
Από τη μέρα που διάβασα το βιβλίο της Φραγκεσκάκη, η ζωή μου άλλαξε· όχι βέβαια τόσο δραματικά όσο η ζωή του ήρωά της όταν τον πήραν από τη σκοτεινή αποθήκη και τον εξέθεσαν στη ζωή εκεί έξω, αλλά πάντως άλλαξε. Είμαι από τη φύση μου ακατάστατη και τους σελιδοδείκτες μου, παρόλο που γενικά τους συμπαθώ, δεν τους πρόσεχα αρκετά. Άλλους τους ξεχνούσα για πάντα μέσα σε βιβλία τελειωμένα ή οριστικά μισοδιαβασμένα, άλλους τους στίβαζα στο γραφείο μου, ανάμεσα στα μπερδεμένα χαρτιά μου, άλλους, με τις άγαρμπες κινήσεις μου, τους τσαλάκωνα, τους έσκιζα, τους λέρωνα με καφέ, κι έτσι αναγκαστικά ―και χωρίς ιδιαίτερες τύψεις, οφείλω να ομολογήσω― τους πετούσα. Αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Σε κάθε βιβλίο μου έχω τώρα τον σελιδοδείκτη του, που τον προσέχω πώς και τι ώστε να μην καταστραφεί – είναι τόσο ευάλωτα αυτά τα χάρτινα πλάσματα! Διαλέγω προσεκτικά τον καθένα τους, έτσι ώστε το σχέδιο ή το χρώμα του να ταιριάζουν με το θέμα του βιβλίου, ή έστω με τα συναισθήματα που το βιβλίο μού δημιουργεί. Όταν το βιβλίο τελειώνει, τον αφαιρώ και τον χρησιμοποιώ σε άλλο βιβλίο. Έχω σειρά για τον καθένα τους, έτσι ώστε κανείς τους να μη μένει για καιρό στα αζήτητα, στο κενό του χρόνου και στην καταδίκη της αδιαβασιάς. Γιατί ξέρω, πλέον, ότι και οι σελιδοδείκτες διαβάζουν· για την ακρίβεια, ότι είναι βιβλιοφάγοι. Αλλά, όπως με χιουμοριστική διάθεση επισημαίνει συχνά ο ήρωας του βιβλίου μας, κατ' ουσίαν δεν είναι παρά «εργαλεία». Τους κάνουμε ό,τι θέλουμε, τους χρησιμοποιούμε για να βολευόμαστε. Δεν έχουν «καμιά αυτονομία». Μπορούν να διαβάζουν μόνο τη σελίδα στην οποία κάθε φορά τους τοποθετούμε· αν τους βάζουμε στην τύχη, πότε σε ένα σημείο του βιβλίου και πότε σε άλλο, μπερδεύονται, ζαλίζονται, παθαίνουν ναυτία, χάνουν τον ειρμό της ιστορίας. Και δεν τους αξίζει μια τέτοια μοίρα. Γιατί, όπως μας λέει η συγγραφέας μέσω του ήρωά της, είναι «ομοούσιοι» με τα βιβλία, τους «πιστούς φίλους τους», και μαζί με τα σκληρά εξώφυλλα είναι «η πανοπλία των βιβλίων απέναντι σε κάθε εισβολέα». Επιτελούν «λειτούργημα». Είναι από τη φύση τους «ευγενικοί και λεπτεπίλεπτοι, εκ χάρτου βλέπετε». Η ακοή και η όραση και τα δάχτυλα των ανθρώπων είναι τα πόδια τους. Κι όπως πανέμορφα το θέτει η Φραγκεσκάκη σε ένα ποιητικό μεταφορικό σχήμα, «κουπιά είναι τα δάχτυλα των ανθρώπων κι εμείς [οι σελιδοδείκτες] βαρκούλες ανάμεσά τους».
Η μεταφορά ταιριάζει γάντι στο σχέδιο που κοσμεί τον πρωταγωνιστικό σελιδοδείκτη: «Μια βάρκα έχω στη ράχη μου ζωγραφισμένη. Και μια θάλασσα γυαλί», λέει. Ο ήρωάς μας, πέρα από τις γενικές ιδιότητες του γένους του, έχει και άλλες πολλές, που συγκροτούν την ιδιοπροσωπία του. Ολοζώντανος εμφανίζεται μπροστά μας καθώς, από σελίδα σε σελίδα, σκιαγραφείται ως μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα κι έρχεται να προστεθεί στην πινακοθήκη των αγαπημένων λογοτεχνικών ηρώων που κάθε μια και καθένας από μας έχει σχηματίσει για λογαριασμό της/του. Όνομα δεν έχει, έχει όμως τα υπόλοιπα γνωρίσματα ενός ανθρώπου: πρόσωπο, σώμα, χαρακτήρα, ψυχοσύνθεση, ικανότητες. Ας τα δούμε συνοπτικά, από έξω προς τα μέσα. Ο ήρωάς μας έχει μάτια, αυτιά, αισθήσεις οξυμμένες, πνευμόνια, καρδιά που συχνά χτυπά δυνατά από ανυπομονησία, ελπίδα, ακόμη και ερωτική επιθυμία. Έχει μυαλό, ψυχή, διαίσθηση, περιέργεια, φαντασία, ευαισθησία, ενσυναίσθηση, πόθους, στοχαστικότητα, νοσταλγία, όνειρα για το μέλλον. Γενεαλογία, δασκάλους που τον έμαθαν όσα ξέρει για τη ζωή και τη γλώσσα. Ο χαρακτήρας του είναι αξιαγάπητος: ευγενικός, πιστός, αφοσιωμένος, τίμιος, ειλικρινής, ευσυνείδητος, διακριτικός, φιλαναγνώστης, ερευνητικός, με συνδυαστική σκέψη, δίψα για μάθηση και κυρίως για γνώση της γλώσσας: δεν χορταίνει να εμπλουτίζει το λεξιλόγιό του κι έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία στα γαλλικά, που ελπίζει κάποτε να μάθει καλά. Πάνω απ' όλα, ο σελιδοδείκτης μας είναι περήφανος για το λειτούργημά του, που το αντιλαμβάνεται ως ιερό: είναι εδώ για να μας θυμίζει σε ποια σελίδα αφήσαμε το βιβλίο που διαβάζουμε, για να μην ξεχαστούμε· για να συνεχίσουμε μέχρι τέλους.
Και ο ίδιος, εξάλλου, παλεύει να διαβάσει το βιβλίο όπου επέλεξε να τον βάλει η κυρά του, τον Γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες του Ιούλιου Βερν, κι ας διαβάζει αποσπασματικά έτσι όπως τον τοποθετεί εκείνη πότε σε τούτη και πότε σε κείνη τη σελίδα. Ακούστε με τι τρόπο διαβάζει:
Διαβάζω, τι αίσθηση, είμαι επί χάρτου και διαβάζω, ζω την αληθινή ζωή [...] είμαι πλήρης. [...] Η ανάγνωση δεν χωράει περισπασμούς, θέλει αφοσίωση, κι εμένα η αφοσίωση είναι το στοιχείο μου.
Κι αλλού:
Δεν ξέρω σε ποιο κεφάλαιο βρίσκομαι, ξέρω όμως ότι αυτό που συναντώ μου εξάπτει τη φαντασία, μου οξύνει τις αισθήσεις. Με γεμίζει αγωνία [...] Είμαι εντελώς απορροφημένος. Θέλω οπωσδήποτε να προχωρήσω. Προσεύχομαι να μη με βάλει πάλι πίσω.
Διαβάζοντας, ο σελιδοδείκτης κάνει συνδέσεις με τη δική του ζωή, ταυτίζεται νοερά με τον δευτεραγωνιστή του Βερν Ζαν Πασπαρτού αλλά επισημαίνει και τις διαφορές τους και παράλληλα τις διαφορές του 19ου αιώνα του Βερν, με τους βρετανούς αριστοκράτες και τους υπηρέτες τους, με την έστω και κατ' επίφαση δημοκρατική δική μας εποχή. Κάνει ποικίλες συνδέσεις με στοιχεία της πλοκής, κρατά στο μυαλό του τις άγνωστες λέξεις για να τις αναζητήσει στα ερμηνευτικά λεξικά. Εν ολίγοις, εμφανίζεται ως ένας ιδανικός αναγνώστης, ευαίσθητος, παθιασμένος, φιλοπερίεργος.
Ας δούμε όμως συνοπτικά την πλοκή της νουβέλας, που θαυμαστά συμπυκνώνεται σε εξήντα περίπου σελίδες. Ο σελιδοδείκτης μας ξεκινά τον βίο του στο ράφι μιας αραχνιασμένης σκοτεινής αποθήκης, ώσπου ένα πρωί τον βάζουν σε ένα τσουβάλι μαζί με εκατοντάδες άλλους σελιδοδείκτες και πάνω σε ένα μηχανάκι οδηγείται προς ένα βιβλιοπωλείο, όπου παραμένει αρκετές μέρες στον πάγκο, χαρούμενος ανάμεσα σε κάθε είδους βιβλία αλλά και ανυπομονώντας να δοθεί σε κάποιον πελάτη και να βρεθεί στον φυσικό χώρο του: εντός ενός βιβλίου. Τελικά τον αποκτά η βιβλιομανής και σελιδοδεικτομανής δασκάλα Αφροδίτη, που τρέφει αδυναμία στα μυθιστορήματα ταξιδιωτικής φαντασίας, καθώς μεταξύ άλλων της θυμίζουν τα παιδικά της χρόνια ― για τον σελιδοδείκτη μας επιλέγει, όπως είδαμε, τον Γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες. Προς το τέλος της νουβέλας το αγόρι της Αφροδίτης, ο Άκης, προτείνει στην αγαπημένη του ένα οκταήμερο ταξίδι στα μεγάλα μουσεία της Ευρώπης, κι έτσι ο ήρωας, χωμένος μέσα στο βιβλίο του Βερν και μέσα στην τσάντα της Αφροδίτης συνεχίζει να ζει την περιπέτεια της ζωής σε ένα ταξί και κατόπιν στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», προς αναμονή της πτήσης του ζεύγους για Ρώμη.
Η πλοκή μοιάζει σύντομη, αλλά η πορεία της δεν είναι ευθύγραμμη· είναι γεμάτη στροφές που την εμπλουτίζουν γοητευτικά. Θα σταθώ για λίγο στους «εχθρούς» του ήρωά μας· για την ακρίβεια, σε όσους έστω και για λίγο αμφισβητούν τη χρησιμότητα, την ύπαρξή του, και τον κλονίζουν σκοτεινιάζοντας μια κατά τα άλλα ευφρόσυνη ζωή. Οι μοναδικοί αποκλειστικά αρνητικοί χαρακτήρες του βιβλίου είναι μια παρέα πελατών του βιβλιοπωλείου, ένα από τα μέλη της οποίας τον κρατά για λίγο στα χέρια του και εκτοξεύει ένα φαρμακερό σχόλιο: «Τι τους θέλουν αυτούς και τους βγάζουν; Τόσο χαρτί πάει χαμένο», ενώ στη συνέχεια η παρέα συνεχίζει να μιλά εναντίον των σελιδοδεικτών. Μετά την αρχική του αναστάτωση («Είχα ταραχτεί πολύ. Έγινα όλος ένα αυτί»), ο ήρωας οργίζεται και περνά στην αντεπίθεση:
Αμφισβητούσαν το λειτούργημά μου, με έκαναν μια σκέτη διαφήμιση, ένα κόλπο με έκαναν. Με ακύρωναν με υποτιμούσαν. [...] Αυτοί είναι οι αναιδείς, οι χαμένοι, ξύλο απελέκητο είναι, κι ας παριστάνουν τους αναγνώστες. Παριστάνουν, καλά το είπα. Μόλις λέω αυτή τη λέξη, ησυχάζω.
Πνευματώδης είναι η επιλογή της απαξιωτικής παροιμίας «Ξύλο απελέκητο», καθώς ο ίδιος ο σελιδοδείκτης είναι φτιαγμένος από πολλαπλής επεξεργασίας ξύλο. Κι ενώ η παροιμία εκτονώνει την οργή του, στη συνέχεια μια και μόνη λέξη κατορθώνει να τον παρηγορήσει: το ρήμα «παριστάνουν». Η αγενής παρέα του βιβλιoπωλείου δεν είναι πραγματικοί αλλά υποκριτικοί αναγνώστες, αποφαίνεται κατηγορηματικά. Δεν είναι όλοι όσοι διαβάζουν, λοιπόν, αναγνώστες. Για να αξίζεις αυτόν τον τίτλο χρειάζονται προϋποθέσεις, υπονοεί η Φραγκεσκάκη. Η ιδιότητα «αναγνώστης» ανάγεται σε τίτλο τιμής, όχι κατώτερο, υποθέτει βάσιμα κανείς, από την ιδιότητα του συγγραφέα.
Ο δεύτερος άνθρωπος που πληγώνει με τα σχόλιά του τον σελιδοδείκτη μας είναι η μητέρα της γυναίκας στα χέρια της οποίας καταλήγει. Λέει κάποια στιγμή στην κόρη της:
Θα μας κάψεις με τις συνήθειές σου. Δεν φτάνουν τα βιβλία; Τι τα μαζεύεις όλα αυτά; Δεν έχεις ακούσει για το εύφλεκτον του χαρτιού; Ένα τσακ και πάει το σπίτι μας, έτσι όπως το κατάντησες με τις συλλογές σου!
Ο ήρωάς μας αντιδρά κι εδώ με παρόμοιο τρόπο· από την ψυχική αναστάτωση περνάει στην επίθεση:
Έχουμε τόσες χάρες, κι αυτό βρήκε να πει; Άδικο. Και θα μου επιτρέψετε να πω, τη βρίσκω και αμόρφωτη. Δεν έχει ακούσει ποτέ αυτή η κυρία για το χαρτί το αδιάβροχο, το απορροφητικό, το επιστολικό χαρτί; Δεν έχει στείλει ποτέ επιστολή; Μόνο για την αχίλλειο πτέρνα μας ξέρει να μιλάει; [...] Θα έχω άδικο να πω πως αυτή είναι η επικίνδυνη και όχι τα «εκ χάρτου»; Αν κάποιος ανάβει φωτιές εδώ, είναι η αφεντιά της.
Ευφυώς, και πάλι, αξιοποιώντας τη δύναμη των λέξεων, ο ήρωάς μας αντιστρέφει την κατηγορία: δεν θα ανάψει αυτός, ο άκακος, φωτιά στο σπιτικό, αλλά η ίδια η μητέρα της Αφροδίτης «ανάβει φωτιές» με τις ανυπόστατες αιτιάσεις της. Και όπως οι αγενείς επισκέπτες του βιβλιοπωλείου χαρακτηρίστηκαν υποκριτικοί αναγνώστες, αυτή χαρακτηρίζεται αμόρφωτη.
Η τρίτη και τελευταία αμφισβήτηση του λειτουργήματος του σελιδοδείκτη έρχεται από το αγόρι της Αφροδίτης και κορυφώνει την αγανάκτηση του πρωταγωνιστή. Λέει ο Άκης:
«Άφησέ το εδώ», συνεχίζει και με ακουμπάει πάνω στο γραφείο. «Καλά, δεν σ' ενοχλούν αυτά τα χαρτιά, δεν μπλέκονται στα χέρια σου; Πέτα τα, εσύ έχεις μνήμη ελέφαντα!»
Να τον πετάξει η αγαπημένη του ιδιοκτήτρια; Να τον αντικαταστήσει με σημειώσεις στο κινητό της ―που στα μάτια του ήρωα είναι απλώς ένα μυστήριο «μεταλλικό κουτί»―, όπως της προτείνει στη συνέχεια; Έ, αυτό πήγαινε πολύ! Δεκαεννέα ολόκληρα απαξιωτικά επίθετα επινοεί ο εγγράμματος σελιδοδείκτης για να στολίσει τον ανάγωγο, σε έναν πυρετώδη μονόλογο που, παρά την κακή διάθεση του φορέα του, είναι μια από τις πιο κεφάτες στιγμές του βιβλίου. Ο αναγνώστης απολαμβάνει την με χιούμορ δοσμένη έκρηξη του ήρωα, που κορυφώνει την πίστη της νουβέλας στη δύναμη της γλώσσας και μας θυμίζει την ικανότητα της Φραγκεσκάκη να πλάθει ζωντανούς μονολόγους, όπως γίνεται σε όλη τη διάρκεια της παλαιότερης νουβέλας της ΣΥΝΤΑΓΜΑ-ΚΑΤ (Κέδρος 2019). Παραθέτω το εν λόγω απόσπασμα:
Αφρίζω! Αναιδής, βλαξ, θρασύς, αυθάδης, γαϊδουρόμουτρο και προπετής. [...] αδαής, βλακόμουτρο, φτωχός στο πνεύμα, ζωντόβολο, μπούφος, μάπας, τούβλο και χαλβάς, χάχας, χα χα, σε στόλισα όπως σου 'πρεπε [...] ο ελαφρόνους, ο κοκωβιός, ο κολοκύθας, ο κουφιοκεφαλάκης.
Στη διάρκεια αυτού του πυρακτωμένου υβρεολογίου, όπου λόγιες λέξεις ανακατεύονται με λέξεις λαϊκές, ιδιωματικές, ο ήρωας ευγνωμονεί τους δύο δασκάλους της ζωής του, που του έμαθαν γράμματα. Πρόκειται για τον αποθηκάριο, λαϊκό τύπο, της πιάτσας, και τον λόγιο ―«εγκυκλοπαίδεια σωστή»―«Κύριο Καπελάκι Ρεπούμπλικα», όπως τον βαφτίζει ο ήρωας βάσει την αμφίεσης και της λεπτότητας των τρόπων του· «όλα τα εγκυκλοπαιδικά» κοντά του τα σπούδασε, ενώ τα «πρακτικά της ζωής» τα έμαθε από τον αποθηκάριο. Συνδυάζοντας λέξεις των δυο τους κατατρόπωσε τον άντρα που τόλμησε να εισηγηθεί την κατάργησή του.
Κι έτσι έρχεται απόλυτα φυσικά το σημαντικότερο, για μένα προσωπικά, εύρημα του βιβλίου: μια εικονογράφηση του Φιλέα Φογκ, με το ημίψηλο και τα ακριβά του υφάσματα, που βλέπει ο ήρωας στο βιβλίο του Βερν* ανακαλεί έντονα στον νου του τον καλοντυμένο Κύριο Καπελάκι Ρεπούμπλικα και τον νοσταλγεί μέχρι δακρύων – παλεύει να συγκρατήσει τη συγκίνησή του, γιατί το υγρό των δακρύων θα τον κατέστρεφε, αλλά γίνεται πιο ανθρώπινος από ποτέ όταν ομολογεί ότι νοσταλγεί τη σκοτεινή αποθήκη όπου πρωτογνώρισε τον κόσμο – ναι, αυτό που θεωρούσε μαύρη ζωή: «Θυμάστε, μαύρη κι άραχλη, που έλεγα, τη σκόνη, τις αράχνες, τη σαρδέλα την παστή»). Τα παιδικά χρόνια του χάρτινου ήρωα της Φραγκεσκάκη κύλησαν σ' αυτή την αποθήκη και, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους, έτσι κι αυτός δεν ξεχνά την παιδική ηλικία του, επιστρέφει νοερά σεε αυτήν. Η παιγνιώδης εφαρμογή αρχών της ψυχανάλυσης στον σελιδοδείκτη μας ολοκληρώνει τη βαθιά ανθρώπινη υπόστασή του.
«Κι όλα αυτά από μια εικόνα εποχής», διαβάζουμε. Στο σημείο αυτό η συγγραφέας έρχεται να αναδείξει μια άλλη πλευρά των βιβλίων: την εικονογράφηση. Όλους μάς καθόρισαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, οι εικονογραφήσεις των παιδικών βιβλίων μας, είτε στην κλασική σειρά της Άγκυρας, είτε στα Κλασικά εικονογραφημένα κλπ. Το ίδιο το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε κοσμείται με εννέα σχέδια και τρεις βινιέτες της προικισμένης εικαστικού Μάριας Μπαχά. Η χρωματική παλέτα των σχεδίων είναι εκρηκτική, καθώς αποτυπώνεται ο κόσμος όπως τον προσλαμβάνει ο ενθουσιώδης σελιδοδείκτης. Ο ίδιος απεικονίζεται με ζωγραφισμένο επάνω του ένα αδηφάγο, ορθάνοιχτο μάτι (που μερικές φορές συνδυάζεται και με ένα αυτί) – είναι λες και η ζωγράφος θέλει να τονίσει ότι αυτού του ματιού την οπτική γωνία υπηρετεί με τις εικόνες της, όπως την υπηρετεί και η συγγραφέας με την αφήγηση και τις καλοδιαλεγμένες λέξεις της. Ιδιαίτερη είναι η εικονογράφηση της Φιλομένας, της ιδιοκτήτριας του βιβλιοπωλείου: εμφανίζεται με πληθωρικό μπούστο και βαμμένα κόκκινα νύχια να αμπαλάρει ένα βιβλίο για δώρο μιλώντας συγχρόνως στο τηλέφωνο και αναδύοντας έντονη ενεργητικότητα και ερωτισμό. Της Αφροδίτης το πρόσωπο δεν εικονογραφείται, η ηρωίδα φοράει όμως ένα φλογερά κόκκινο φουστάνι. Οι άντρες του έργου δεν αποτυπώνονται από τη Μπαχά (μόνο ο Άκης ζωγραφίζεται μια φορά με την πλάτη), γιατί πιθανότατα θέλει να υπογραμμίσει τον σημαντικό ρόλο που παίζει ο ερωτισμός στη ζωή του αισθαντικού πρωταγωνιστή.
Ο ερωτισμός απορρέει τόσο από τη σχέση του με τη Φιλομένα και την Αφροδίτη όσο και ―πράγμα ιδιαίτερα ενδιαφέρον― από τη σχέση του με τα βιβλία. Έτσι, όταν εναποτίθεται σε έναν πάγκο του βιβλιοπωλείου αντιλαμβάνεται πού βρίσκεται χάρη στα αισθητήρια όργανα και την πείρα του. Διαβάζω:
η ακοή έχει ασκηθεί στους ήχους του χαρτιού τους ραφινάτους, στο θρόισμά τους, έτσι το λένε αυτό που ακούγεται όταν τα φύλλα τους γυρίζουν ένα ένα, αλλά και η ανατριχίλα με βοηθά που με διαπερνά πέρα για πέρα καθώς τα αγγίζω.
Από την άλλη, η βιβλιοπώλισσα Φιλομένα έχει φωνή μελωδική, «είναι όμορφη. Χάρμα οφθαλμών» και ο ήρωας «δεν χορταίνει να τη βλέπει. Πιο πολύ του αρέσει όταν κάνει το αμπαλάζ» – εξού και το σχετικό σχέδιο της Μπαχά. Είναι με την Αφροδίτη, όμως, στα χέρια της οποίας καταλήγει, που ο ερωτισμός φτάνει στο αποκορύφωμά του και ενέχει έως και σεξουαλικότητα. Μια χαριτωμένη παρεξήγηση ανεβάζει στα ύψη την ένταση και τους ερωτικούς πόθους του σελιδοδείκτη, που για τα πάθη του έρωτα είχε μάθει από τον αποθηκάριο και τον Κύριο Καπελάκι Ρεπούμπλικα. Σας διαβάζω:
Η Αφροδίτη μού μιλάει, μου απευθύνεται. Μεγάλη μέρα! Αρχίζω κι εγώ να φουσκώνω, που λέει ο λόγος, από τη χαρά.
«Γι' αυτά είσαι εσύ», μου ψιθυρίζει τώρα. «Σε περίμενα».
Ζαλίζομαι ξανά. Παίρνω βαθιές ανάσες. [...] Άδικος κόπος, Έχω ταχυπαλμία τώρα, δεν είναι και λίγο. «Γι' αυτά είσαι εσύ», «Σε περίμενα». Να το τολμήσω; Να πω αυτό που σκέφτομαι; Λέτε να είναι φλερτ; Ναι, γιατί όχι; Άλλωστε το είπε μόνη της: «Σε περίμενα». Αυτό είναι εξομολόγηση, και οι εξομολογήσεις δεν γίνονται όπου κι όπου. Θα προχωρήσω πιο πολύ. Μήπως είναι έρωτας; Κάτι έχω ακούσει. Η ταχυπαλμία συνεχίζεται. Οι σφυγμοί μου ανεβαίνουν, ανεβαίνουν, θα πάθω τίποτα και δεν θα ζήσω αυτό που ανατέλλει.
Τα ερωτικά όνειρα του ήρωα ναυαγούν όταν εμφανίζεται ο Άκης, το αγόρι της Αφροδίτης. «Εξαπατήθηκα, την πάτησα σαν βλάκας», μονολογεί ο ήρωας· «Ο έρωτάς της είναι για τα βιβλία. Και όχι μόνο, όπως θα δείτε παρακάτω. Κι εγώ που νόμιζα... Εμείς είμαστε εργαλεία. Ως εργαλείο μού ψιθύρισε. Το "Σε περίμενα" είχε άλλη σημασία». Ο Άκης εμφανίζεται στην αρχή αντιπαθής, σιγά σιγά όμως κερδίζει τον σελιδοδείκτη, παρόλο που έχει το συνήθειο να τον ακουμπά με λερωμένα από ζάχαρη χέρια (και πόσο ηδονικό είναι το καθάρισμά του από το μεταξωτό μαντηλάκι της Αφροδίτης!). Ο Άκης είναι αυτός που συλλαμβάνει την ιδέα να ταξιδέψουν με την κοπέλα του στα μουσεία της Ευρώπης, κατακτώντας οριστικά την καρδιά του σελιδοδείκτη. Ο αριθμός 8 των ημερών που θα διαρκέσει το ταξίδι τους 'κλείνει το μάτι' στις 80 ημέρες που χρειάστηκε ο ήρωας του Βερν για να κάνει τον γύρο του κόσμου. Λογοτεχνία και ζωή έρχονται να ενωθούν στο τέλος του βιβλίου, καθώς είναι με το έργο του Βερν στην τσάντα της που η Αφροδίτη θα κάνει το ταξίδι της στην Ευρώπη. Η σχέση βιβλίου και ζωής, ανάγνωσης και ζωής απασχολεί τη συγγραφέα από το ξεκίνημα ακόμη της νουβέλας, καθώς στην εισαγωγική σελίδα διαβάζουμε: «Για ένα σιγουρεύτηκα: Η ζωή είναι πιο συναρπαστική από τα βιβλία». Εξόχως ενδιαφέροντες, αναφορικά με το ζήτημα αυτό, είναι οι στοχασμοί του ήρωα που αφορούν το σχέδιο της Αφροδίτης να κάνει τη συλλογή της από σελιδοδείκτες πίνακα:
Ή θα είσαι στην κορνίζα ή θα μπεις στη ζωή. Κι εγώ διάλεξα. Προτιμώ τη ζωή. Χέρια άτσαλα, βαθουλώματα στην πλάτη, φωνές να με αποσυντονίζουν, φως δυνατό να με στραβώνει, ζαχαρωμένα δάχτυλα και λόγια μερικές φορές σκληρά. Έτσι είναι η ζωή και, όπως έλεγε ο Κύριος Καπελάκιν όταν θυμόταν τα γαλλικά, σε λα βι.
Και σε άλλο σημείο της νουβέλας σκέπτεται:
Στ' αλήθεια είναι όμορφοι. Έργα τέχνης. Όμως έχω ένσταση. Το είδος μας δεν είναι για τον τοίχο. Εμείς υπάρχουμε για να ζούμε. Και η ζωή μας είναι σύνθετη και περίπλοκη. Ζούμε με τα βιβλία, με τις ιστορίες τους και με τους αναγνώστες. Παρακολουθούμε και τις τρεις ζωές ταυτόχρονα.
Ο ήρωάς μας ζει, στο βιβλίο, ακόμη περισσότερες ζωές, καθώς όχι μόνο βυθίζεται στην ιστορία του Ιούλιου Βερν και συμπάσχει με την Αφροδίτη αλλά και παρακολουθεί όλη τη ζωή εκεί έξω: μαθαίνει γράμματα στην αποθήκη, χαζεύει την κίνηση στο βιβλιοπωλείο της Φιλομένας, παρακολουθεί τις κινήσεις της μητέρας και του αγοριού της Αφροδίτης κλπ. Οι λέξεις που αδηφάγα μαθαίνει σε όλη τη διάρκεια της νουβέλας τού χρησιμεύουν όχι για να γράψει, αλλά για να σκεφτεί και για να εκφράσει συναισθήματα όπως αγανάκτηση, οργή, επιθυμία, νοσταλγία, αγάπη, ενθουσιασμό. Άκρως σημαίνουσα για τη σχέση τέχνης και ζωής, πάνω στην οποία στοχάζεται η νουβέλα, είναι η εξής λεπτομέρεια της πλοκής: όταν ο κύριος Καπελάκι αναστέναζε για μια Αφροδίτη και ο αποθηκάριος τον πίεζε να του πει για ποια γυναίκα μιλά, εκείνος του απαντούσε ότι μιλούσε για την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι στο Μουσείο Ουφίτσι στη Φλωρεντία. Προς το τέλος του βιβλίου, όμως, όταν οι ήρωες ετοιμάζονται να πετάξουν για Ιταλία και να επισκεφτούν το εν λόγω μουσείο, ο σελιδοδείκτης ανατρωτιέται:
Κύριε Καπελάκι, τώρα που το σκέπτομαι καλύτερα, μήπως ο αναστεναγμός σας, «Αχ Αφροδίτη», ήταν για μια Αφροδίτη αληθινή και όχι για το έργο τέχνης;
Το ίδιο το βιβλιο του Βερν, εξάλλου, ο Γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες, παραμένει διαχρονικό ως μια αποτύπωση της περιπέτειας του ανθρώπου προς το άγνωστο, της συμβολικής δύναμης του ταξιδιού, της θέλησης για υπέρβαση των ορίων ― μια υπέρβαση που επιτυγχάνει και ο ήρωάς μας διαπερνώντας την κρούστα του χαρτιού και εισχωρώντας πανηγυρικά και άκρως συγκινητικά, αλλά συχνά και χιουμοριστικά, στην ανθρωπινότητα. Χωρίς να παύει να είναι ένας ύμνος στο βιβλίο, στην ανάγνωση, στη μυθοπλασία, οι Εξομολογήσεις ενός σελιδοδείκτη είναι και ένας ύμνος στη συχνά ανατρεπτική δύναμη της ζωής.
Το βιβλίο της Φραγκεσκάκη έχει έναν μακρινό συγγενή: το μυθιστόρημα του Paul Desalmand Ένα βιβλίο για πέταμα, γραμμένο στις αρχές του 21ου αιώνα και μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες.** Ο ήρωας του Desalmand είναι ένα βιβλίο που μας μιλάει για τις περιπέτειές του από τη στιγμή της γέννησής του σε ένα τυπογραφείο έως ένα ταξιδι του στην Αφρική, όπου ρίχνεται σε ένα ποτάμι βρίσκοντας λυτρωτικό θάνατο. Ο ήρωας αυτός νιώθει ζωντανός μόνο όταν διαβάζεται, όπως ο σελιδοδείκτης νιώθει ζωντανός μόνο όταν βρίσκεται τοποθετημένος μέσα σε κάποιο βιβλίο που διαβάζεται· και θα συνυπέγραφε πρόθυμα τη φλογερή δήλωση του ήρωα του Desalmand: «Δεν θα πεθάνουμε παρά μαζί με τον τελευταίο άνθρωπο. Είμαστε πάντα ζωντανοί!». Να μια μεγάλη αλήθεια: τα βιβλία και οι σελιδοδείκτες ζουν μόνο εφόσον χρησιμοποιούνται, εφόσον επιτελούν τον ρόλο τους, εφόσον ζυμώνονται με τον άνθρωπο, βιώνοντας μια σχέση αλληλεπίδρασης. Αλλά και πόσο κοντά στον σελιδοδείκτη είναι ο ήρωας του Γάλλου ομοτέχνου της Φραγκεσκάκη όταν δηλώνει: «Έζησα πολύ έντονα, έτσι ώστε ισχυρίζομαι πως έζησα αληθινά».
Ωστόσο, ο ήρωας του Desalmand ηχεί στ' αυτιά μας ως ενήλικος – αρκετά νέος, αλλά πάντως ενήλικος, ενώ ο σελιδοδείκτης σκιαγραφείται, άκρως λειτουργικά για την πλοκή, ως μια ιδιοσυγκρασία εφηβική, που στάζει δροσιά, κέφι, ερωτισμό, διάθεση για εξορμήσεις, δίψα για μάθηση. Δεν είναι σοφός, όπως πρέπει να είναι ένα βιβλίο που σέβεται τον εαυτό του, αλλά αενάως μαθητεύον στη γλώσσα, στους ανθρώπους, στη ζωή. Γερά ασκημένη στο παιδικό και στο εφηβικό βιβλίο και συχνά βραβευμένη, η Φραγκεσκάκη αντλεί, όταν γράφει για μεγάλους, ποιότητες από τη συγγραφική πείρα της απεύθυνσής της σε νεαρούς αναγνώστες, των οποίων οφείλει κανείς να κρατά την αναγνωστική προσοχή αμείωτη. Οι Εξομολογήσεις ενός σελιδοδείκτη, εξάλλου, απευθύνονται σε όλες τις ηλικίες από το Γυμνάσιο και εξής.
Όπως η πλοκή, οι στοχασμοί, η διαχείριση των λέξεων, η αφηγηματική τεχνική, έτσι και ο τρόπος γραφής που επέλεξε η συγγραφέας είναι πρωτότυπος και ευφυής: η νουβέλα ξεδιπλώνεται σε «ανάσες» των πέντε, των δέκα, των είκοσι ή και λίγο περισσότερων αράδων, ανάσες που αποτελούνται από μια, δυο, τρεις το πολύ παραγράφους και χωρίζονται μεταξύ τους με τυπογραφικό κενό. Θα μπορούσαν να παραλληλιστούν με τις στροφές ενός ποιήματος, καθώς η αφηγηματική κίνησή τους διακρίνονται από έντονη ρυθμικότητα, που εντείνεται τόσο από τις πλούσιες παρηχήσεις όσο και από το πλήθος των εσωτερικών και εξωτερικών ομοιοκαταληξιών. Παίζοντας, και πάλι, με τον αναγνώστη, η Φραγκεσκάκη βάζει τον σελιδοδείκτη της να κανει δυο αυτοαναφορικούς «συλλογισμούς ποιητικής», που αφορούν το εργαστήρι της γραφής της και εντέλει την ιδιόρρυθμη φωνή του ήρωά της. Ο πρώτος συλλογισμός γίνεται την κρίσιμη μέρα που η Αφροδίτη βάζει τον σελιδοδείκτη στο βιβλίο του Βερν, εκπληρώνοντας το όνειρό του. Η χαρά του είναι τόση που προσπαθεί να μιλήσει για τη «μεγάλη στιγμή» με στίχους:
Και μια μέρα,
μια μέρα φωτεινή,
μια μέρα αστραφτερή...
Όχι, όχι, δεν το 'χω, στιχάκια και ποιήματα δεν μπορώ να συνθέσω, γράφω αρλούμπες, το βλέπετε, καθένας στο είδος του. Οι ποιητές είναι για τα ποιήματα κι εγώ για τις σελίδες.
Δεκαπέντε σελίδες αργότερα, όμως, στο μέσον περίπου του βιβλίου, καταλήγει παιγνιδιάρικα:
Μιλάω και φτιάχνω ρίμες, ή κάνω λάθος; Ομοιοκαταληκτώ κάποιες φορές, ή μου φαίνεται; Κι εγώ που νόμιζα πως ήμουν πεζός, πολύ πεζός. Τέλος πάντων. Ας πούμε πως είναι το ύφος μου αυτό. Το αφηγηματικό. Να μην το παρακάνω όμως.
Η Χριστίνα Φραγκεσκάκη δεν το «παρακάνει» ποτέ. Έχει από την αρχή ώς το τέλος του έργου τον έλεγχο της γραφής της, του τόνου, των πυκνών εναλλαγών των εμπειριών και των διαθέσεων του κεντρικού ήρωα, των περασμάτων από την αφήγηση στον διάλογο και τον μονόλογο, από τη θλίψη στη χαρά, από το χιούμορ στη σοβαρότητα. Το κείμενο ρέει απρόσκοπτα, εκπηγάζει διάφανο, και σε μια πρώτη ματιά θα μπορούσε να θεωρηθεί επίτευγμα που κατακτήθηκε με ευκολία. Ωστόσο το στοίχημα έγκειται ακριβώς εδώ: στο πώς ένα βαθυστόχαστο και πολυεπίπεδο έργο αρνείται να παραχωρήσει έστω και ένα ψήγμα από τη φρεσκάδα, τον παιδιάστικο ενθουσιασμό, τη νεανική δυναμικότητα που ζωοποιοπούν τον ήρωά του. Οι βαρύγδουπες διατυπώσεις, το ύφος που παίρνει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό του, η γλώσσα που ακκίζεται, δεν ταιριάζουν στη συγγραφική ιδιοσυγκρασία της Φραγκεσκάκη. Στον άρρηκτο συνδυασμό απλότητας και βάθους πάλλει το μυστικό της τέχνης της.

_______________
*Ανάμεσα στις όμορφες γκραβούρες με τις οποίες διακοσμείται το έργο στις εκδόσεις Πατάκη (18η ανατύπωση, 2012), μτφρ. Δήμητρα Κουβαράκη), είναι και μια με τον Φιλέα Φογκ ντυμένο με ρούχα εποχής.
**Εκδόσεις Πόλις, μτρφ. Μαρία Γαβαλά, 2008. Ευχαριστώ και από εδώ τη φίλη Ρούλα Λάππα, που μου σύστησε το βιβλίο.