Η Ήρα στο αστερισμό του καρκίνου

Έργο του Egon Schiele στο εξώφυλλο του βιβλίου
Έργο του Egon Schiele στο εξώφυλλο του βιβλίου

Κώστια Κοντολέων, «Η Ήρα στο αστερισμό του καρκίνου», εκδ. ΑΩ


Υπακούοντας σε κανόνες και γεύματα,
κινούμαι πάντα στην παραμεθόριο,
το πολύφερνο τζάμι.
Να το διαπεράσω κάποτε
εύφλεκτη.
Αθηνά Παπαδάκη, Απ’ το παράθυρό μου, 1980



Βαδίζοντας στο μεταίχμιο μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, αιώνες πριν, καθώς παρατηρούσε τους ανθρώπους και τη φύση στον καιρό του, ο Ηράκλειτος κατέγραψε μία αξεπέραστη αλήθεια και, ταυτόχρονα, αψεγάδιαστη παραδοχή στο τρίτο μέρος του έργου του Τϊμαιος, αναλύοντας τον ανθρώπινο οργανισμό με πρωτοφανή πληρότητα ως πεδίο συνεργασίας Νου και Ανάγκης όπου το κάθε ανατομικό γνώρισμα και η κάθε δράση του ανθρώπου αιτιολογούνται με την κατάδειξη, αφενός μεν, του σκοπού που επιτελούν, αφετέρου δε, των υλικών παραγόντων που μηχανικά τα προκαλούν.
Γράφει λοιπόν : «Όπως μία αράχνη στο κέντρο του ιστού της, όταν νιώσει ότι μια μύγα κόβει ένα νήμα του, έτσι και η ψυχή του ανθρώπου, όταν ένα μέρος του σώματος τραυματίζεται, ορμάει προς τα εκεί σαν να μη μπορεί να υποφέρει τη λαβωματιά του σώματος με το οποίο είναι δεμένη γερά και αρμονικά.», μας πληροφορεί ο Ν. Σιδέρης.
Πάντα γοητευτική, συγκεντρωμένη και ουσιαστική η γραφή της Κώστιας Κοντολέων, ευθύβολη και παρηγορητική καθώς με περίσσεια μαεστρία αναδεικνύει αλήθειες και συγγένειες παρατημένες σαν τετράδια παλιά με σημειώσεις στο περιθώριο που ξεχάσαμε πόσο πολύ κάποτε μας έκαναν να αναριγήσουμε, έρχεται με το τελευταίο έργο της Η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου να μας υπενθυμίσει την αόρατη ένωση μεταξύ σώματος και ψυχής, σάρκας και συναισθημάτων, ορατού και αόρατου κόσμου, έμπρακτης διαβεβαίωσης περί της φαντασιακής αναπαράστασης του σώματος στο ασυνείδητο, καθώς με τη ρωμαλέα και την ίδια στιγμή λυρική φωνή της καταθέτει ένα ακόμη ιδιαίτερο βλέμμα στην έννοια της γυναικότητας.
Η βεβαιότητα για την ύπαρξη του σώματος, της φυσικής διάστασης της ύπαρξής μας, εμπεδώνεται στην καθημερινή ζωή με έναν αυτόματο τρόπο, τόσο οικείο, ώστε σπάνια τίθεται υπό συζήτηση ή υπόκειται σε άμεσο προβληματισμό. Διαμορφωμένη από το βλέμμα ως αντικείμενο (των άλλων) αλλά και ως υποκείμενο (το εμόν), η ηρωίδα της Κώστιας Κοντολέων διασχίζει τον χρόνο κουβαλώντας εγγεγραμμένη στη μητρογραμμική καταγωγή και στον αρχετυπικό της θύλακα, τα φαντάσματα και τις αόρατες διεπαφές που κατοικούν εντός της, καταφέρνοντας καίριο χτύπημα στον τρομακτικό εχθρό που έρχεται σιωπηλά, υπόγεια, θρυμματίζοντας σε κάθε του βηματισμό την κρυστάλλινη επιφάνεια μίας απατηλά τακτοποιημένης καθημερινότητας.
Η συγγραφέας ακτινογραφεί με υπόγεια ένταση και σημειολογικό πλούτο ένα ταξίδι ενηλικίωσης, μία πορεία γυναικείας κατάκτησης δύσβατων κορυφών επιχειρώντας ένα ταξίδι από το περίπου μηδέν στο ανθρώπινο άπειρο, χαρτογραφώντας σε παράλληλη ανάγνωση τις κυρίαρχες κοινωνικές και οικογενειακές συνθήκες που καθόρισαν την δική της πορεία, τη δική της αισθητική, τις δικές της επιλογές και, εν τέλει, τη δική της αυτονομία και αυτενέργεια σε ένα σύμπαν με αντίξοες συνθήκες, πληγωμένα σώματα, κάποτε ακρωτηριασμένα, μα και λαβωμένες καρδιές. Καθώς η ηρωίδα στέκεται μπροστά στον καθρέφτη της, καταφέρνει να κοιτάξει νικητήρια πια εντός της παρά έξω από αυτή και επιδεικνύοντας, για μία ακόμη φορά, τη συγγραφική της δεινότητα καθώς ξετυλίγει ένα βραχείας έκτασης υποβλητικό ανάγνωσμα με συγκινητικό λυρισμό και έναν βασικό χαρακτήρα, την Ήρα, γεμάτο συναρπαστικά διλήμματα.
Η συγγραφική της πένα ακολουθεί τρυφερά την πορεία της ηρωίδας της από άγουρο κορίτσι που καμαρώνει για «εκείνα τα κυπαρισσόμηλα που είχαν φυτρώσει ξαφνικά στο εφηβικό κορμάκι μου» (σελ. 9) σε μία ώριμη, αποφασισμένη γυναίκα που κλονίζεται ξαφνικά «όταν εκείνο το εμβρυϊκό χεράκι του ονείρου με οδηγεί ν’ αγγίζω εκείνο το αριστερό στήθος που έδειχνε πάντα», καθώς εκείνο το ξεχασμένο «πάλι τα ίδια» του τότε μορφοποιείται στο «κι εσύ τα ίδια» (σελ. 37), στέκεται παγωμένη μπροστά στην ιδιότυπη γκιλοτίνα αποχαιρετώντας το ταξιδιάρικο στήθος (σελ. 8 και 60) ενώ λίγο αργότερα θα αναρωτηθεί αν «είναι αυθάδεια στο σύμπαν να θέλουμε να ορίσουμε εμείς οι ίδιοι τα του βίου μας, τη διάρκεια της δικής μας ζωής ανάμεσα στις ζωές των άλλων, στην απεραντοσύνη του» (σελ. 92) διατρανώνοντας πως «η κάθε μέρα που περνάει είναι μία ακόμη κερδισμένης ζωής» (σελ. 103) και δηλώνοντας ψυχωμένα πως «όχι, εγώ δεν θα γινόμουνα η μάνα μου» (σελ. 108) λίγο πριν χαμογελάσει βλέποντας «το φως του ήλιου που μπαίνει πια από το παράθυρο…. η οθόνη του υπολογιστή παραμένει λευκή….» (σελ. 105) καθώς θα διαπιστώσει τελικά ότι η δική της μοίρα ήταν σφιχτά πλεγμένη με μία κόκκινη βελονιά και θα λευτερωνόταν την ίδια στιγμή που πάναγνο αίμα θα έσταζε πάνω στο λευκό υφάδι.

Ένας κύκλος θα ανοίξει και θα κλείσει για τη γιατρό Ήρα, σ’ ετούτη την υπέροχη νουβέλα ενηλικίωσης, καθώς αποφάσεις θα παρθούν, μυστικά θα αποκαλυφθούν, πρόσωπα και πράξεις χειρουργικές θα συμμετέχουν στις προσθαφαιρέσεις στη ζωή της, έρωτας, γέννηση και οικογενειακή ευτυχία θα σταθούν δίπλα στην ηρωίδα προσφέροντας μία ευρυγώνια και για τούτο θαρραλέα στάση απέναντι στο άγνωστο που ξαφνικά την κατακλύζει, την απειλή μίας ασθένειας, τον φόβο της απώλειας μίας ζωής, της δικής της….. Η Κώστια ξεπερνά τον εαυτό της καθώς με αφηγηματικό ρυθμό που ξυπνά τις αισθήσεις (νομίζεις πως νιώθεις την αφή της ουλής και διαισθάνεσαι τη σκοτεινή αύρα του ανοίκειου), η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου αποχαιρετά ταυτόχρονα έναν ολόκληρο κόσμο τελετουργιών, νοοτροπιών, συμπεριφορών και ηθικών αξιών. Δεν είναι τυχαία επιλογή η αναφορά σε ένα παρόμοιο συμβάν στο οικογενειακό περιβάλλον της ηρωίδας όταν εκείνη, νεαρή κοπέλα, έμεινε εκτός αλλά και εντός, όταν της αρνήθηκαν να συμμετέχει στα νέα της μητέρας της αλλά της επέβαλαν nolens volens την υστερία από τον φόβο του ανείπωτου.

Ισχυρός σύμμαχος της συγγραφέως η σημειολογία ευθύς εξαρχής : ένα εξώφυλλο με έργο του Egon Schiele αποπνέει εκφραστική τόλμη, συγγραφική δεινότητα γεμάτη αυτοπεποίθηση, χειραφέτηση, αποδοχή του εαυτού, μία λεπταίσθητη, αιθέρια αποφασιστικότητα που ανεμίζει πίσω από τις λέξεις και τις σιωπές και, εν τέλει, η κάθαρση, η λύτρωση, η αλήθεια που κοιτάει προς το βαθύτερο εγώ παρά τους άλλους. Η Κώστια ξέρει να σχεδιάζει χαρακτήρες τρισδιάστατους και αυθεντικούς, δηλαδή αντιφατικούς και αναποφάσιστους, έτσι και η βασική της ηρωίδα κοιτά με εναγώνια ελπίδα προς ένα ομιχλώδες μέλλον, η αβεβαιότητα όμως δεν την τσακίζει, ίσα-ίσα την προτρέπει να ταξιδέψει πιο μακριά από το επικίνδυνο σταυροδρόμι που βρέθηκε στο διάβα της και να ατενίσει το κατακτημένο, κατάδικό της αύριο θεμελιωμένο σ’ένα ξεκάθαρα χαρακτηριστικό της: γλυκά ασυμβίβαστη….

Πάνω και πέρα από την αναντίρρητη δύναμη και συγκινητική ειλικρίνεια του τελευταίου έργου της Κώστιας Κοντολέων, θα σταθώ σε κάτι που θεωρώ βαθύτερο και εξίσου ουσιαστικό: συγγραφέας γεμάτη ενσυναίσθηση και δυναμισμό, μειλιχιότητα και ρώμη, σε όλα της τα έργα παραμένει μία δημιουργός ισχυρών γυναικείων χαρακτήρων. Με την Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου, θα γίνει η αφορμή για να στοχαστούμε επάνω σε έννοιες βαθιά ψυχαναλυτικές. Ξεκινώντας από την επιλογή του εξωφύλλου μαζί, ασφαλώς, με την αφήγηση/εξομολόγηση σε λογοτεχνική μορφή ενός προσωπικού βιώματος, η Κώστια καταφέρνει να μιλήσει ουσιαστικά για το βλέμμα και τη γυναικότητα.

Μέσα από την προσωπική ιστορία, μέσα και πέρα από τη μυθιστορηματική εξομολόγηση, το έργο προσφέρεται για μία πρώτης τάξεως μελέτη σχετικά με το γυναικείο σώμα, ένα οριακό σώμα, ανάμεσα στο θάνατο και τη γέννηση, τον άνθρωπο και τη φύση, γίνεται σύμβολο καθώς είναι δύο φορές ύλη, materia (matter) αλλά και mater (mother), η ύλη του σώματος αλλά και το σύμβολο της Ύλης. Πρόκειται για έναν αρχέγονο καμβά, μία ύλη εκτός ελέγχου, μία ετερότητα, μία μήτρα ενορμήσεων και αμφιθυμιών. Η ηρωίδα του έργου διεκδικεί το αυτονόητο, το οράν, τόσο μέσω των άλλων, αλλά κυρίως, εστιάζει σε μία βαθιά ενδοσκόπηση, ένα ταξίδι στις ατραπούς της εμής ψυχής καθώς η τόσο ξεχωριστή γυναικεία καλλιτεχνική της φύση διεκδικεί με σημασία την πλήρη ενηλικίωσή της, την αυτοδιάθεση, την απαντοχή σε τραύματα (σωματικά αλλά, κυρίως, ψυχικά), υπαινιγμούς, νύξεις και βουβές προβολές.
Διατρέχοντας με παρρησία ανάμεσα στο προσωπικό και στο κοινωνικό, ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι, το φως και το σκοτάδι, την αλήθεια και την αποφυγή της, η πανάξια συγγραφέας για μία ακόμη φορά θα αποκρυπτογραφήσει τέλεια την έννοια του γυναικείου υποκειμένου τηρώντας διπλό ρόλο και αντιστοιχώντας την παρουσία της σε δύο σημαινόμενα : στο υποκείμενο που προσκαλεί το βλέμμα (η ηρωίδα της Ήρα) και στο υποκείμενο που ενεργεί επάνω στην ηρωίδα (ως δημιουργός), με αφορμή το λογοτεχνικό κείμενο, συνδηλώνοντας την ίδια στιγμή μία στιβαρή καλλιτεχνική δημιουργία, τόσο ως δημιουργός όσο και ως δημιούργημα. Το χρέος του γυναικείου υποκειμένου προς την καταγωγή του γίνεται αντικείμενο συγκρουσιακών εσωτερικών διεργασιών (ο υμένας και ο υμέναιος), τίθεται επί τάπητος η αμφιβολία για το βλέμμα του αρσενικού επάνω στο πληγωμένο σώμα, υπάρχει μία διάχυτη συναισθηματική αντίστοιξη στη συνομιλία των δύο γενεών γυναικών μέσα στο έργο (μητέρα-κόρη). Η Ήρα της Κώστιας Κοντολέων θέτει κάθε σημείο του γυναικείου πολιτισμού κάτω από τον δημιουργικό φακό της εξετάζοντας χωρίς υπερβολές την ουσία της γυναικότητας ακόμη και σε περιπτώσεις που η ψυχική γενναιότητα και η σωματική αντοχή δοκιμάζονται βαριά.

Κλείνοντας, η συγγραφέας διασταυρώνει με απόλυτη ωριμότητα ένα βαθιά προσωπικό αφήγημα με κοινωνικό πρόσημο καθώς, άλλωστε, δεν είναι όλα διαφανή και ξεκάθαρα στη ζωή μας. Ο φόβος του ανοίκειου, η ισοπεδωτική απειλή μίας ασθένειας, οι αμφιβολίες για το μέλλον όχι μόνο ως προσωπικό διακύβευμα αλλά και η σημασιοδότησή του ως απώλεια και θλίψη για αγαπημένα πρόσωπα. Η επαναφορά βασικών μυθιστορηματικών πυλώνων όπως είναι οι οικογενειακές σχέσεις, η μητρότητα, ο έρωτας, η αναζήτηση της ταυτότητας, οι καθημερινοί μικρότεροι ή μεγαλύτεροι αγώνες, βρίσκονται πίσω από τις λέξεις και τις σελίδες αυτού του υπέροχου βιβλίου. Η Ήρα στο αστερισμό του καρκίνου μιλά με τρόπο διαυγή, συγκινητικό και ειλικρινή για τις προτεραιότητες και τις αποφάσεις που καλούμαστε να πάρουμε στη ζωή μας αλλά και πώς η τέχνη συνομιλεί με την αληθινή ζωή. Βαθιά αισιόδοξο, ουσιαστικά αληθινό καθώς κλείνει ο αναγνώστης την τελευταία του σελίδα ξεχειλίζει από τρυφερότητα μα και δύναμη, αγάπη για το καθημερινό, το απλό, το συνηθισμένο, ένα έργο που υμνεί τη στωικότητα, την αξία που έχει να μπορούμε να ονειρευόμαστε, να ελπίζουμε και να χαμογελάμε κάθε πρωί ατενίζοντας το μέλλον, το όποιο μέλλον μας.

I took a deep breath and listened to the old brag of my heart.
I am, I am, I am.
Sylvia Plath, The bell jar, 1963.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: