Βιογραφικές αδιακρισίες ή εργαλείο ιστοριογραφικής έρευνας;

Βιογραφικές αδιακρισίες ή εργαλείο ιστοριογραφικής έρευνας;

Κυριάκος Δημητρίου, «Η κρυφή ζωή των φιλοσόφων», εκδ. Επίκεντρο 2024 ― Βραβείο δοκιμίου του «Χάρτη» (2025)

Να σιωπήσει η φλυαρία που ακούμε σήμερα
ΚΙΡΚΕΓΚΟΡ

Ήδη ο τίτλος του βιβλίου, Η κρυφή ζωή των φιλοσόφων, το τοποθετεί στο είδος της βιογραφίας και προκαλεί, καθώς ο πονηρεμένος νους ήδη φαντάζεται πικάντικες, γαργαλιστικές λεπτομέρειες, ίσως παράνομες, υπερβατικές ηθών και εθίμων. Εξάλλου, η επιτυχία μιας βιογραφίας βρίσκεται στις άγνωστες πληροφορίες για τη ζωή του βιογραφούμενου. Αλλά βέβαια σχετικά με τις βιογραφίες προκύπτουν διάφορα ερωτήματα: Ποιος γράφει μια βιογραφία; Για ποιο σκοπό; Ο βιογράφος είναι σύγχρονος του βιογραφούμενου ή μεταγενέστερος; Είναι φίλος; Συγγενής; Αντίπαλος ή συνοδοιπόρος επιστημονικά, φιλοσοφικά ή ό,τι άλλο; Βιογραφίες αγιοποιούν, όπως η πρώτη για τον Νεύτωνα (σ. 99), για τον οποίοι οι εταίροι του της επιστημονικής κοινότητας αδιαφόρησαν παντελώς (σ. 102-103). Οφείλεται άραγε στον δύστροπο ή αυταρχικό ή ναρκισσιστικό ή ματαιόδοξο ή ιδιόρρυθμο χαρακτήρα κάποιου; Στην απόλυτη πεποίθηση που είχε για την ορθότητα των δικών του απόψεων και τον έκανε αντιπαθή; Μήπως στον ανταγωνισμό; Σε μικρότητες και από τις δύο πλευρές; Βιογραφίες μυθοποιούν, άλλες διασύρουν, κάποιες αποκρύβουν, άλλες διογκώνουν, κάποιες ταυτίζονται με την εξύμνηση φωτισμένων ηγεμόνων και την τόνωση της εθνικής αίγλης, όπως η δημοφιλής βιογραφία του Χάινριχ Χόφμαν Ο Χίτλερ όπως κανείς δεν τον γνωρίζει (μισό εκατομμύριο πωλήσεις μέχρι το 1938), κάποιες επιδιώκουν να προβάλουν ηθικά πρότυπα, να διδάξουν, ενίοτε να ψυχαγωγήσουν. Βιογραφίες στηρίζονται σε ντοκουμέντα, άλλες σε φυλλάδες και φήμες, συχνά είναι επιφανειακές, με χαρακτήρα ανεκδοτολογικό, επικεντρωμένες «στο γεγονός» σε βάρος κοινωνικών και οικονομικών αναλύσεων. Βιογραφίες, λοιπόν, ή αδιακρισίες;

Τι είναι λοιπόν η κρυφή ζωή των φιλοσόφων του καθηγητή της Ιστορίας των Ιδεών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Κυριάκου Δημητρίου; Πρόκειται για βιογραφικά «σημειώματα» δώδεκα φιλοσόφων από τον 15ο έως τον 19ο αι. (ο Νίτσε πεθαίνει το 1900, βέβαια), Ιταλών, Γάλλων, Άγγλων, Γερμανών, Δανών, Ελβετών φιλοσόφων, τα οποία φωτίζουν πτυχές της προσωπικής ζωής, τεκμηριωμένα μέσα από επιστολές, μαρτυρίες, παλαιότερες βιογραφίες, τις οποίες ο συγγραφέας εξετάζει κριτικά, τιθασεύοντας ένα τεράστιο υλικό…
Ο συγγραφέας επιχειρεί τον «εξανθρωπισμό των φιλοσόφων», λέει στην εισαγωγή του (σ. 11), να δείξει ότι οι φιλόσοφοι δεν ήταν «σκεπτόμενες μηχανές» (ό.π.), αν και κάποιοι ήταν, να δείξει τις αντιφάσεις τους, τις επιστημονικές τους πεποιθήσεις που ενίοτε ήταν κόντρα στη ζωή τους ―ο παιδαγωγός Ρουσό δεν ήταν καθόλου παιδαγωγός στη ζωή του―, να δείξει σημαντικούς ανθρώπους στην ιστορία του πνεύματος όχι ως πορτραίτα ακίνητα μέσα σε ένα μουσείο (σ. 19)· να τους δείξει στη σχέση τους με την οικογένεια και τον εαυτό τους. Ο Ντεκάρτ για παράδειγμα απέφευγε να περπατά στους δρόμους του Παρισιού από τον φόβο μήπως τον δουν, «οι δρόμοι των πόλεων απλώνονταν μπροστά του σαν απειλή για τη «μάσκα» του» (σ. 44) ― για άλλους λόγους ο Κίρκεγκορ έγραφε με ψευδώνυμα δημιουργώντας «πολλές μάσκες ανωνυμίας» (σ. 310), ενώ η καταπιεσμένη σεξουαλικότητά του οδήγησε στην αναζήτηση της διηνεκούς γνώσης (σ. 51), ευτύχημα για μας, ταλαιπωρία για τον ίδιο. Όσο για τον Νεύτωνα, απορροφημένος στις μελέτες και τα πειράματα, αδιαφόρησε τελείως για μια προσωπική ζωή (σ. 96).
Ωστόσο, μέσα από τη ζωή και το έργο του καθενός αναφαίνεται η εποχή με την ιδεολογία και τα ιδεολογήματά της, ο πολιτισμός, η πορεία προς τη γνώση, η θέση της γυναίκας ―«μονίμως έγκυος ή θηλάζουσα» (σ. 25)―, τα ερωτικά ήθη ― «πολλές ετερόφυλες και ομόφυλες ερωτικές περιπέτειες» είχε ο Μακιαβέλι, για τις οποίες «ούτε αμηχανία ένιωθε, ούτε αισθανόταν πως ίσως υπήρχε κάτι μεμπτό, επικίνδυνο ή προκλητικό σ’ αυτές», σημειώνει ο συγγραφέας (σ. 26), όπως εξάλλου και όλη η Φλωρεντινή κοινωνία με τα πολλά νόθα παιδιά, τις αξιότιμες και τις λαϊκές εταίρες, αν και ενίοτε με το γούστο του για τις πόρνες έμενε εκτεθειμένος από τους πολιτικούς του εχθρούς, που διέδιδαν σκανδαλιάρικες ιστορίες, όταν δεν μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν με επιχειρήματα (σ. 29). Εξάλλου, οι άνδρες που έπεφταν κορόιδα των γυναικών ήταν περίγελος, έτσι έλεγε ο Ντεκάρτ (σ. 55), και μπορεί να θρηνούσαν τη νεκρή γυναίκα αλλά θα θύμωναν αν την έβλεπαν να επανέρχεται στη ζωή! Αμφίθυμος ο Νίτσε απέναντι στις γυναίκες, με έλξη φυσική και ψυχική απώθηση, πάντα εξ αποστάσεως και με την πεποίθηση πως ένας άνδρας θα δημιουργήσει έργο θέτοντας υπό έλεγχο τις αισθησιακές του ανάγκες και παρά τις παροτρύνσεις του φίλου του Ρ. Βάγκνερ να παντρευτεί μια πλούσια γυναίκα (σ. 328, 329, 331) και όσο για τον Βολτέρο, αυτός συνήψε σεξουαλικές σχέσεις με την 26χρονη κόρη της αδελφής του, τουλάχιστον ένα χρόνο πριν από τον θάνατο του συζύγου της (σ. 129). Σημειωτέον ότι ήταν 18 χρόνια νεότερή του και τα γράμματα του Βολταίρου προς αυτήν ήταν φλογερώς ερωτικά… (σ. 134). Δεν έμεινε ασχολίαστη η σχέση αλλά και τι να πει κανείς όταν ο αντιβασιλέας Δούκας της Ορλεάνης Φίλιππος είχε ερωτικές επαφές με την κόρη του; Βέβαια ο Βολτέρος την είχε αποδοκιμάσει σε δυο σατιρικά του ποιήματα αλλά ο Αντιβασιλέας τον έκλεισε στη Βαστίλη για 11 μήνες (σ. 131). Ανεξάντλητες και οι ερωτικές περιπέτειες του Ρουσό. Και ο Καντ απολάμβανε τη συντροφιά των γυναικών, αρκεί να μην προσποιούνταν ότι κατανοούσαν την Κριτική του Καθαρού Λόγου (σ. 200). Όσο για τον Σοπενχάουερ, βιαιοπράγησε κατά γυναικών που είχαν συγκεντρωθεί στον κοινόχρηστο χώρο του σπιτιού· αγροίκος, μισογύνης, μικροπρεπής, βίαιος, επιθετικός, αλαζόνας, ανυπόμονος, αμετακίνητος στις θέσεις του, δύστροπος, προσβλητικός, εριστικός, οξύς, ευέξαπτος, «σκύλος που γαβγίζει», μισάνθρωπος ―έβλεπε τους ανθρώπους σαν σκαντζόχοιρους, που τα αγκάθια τους τον απωθούσαν, πλήρωνε και μια ακόμη θέση στη λέσχη που έτρωγε για να μην καθίσει άλλος στο τραπέζι―, είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που υπάρχουν στο σχετικό κεφάλαιο, και όλα αυτά παρά τη μεγαλοφυία του, κόντρα σε αυτήν –ευθαρσής, σταράτος στις συζητήσεις (σ. 244, 245). Όσο για τον γάμο, ε, αυτός ήταν συμφωνία μεταξύ δύο ανθρώπων για την αμοιβαία χρήση των γεννητικών οργών τους, αυτό υποστήριζε (σ. 201). Οι σχέσεις του ήταν με γυναίκες κατώτερης κοινωνικής θέσης (υπηρέτριες, ηθοποιοί, ιερόδουλες), εξάλλου γι’ αυτόν οι γυναίκες ήταν ο «ανόητος πληθυσμός της ανθρωπότητας» και ότι υποφέρουν από διανοητική μυωπία (σ. 251). Με κατασταλμένες σεξουαλικές παρορμήσεις ο Μιλ (σ. 275), ο οποίος εισήγαγε νομοσχέδιο στη Βουλή των Κοινοτήτων για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών, για το οποίο λοιδορήθηκε από πολλούς (σ. 287), μονίμως ερωτευμένος με τη 15χρονη Ρεγγίνε Όλσεν ο 24χρονος Κίρκεγκορ, η οποία παντρεύτηκε κάποιον άλλον και στην οποία άφησε τα υπάρχοντά του με διαθήκη, μόνο που η ίδια και ο άνδρας της Φρ. Σλέγκελ αρνήθηκαν (σ. 296, 3024). Πανσεξουαλικότητα για μερικούς, έντονη σεξουαλική δραστηριότητα για άλλους, αποχή από το σεξ και από σχέσεις για τρίτους, κάποιος άλλος (ο Σοπενχάουερ) υποστήριξε την πολυγαμία ως πιο ταιριαστή για τους άνδρες λόγω της ερωτικής τους φύση, υπέρ της ομοφυλοφιλίας ο Μπένθαμ, μια και η ερωτική δραστηριότητα δεν βλάπτει τρίτους, φυσικά εφόσον πρόκειται για συναινετικές σεξουαλικές πράξεις μεταξύ ενηλίκων (σ. 229), πουριτανισμός αλλά και ερωτικά τρίγωνα και μάλιστα με τη γνώση του συζύγου, για να μη διαλυθεί η οικογένεια και υπάρξει κοινωνική κατακραυγή (υπόθεση Μιλ και Χάριετ Στιούαρτ). Αντίθετα, η θανατική ποινή βλάπτει, είναι μια δικαστική δολοφονία.
Τι να πει κανείς για τον δανειστή και τοκογλύφο Βολτέρο (κι ας έπνεε τα μένεα κατά των Εβραίων για το ζήτημα αυτό αλλά και γιατί ήταν φορείς μιας αρχαίας θρησκείας, τις οποίες ο Διαφωτισμός απέρριπτε υπέρ του λόγου). Η αρνητική στάση του Καντ για τον Ιουδαϊσμό δεν επηρέασε τις σχέσεις του με την εβραϊκή κοινότητα ή με μεμονωμένους Εβραίους, που και αυτοί με τη σειρά τους προσελκύονταν από τη φιλοσοφία του. Ο Νίτσε αποκαλούσε την αδελφή του Ελίζαμπετ «εκδικητικό, αντισημιτικό γουρούνι», η οποία ωστόσο μετέτρεψε τη φιλοσοφία του αδελφού της σε αντισημιτικό εργαλείο (σ. 348). Μάλιστα στο βιβλίο του Χάινριχ Χόφμαν Ο Χίτλερ όπως κανείς δεν τον γνωρίζει υπάρχει μια φωτογραφία του Χτλερ με το βλέμμα στραμμένο στην μαρμάρινη προτομή του Νίτσε με την εξής λεζάντα: «Ο Φύρερ μπροστά στην προτομή του Γερμανού φιλοσόφου του οποίου οι ιδέες έχουν γονιμοποιήσει δύο μεγάλα λαϊκά κινήματα: τον εθνικοσοσιαλισμό της Γερμανίας και τον φασισμό της Ιταλίας» (σ. 348). Και τι να πει κανείς για τον άνθρωπο που επηρέασε όσοι λίγοι τις παιδαγωγικές μεθόδους, όταν εγκατέλειπε, ο ίδιος ή η μητέρα τους ή η μητέρα με τη συναίνεσή του, τα πέντε βρέφη τους στο κρατικό ορφανοτροφείο; Μιλούμε για τον Ρουσό, ο οποίος, σε τελική ανάλυση, ακολούθησε τον Πλάτωνα σχετικά με την ωφέλεια από την ανάληψη της ευθύνης των παιδιών από το ίδιο το κράτος (σ. 175). Στο μεταξύ, το 1750 σχεδόν 4000 νεογέννητα εγκαταλείφθηκαν στο Άσυλο των Έκθετων Βρεφών. Στον αντίποδα όλων αυτών ο απόλυτα κανονικός Καντ, ο προγραμματισμένος, αρνητής κάθε προγραμματικής ανωμαλίας, το «ανδράκι» του 1:50 και με σκελετικά προβλήματα. Και πώς να αντέξει την ανωμαλία που προκαλεί η προχωρημένη ηλικία και η ασθένεια; (σ. 206). Και τι να σκεφτεί για την πρόταση του Μπένθαμ να αντικατασταθούν οι καταπράσινες θαμνοστοιχίες στον δρόμο από το σπίτι του με καλοσυντηρημένα μουμιοποιημένα πτώματα, ώστε ο άνθρωπος να εξοικειωθεί με τον θάνατο! (σ. 212) Αλλά βέβαια αυτό μπορεί να ήταν μια φημολογία που όμως βασιζόταν σε υπαρκτές θέσεις του στοχαστή για την ταφή και τον θάνατο. Αλλά και πάλι οι απόψεις του μπορεί να είχαν να κάνουν με ζητήματα υγιεινής, καθώς στο Λονδίνο της δεκαετίας του 1830 «τα πτώματα μαζεύονταν στοίβες στα νεκροταφεία», θέαμα και κατάσταση που τροφοδοτούσε γοτθικές ιστορίες τρόμου. Πάντως, ο Σοπενχάουερ υποστήριξε την αυτοκτονία ως μια λυτρωτική έξοδο από τον χειρότερο δυνατό κόσμο που ζούμε (ο Λάιμπνιτς μιλούσε για τον καλύτερο δυνατό κόσμο), ωστόσο ο ίδιος έζησε 72 χρόνια.
Αναδύεται το θέμα της «αντίθεσης» του ανθρώπου από το ζώο, μια αντίθεση που επέτρεπε στον Ντεκάρτ να κάνει φρικτά πειράματα στα ζώα, άψυχα και επομένως χωρίς συναίσθηση του πόνου! (σ. 52) Αντίθετα, ο Μπένθαμ υποστήριξε τα δικαιώματα των ζώων (σ. 229) και ο Σοπενχάουερ αναγνώριζε στα ζώα την ίδια ουσιαστική φύση με τους ανθρώπους και αναγνώριζε σε αυτά αισθήματα και συναισθήματα, στοιχεία που επιτάσσουν την ηθική αντιμετώπισή τους και τον σεβασμό (σ. 253, 254). Όσο για τον Νίτσε, αυτός κατέρρευσε στο Τορίνο όταν είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το κοκαλιάρικο άλογό του (σ. 323).
Ο Βολτέρος είχε απόλυτη εμμονή με τις φυλετικές διαφορές ― η μαύρη φυλή διαφέρει από τη λευκή «όσο η φυλή των σκύλων σπάνιελ από τα λαγωνικά», κάτι που επιτρέπει στους λευκούς να θεωρούν ότι οι μαύροι είναι γεννημένοι δούλοι (σ. 137, 138). Λάθη, λάθη, λάθη που οφείλονται στην εποχή. Αλλά και τι είναι η ιστορία της φιλοσοφίας και της επιστήμης παρά ένα νεκροταφείο θεωριών; Αλλά και τι είναι ο άνθρωπος παρά το συμφέρον του; Γιατί τον Βολτέρο τον βόλευε η δουλεία των νέγρων, καθώς είχε αναμειχθεί με το δουλεμπόριο και την εμπορία καφέ και ζάχαρης που απαιτούσαν εργατικά χέρια. Κι αν επικρίνει τις συνθήκες εργασίας είναι γιατί είναι αντιπαραγωγικές (σ. 14). Αλλά από την άλλη, με τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες ήθελε να είναι ανεξάρτητος από αριστοκρατικούς προστάτες και προστατεύσει τον εαυτό του από διώξεις από εκείνους που είχαν εξουσία. Τίποτε το μονοσήμαντο. Μπορούμε να αντικρίσουμε κατάματα τους δαίμονες του παρελθόντος ή με σημερινά κριτήρια θα περιλούσουμε τα αγάλματά τους με μπογιά όπως έγινε με το άγαλμα του Βολτέρου στο Παρίσι του 2020 ή με βάση μια ακραία ιδεολογία θα διαμαρτυρηθούμε; Πώς αντικρίζουμε το παρελθόν μας; Εννοώ της ανθρωπότητας. Με το σύνθημα «ακυρώστε την κουλτούρα»;

Ο Κυριάκος Δημητρίου δεν γράφει απλώς για την κρυφή ζωή των φιλοσόφων αλλά τη φέρνει στο παρόν και συζητά ζητήματα που αφορούν το παρόν. Κι αν ο Ντεκάρτ διακήρυττε ότι ο άνθρωπος διαφέρει από τη μηχανή χάρη στη χρήση της γλώσσας και τις γενικές ικανότητες συλλογισμού τι θα έλεγε για την εποχή μας που και τα δυο αφήνονται στην τεχνητή νοημοσύνη;
Κακή η σχέση του Ντεκάρτ με τον πατέρα, παιδί ενός από τους εραστές της μητέρας του ο Βολτέρος, με μια «λυσσαλέα αντιδικία με τη μητέρα του» ο Σοπενχάουερ, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ δέχτηκε μια αυστηρή εκπαίδευση από τον Σκοτσέζο πατέρα του, οπότε η σκιά του πατέρα, που καθόρισε επί 35 χρόνια την επαγγελματική του πορεία, οδήγησε σε συναισθηματικές εξάρσεις και μελαγχολικά σκαμπανεβάσματα, στην κατάρρευση του γιου (σ. 289), υποστηρικτικός και ταυτόχρονα τρομακτικός για τον Κίργκεγκορ ο πατέρας του (σ. 294). Ειρωνικά κριτική η στάση του Πασκάλ απέναντι στους Ιησουίτες, υπαρξιακά ερωτήματα που συνέθλιβαν ― «Ποιος με έφερε; Με ποιανού διαταγή και υπόδειξη προορίστηκε αυτός ο τόπος κι αυτός ο χρόνος για μένα;», αναρωτιόταν ο Πασκάλ με τα χρόνια προβλήματα στην υγεία του, τις άκαμπτες, σκληρές και αυστηρές προσωπικές συνήθειες που ταλαιπωρούσαν και τους κοντινούς του ανθρώπους (σ. 73, 78). Να μην είναι δημόσια στοργική με τα παιδιά της, συνιστούσε επιτακτικά στην αδελφή του, γιατί «τα χάδια μπορεί να είναι μια μορφή αισθησιασμού, εξάρτησης και αυταρέσκειας» (σ. 78). Ζώνη με καρφιά φορούσε ο Πασκάλ, σύμβολο υπακοής και μετάνοιας, που τραυμάτιζε τη σάρκα του. «Τζογαδόρος» ο Πασκάλ διακήρυσσε τα κέρδη από την πίστη στην ύπαρξη του Θεού ―ο Παράδεισος―, οπότε ας τον πιστεύουμε ακόμη κι αν δεν τον πιστεύουμε. Ορθολογιστική η εποχή του Πασκάλ, με τον ίδιο να βιώνει τον τρόμο μπροστά στην άβυσσο της δημιουργίας (σ. 85). Και Κίρκεγκορ μίλησε για την απόλυτη απόγνωση σε ένα θρησκευόμενο άτομο που συνειδητοποιεί την εγκατάλειψη του κόσμου από τον Θεό και νιώθει αγωνία και τρόμο για την μοναξιά του ενώπιον του Θεού (σ. 313). Όπως και ο Σοπενχάουερ που είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο πόνος προκύπτει από τις επιθυμίες μας και από την προσκόλλησή μας σε υλικά αγαθά, ότι μόνο η υπέρβαση των επιθυμιών και των προσκολλήσεων μπορεί να οδηγήσει σε μια κάποια πνευματική απελευθέρωση, ότι η άρνηση της βούλησης για ζωή απελευθερώνει «από τον κορμό του γένους και παραιτείται από την ύπαρξή του σε αυτό (σ. 250, 253). Αλλά και το ενδιαφέρον του Νεύτωνα για την αλχημεία ήταν ίσως εκδήλωση «εξέγερσης ενάντια στους φραγμούς που επέβαλλε η μηχανιστική σκέψη στη φυσική φιλοσοφία» (σ. 94). Ο ίδιος προέβλεψε τη συντέλεια του κόσμου το έτος 2060 ή λίγο μετά. Σε ένα του έργο «προέβλεψε ότι η ισχύς του Σατανά θα καμφθεί και ότι οι “φοβισμένοι, και οι άπιστοι, και οι αποτρόπαιοι, και οι δολοφόνοι, και οι μάγοι, και οι ειδωλολάτρες, και όλοι οι ψεύτες θα βρουν την έσχατη κατοικία τους στη λίμνη που καίγεται με φωτιά και θειάφι”» (σ. 93). Αλλά ως διευθυντής του Βασιλικού Νομισματοκοπείου δεν δίσταζε να οδηγεί στην αγχόνη τους παραχαράκτες, τους οποίους ανακάλυπτε έχοντας επαφές με διάφορα «εγκληματικά στοιχεία του τεράστιου υποκόσμου του Λονδίνου», έχοντας «εκτενή κύκλο επαφών [χρησιμοποιώντας] πολλά ψευδώνυμα» και προσλαμβάνοντας «μυστικούς πράκτορες» (σ. 112-113). Υπερβάλλων ο ζήλος του Νεύτωνα ή φορέας της εποχής του; Μπορεί και τα δύο.
Και ποια η σχέση τους με το κράτος και τους διάφορους φορείς εξουσίας; Αυτονόητα για την εποχή του, και όχι μόνο τη δική του, τα γραπτά του Βολτέρου, επικριτικά προς την οργανωμένη θρησκεία, το δικαστικό σύστημα και ό,τι άλλο, συχνά λογοκρίνονταν ή ρίχνονταν στην πυρά (σ. 124). Ο Κίργκεγκορ αρνήθηκε τη θεία κοινωνία από ιερέα, γιατί θεωρούσε τους ιερείς δημοσίους υπαλλήλους και όχι υπηρέτες του Θεού (σ. 293), ωστόσο σε όλη του τη ζωή επιχειρούσε να απελευθερωθεί από τον ζόφο της αμαρτίας, κληρονομημένο από τον πατέρα του (σ. 294). Ο Νίτσε αναρωτιόταν πότε ο άνθρωπος θα πάψει να είναι θολωμένος από το σκοτάδι του Θεού και θα απαλλάξει τη φύση από τη θεϊκή παρουσία (σ. 343). Και για τον Αιμίλιο, όπου ο Ρουσό υποστήριξε πως ο κλήρος δεν είχε κανένα ρόλο να διαδραματίσει στην εκπαίδευση των νέων, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης στο Παρίσι και τα βιβλία του κάηκαν δημόσια (σ. 153). Η κατηγορία του τοπικού ιερέα σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Ελβετίας όπου κατέφυγε ο Ρουσό ότι ήταν αιρετικός οδήγησε στη βίαιη κακοποίησή του. Όσο για την απέχθεια του Σοπενχάουερ προς την ανθρωπότητα και τις θρησκείες, αυτή αναζωπυρωνόταν, καθώς επέτρεπαν τις φρικαλεότητες απέναντι στα ζώα (σ. 254). Φοβερή ήταν και η διαμάχη του Ρουσό με τον Χιουμ, που αντήχησε στη Γενεύη, το Άμστερνταμ, το Βερολίνο, την Πετρούπολη, και την οποία υποδαύλιζαν φυλλάδες και περιοδικά. Το ίδιο και με τον Ντιντερό. Το ίδιο φοβερές και οι επικρίσεις του Σοπενχάουερ προς τον Χέγκελ, γιατί διέφθειρε πνευματικά μια ολόκληρη γενιά (σ. 255).
Ο Ρουσό υπήρξε κριτικός απέναντι στην ιδιοκτησία (σ. 166), και έδειξε πώς η γνώση του καλού και του κακού έκανε τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει πως το κακό εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά του, λύκος ο άνθρωπος για τον συνάνθρωπό του. Αλλά ο Μπένθαμ σχεδίασε μια πρότυπη φυλακή κοινωνικού ελέγχου, ένα είδος Μεγάλου αδελφού, κάτι σαν το δυστοπικό νησί στον Λοιμό του Ανδρέα Φραγκιά ή τον Πύργο του Φ. Κάφκα, μια αρχιτεκτονική κατασκευή απόλυτης διαφάνειας του φυλακισμένου, με σκοπό την αναμόρφωσή του, ένα Πανοπτικόν, το οποίο προόριζε να επεκτείνει σε νοσοκομεία, ιδρύματα, σχολεία, πτωχοκομεία, καταφύγια για γυναίκες. Αγαθές ίσως οι προθέσεις του Μπένθαμ, αλλά τρομακτικές. Και αυτό φάνηκε στις φυλακές τέτοιου τύπου που κτίστηκαν στη Λατινική Αμερική από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι τον ύστερο 20ό.
Ο Κ. Δημητρίου είναι και λογοτέχνης, πεζογράφος, «ευτυχώς» όχι ποιητής, καθώς «Στην πρόζα όλες οι γραμμές του κειμένου, εκτός από την τελευταία φτάνουν μέχρι το τέλος της σελίδας. Ποίηση είναι όταν μερικές από αυτές δεν τα καταφέρνουν.» Και επειδή η ποίηση είναι απεικόνιση μιας παραμορφωμένης πραγματικότητας, δεν είναι χρήσιμη στην κοινωνία! (σ. 222) ― διακηρύξεις έλλογων ανδρών!
Πολύτιμο εργαλείο το βιβλίο του Κ. Δημητρίου. Με τις μαρτυρίες και τα ιστορικά στοιχεία προσδίδει αντικειμενικότητα στο έργο του και θεωρώ ότι έχει ιστορική αξία –άλλωστε με αυτή την πρόθεση νομίζω πως το έγραψε ο συγγραφέας. Οι βιογραφίες του είναι εμπεριστατωμένες, τοποθετημένες στην εποχή του προσώπου που βιογραφείται, εστιασμένες στην προσωπικότητα, τον χαρακτήρα, τον τρόπο σκέψης και το έργο του. Μ' άλλα λόγια, με τις βιογραφίες αυτές δεν στοχεύει απλώς στην αποκάλυψη της προσωπικής ζωής του βιογραφούμενου αλλά επιδιώκει τη συνολική και συστηματική παρουσίαση όλων των πτυχών της ύπαρξής του· και για να το πετύχει αυτό, χωρίς φυσικά να προδώσει την ιστορική αλήθεια, πρέπει να στηριχθεί σε πραγματικά και αποδεδειγμένα γεγονότα και να εμβαθύνει στη μελέτη του συγκεκριμένου ατόμου και της εποχής του. Είναι φανερό ότι ακόμη και η επιλογή του βιογραφούμενου από τον βιογράφο συνιστά μια παρέμβαση του δεύτερου και ότι αποκαλύπτει πολλά όχι μόνο για το βιογραφούμενο αλλά και για τον ίδιο το βιογράφο.

«Η ιστορική βιογραφία, ένας από τους πιο δύσκολους τρόπους για να γράψεις Ιστορία», έλεγε ο Jacques le Goff, Γάλλος ιστορικός που ανανέωσε τη μεσαιωνική ιστορία με τη συνδρομή των κοινωνικών επιστημών και ιδιαίτερα της ανθρωπολογίας. Στις μέρες μας, η βιογραφία και η αυτοβιογραφία έχουν επιστρέψει διεκδικώντας αναγνώριση και συμμετοχή στην ανανέωση της ιστοριογραφίας, καθώς συνδέουν τον ατομικό βίο με τη συλλογική συμπεριφορά, το άτομο συμμετέχει στη γέννηση της Μεγάλης Ιστορίας, οι μικρές προσωπικές ιστορίες προσφέρουν στην προσέγγιση των κοινωνικών δομών και του συλλογικού. Επομένως, οι βιογραφίες συνεισφέρουν στην ιστοριογραφία σε όλους τους τομείς – στην κοινωνική και την οικονομική ιστορία, την ιστορία της τέχνης και του πολιτισμού, στην πολιτική.*


_______________
*Αυτά είναι μερικά από τα ζητήματα που απασχόλησαν το Επιστημονικό Συμπόσιο που διοργάνωσε η Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της Σχολής Μωραΐτη τον Νοέμβριο του 2019 (https://www.blod.gr/lectures/einai-i-biografia-mia-aytapati-giati-diatiroun-ti-simasia-tous-oi-biografies-ton-elit/).


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: