Μεταφράζοντας τα ποιητικά άπαντα του Σάντρο Πέννα

Σάντρο Πέννα, «Τα ποιήματα». Εισαγωγή, μετάφραση, σύνταξη ελληνικής βιβλιογραφίας Ευριπίδης Γαραντούδης, Gutenberg 2020

Ο Σάντρο Πέννα
Ο Σάντρο Πέννα


Δεν μπορεί κανείς παρά να καλωσορίσει με ιδιαίτερη χαρά τη μετάφραση και των πεντακοσίων σαράντα πέντε συνολικά ποιημάτων του Σάντρο Πέννα στα ελληνικά από τον Ευριπίδη Γαραντούδη. Όχι μόνο γιατί ο Πέννα είναι ένας σημαντικός Ιταλός και παγκόσμιος ποιητής, πολύ δημοφιλής στις μέρες μας, αλλά και γιατί η μέθοδος, η μεθοδικότητα, η δημιουργικότητα και ο μόχθος του Γαραντούδη τον καθιστούν πρότυπο μεταφραστικού ήθους.

Ας δούμε ποια είναι τα περιεχόμενα και τα προτερήματα του καλαίσθητου αυτού βιβλίου των εκδόσεων Gutenberg, σχεδιασμένου με τη γνωστή φροντίδα του Δημήτρη Μαμάη, τυπωμένου σε πολυτονικό σύστημα και κοσμημένου στο εξώφυλλο με μια υποβλητική μαυρόασπρη φωτογραφία του ποιητή. Ο μέσος αναγνώστης μεταφρασμένης ποίησης θα περίμενε, βάσει και των πληροφοριών που δίνονται στο εξώφυλλο, να βρει μια σύντομη εισαγωγή για τον Πέννα και ίσως λίγα λόγια για τη μεταφραστική πρακτική που ακολουθήθηκε, στη συνέχεια τα μεταφρασμένα ποιήματα, και τέλος τη βασική ελληνική βιβλιογραφία για τον Πέννα. Ακόμη και οι πιο απαιτητικοί, όμως, θα ανακαλύψουν πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσε να ελπίσουν:

α) Μια εισαγωγή εκατόν δέκα επτά σελίδων, όπου όχι μόνο εξετάζεται η ποίηση του Πέννα στις ποικίλες παραμέτρους της και μεταφράζεται ολόκληρος ο πρόλογος του Τσέζαρε Γκάρμπολι στα ιταλικά Άπαντα του Πέννα το 1989 (Κεφάλαιο 1: «Ο Πέννα (ομοφυλόφιλος) ποιητής της απόκλισης ή της παράβασης;») αλλά και επιχειρείται η σύγκριση της ποίησης και της ποιητικής του Πέννα τόσο με εκείνες του Κ.Π. Καβάφη (Κεφάλαιο 2: «Ο Σάντρο Πέννα και ο Κ.Π. Καβάφης») όσο και με εκείνες πέντε νεότερων του Πέννα και του Καβάφη ελλήνων ποιητών ομοφυλόφιλης θεματολογίας: του Άρη Δικταίου, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, του Ανδρέα Αγγελάκη και του Γιώργου Χρονά (Κεφάλαιο 3: «Ο Σάντρο Πέννα και πέντε νεότεροί του έλληνες ποιητές»)· κι ακόμη, σχολιάζονται σημαντικά ζητήματα όπως είναι η πριν από τον Γαραντούδη μεταφραστική τύχη του Πέννα στην Ελλάδα, η δική του μεταφραστική μέθοδος και η λογική της κατάταξης των ποιημάτων που ακολούθησε· τέλος, δίνονται οδηγίες πλοήγησης στο πολυσέλιδο και πολυποίκιλο βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας (Κεφάλαιο 4: «Οι προηγούμενες ελληνικές μεταφράσεις ποιημάτων του Πέννα, η ελληνική βιβλιογραφία του και οι σημειώσεις αυτής της έκδοσης» και Κεφάλαιο 5: «Η παρούσα έκδοση: μεταφραστικές επιλογές, οδηγίες ανάγνωσης, η κατάταξη των ποιημάτων»).

β) Τα ίδια τα πεντακόσια σαράντα πέντε μεταφρασμένα ποιήματα, με την προσθήκη τεσσάρων σχεδιασμάτων, τοποθετημένα το ένα κάτω από το άλλο προκειμένου να κερδηθεί χώρος, και δυστυχώς χωρίς την παράθεσή τους στο πρωτότυπο, και πάλι, όπως σημειώνεται, για λόγους οικονομίας χώρου (στην αντίθετη περίπτωση η έκδοση θα έπρεπε να είναι δίτομη, κάτι που θα την καθιστούσε εμπορικά ασύμφορη και δύσχρηστη).

γ) Δύο μεταφρασμένα κείμενα του φίλου και λάτρη του Πέννα, Πιερ Πάολο Παζολίνι: το πρώτο δημοσιεύτηκε ως κριτική για τη συλλογή Σημειώσεις (1950) και το δεύτερο και σημαντικότερο γράφτηκε αρχικά ως επιστολή προς τον Πέννα και εντέλει ενσωματώθηκε στην πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του το 1970.

δ) Την «Ελληνική βιβλιογραφία του Σάντρο Πέννα», που περιλαμβάνει κατάλογο των μεταφρασμένων ποιημάτων, πεζογραφημάτων και επιστολών του Πέννα στα ελληνικά, καθώς και ένα επαρκές εράνισμα κρίσεων, πληροφοριών και αναφορών στο έργο του.

ε) Την «Καταγραφή των μεταφράσεων των ποιημάτων του Σάντρο Πέννα», που περιλαβάνει και σημειώσεις στα ποιήματα. Η καταγραφή αυτή, καρπός φιλολογικής μεθοδικότητας και ζήλου, εκτείνεται σε εκατόν εννέα ολόκληρες σελίδες και αποδεικνύεται πολύτιμος σύντροφος όσων δεν αρκούνται στην ανάγνωση των μεταφρασμένων ποιημάτων και επιθυμούν να μάθουν κάτι περισσότερο γι' αυτά, ή τουλάχιστον για όσα τους ελκύσουν πιο πολύ το ενδιαφέρον. Έτσι, μαθαίνουμε ποιος ή ποιοι και πού μετέφρασαν πριν από τον Γαραντούδη κάθε ένα από τα ποιήματα στα ελληνικά, σε ποια μορφή σώζονται τα ποιήματα στο πρωτότυπο (χρονολογημένα ή όχι, χειρόγραφα ή δακτυλόγραφα, σε φωτοτυπίες κλπ.), και συχνά σε πόσες διαφορετικές μορφές ή διασκευές, αλλά και με τίτλους που τελικά αφαιρέθηκαν ή άλλαξαν, ρίχνοντας ένα νέο ερμηνευτικό φως στα ποιήματα. Κι ακόμη, μερικές φορές παρατίθενται επεξηγηματικές σημειώσεις που ο Γαραντούδης σταχυολόγησε από την εξαντλητική έκδοση του ιταλιστή και ποιητή Ρομπέρτο Ντεϊντιέ (2017) στην κλασική για τα σύγχρονα ιταλικά γράμματα σειρά Meridiani των εκδόσεων Mondadori, οι οποίες είναι χρήσιμες έως και αποκαλυπτικές για την καλύτερη κατανόηση των ποιημάτων. Μαθαίνουμε, για παράδειγμα, ότι το ποίημα της συλλογής Σημειώσεις (1950) πoυ ξεκινά με τη φράση «Λαμπεροί ώμοι» [Lucenti spalle] και μεταφράζεται από τον Γαραντούδη για πρώτη φορά, βασίζεται στον πίνακα «Κολυμβητές» (1932) του ιταλού φουτουριστή ζωγράφου Carlo Carrà (σ. 416)· ή ότι το ποίημα από τα «Ευρεθέντα νεανικά (1927-1936)» που ξεκινά με την επίκληση «Μαρτσέλλο, θέλω εγώ να σε πιστεύω ακόμα» [Voglio credere ancora in te, Marcelo] σχετίζεται με τον ισπανικό εμφύλιο, στον οποίο συμμετείχαν πολλοί ιταλοί φασίστες (σ. 432) – πρόκειται για μια από τις σπάνιες φορές που η ιστορία αφήνει το χνάρι της στην ποίηση του Πέννα· ή ότι η «σκοτεινή γωνιά» στην οποία διαδραματίζεται το εξαιρετικό ποίημα της συλλογής Ηδονή κι οδύνη (ο ελληνικός τίτλος αποτελεί δημιουργική απόδοση, από τον Γαραντούδη, του τίτλου της συλλογής του Πέννα croce e delizia, 1958) «Χάνομαι μες στο λαϊκό προάστιο» [Mi perdo nel quartiere populare] ήταν αρχικά «σκοτεινό ουρητήριο», και ο ποιητής το άλλαξε μετά από συμβουλές των φίλων του ποιητών Ευτζένιο Μοντάλε και Ερνέστο Σάμπα.

ε) Ένα επίμετρο με την «Κατάταξη των ποιημάτων στην έκδοση του Ντεϊντιέ», πολύτιμο κυρίως γιατί το πρώτο μέρος της έκδοσης αυτής αποτελείται από τα εκατόν πενήντα οκτώ ποιήματα που ο ίδιος ο Πέννα, αυτοανθολογούμενος, συγκέντρωσε και εξέδωσε το 1973, τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατό του – ο αριθμός τους είναι πολύ κοντά στα εκατόν πενήντα τέσσερα ποιήματα του καβαφικού κανόνα και στα εκατόν πενήντα έξι σονέτα του Σαίξπηρ. Ο έλληνας αναγνώστης είναι λοιπόν πλέον σε θέση να γνωρίζει τον προσωπικό κανόνα του Πέννα, τα ποιήματα που, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ιταλός ποιητής, «πέρα από τη γνώμη οποιουδήποτε κριτικού εγώ εκτιμώ περισσότερο από όλα. Έτσι λοιπόν θα ήταν ό,τι εγώ θα άφηνα στους μεταγενέστερους, αν θα υπάρξουν μεταγενέστεροι».

Με τη διπλή ιδιότητά του, του ποιητή και του φιλολόγου, ο Γαραντούδης δεν αρκέστηκε, λοιπόν, στην πρόκληση να μεταφράσει ολόκληρο το ποιητικό έργο του Πέννα στα ελληνικά, αλλά και το μελέτησε σε βάθος, το συνέκρινε με ομόλογα έργα ελλήνων δημιουργών, μετάφρασε σημαντικές μελέτες που δημοσιεύτηκαν γι' αυτό στα ιταλικά (του Γκάρμπολι και του Παζολίνι), κατάρτησε την ελληνική βιβλιογραφία του Πέννα και, κυρίως, έναν εξαντλητικό βιβλιογραφικό οδηγό που επιτρέπει στον αναγνώστη να συγκρίνει, αν το επιθυμεί, τις δικές του μεταφραστικές προτάσεις με εκείνες των υπόλοιπων μεταφραστών του ιταλού ποιητή στα ελληνικά. Με άλλα λόγια, ο μεταφραστής Γαραντούδης όχι μόνο δεν φοβάται τη σύγκριση αλλά και την επιδιώκει, γεγονός ασυνήθιστο και αξιοσημείωτο. Παραδέχεται, εξάλλου, ότι συμβουλεύτηκε τις προηγούμενες μεταφράσεις και ομολογεί με ειλικρίνεια: «αναγνωρίζω ότι σε ορισμένα σημεία με βοήθησαν, ιδίως εκείνες του Ερρίκου Σοφρά, να δώσω λύσεις σε μεταφραστικά προβλήματα» (σ. 118).

Διαπιστώνουμε, ακόμη, από την λεπτομερή καταγραφή των μεταφράσεων του Πέννα, ποια ποιήματά του υπήρξαν περισσότερο ή λιγότερο δημοφιλή στους μεταφραστές και προκύπτουν «ποσοτικά στοιχεία που μπορούν να εκτιμηθούν ως ποιοτικοί δείκτες των επιλογών των ελλήνων μεταφραστών του» (σ. 106). Έτσι, ενώ ένα τετράστιχο της πρώτης ποιητικής συλλογής του Πέννα (Ποιήματα, 1939), το «[Il mare è tutto azzurro]», μεταφράστηκε έντεκα ολόκληρες φορές πριν από τον Γαραντούδη, από τα εκατόν δέκα εννέα συνολικά ποιήματα της εκτενέστερης συλλογής του, Ιδιοτροπίες (1957), μεταφράστηκαν λιγότερα από τα μισά. Στην εισαγωγή του, ο Γαραντούδης ερμηνεύει ως εξής τα ποσοτικά αποτελέσματα των παρατηρήσεών του για τη μεταφραστική τύχη του Πέννα στην Ελλάδα:

Διαπιστώνεται ότι οι έλληνες μεταφραστές, αρχίζοντας να μεταφράζουν από το νεανικό ποιητικό έργο του Πέννα, στην πορεία τους προς το όψιμο έργο του εμφάνισαν σημάδια κόπωσης· κι η κόπωση αυτή εξηγείται όχι από την αισθητική προτίμηση των μεταφραστών για τα νεανικά ποιήματα του Πέννα, αλλά από την, κάπως άτακτη, συμπλήρωση ενός επαρκούς για τον κάθε μεταφραστή ορίου μεταφραστικής συγκομιδής. Επίσης, το γεγονός ότι οι νεότεροι μεταφραστές επικεντρώνουν τις επιλογές τους για το ποια ποιήματα θα αποδώσουν στα ελληνικά σε ήδη πολυμεταφρασμένα από αυτούς ποιήματα, αφήνει την υποψία κάποιας ευκολίας, δηλαδή την επικουρική αναδρομή τους σε παλαιότερες μεταφράσεις.

Η δεύτερη παρατήρηση [είναι ότι] οι μεταφραστές απέφυγαν να αναμετρηθούν με την ελληνική απόδοση των φανερά και εμφατικά έμμετρων (και μεταφραστικά δυσκολότερων) ποιημάτων του Πέννα, επειδή αδυνατούσαν να τα (ανα)κατασκευάσουν-(ανα)δημιουργήσουν ως ποιήματα (σ. 108).

Χάρη στον Γαραντούδη, έχουμε τώρα μεταφρασμένα για πρώτη φορά στα ελληνικά, και μάλιστα με τη ρυθμικότητα και τη μελωδικότητα που ανιχνεύονται στο πρωτότυπο, όλα τα ποιήματα του Πέννα, διακόσια τριάντα επτά από τα οποία (λίγο λιγότερα, δηλαδή, από τα μισά), δεν είχαν μεταφραστεί ποτέ προηγουμένως. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της συλλογής Μια παράξενη χαρά για τη ζωή (1956), μόνο τα μισά ποιήματα της οποίας μεταφράστηκαν από τους προηγούμενους μεταφραστές του Πέννα· ο Γαραντούδης αποδίδει το φαινόμενο στο ότι η συλλογή αυτή εμφανίζει «τον μεγαλύτερο βαθμό εμφατικής χρήσης ρυθμικών στοιχείων, ιδίως της ομοιοκαταληξίας» (σ. 108). Αν και ο Πέννα χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο έργο του «περιθωριακό βιβλιαράκι», περιλαμβάνει περισσότερα από τα δύο τρίτα των ποιημάτων του (είκοσι δύο από τα τριάντα) στην αυτοαναθολογία του· από τα δεκαπέντε ποιήματα της συλλογής που μεταφράστηκαν πριν από τον Γαραντούδη, μόνο τρία ταυτίζονται με τις επιλογές του ίδιου του Πέννα, και ως αποτέλεσμα είχαν μείνει αμετάφραστα μερικά πολύ ενδιαφέροντα και όμορφα ποιήματα (όπως εκείνο που ξεκινά με ένα τολμηρό δίστιχο του Παζολίνι, σ. 211), β) στις Σημειώσεις του ο Γαραντούδης μας μεταφέρει την πολύ χρήσιμη πληροφορία ότι με αφορμή το ποίημα της συλλογής αυτής «Ένας χαμένος έρωτας, πόση χαρά» [Un amore perduto quanta gioia] ο Πέννα σχολιάζει αναφερόμενος σε ολόκληρο το βιβλίο:

Υπάρχουν ποιήματα που δεν λένε τίποτε, βασίζονται μόνο στο ρυθμό. Για παράδειγμα, μερικές φορές, ένα ποίημα μπορεί να αναγνωριστεί κατά την άποψή μου σαν ένα διαμάντι. Ένας χρυσοχόος το κοιτάζει: είναι ή δεν είναι αληθινό. Για παράδειγμα, αυτό το ποίημα που δεν λέει, είναι μια γνώμη, μπορεί να είναι όμορφο έτσι όπως πέφτουν οι [ρυθμικοί] τόνοι (σ. 420).

Η παρατήρηση αυτή ισχυροποιεί την εικόνα που έχουν φιλοτεχνήσει οι μελετητές για τον Πέννα ως ποιητή-τραγουδιστή – ο ίδιος, εξάλλου, όπως μας θυμίζει ο Γαραντούδης, γράφει για τον εαυτό του στην τελευταία εγγραφή στο ημερολόγιό του ένα χρόνο πριν πεθάνει: «Δεν ήξερε να περπατά χωρίς να χορεύει, να μιλά χωρίς να τραγουδά, αυτός ευτυχισμένος» (σ. 124). Παραθέτω εδώ το μεταφρασμένο από τον Γαραντούδη ποίημα που έδωσε την αφορμή στον Πέννα να κάνει την παραπάνω παρατήρηση για τον ζωτικό, στην ποίησή του, ρόλο του ρυθμού (ο μόνος που είχε μεταφράσει το ποίημα προηγουμένως ήταν ο Γιάννης Παππάς, που το έχει αποδώσει σε ελεύθερο και ανομοιοκατάληκτο στίχο):

Ένας χαμένος έρωτας πόση χαρά
νέων αισθήσεων μέσα μου ξυπνά.
Ο έρωτας όμως είν' χαμένος.
Κι ο πόνος μου ξαναρχινά.

(σ. 208)

Το ελληνικό ποίημα διασώζει και την ομοιοκαταληξία του πρωτοτύπου ανάμεσα στον δεύτερο και τον τέταρτο στίχο (sorprende-riprende), και τον πλούτο των παρηχήσεων, και την ιαμβική κανονικότητα – ο Πέννα συνδυάζει δυο ιαμβικούς ενδεκασύλλαβους και δυο επτασύλλαβους και ο μεταφραστής του δημιουργεί συλλαβικά πιο ελεύθερα, αλλά πάντοτε ιαμβικά, έναν δωδεκασύλλαβο, έναν δεκασύλλαβο, έναν εννεασύλλαβο και έναν οκτασύλλαβο.

Στέρεος κάτοχος της μετρικής τέχνης, όπως δείχνουν τα έμμετρα ποιήματά του,[1] αλλά και δεινός μετρικολόγος, που έχει λύσει δύσκολους φιλολογικούς γρίφους όπως είναι η μέχρι πρότινος αινιγματική μετρική των κάλβειων στροφών και του σικελιανικού Αλαφροΐσκιωτου,[2] ο Γαραντούδης αποδεικνύεται ικανός να διασώσει μεγάλο μέρος της προσωδιακής κίνησης των ποιημάτων του Πέννα, ο οποίος ζυμώθηκε με την πριν από τον ελεύθερο στίχο ιταλική ποιητική παράδοση. Πέρα από την αγάπη του, εξάλλου, για το έργο του ιταλού ποιητή, στο οποίο εδώ και τριάντα χρόνια συνεχίζει, όπως γράφει, να επιστρέφει, βασικό κίνητρο του Γαραντούδη για να καταπιαστεί με τη μετάφραση του Πέννα ήταν, όπως γράφει, η πρόθεσή του να διατηρήσει την εμμετρότητα του πρωτοτύπου, μ' άλλα λόγια «τον άρρηκτο, οργανικό σχεδόν, δεσμό μορφής και περιεχομένου· αυτό, κυρίως, είναι ο ποιητικός λόγος» (σ. 114), καθώς όλοι σχεδόν οι προηγούμενοι έλληνες μεταφραστές τον μετάφρασαν σε έναν «λιγότερο ή περισσότερο άρρυθμο ελεύθερο στίχο» (σ. 114), πιθανότατα επειδή δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν ότι τα περισσότερα ποιήματα του Πέννα είναι γραμμένα σε ιαμβικό ενδεκασύλλαβο (αλλά και επτασύλλαβο) στίχο (σ. 116). Ας σημειωθεί, πάντως, ότι το φαινόμενο δεν περιορίζεται στη μετάφραση του Πέννα, καθώς η πολύχρονη και συντριπτική επικράτηση του ελεύθερου στίχου στη χώρα μας μάς απέκοψε σε μεγάλο βαθμό από τις έμμετρες μορφές, με αποτέλεσμα η πλειονότητα των έμμετρων ξένων ποιημάτων να μεταφράζονται, από τα μέσα του 20ού αιώνα και μετά, σε ελεύθερο στίχο. Ακόμη και ο Ερρίκος Σοφράς, τον οποίο ο Γαραντούδης εξαιρεί από τον κανόνα των μεταφραστών του Πέννα καθώς διατήρησε, «ως έναν βαθμό, στοιχεία της ρυθμικότητας του πρωτοτύπου» (σ. 106), συχνά δεν επιλέγει να αποδώσει την ιαμβικότητα του ιταλού ποιητή – οι μεταφράσεις του είναι θαυμάσιες, αλλά βασίζονται συχνά σε μια άλλου τύπου προσωδιακότητα από εκείνη του Πέννα - και δεν θέλησε να αναμετρηθεί, όπως και οι υπόλοιποι μεταφραστές, με τα πιο εμφατικά έμμετρα και ομοιοκατάληκτα ποιήματά του.[3]

Έτσι, το αυστηρά έμμετρο ποίημα «Ψεύτικη άνοιξη» είναι ένα από τα ελάχιστα της πρώτης, ιδιαίτερα δημοφιλούς και πολυμεταφρασμένης στα ελληνικά συλλογής του Πέννα που έμεινε αμετάφραστο.[4] Παραθέτω εδώ την πολύ επιτυχημένη απόδοση του Γαραντούδη, καθώς και το πρωτότυπο, για να κρίνουν οι αναγνώστες:

Placidi gatti, amanti
(sul prato l'ora è ferma)
di vetri luccicanti.

Goffamente beati,
la odore di caserma
si spogliano i soldati.

Ma effimero è alle cave
ansie il sole che ami.
Al vespro aspro, è grave
il sielo ai secchi rami.

Γαλήνιοι γάτοι, που ποθούν
(στον κάμπο η ώρα σταθερή)
τα τζάμια που λαμποκοπούν.

Αδέξια ευτυχισμένοι,
απ' του στρατώνα την οσμή
γδύνονται οι στρατευμένοι.

Μα εφήμερος αφού αγωνιάς
είναι ο ήλιος που αγαπάς.
Στο σκληρό δείλι, είν' σκοτεινός
με τα ξερά κλαδιά ο ουρανός. (σ. 136)


Όπως βλέπουμε, στη μετάφραση διατηρείται το ομοιοκατάληκτο σχήμα του πρωτοτύπου (με τη μόνη διαφορά ότι στην τελευταία στροφή η πλεκτή ομοιοκαταληξία μετατρέπεται σε ζευγαρωτή). και το σταθερό και παιχνιδιάρικο πάτημα του ιάμβου. Ας προστεθεί εδώ ότι πέρα από το μέτρο και την ομοιοκαταληξία, ο Γαραντούδης διατήρησε το στροφικό σύστημα των ποιημάτων, καθώς και τη στίξη και τους συχνούς διασκελισμούς, όποτε αυτό ήταν δυνατό, με αποτέλεσμα να μεταφέρεται στον έλληνα αναγνώστη κάτι από την ένταση και τη ρυθμική ποιότητα του πρωτοτύπου.
Τον μεταφραστή απασχόλησε, δικαιολογημένα, και το ζήτημα της κατάταξης των ποιητικών απάντων του Πέννα. Όπως εξηγεί, επέλεξε να ακολουθήσει τη δομή της έκδοσης του οίκου Γκαρτσάντι (1989), «επειδή αποδίδει καλύτερα την εικόνα της πορείας που ακολούθησε η ποίηση του Πέννα μέσα στο χρόνο» (σ. 120), αλλά δεν άφησε ανεκμετάλλευτη και την πιο πρόσφατη συγκεντρωτική έκδοση του Ρομπέρτο Ντεϊντιέ (2017), καθώς στις εννέα ενότητες της έκδοσης Γκαρτσάντι πρόσθεσε μια τελευταία, τη δέκατη, που περιλαμβάνει τα εκατόν πέντε «νέα» ποιήματα που πρόσθεσε η έκδοση του Ντεϊντιέ, κατά τη χρονολογική τους σειρά και πάλι, από τα παλαιότερα προς τα νεότερα. Διαβάζοντας, λοιπόν, κανείς ολόκληρο τον Πέννα στα ελληνικά, μπορεί να συνδυάσει την απόλαυση με την ψηλάφιση της πορείας της καλλιτεχνικής του ωρίμανσης – βλέποντας, μάλιστα, τα ποιήματα που έγραψε από τα δεκαέξι ως τα εικοσιδύο του χρόνια, διαπιστώνουμε πόσο αλματώδης ήταν η εξέλιξή του από την πληθωρική και μελοδραματική έκφραση της εφηβείας και της πρώτης νεότητας στην άκρα λιτότητα και συμπύκνωση που τον καθιέρωσαν ως «έναν από τους μεγαλύτερους Ιταλούς ποιητές του 20ού αιώνα», όπως τον χαρακτηρίζει ο Γκάρμπολι (σ. 121), αλλά και ως έναν ποιητή που υπηρέτησε με συνέπεια και με εξόχως δραστικά αποτελέσματα την «ποιητική της έκλαμψης» — πολύ λίγα ποιήματα του Πέννα υπερβαίνουν τους οκτώ στίχους, ενώ πολλά αποτελούνται από μόλις δυο ή τρεις. Δίνω ένα παράδειγμα μιας στιγμής έκλαμψης, της οποίας τη ρίμα και τη μετρική κανονικότητα ο Γαραντούδης —πέμπτος στη σειρά μεταφραστής του δίστιχου— είναι ο μόνος που τα διασώζει:

Φτάνει το βράδυ. Αιχμαλωτίζω μιαν οσμή
κορμιού και χλόης. Κι η μέρα μου είν' ερωτική
.
(σ. 246)

Απλός αλλά όχι απλοϊκός, κρυστάλλινα διαυγής όπως οι αρχαίοι έλληνες και λατίνοι ποιητές, την παράδοση των οποίων εν πολλοίς συνεχίζει, ανεπηρέαστος από τις σειρήνες του μοντερνισμού και των ιταλών ποιητών «του σκιόφωτος» (Chiaroscuro), λιτός και μελωδικός, ο Πέννα είναι ένας ποιητής που μας χρειάζεται σήμερα, σε μια εποχή που η υπερβολική διανοητικότητα, η εκζήτηση και η εκφραστική θολότητα είναι μερικοί από τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η ποίηση. Αποκλειστικό σχεδόν θέμα του ακούραστα αυτοβιογραφούμενου Πέννα είναι ο έρωτας· ο ομοφυλόφιλος έρωτας και ο πόθος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και το γνωστότερο και συχνά μεταφρασμένο ποίημα ποιητικής του «Δεν θα 'ναι η ποίησή μου» [La mia poesia non sarà], (που, σύμφωνα με τον Ντεϊντιέ, δείχνει την απομάκρυνση του ποιητή από τους ομοτέχνους του σκιόφωτος και τη ροπή του προς τον φουτουρισμό του Μαρινέτι, σ. 431), έχει μια έντονα σεξουαλική διάσταση, καθώς η ποιητική δημιουργία εμφανίζεται μεταφορικά ως εκσπερμάτωση, θυμίζοντας ανάλογες εικόνες του Ουόλτ Ουίτμαν και του δικού μας Ανδρέα Εμπειρίκου:[5]


Δεν θα 'ναι η ποίησή μου

ένα ελαφρύ παιχνίδι

φτιαγμένο από απαλές
κι άρρωστες λέξεις.

(καθαρός ήλιος του Μαρτίου
πάνω σε πλατανόφυλλα

ανοιχτοπράσινα που ανατριχιάζουν).
Η ποίησή μου θα εκτοξεύσει την ορμή της

για να χαθεί μες στο άπειρο
(παιχνίδια ενός όμορφου αθλητή

στο αργό το σούρουπο το καλοκαίρι). (σ. 235)

Θα κλείσω το κείμενό μου με κάποιες κομβικές παρατηρήσεις του Γκάρμπολι για την παρακαταθήκη του Πέννα, αντλημένες από τον πρόλογό του στα άπαντα του ποιητή, σε μετάφραση Γαραντούδη:

Ο Πέννα υπήρξε, στον 20ό αιώνα, ο μόνος Ιταλός ποιητής που μίλησε έξω απ' τα δόντια, λέγοντας ξεκάθαρα ποιος ήταν και τι ήθελε [...] και συνεπώς με τίμημα μίαν ακατάπαυστη πρόσκληση σε μάχη και μια τρομερή συστηματική ανατρεπτικότητα που θα την μειώναμε αν την περιορίζαμε στο θέμα της ομοφυλοφιλίας. Θα μπορούσε κανείς να ορίσει το έργο του Πέννα, με λίγες λέξεις, ως μια «αντανάκλαση επάνω στην επιθυμία» (σ. 8).


Και πιο κάτω:

Ο Πέννα είναι ο μόνος ποιητής του 20ού αιώνα (όχι μόνο Ιταλός) ο οποίος δεν συμβιβάστηκε ποτέ, για κανέναν λόγο, με την ιδεολογική, ηθική, πολιτική, κοινωνική, πνευματική πραγματικότητα του κόσμου στον οποίο ζούσε [...] Είχε αρνηθεί τον κόσμο των ενηλίκων· τον είχε αρνηθεί ως έναν κόσμο δίχως σημασία, λίγο αγοραίο, λίγο άθλιο· έναν κόσμο φτιαγμένο από σκοτεινές υποθέσεις και πασίγνωστες ματαιοδοξίες, μικροπρεπή άγχη και γελοίες περιπλοκές. Ο Πέννα είχε αρνηθεί να «ανήκει στην πραγματικότητα», ο θεματικός πυρήνας του είναι η λέξη «ζωή». Αν αυτή η επιλογή στάθηκε ηρωική, όσο επίσης έξυπνη και προνοητική, θα το κρίνουν οι απόγονοι. (σ. 16-17)


Ως απόγονοι του Σάντρο Πέννα, και χάρη στη μετάφραση ολόκληρης, πλέον, της ποίησής του στα ελληνικά από τον Ευριπίδη Γαραντούδη, μπορούμε να κρίνουμε πόσο ηρωική, ευφυής, προνοητική υπήρξε η μοναδική αυτή επιλογή ζωής και δημιουργίας του ιταλού ποιητή. Και να αποφασίσουμε, καθένας για λογαριασμό του, αν η επιλογή του έχει κάτι σημαντικό να μας πει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: