ενδιαφέροντός του να «καθαρογράψει» τα ανέκδοτα έργα του, ανάμεσά τους και το έργο, παρά το ότι αυτά έχουν συλληφθεί στην ολότητά τους, αναπτύσσει αυτοαναφορικούς στοχασμούς το επίκεντρο των οποίων είναι η κυριαρχική στον ίδιο αίσθηση του Τίποτα, ή η άρνησή του να «συνεχισθεί», ως κατάληξη μιας δημιουργικής και συνάμα βιολογικής πορείας. Επιμέρους θέματα που εξυφαίνονται γύρω από αυτόν τον βασικό διανοητικό άξονα του γραπτού είναι η δημιουργική τελείωση ως αποτίμηση του συντελεσμένου έργου, η σχέση με τον εαυτό, η σχέση με τους αναγνώστες του έργου του, η σχέση με τον θάνατο. Πάντως, το γραπτό αυτό, που σε ένα σημείο του φέρει την ημερομηνία «20 Ιαν. ’94», σε καμία περίπτωση δεν πρέπει και δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως το σήμα του τερματισμού του έργου, όπως και των άλλων αναφερόμενων ανέκδοτων έργων. Κι αυτό για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η γνωστή μας ιστορία της τύχης του έργου επιβεβαιώνει ότι αυτό συνεχίστηκε στα επόμενα χρόνια, οδεύοντας στην ολοκλήρωσή του. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αρκετά κείμενα του Χειμωνά, τόσο ήδη γνωστά μας, όσο και γραπτά του που διασώζονται στο αρχείο του, δείχνουν την αμφιθυμία ή την αμφιρρέπειά του ανάμεσα στη συνέχιση του έργου του και την κατά καιρούς και υπό περιστάσεις αίσθησή του ότι έχει φτάσει στο «Αληθινό, Ένθεο Άδειο».

Τέλος, στις δύο σελίδες (φωτοαντίγραφα, 11-12), βιαστικά γραμμένες, που τιτλοφορούνται «Synopsis», το διαιρεμένο σε τέσσερα μέρη, χωρισμένα με οριζόντιες γραμμές, κείμενο παραθέτει σκέψεις που λειτουργούν ως υπόμνηση εις εαυτόν για το νόημα, τους χαρακτήρες και την πλοκή του έργου, καθώς οι σκέψεις αυτές δεν εμφανίζουν τέτοια συνοχή ώστε να μπορούν να εκληφθούν ως σύνοψη του έργου, απευθυνόμενη σε αναγνώστες που δεν το γνωρίζουν. Στο πρώτο μέρος του κειμένου το έργο συσχετίζεται ευθέως με τον Εχθρό του ποιητή και τη «Φρουρά». Η «Φρουρά» απασχόλησε τον Χειμωνά από το 1977 και στα επόμενα χρόνια, μέρη της ενσωματώθηκαν σε δημοσιευμένα αφηγήματά του και εντέλει εγκαταλήφθηκε, παρά τις επανειλημμένες προαναγγελίες της έκδοσής της, όταν ολοκληρώθηκε και εκδόθηκε Ο εχθρός του ποιητή.[50] Εξάλλου, στη συνέντευξη στην Χαρτουλάρη γράφεται ρητά ότι τη σκέψη «όχι ο συγγραφέας, αλλά το έργο [...] ο Χειμωνάς [...] ξεκίνησε να την επεξεργάζεται αρκετά χρόνια πριν, στη “Φρουρά” που έμεινε ανολοκλήρωτη, και την ξαναδούλεψε τώρα στο “Gertrudenhof”». Η σχέση, πάλι, του έργου με τον Εχθρό του ποιητή φαίνεται να είναι κομβική ως προς τη σύνδεση αμφότερων των έργων με τη σταθερά ιδεαλιστική ή και αισθητιστική αντίληψη του Χειμωνά για την τέχνη. Η αντίληψη αυτή οξύνεται ή εκβάλλει κορυφούμενη στο τελευταίο εκδομένο πρωτότυπο αφηγηματικό έργο του, τον Εχθρό του ποιητή. Με σημείο αναφοράς το έργο αυτό ο ίδιος δήλωσε ότι «είμαι ρομαντικά ιδεαλιστής»,[51] ενώ ο Κρίτων Χουρμουζιάδης έκρινε ότι «στο βιβλίο αυτό […] έρχεται ένας, ομολογουμένως κάπως ακαθόριστος, ελληνικός ιδεαλισμός να επιφέρει τον θάνατο και την εξιλέωση, αν όχι την αποθέωση, του ποιητή», με αποτέλεσμα το τελικό «ταξίδι στην Ιωνία [να] γίνεται η εξαΰλωση στην σιωπή και σε μιαν “ελληνική” αθανασία της Τέχνης, μια υπέρβαση του “τέλους του καιρού”».[52] Ωστόσο, αν ο Εχθρός του ποιητή χρωματίζει με το ελληνικό ιδεώδες την ιδεαλιστική αντίληψη του Χειμωνά για την τέχνη, η αντίληψη αυτή αποτελεί σταθερή αρχή του. Για τον Χειμωνά η τέχνη αναπληρώνει τα κενά της πραγματικότητας ή απαλείφει, χάρη στη φαντασμαγορία της, τις όψεις της ατέλειας ή και της αθλιότητας που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο. Ο τρόπος με τον οποίο ο Χειμωνάς ορίζει την τέχνη δύσκολα υποκρύπτει την αισθητιστική στον απώτερο πυρήνα της φιλοδοξία ή και έπαρση της δικής του πεζογραφίας. Ιδίως στον Εχθρό του ποιητή κατέληξε στην καθαρά ιδεαλιστική προβολή της βαθιά ελεγειακής τέχνης του ως φαντασμαγορικής υποκατάστασης του τελειωμένου κόσμου, ορθώνοντας το είδωλο του λόγου του στη θέση του απόντος ανθρώπου: «Εγώ […] γεμίζω αυτό το πραγματικό, υπαρκτό κενό [του τέλους του πολιτισμού] με όλη ξανά τη χαμένη συγκίνηση που στήριζε πάντα τη λογοτεχνία. Έτσι ώστε κι αυτή ακόμα η οδυνηρά βιωμένη από όλους μας ερημία να αποκτά πάλι την αίγλη της ανθρώπινης παρουσίας, που πια δεν υπάρχει».[53] Νομίζω ότι τα σωζόμενα αρχειακά κατάλοιπα του έργου δείχνουν ότι ανάλογος ήταν στον ιδεαλιστικό πυρήνα του και ο προσανατολισμός του έργου, επικεντρωμένος στον κεντρικό χαρακτήρα του, τον «Εχθρό του Ποιητή»-«πλάσμα του Συγγραφέα», που πλαισιώνεται από την προστατευτική «φρουρά» του, εκλεκτά μέλη της οποίας ο Χειμωνάς επέλεξε στο χειρόγραφο Κουλμάση. Στα υπόλοιπα μέρη της «Σύνοψης» αναπτύσσονται σκέψεις βασικά γύρω από ένα κομβικό για το έργο ζεύγος χαρακτήρων, τον πατέρα, που εμφανίζονται ως ο Σιμωτάς ή ο Υπναγωγός, και το παιδί του, που εμφανίζεται, αντιστοίχως, ως το νεκρό παιδί και ως Όνειρος ή Έντομο. Η σχέση αυτού του ζεύγους χαρακτήρων με τον κεντρικό χαρακτήρα, τον Συγγραφέα, καθορίζεται από έναν άλλο χαρακτήρα, τον Υπνωτισμένο, που παρουσιάζεται ως λυτρωτική, «αγγελική μορφή», ανάλογη της οποίας συναντήσαμε στην πρώτη σελίδα του χειρογράφου Κουλμάση, τον Επιβάτη. Επίσης η σχέση ανάμεσα στον ενήλικα και το παιδί εμφανίστηκε ήδη στο πρώτο χειρόγραφο του 1993.

Στη έκδοση του κειμένου διατηρήθηκε η ορθογραφία των χειρογράφων. Το κείμενο εδώ γράφεται στο μονοτονικό σύστημα, παρά το ότι όλα τα χειρόγραφα είναι σε πολυτονικό, κατά την πάγια συνήθεια του Χειμωνά. Δεν καταγράφηκαν τα διαγραμμένα μέρη, τα οποία πάντως είναι ελάχιστα και αμελητέας σημασίας, καθώς αυτή η επιλογή είναι ασύμβατη με τους όρους της έκδοσης κειμένου σε ηλεκτρονικό περιοδικό. Πάντως, οι φωτογραφίες όλων των χειρογράφων (και των σχεδίων) δίνουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη να τα ελέγξει ως προς την έκδοση και να επιχειρήσει να διαβάσει και τα ελάχιστα διαγραμμένα μέρη. Οι πλαγιογραφήσεις, οι υπογραμμίσεις και οι αραιογραφήσεις του κειμένου υπάρχουν στα χειρόγραφα.

[Σχέδιο 1]


Το «ιστορικό μνημείο του φοβερού κινδύνου»

Εν κατακλείδι, δημοσιεύοντας εδώ τα σωζόμενα αρχειακά κατάλοιπα ενός θρυλούμενου επί 25 χρόνια έργου, συμπεραίνω ότι το «Gertrudenhof» (ή «Το σπίτι της Γερτρούδης») υπήρξε. Γράφτηκε και γραφόταν. Αν δεν είχε ολοκληρωθεί, βρισκόταν πάντως σε προχωρημένο στάδιο. Το τι απέγινε το χειρόγραφο που θα μας παρέδιδε προχωρημένη, αν όχι την τελική, μορφή παραμένει άγνωστο. Ό,τι διασώθηκε, με τη μέριμνα ανθρώπων που αγαπούσαν τον Γιώργο Χειμωνά και κατά τύχη, παραδίδει κειμενικά σπαράγματα, σχέδια, στοχασμούς και σχόλια γύρω από το έργο, συνολικά μαρτυρίες ενός αφηγήματος που γειτνιάζει πολλαπλά στα δύο οψιμότερα πεζογραφήματά του, Τα ταξίδια μου και Ο εχθρός του ποιητή. Πάντως, και με αυτούς τους όρους, ό,τι διασώθηκε, αν και πολύ μικρό, σε σύγκριση με το βάσιμα εικαζόμενο όλο, αξίζει να το χαρακτηρίσω, σολωμικώ τω τρόπω, αντιστοιχίζοντάς το βεβαίως με το γνωστό μας κρυσταλλωμένο έργο του Χειμωνά, απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου. Όσο για το εξαφανισμένο χειρόγραφο, η σκοτεινή κατάληξή του ανακαλεί στη μνήμη μας με θλίψη την ανεκπλήρωτη ευχή με την οποία έκλεισε τα «Προλεγόμενά» του ο Ιάκωβος Πολυλάς στην έκδοσή του των Ευρισκομένων του Σολωμού το 1859:



Άμποτε να μην αργήσει η ώρα να φανερωθούν τα ακόμη σωζόμενα συγγράμματα του μακαρίτου, ώστε τούτο το βιβλίον να μη σταθεί ως ιστορικό μνημείο του τρομερού κινδύνου, εις τον οποίον ευρίσκονται, επιβουλευόμενα ή από την αισχροκέρδεια ή από τον φθόνο, τα καθαρά γεννήματα της αγαθότητος και της μεγαλοφυίας.[54]


Γιώργος Χειμωνάς

Gertrudenhof (Το Σπίτι της Γερτρούδης)

[Αυτόγραφο φύλλο 1, γραμμένο στη μία όψη, 1]

Το Νόημα-Βίωμα του Gertrudenhofs: η καλύτερη «φυλή» των παλαιών μεγάλων δημιουργών, μπροστά σ’ έναν κόσμο, όπου όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται δημιουργοί μεγαλοφυείς – ένας Κατακλυσμός Μεγάλων Φωτεινών Υπέροχων Έργων. Οι «καταραμένοι» παλαιοί δημιουργοί (σαν Εβραίοι) κλεισμένοι σε γκέττο, στο «Σπίτι της Γερτρούδης», με χαμένα την άθλια ζωή και τον κόπο τους. Άρχισε η Εποχή της Μουσικής.

________________________________

3. Oct. ’93.

― Ο Μεσαίωνας στην Ευρώπη / Φυλές απ’ όλες της τις χώρες – παίζουν μουσική στους δρόμους – ή στις εκκλησίες (λευκοβαμμένες) –

― «Είμαι από την Βοημία» φώναξε προς
το παιδί, αλλά μιλάει ελληνικά.

[Χειρόγραφο Κουλμάση: Αυτόγραφη σελίδα 2, φωτοαντίγραφο]

Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κολωνίας. Ένα αναρίθμητο πλήθος αχθοφόρων, οικογένειες αχθοφόρων από όλες τις φυλές, κάθε ηλικίας, φύλου. Ζουν μόνιμα εκεί και περιμένουν όλη τους την ζωή τον Επιβάτη του τραίνου που φθάνει μία φορά την εβδομάδα, τον χρόνο, τον αιώνα, την χιλιετία. Όταν τον δουν αλαλάζοντας τον εκλιπαρούν να τους δώσει (:ο καθένας διεκδικεί για τον εαυτό του) το φορτίο, κάποια αποσκευή, ένα δέμα: αυτή είναι η αποστολή τους, η ζωή τους, το παν. Ο Επιβάτης γνωρίζει και επιλέγει, με άγνωστο κριτήριο, έναν αχθοφόρο. Αυτός το αρπάζει, και είναι γι’ αυτόν ζωή ή θάνατος να μην του το πάρουν οι άλλοι που χυμάν. – Υπάρχει κάποιος παραλήπτης, που εκείνος θα τον φωνάξει για [να] του παραδώσει το «φορτίο» – και τότε όλοι οι άλλοι αποτραβιούνται με φόβο, και σεβασμό. Όμως μπορεί ο Παραλήπτης να μην εμφανιστεί ποτέ. Όμως μπορεί να μην έρθει ποτέ. Ο Επιβάτης – και οι αχθοφόροι πεθαίνουν εκεί, γενιές-γενιές ― GERDRUDENHOF.

[Χειρόγραφο Κουλμάση: Αυτόγραφη σελίδα 3, φωτοαντίγραφο]

ΟΦΗΛΙΑ

– Πώς θα γνωρίσω την αγάπη σου την άλλη;
Αυτήν που κρύβεται, και δεν μιλεί·
από την βέργα, το σανδάλι –
απ’ το κοχύλι; – από τι;

________________________________

ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ

– Κόρη μου; Τι λες; Τι τραγουδάς;
[– Μην κλαις, μην τραγουδάς, της λέει.

– ΛΑΜΠΡΟΣ, Δ. Σολωμός]

ΟΦΗΛΙΑ
– Αυτή, του Αγίου Βαλεντίνου είναι η γιορτή:
ο αγαπημένος σου θαρθεί. Ν’ ανοίξεις το παράθυρο

– ν’ ανοίξεις τα πόδια σου! Να μπει!

[Χειρόγραφο Κουλμάση: Αυτόγραφη σελίδα 4, φωτοαντίγραφο]

ΜΑΡΙΑ
Τώρα που η ξάστερη νύχτα μονάχους
μας ηύρε απάντεχα, κι εκεί στους βράχους
σκίζεται η θάλασσα σιγαλινά –

ΟΡΑΤΙΟΣ
Τώρα π’ ανοίγεται κάθε καρδία
στην λύπη, ακούσατε μιαν ιστορία
– που την αισθάνονται τα εσωθικά – (ΤΡΕΛΗ ΜΑΝΑ)

ΟΦΗΛΙΑ
– Σε ποιον μιλώ; Ποιον προσκαλώ;
Δεν είναι εδώ κανείς! –

ΑΜΛΕΤ
Μη με πιστεύεις: είμαι απατεώνας, ψεύτης
υποκριτής! Στο μοναστήρι!

ΛΑΜΠΡΟΣ
Στο κοιμητήρι – είναι στημένα
δυο κυπαρίσσια αδελφωμένα,
που πρασινίζουνε

[Χειρόγραφο Κουλμάση: Αυτόγραφη σελίδα 5, φωτοαντίγραφο]

μες στους σταυρούς –

ΠΡΩΤΗ ΜΑΓΙΣΣΑ
Μην τους ακούς!

ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΑΓΙΣΣΑ
Τα κεριά μία ντουζίνα,
σβήνει από ένα η καθεμιά
– να! στρίφ’ το εννιά!

ΤΡΙΤΗ ΜΑΓΙΣΣΑ
Τώρα! Τώρα! Ήρθε η ώρα! Στην κουζίνα,
Φουσκώνει, έτοιμη, ν’ απλώσει! η μαγιά,
από ζύμη διάκου χώρα
κι αποφάγι μακαριά –

ΜΑΚΒΕΘ
Το Αύριο: μικρό φοβισμένο βήμα
σέρνεται το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο
μέρα με την ημέρα –
μέχρι την τελευταία συλλαβή του χρόνου!
Κι εμείς, το χθες. Είμαστε.
Το χθες όλων αυτών

[Χειρόγραφο Κουλμάση: Αυτόγραφη σελίδα 6, φωτοαντίγραφο]

που πέθαναν.

Ζούμε πάντα χθες. Σβήσε· σβήσε!
Είσαι πολύ λίγο, φως! Τίποτε δεν φωτίζεις.
Σβήσε. Δεν χρειάζεσαι – Είσαι λίγο.
Μονάχα με σκιές γεμίζεις τη ζωή. Σβήσε!

ΘΩΜΑΗ
Τρεις εμύραναν την χώρα –
κλέφτες δυο, ένας φονιάς· δάκρυσε
η αγιαθοδώρα, δάκρυσε κι η αγιατριάς.
Τάρπαξε όλα η κακιά ώρα· μία! ψύχα
λειτουργιάς! Ζητιανούλα αγιαθοδώρα.
Τριστυχούλα αγιατριάς.

________________________________

– Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα!
Δεν γίνονται!

ΕΝΤΑ ΓΚΑΜΠΛΕΡ (το τέλος).

________________________________

– Μα ο Βολταίρος ποτέ δεν βολτάριζε!

Γιατί την τρίζετε; Ήταν ένας πολύ σοβαρός κύριος…

(ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΥ).

[Αυτόγραφο φύλλο 2, πρώτη όψη, 7]

(κομμάτι 8 (οκτώ) με τον Ιάκωβο – Gertrudenhof-δοκιμή)

Ήρθε λοιπόν ο καιρός της αλήθειας: τίποτε απ’ ό,τι έγινε ή ειπώθηκε δεν ήταν δικό μου. Γεννήθηκα χωρίς κανένα συναίσθημα: αυτή ήταν η αιτία των πανικών μου. Τίποτε, καλό ή κακό, δεν αισθάνθηκα για άνθρωπο. Αλλά δεν απολογούμαι· δεν ήταν από δικό μου φταίξιμο. Υπάρχουν κάποιοι που γεννιούνται μ’ αυτήν την αναπηρία – να μην έχουν «ψυχή». Τώρα εδώ στην Γαλλία (και πολύ πιο πριν, στην Ελλάδα) έκλεισαν οριστικά και ερμητικά οι πύλες για τις πραγματικότητές σας, τις «ανθρώπινες». Παρόλο που το γνώριζα αυτό το τοπίο, τώρα μπορώ να το δω καθαρότερα. Είναι σαν μία έρημος· δεν υπάρχει χώμα, αλλά μια τεράστια πορώδης πέτρινη πλάκα – ώς εκεί που φθάνει το μάτι σου. Επάνω δεν υπάρχει κάτι σαν «ουρανός»: ένα βαθύ ωχρό φως / αν είναι φως. Δεν υπάρχει κανείς απολύτως εδώ. Αυτή η απέραντη «χώρα» είναι αποκλειστικά δική σου. Ατέλειωτη σιωπή. Ακόμη κι όταν μιλάς, δεν ακούς την φωνή σου. Κάνει φοβερό κρύο – είσαι εντελώς γυμνός. Δεν αισθάνεσαι το κρύο, είναι μέσα σου. Έξω, σε αγγίζει πότε-πότε κάτι χλιαρό, αλλά η αφή του είναι ανυπόφορη – σαν γλώσσα; Περνάει πολύς χρόνος – το αντιλαμβάνεσαι από την ξαφνική παρουσία γνωστών σου προσώπων. Δεν καταλαβαίνουν τίποτε, κι εσύ άλλωστε, όσο διαρκεί η παρουσία τους, συμπεριφέρεσαι «κανονικά»· μόνο που σε χωρίζει από αυτούς κάτι σαν αδιαπέραστη διαφανής χονδρή

[Αυτόγραφο φύλλο 2, δεύτερη όψη, 8]

ζελατίνα – ακόμη κι όταν σε αγγίζουν, εσύ αισθάνεσαι μόνο αυτήν την υαλώδη θήκη, όπου είναι κλεισμένος πάντα ο κόσμος τους-σας. Κάποιο είδωλό σου θα πρέπει να βλέπουν σ’ εσένα – ίσως από την μνήμη τους από σένα. Αλλοιώς δεν εξηγείται η «φυσικότητά» τους. Σου μιλάν, αλλά εκείνος που τους απαντάει, με συνέπεια και λογική ή “συναίσθημα”, δεν είσαι εσύ. Παρακολουθείς αδιάφορος, έξω από αυτό το «ενυδρείο» όπου κολυμπάν αυτοί και τα δικά σου παλιά είδωλα των συναντήσεων σας, τότε που –

– σιωπή, ερημιά, γύμνια, αιωνιότητα. Και κάτω αυτή η απέραντη, ίσια πέτρα. Καθώς τα μελανά σου πέλματα (γιατί είσαι πάντα όρθιος κι ακίνητος) την ακουμπούν, αισθάνεσαι κάτι σαν μικρή ζωή να υπάρχει σε κάθε της ρηχό πόρο: θέλω να πω, κάτι στην μικρή εκείνη τρύπα, σαν να κινείται – να μαζεύεται, να σε φοβάται· και να προσπαθεί να χωθεί ακόμη βαθύτερα, αλλά δεν χωράει. Και αρχίζει τότε να τρέμει. Ίσως ζουν εκεί μέσα σαν πρωτόζωα, μικροί (όσο μία φακή) φόβοι. Αλλά τι να φοβούνται; Μάλλον, αντιδρούν αντανακλαστικά – οι αιώνιες αμοιβάδες, αυτές ίσως να έμειναν, σπόροι κάποιου θεού που φύσηξε την γύρη μιας ζωής περνώντας από εδώ πέρα.

[Αυτόγραφο φύλλο 3, πρώτη όψη, 9]

α/ Όλα είναι τελειωμένα: η Φαίδρα, ο Προμηθεύς Λυόμενος – το Gertrudenhof, έτοιμο (σαν «αυγό») να γραφεί. Όμως. Δεν μπορώ. Θεέ μου. Δεν μπορώ να ενδιαφερθώ πια γι’ αυτά. Με απωθούν, τα βλέπω σαν νεκρά. Δεν υπάρχει αιτιολόγηση «ψυχοπαθολογική» = το συνηθέστερο, μια (την πέρασα, όπως την ιλαρά) κατάθλιψη. Όχι. Η «άρνησή» μου να τα καθαρογράψω, απλώς, τα παραπάνω, προέρχεται από μια πολύ βαθύτερη και γενικώτερη (και αρχαιότερη) άρνησή μου – που δεν είναι συναισθηματική-ψυχολογική (: είπα, μια απλή κατάθλιψη·) – να Μη - συνεχισθώ / όχι, να μη συνεχίσω – ο,τιδήποτε: έργο, ζωή, κλπ. Δεν θέλω να συνεχίζομαι άλλο, όχι (μακάρι να ήταν έτσι) από κόπο, όχι από δημιουργική εξάντληση, όχι από απογοήτευση. Σαν να μου ανακοινώθηκε «επίσημα» μια τελεσίδικη ετυμηγορία – μάλλον μια Απόφαση; – ότι έχω, εδώ και 3-4 χρόνια, βιολογικά πεθάνει. Αυτό «ζω» από τότε: το Τίποτε. Μέσα στο απόλυτο κενό.

[Στο επάνω μέρος της πρώτης όψης πυκνογραμμένη γραφή]

(Όταν φθάνεις, επιτέλους, στην πυρηνική «ουσία» του Κόσμου – στο μη-είναι –, στο Αληθινό, Ένθεο Άδειο, δεν φθάνεις επειδή εσύ –ως είναι– , έχεις πια αδειάσει: είναι φυσικό, όσο και ταπεινωτικό. Τώρα, ακριβώς που έφθασα σ’ αυτό το κέντρο, πάνω στην κορυφαία δημιουργική ακμή μου – θέλω έτσι να εξαφανισθώ (αν μπορούσα χωρίς τον θάνατο…): Γεμάτος· πλήρης από τις Ιδέες μου – που όσο ποτέ έχουν τώρα ανυψωθεί, τελειωθεί. Να εξαφανισθώ κι εγώ και η ορμητική μου δημιουργική παραφορά, που με δικαίωσε ανώφελα.)

[Πλαγίως στα αριστερά της πρώτης όψης, στο κέντρο, πυκνογραμμένη γραφή]

Πέμπτη, 20 Ιαν. ’94 (Στου Διονύση).

Η «υπεροψία» μου [(δηλ. η αξιοπρέπειά μου, ποτέ δεν ήμουν «σεμνός»-ταπεινός (!)], γίνεται πιο υπεροπτική, πιο φυσική και δίκαιη, από την στιγμή που η ίδια, χωρίς οίηση και χωρίς «ταπεινοσύνη» – το αντίθετο –, αυτοεκθρονίζεται από τις εξουσίες που ποτέ δεν φιλοδόξησε, αλλά από πάντα της ανήκαν.

[Πλαγίως, στο κάτω αριστερό μέρος της πρώτης όψης, πυκνογραμμένη γραφή]

Θεέ μου. Πώς μπορείς να πίνεις ήρεμα τον καφέ σου, πώς μπορείς να διασχίζεις αργά έναν δρόμο, πώς μπορείς τρέχοντας να ζεις όλη σου την ζωή; Προς τα πού; να προλάβεις τι;

[Αυτόγραφο φύλλο 3, δεύτερη όψη, 10]



Από πάντα η ζωή μου, και η καθημερινή, ήταν τροχιές – παραβολές – ανοιγμένες στο Άπειρο – μέσα στο χάος. Φαίνεται, ίσως, πως το «χάος» μου έκλεισε οριστικά – κι αυτό είναι μια (επί-)γνώση, νηφάλια-αυστηρή. Και όταν κλείνει ένα χάος, γίνεται τίποτε. (“Τίποτε”: δεν υπάρχει σ’ αυτό καμμιά ιδέα αναξιότητας ή αποτυχίας – έχω όλα τα “συμπτώματα” μιας Αντικατάθλιψης: καμμία ενοχή, καμμία αυτo-υποτίμηση, καμμία απαισιοδοξία ή «μαυρίλα», κανένα άγχος – τα αντίθετα: ξέρω την “αξία” μου (ακριβώς αυτή που είναι, καμμία υπεραναπληρωματική “ματαιόδοξη” αυταρέσκεια ή ανωτερότητα: δεν ξέρω τι θα πει ανώτερος ή κατώτερος, άξιος ή ανάξιος ως προς κάποιο μέτρο εκτίμησης, δεν είχα ποτέ την μεσσιανική έπαρση μιας χαρισματικής (δημιουργικής ή, απλώς, ουμανιστικής) «αποστολής»), ξέρω τι είναι αυτό που έκανα ακριβώς – και μου μένει η στεγνή ικανοποίηση ότι το έκανα εξαντλώντας όλες μου τις δυνατότητες (– το αιματηρό τίμημα που πλήρωσα αφορά μονάχα εμένα, δεν έχει καμμιά σχέση με το αποτέλεσμα – και αγόγγυστα το πλήρωσα στο ακέραιο, είναι δίκαιο). Η απόδειξη πως αυτό το Τίποτε, το Άδειο που ζω τώρα δεν είναι καταθλιπτικό Σημείο ή νοσηρή / άνανδρη Παραίτηση από την ζωή, είναι το γεγονός πως όλα αυτά τα τελευταία χρόνια το καταπολέμησα, ενώ μάταια / έγραψα, Σκέφθηκα, δημιούργησα – συνέλαβα Ιδέες με την πιο ώριμη πληρότητα των νοημάτων τους. Και απεχθάνομαι τον θάνατο. Όμως, είμαι αμετάκλητα αβοήθητος* –

[Πλαγίως, κατά μήκος όλου του αριστερού περιθωρίου της δεύτερης όψης]

*και Αχάριστος προς τους άλλους: αυτούς που με τίμησαν – για ό,τι έπλασα και το ευλαβήθηκαν· όμως θα ήταν άδικοι αν θεωρούσαν, στερώντας τους από τα πολλά που έχω ακόμα να δώσω, κακία και ασέβεια εκ μέρους μου να προδίδω έτσι την εμπιστοσύνη τους – δεν αρκεί που «εκτίμησαν» το έργο μου, πρέπει και να το βίωσαν βαθειά – τόσο ώστε να περιμέναν την «αναχώρησή» μου, να κατάλαβαν πως “μιλώντας” τους διαρκώς την ανέβαλλα. Μιλώντας τους: αυτή είναι η πραγματική αγνωμοσύνη μου, ο αχάριστος εγωισμός μου προς αυτούς – δεν έγραφα για χάρη τους, τους υποχρέωνα να με διαβάζουν, τους εκμεταλλεύθηκα για δικό μου όφελος: δεν είχα, δεν έχω άλλη απόδειξη ότι υπήρξα –ότι υπάρχω– παρά, μονάχα, το ότι αυτοί, οι όποιοι, ο Ένας / είδαν, διάβασαν, κράτησαν ένα βιβλίο μου.

[Στο επάνω περιθώριο της δεύτερης όψης, πυκνογραμμένη γραφή]

Τώρα μπορώ να το πω: επειδή πάντα εμίσησα (ποτέ δεν τον φοβήθηκα) τον θάνατο, σκότωσα ψυχρά (κι ανόητα) τα αθώα στην ζωή ανθρώπινα μπάσταρδά του: τον ύπνο, την ανάπαυση, το πλάγιασμα, τη νύστα, το άφισμα – είναι ταπεινή η καταγωγή του Χάους: το Όνειρο ενός φυσικού ύπνου. Λοιπόν, σκότωσα και το όνειρο, το μπάσταρδο του Χάους.

[Σχέδιο 2]

[Σχέδιο 3]


[Αυτόγραφη σελίδα 11, φωτοαντίγραφο]

Synopsis Gertrudenhof

Το πλάσμα που δημιουργεί ο Συγγραφέας (πλάσμα κι αυτός άλλου, άγνωστου συγγραφέα – αυτός, και ό,τι έγραψε) είναι ο «Εχθρός του Ποιητή»: εκείνος δηλαδή που, αναίτια, δολοφονεί τους ποιητές. Γι’ αυτό προστατεύεται από την «φρουρά» – που αλλάζει πρόσωπο συνεχώς.

ο Σιμωτάς
και το νεκρό παιδί του (: κοιμισμένο,
«αξύπνητο»)
–ανεξύπνητο–
ο ανεξύπνητος ύπνος θανάτου;
του Δ. Σολωμού, που ως θάνατο τον διανοείται.

Κάποιος μας οδηγεί στην νύχτα, κάπου. Μας αφήνει στο έρημο απέραντο σκοτάδι· κι από αυτό προβάλλει ξαφνικά ο Υπναγωγός που έχει στα χέρια του τον Όνειρο, το παιδί του: δύσμορφο, γεννημένο νεκρό, αποκρουστικό έντομο – Ο ύπνος είναι το έκκριμά του, και και [το] Όνειρο που βλέπει ο Συγγραφέας (που «λογοδοτεί» σε κάποια εξουσία) είναι το οδυνηρό δηλητήριο που υπάρχει σ’ αυτό –

Στην οργή και την αίσθηση της ολικής αποτυχίας[,] της

[Αυτόγραφη σελίδα 12, φωτοαντίγραφο]

απόλυτης αποτυχίας, θα παρουσιασθεί ο Υπνωτισμένος – αγγελική μορφή, που αυτός θα τον οδηγήσει πάλι, έξω από την νύχτα, δηλαδή στην εγρήγορση κάποιου φωτός – Η ημέρα και η Νύχτα, το φως και το σκοτάδι, το έργο και η ζωή, η ζωή και το όνειρο, – : όλα αυτά είναι μυστικοί δρόμοι που μόνον ο υπναγωγός, το Έντομο και ο υπναγωγός γνωρίζουν· δεν υπάρχουν: απλώς, εκείνοι μας οδηγούν μέσα από αυτούς –

________________________________

Ο πυρήνας του βιβλίου είναι φυσικά το υπέροχο κοιμισμένο παιδί του Σιμωτά: γεννημένο και φτιαγμένο με όλες τις ποιητικές ουσίες του κόσμου, δεν ξυπνάει ποτέ, από τότε που γεννήθηκε: ονειρεύεται το ποίημα, και το περνάει στον μικρονοϊκό, αγράμματο, αθώο χωριάτη, τον φυσικό πατέρα του – ο Σιμωτάς, με δικές του κρυφές, άρρητες εντολές, ενστικτωδώς γίνεται ο Φρουρός του Συγγραφέα – ο κύριος του Gertrudenhofs.

(σελ. 89-ώς 153: τέλος).

________________________________

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: