
Ο τρόπος που το περιεχόμενο της Διπλής ζωής του Κώστα Λογαρά μεταδίδεται στις αναγνώστριες και τους αναγνώστες, (αυτό δηλαδή που στη θεωρία της λογοτεχνίας αποκαλούμε «μορφή») είναι αρκούντως επιτυχής και συμβάλλει τα μέγιστα στην ανάδειξη τής μυθιστορηματικής του ύλης.
Η μορφή του έργου προκύπτει , ως γνωστό, από το υλικό, την τεχνική και τους αισθητικούς κανόνες που ακολουθούνται. Μέσω αυτής ο δημιουργός διαπλάθοντας τους χαρακτήρες και την ψυχοσύνθεση των ηρώων του και περιγράφοντας όχι μόνο την δράση αλλά και τις μύχιες σκέψεις τους, εκφράζει τελικά τις ιδέες τους και τις ψυχικές τους ανάγκες, δηλαδή όλα όσα αποτελούν το περιεχόμενο του έργου.
( Ας πάρουμε μια γεύση από το πώς διαγράφει ο συγγραφέας τους χαρακτήρες δύο από τους κεντρικούς και ίσως τους πλέον αμφιλεγόμενους ήρωες του μυθιστορήματος: του Παύλου Παυλή και της Έλσας).
[...] Φύγαμε γρήγορα. Στον γυρισμό μια μουγγαμάρα είχε πέσει ανάμεσά μας. Κανένας δεν είχε διάθεση να μιλήσει. Φτάσαμε νωρίς το απόγευμα στο σπίτι, ο πατέρας ανήσυχος, φαινόταν να αδημονεί για κάτι, γύρευε τι σκέψεις είχε στο μυαλό του. Αργά το σούρουπο η μητέρα τού είπε: «Μην παιδεύεσαι, Παυλή μου. Σε βλέπω που δεν σε χωράει ο τόπος».
Γύρισε το κεφάλι ο πατέρας, την κοίταξε ανακουφισμένος, σαν να περίμενε ν’ ακούσει από κείνην αυτό που δεν ήθελε ο ίδιος να ζητήσει.
«Μη βασανίζεσαι, πήγαινε», του είπε.
Κι εκείνος έφυγε· ντύθηκε κι έφυγε. Πριν ανοίξει την πόρτα να βγει στον δρόμο, ψιθύρισε:
«Είσαι μεγάλη καρδιά, Μαρίνα μου – το ξέρεις».
Το βράδυ εκείνο ο πατέρας δεν γύρισε στο σπίτι. Περίμενα ν’ ακούσω την πόρτα ν’ ανοίγει, να γυρίζει το κλειδί στην κλειδαριά· μα όχι, δεν ήρθε. Η μητέρα μου το είχε αποδεχτεί, δεν της ήταν ξένο. Και με πήρε αργά ο ύπνος.
Είχα μπει στο νόημα, ήμουν σε ηλικία που μπορούσα να σκεφτώ, να έχω απορίες. Ήξερα πώς ζούσανε οι φίλες μου, άκουγα πώς λειτουργούσαν άλλες οικογένειες, τις σχέσεις τους με τα παιδιά τους, τις σχέσεις των γονιών μεταξύ τους, τις χαρές, τους τσακωμούς, τη δύσκολη ισορροπία, την ψυχρότητα· πόσο μισούσε τον άντρα της η μάνα τής καλύτερής μου φίλης· κάποιων απ’ την παρέα μου ήταν κιόλας χωρισμένοι οι δικοί τους. Εμείς, είναι αλήθεια, δεν είχαμε καβγάδες.
«Την άλλη μέρα ―ήταν Κυριακή, καθόμασταν στο τραπέζι της κουζίνας― τη ρώτησα δειλά αν είναι ευτυχισμένη. Είχα αποφασίσει να μιλήσω και έκλωθα την ερώτηση κάτω απ’ τη γλώσσα.
«Και ποιος νομίζεις πως είναι ευτυχισμένος;» απάντησε σαν έτοιμη να δεχτεί την ερώτησή μου – φαινόταν να ήθελε κιόλας να ανοίξει τη συζήτηση και ήταν προετοιμασμένη.
«Τι είναι ο γάμος αν όχι δυο άνθρωποι που αγαπιούνται, κάνουν παιδιά και μένουνε δεμένοι μια ολόκληρη ζωή;» ρώτησα με δυσπιστία ενώ βύθιζα το βλέμμα μου στα μάτια της που με κοιτούσαν ήρεμα. Αφού χάραξε λίγο το χείλι της, είπε χαλαρά:
«Ίσως στην αρχή. Μετά οι σχέσεις στον γάμο τις περισσότερες φορές γίνονται ρόλοι, κι αν δεν το παραδεχτείς, βουλιάζεις μέσα του, πνίγεσαι κι εσύ μαζί με τα αισθήματά σου».
«Ρόλοι;» επανέλαβα με κατάπληξη.
«Εμείς το είχαμε δεχτεί απ’ την αρχή, το ξέραμε ότι είναι φυσική η αλλαγή στις σχέσεις του ζευγαριού. Δεν θέλαμε να ζήσουμε με αυταπάτες, ούτε μια ζωή συμβατική. Είναι προτιμότερο να κρατήσεις δίπλα σου έναν άνθρωπο που δεν σου λέει ψέματα κι εσύ δεν φοβάσαι να του πεις την αλήθεια σου», είπε φέρνοντας όλο και πιο κοντά το σώμα της προς το μέρος μου. «Καλύτερα να ζει κανείς μ’ έναν άνθρωπο που δεν θα γίνει η πηγή της δυστυχίας του, που θα κοιμάται μαζί του και δεν θα εύχεται από μέσα του, κρυφά, να πεθάνει για να απαλλαγεί από την παρουσία του».
Σώπασε μια στιγμή, έπειτα έγειρε ξανά την πλάτη της στη ράχη της καρέκλας, πήρε μια βαθιά ανάσα και ολοκλήρωσε με βεβαιότητα:
«Χωρίς αγάπη δεν στήνεται μια οικογένεια, κι η έλλειψή της είναι κι ο λόγος για να διαλυθεί. Σ’ εμάς η αγάπη, σε διαβεβαιώνω, δεν έπαψε ούτε στιγμή να υπάρχει».
Την κοίταξα με βλέμμα δύσπιστο, ερωτηματικό, παρόλο που ήθελα πολύ να την πιστέψω. Πρέπει να μάντεψε τις σκέψεις μου, γιατί σηκώθηκε από την καρέκλα, ήρθε κοντά μου και παίρνοντάς με στην αγκαλιά της με έσφιξε στο στήθος της, σαν να προσπαθούσε να μεταγγίσει τα λόγια της στο σώμα, στο μυαλό, στις φλέβες μου με έναν τρόπο απτό.
«Και δεν ζηλεύεις;» ψέλλισα ταραγμένη, βάζοντας τον εαυτό μου στη θέση της. «Αυτός ο τρόπος να υπάρχεις μ’ έναν άλλον είναι οδυνηρός. Δεν μπορεί να είναι ο μόνος αληθινός».
Εγώ ήμουν σίγουρη ότι δεν θ’ άντεχα ποτέ να ζήσω κάτω από τέτοιες συνθήκες – αν και τι ήξερα; Δεν είχα καν γνωρίσει ακόμα τα βαθιά νερά του έρωτα.
«Οδυνηρός ίσως. Αλλά είναι ακόμα πιο οδυνηρό να βλέπεις τον άνθρωπο που ζεις μαζί του και τον αγαπάς να βασανίζεται, να...»
«Δεν βασανίζεται για σένα», την διέκοψα, «βασανίζεται για κάποια άλλη».
«Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μέσα τους δαίμονες, και χρειάζεται να τους ταΐσουν, να τους χορτάσουν, για να μπορέσουνε να πάνε παραπέρα...» [..]
Κόμπιασε λίγο, μάλλον προβληματισμένη αν έπρεπε να συνεχίσει, όμως δεν ήθελε να αφήσει σκιές στην κουβέντα. Προχώρησε με προσοχή, ώστε να μη γίνει ούτε πολύ συγκεκριμένη αλλά ούτε και ακατάληπτη.
«Δικαιούνται, λόγου χάρη, να πάρουν ένα αγαπημένο πρόσωπο και να ταξιδέψουν, ή να βρεθούν μ’ έναν άνθρωπο που λαχταράει η ψυχή τους, κι όταν δεν μπορούν να το κάνουν, είναι σαν η ζωή να τους αδικεί», είπε. Κι ύστερα, με τη θέλησή της, όχι από ανάγκη, προστάτεψε την πατρική φιγούρα: «Ο πατέρας σου είναι εδώ, δεν έλειψε ποτέ. Ποτέ δεν ένιωσα να απουσιάζει... Κάποια μέρα, σ’ το υπόσχομαι, θα σου δώσω να διαβάσεις επιστολές που μου έστελνε ο Παυλής μου, κι εγώ σ’ εκείνον, στην αρχή που ήμασταν ερωτευμένοι. Όταν μεγαλώσεις. Όταν θα μπορείς να καταλάβεις και να εκτιμήσεις. Τώρα δεν μπορείς».
Κι ενώ εγώ γυρόφερνα στο μυαλό μου την εικόνα με τους δαίμονες, πρόσθεσε σαν να μίλαγε στον εαυτό της:
«Όσα κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε τα πληρώνουμε ακριβά – προπάντων όταν μένουμε δεμένοι μια ολόκληρη ζωή».
Εκείνη την ημέρα κατάλαβα ότι η οικογένειά μας ήταν διαφορετική από τις άλλες, κι αυτό μού ήταν δύσκολο, αν όχι ανυπόφορο, να το δεχτώ».
Η μορφή λοιπόν είναι η σύνθεση όλων των μέσων που οδηγούν στο αποτέλεσμα, είναι η συγκρότηση του καλλιτεχνικού υλικού ,η οποία με τη σειρά της, ενσαρκώνει μια νέα συγκίνηση που γεννιέται από τη συγγραφική δεινότητα του δημιουργού· με το ταλέντο, την ευαισθησία, τις ιδέες και τις ανησυχίες, που αποτυπώνει στο έργο του, άλλοτε εκφράζει τις κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής και άλλοτε συμβάλλει στη μεταβολή ή ακόμα και στην ανατροπή τους.
Παρακολουθώντας το συγγραφικό έργο του Κώστα Λογαρά, διαπιστώνουμε ότι και στο νέο του μυθιστόρημα Διπλή ζωή, όπως και στο προηγούμενο το Όταν βγήκε απ’ τη σκιά επιλέγει να παρακολουθεί αόρατος, λες, παρατηρητής τη ζωή και τη δράση των προσώπων του έργου του (ανδρών και γυναικών). Ζωή και δράση που άπτεται σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων τα οποία ο συγγραφέας, συνειδητά, εκθέτει χωρίς να τα κρίνει και χωρίς να παρεμβαίνει στην εξέλιξή τους.
Το μυθιστόρημα Διπλή ζωή αποτελείται από 24 κεφάλαια. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι ότι στην αρχή κάθε κεφαλαίου υπάρχουν: ο τίτλος του κεφαλαίου και σαν ένα είδος υπότιτλου ο τόπος και ο χρόνος όπου εκτυλίσσονται τα γεγονότα.
Από τα 24 κεφάλαια τα 18 είναι μοιρασμένα ακριβώς στη μέση ανάμεσα στην Αθήνα (πόλη όπου κατοικεί η πλειονότητα των ηρώων) και στην Ζυρίχη ( όπου διαμένει η Νάσια, κόρη του Παύλου Παυλή).
Τα 9 κεφάλαια που διαδραματίζονται στην Αθήνα, εκτείνονται σ’ ένα χρονικό διάστημα 6 ετών, αφού ξεκινούν από τον Σεπτέμβριο του 2013 , σημείο έναρξης της αφήγησης και εκτείνονται ως τον Ιούλιο του 2019, όταν ξεκινά η αστυνομία να ερευνά την υπόθεση της απόπειρας αυτοκτονίας του Φίλιππου, γιου της ερωμένης του Παυλή, Έλσας. Στα 9 αυτά κεφάλαια, αφηγείται ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής, που ναι μεν δεν συμμετέχει στο κείμενο αλλά όντας παντογνώστης δίνει διαδοχικά τον λόγο στον Παυλή, την Έλσα, και τη Μαρίνα.
Αντίθετα τα άλλα 9 κεφάλαια που διαδραματίζονται στη Ζυρίχη, εκτείνονται σε μικρό χρονικό διάστημα μόλις 9 ημερών καθώς ξεκινούν την 1η
Μαΐου του 2021 και ολοκληρώνονται στις 9 Μαΐου του 2021. Εδώ ο αφηγητής ή μάλλον η αφηγήτρια είναι δρων πρόσωπο γι’ αυτό και μιλά στο πρώτο πρόσωπο και πρόκειται για την Νάσια, την κόρη του Παυλή.
Ο τρόπος γραφής αυτών των κεφαλαίων ( ένα κάθε ημέρα) μας παραπέμπει σε ημερολόγιο. Ένα είδος του γραπτού λόγου που γενικά δίνει τη δυνατότητα στην αφηγήτρια, εν προκειμένω στη Νάσια, να καταγράφει, εξομολογούμενη, τις μύχιες σκέψεις της, να γνωστοποιεί τα αισθήματά της για τον πατέρα της αλλά και τους προβληματισμούς για την στάση της μητέρας της, να αναπολεί γενικά τη ζωή της με την οικογένειά της, αλλά και να μιλά για το δρόμο που έχει πάρει η δική της ζωή.
Εξαιρετικά ευρηματικό και ενδιαφέρον ταυτόχρονα είναι το γεγονός ότι οι 2 αφηγήσεις διαπλέκονται ανά δεύτερο κεφάλαιο και ουσιαστικά δίνουν την έντονη εντύπωση ότι συνομιλούν μεταξύ τους, ότι η μία αποκαλύπτει τα μυστικά της άλλης. Θεωρώ ότι αυτό στοιχειοθετεί ένα επιτυχημένο συγγραφικό εύρημα, γιατί αισθητοποιεί στα μάτια τού αναγνώστη το πόσο αξεδιάλυτα διαπλέκονται μεταξύ τους και οι ζωές των ηρώων του μυθιστορήματος.
Το πόσο καθοριστικά επηρεάζουν και διαμορφώνουν η μία την εξέλιξη, τη σωτηρία ή την καταστροφή της άλλης. Διαπλοκή που θα διαρκέσει ως τη στιγμή που θα συναντηθούν τελικά, η κάθε μία ζωή ξεχωριστά, στην δικαστική αίθουσα εκεί όπου και εκδικάζεται η καταγγελία του Φίλιππου κατά του Παύλου Παυλή.
Ο Κώστας Λογαράς αφιερώνει πέντε κεφάλαια για να μας παρουσιάσει την προετοιμασία και την εξέλιξη της δίκης του Παυλή που κατηγορείται από τον Φίλιππο ως ηθικός αυτουργός για την απόπειρα αυτοκτονίας του.
Στο πρώτο από τα πέντε κεφάλαια με τον τίτλο « Συμπληρωματικές καταθέσεις» εντοπίζονται δύο ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτα αφηγηματικά ευρήματα:
Πρόκειται αφενός: για τις παράλληλες καταθέσεις των δύο παιδιών, της Νάσιας και του Φίλιππου όπου, τόσο οι εικόνες που δημιουργούνται μέσα από την περιγραφή των εξωτερικών χαρακτηριστικών τους ,όσο και κυρίως, οι κάθετα διαφορετικές απαντήσεις τους στα ίδια ερωτήματα που τους τίθενται ,αισθητοποιούν και κυριολεκτικά δίνουν σάρκα και οστά στην άποψη ότι είναι δυνατόν για το ίδιο ζητούμενο να υπάρξουν πολλές και διαφορετικές αλήθειες. Κι αυτό γιατί ο καθένας ανάλογα με τα βιώματα και τις συνθήκες που έζησε και ζει, στοιχεία που σφυρηλατούν τον χαρακτήρα τους, διαμορφώνει όχι μόνο την δική του αντίληψη αλλά και την δική του, προσωπική αλήθεια για τα πράγματα.
Αφετέρου, πρόκειται για την αποκάλυψη, από τη Νάσια, του περιεχομένου τεσσάρων ερωτικών επιστολών που αντάλλαξαν ο Παύλος με τη Μαρίνα στο διάστημα (1989-1992). Επιστολές που ψυχογραφώντας τους δύο συζύγους, αποκαλύπτουν μέσα από τα δικά τους λόγια τις απόψεις τους για τον έρωτα, τον ανοιχτό χωρίς δεσμεύσεις γάμο, τις εξωσυζυγικές σχέσεις επιβεβαιώνοντας και πάλι την απόφαση του συγγραφέα να μείνει αμέτοχος σε ό, τι συντελείται αφήνοντας εμάς ως αναγνώστες να κάνουμε τις δικές μας κρίσεις και φυσικά να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα για την ιδιόμορφη σχέση που συνδέει αυτούς τους δύο ανθρώπους και ανατρέπει όλα όσα στοιχειοθετούν κατά το γενικώς αποδεκτό ,τον θεσμό της οικογένειας.
Καθοριστικά στην απόδοση του περιεχομένου αλλά και στην απόφαση του συγγραφέα να μείνει παρατηρητής των εξελίξεων θα συμβάλει και η επιλογή της χρήσης του διαλόγου, ως αφηγηματικού τρόπου κι’ αυτό γιατί, όπου παρεμβαίνουν διάλογοι συμβάλλουν στην προβολή προβληματισμών που με τον ένα ή άλλο τρόπο έχουμε, ειδικά στις μέρες μας, πολλές φορές συναντήσει.
Για την δίκη αυτή καθαυτή, ο συγγραφέας θα αφιερώσει τέσσερα κεφάλαια. Στην διάρκειά τους είναι που με καθαρό τρόπο θα ακουστούν μέσω επιστημονικά τεκμηριωμένων επιχειρημάτων οι θέσεις αρμοδίων και ενδιαφερομένων. Θέσεις όχι μόνο εντελώς διαφορετικές αλλά έντονα αντιτιθέμενες μεταξύ τους.
Από τη μία η Πρόεδρος του δικαστηρίου και ο Εισαγγελέας: εκφραστές της κοινής γνώμης και θεματοφύλακες των πατροπαράδοτων αξιών. Από την άλλη: οι απόψεις της Έλσας περί ιδιωτικού βίου και φυσικά ο λόγος του δικηγόρου υπεράσπισης του κατηγορούμενου
Το αξιοσημείωτο σ’ αυτά τα κεφάλαια, από την άποψη της μορφής, είναι ότι οι αντιτιθέμενες απόψεις που διατυπώνονται εκατέρωθεν συνιστούν ιδέες και αντιλήψεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο πολλών και διαφορετικών δοκιμίων. Η δίκη ολοκληρώνεται αλλά ο συγγραφέας και πάλι ευρηματικός, μας εκπλήσσει μην αναφέροντας την απόφαση του δικαστηρίου και τούτο γιατί η πρόθεσή του είναι να γίνει κριτής ο ίδιος ο αναγνώστης. Το μυθιστόρημα βέβαια δενμένει ανολοκλήρωτο. Αντίθετα η ολοκλήρωσή του πραγματοποιείται στο τελευταίο κεφάλαιο με τον τίτλο Δύο χρόνια μετά, με ευφυή τρόπο, όπου κυριαρχούν δύο αντιτιθέμενες εικόνες:
― αυτή του Παύλου Παυλή και της Μαρίνας που σαν παραδοσιακό ζευγάρι απολαμβάνουν την οικογενειακή ζωή με την κόρη, το γαμπρό και τον εγγονό τους στη Ζυρίχη
― και εκείνη της Έλσας που βάφεται, ντύνεται, χτενίζει τα πλούσια μαλλιά της για συναντήσει το νέο της σύντροφο στην γκαρσονιέρα της αφήνοντας και πάλι πίσω της , αυτή τη φορά όχι το πεισματάρικο δεκάχρονο γιό της αλλά τον ημιπαράλυτο Φίλιππο. Το μυθιστόρημα λοιπόν κλείνει όπως ακριβώς αρχίζει με αυτό που αποκαλείται στη λογοτεχνία σχήμα κύκλου, ίσως θέλοντας να επιβεβαιώσει την αντίληψη ότι : Η ζωή συνεχίζεται και σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.
Κλείνοντας θα ήθελα να εκφράσω έναν προβληματισμό μου σχετικά με το ονοματεπώνυμο του κεντρικού ήρωα του Παύλου Παυλή. Θεωρώ ότι η επιλογή του ονόματος από τον συγγραφέα κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Πιθανόν να στοχεύει στην υποδήλωση του δισυπόστατου της προσωπικότητας του Παύλου Παυλή όπως αυτή εκδηλώνεται διαφορετικά στη γυναίκα του Μαρίνα και την κόρη του Νάσια και διαφορετικά στην ερωμένη του Έλσα και στο γιο της Φίλιππο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια διφυή φύση όπως αυτή καταδεικνύεται μέσα από δύο ονόματα φαινομενικά διαφορετικά αλλά στην πραγματικότητα ίδια.