
Η πρόταση για την παρουσίαση του βιβλίου Αντικριστές Πολιτείες του εξαιρετικού καθηγητή Ιατρικής αλλά και Συγκριτικής Φιλολογίας Ιωάννη Ιωαννίδη επανέφερε στη σκέψη μου τα διαχρονικά και πολυαπαντημένα ερωτήματα: Τι είναι η ποίηση; ποιος ο ρόλος του ποιήματος; Κι ο ποιητής; Σ’ αυτά τα ερωτήματα βρήκα απαντήσεις και στην ποιητική προβληματική που υπάρχει στο βιβλίο, που θα σας παρουσιάσω. Ταυτόχρονα αναζήτησα τα λόγια του Ελύτη, στα Ανοιχτά Χαρτιά, σύστοιχα προς τα ερωτήματα. Λέει, λοιπόν, ο Ελύτης: «Και τι άλλο θα μπορούσε να ‘ναι σε τέτοιες στιγμές ο ποιητής παρά ένας χορηγός οξυγόνου».1 «Ο ποιητής πρέπει να είναι γενναιόδωρος. Το να μη θέλεις να χάσεις ούτε στιγμή από το υποτιθέμενο ταλέντο σου είναι σα να μη θέλεις να χάσεις ούτε δραχμή από τους τόκους του μικρού κεφαλαίου που σου δόθηκε. Αλλά η ποίηση δεν είναι τράπεζα. Είναι η αντίληψη που ίσα ίσα αντιτίθεται στην τράπεζα. Εάν γίνεται γραπτό κείμενο, μεταδοτό στους άλλους, τόσο το καλύτερο. Εάν όχι, δεν πειράζει. Εκείνο που πρέπει να γίνεται και να γίνεται αδιάκοπα, ατέρμονα χωρίς την παραμικρή διάλειψη, είναι η αντιδουλικότητα, η αδιαλλαξία, η ανεξαρτησία. Η ποίηση είναι το άλλο πρόσωπο της Υπερηφάνειας».2
Και επειδή στων ιδεών την πόλη δε μετέχει μόνο ο συγγραφέας-αφηγητής και ποιητής αλλά και ο αναγνώστης, αξίζει να θυμόμαστε αυτό που ο Γ. Σεφέρης γράφει στις Δοκιμές του, ότι δηλαδή «Ο επαρκής αναγνώστης είναι ο ευαίσθητος αναγνώστης που δε μπορεί να μη βάλει κάτι από τον εαυτό του στο ποίημα που διαβάζει. Και γι’ αυτό είναι σωστό να πούμε πως όσο περισσότερο συμφωνούν οι άνθρωποι μεταξύ τους, τόσο η ποίηση γίνεται περισσότερο αντικειμενική».3
Όμως, ο αναγνώστης πρέπει να ξέρει, χωρίς αυτό να είναι απόλυτα αναγκαίο, με τι ασχολείται η ποίηση και γιατί αξίζει να ασχοληθεί κανείς μαζί της. Μπορεί η ποίηση να μην είναι τόσο χρήσιμη όσο το ψωμί, όμως δεν παύει να είναι ένας από τους πιο αληθινούς στόχους του ανθρώπου και από τις βασικές αφετηρίες της νοητικής και συναισθηματικής του καλλιέργειας. «Από την απλή, τη μηχανική, την καθημερινή πράξη του ανθρώπου ίσαμε το μυστήριο της γέννησης ή του θανάτου του, κι από τη συμβατική μέσα στην κοινωνία θέση του ίσαμε την αγωνία της ελευθερίας του πνεύματός του, ο άνθρωπος διατρέχει μεγάλες ψυχικές αποστάσεις, πονεί, δρα, ονειρεύεται, κι η ποίησή του, η τέχνη του ανάβουν τις μεγάλες τους φωτιές πέρα, σε περιοχές δυσκολοπροσδιόριστες, εκεί που ίσως μυστικά συνορεύουν η υπέρτατη ευδαιμονία κι η υπέρτατη απόγνωση».4
Και τι κάνει ή τι μπορεί να κάνει η ποίηση και η λογοτεχνία γενικότερα; «Η ποίηση μάς ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιο που τον βρήκαμε. Τον κόσμο της φθοράς που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση». «Γιατί η ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ό Ήλιος και ο Άδης αγγίζονται»5 για να θυμίσω και πάλι τον Ελύτη.
Παρακαλώ να μου συγχωρήσετε αυτή τη μικρή αναφορά στους δυο μεγάλους μας ποιητές, που είναι προϋπόθεση, πιστεύω, του ταξιδιού στην λογοτεχνία και στην ιδιοπρόσωπη γραφή και ποίηση του συγγραφέα.
Όταν κάποτε ρωτήθηκε ο Γιώργος Σεφέρης πότε ένα έργο τέχνης μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένο, απάντησε ότι επιτυχημένο θεωρείται ένα έργο τέχνης αυτό που κατορθώνει προκαλέσει τη σκέψη και να γεννήσει συναισθήματα στον δέκτη. Υιοθετώντας αυτή την άποψη μπορούμε να πούμε πως οι Αντικριστές Πολιτείες του Ιωάννη Ιωαννίδη είναι απόλυτα επιτυχημένο έργο παρά τη φαινομενική δυσκολία προσέγγισης. Οπωσδήποτε προϋπόθεση για αυτό είναι ο επαρκής και απροκατάληπτος αναγνώστης που προσεκτικά, αργά και επανειλημμένα θα προσεγγίσει το πολυσύνθετο, μοντέρνο και συνακόλουθο με τη σύγχρονη, πολυσύνθετη, προκλητική, υπαινικτική αλλά και προβληματική κοινωνική πραγματικότητα που ο συγγραφέας βιώνει και προβάλλει με τη λογοτεχνία μέσα από τα ποιητικά και αφηγηματικά κείμενά του που συνολικά κινούνται, κατά την εκτίμησή μου, στο ρυθμό της ποίησης και της απόλαυσης.
Επειδή, κατά τον Πλάτωνα, «ἀρχὴ σοφίας ὀνομάτων ἐπίσκεψις», δηλαδή η αρχή της σοφίας βρίσκεται στην εξέταση των λέξεων, εκτιμώ ότι η σημασιολογική προσέγγιση του τίτλου Αντικριστές Πολιτείες μας παραπέμπει σε πολιτείες-πόλεις που βρίσκονται αντιμέτωπες, που βρίσκονται απέναντι, που βλέπονται αντικριστά.
Για την κατανόηση του τίτλου πιο ουσιαστικά πρέπει να επισημάνουμε ότι ο τίτλος σηματοδοτεί και τον βασικό άξονα πάνω στο οποίο αρθρώνονται και συστοιχίζονται τα κείμενα του βιβλίου. Ο άξονας αυτός ορίζεται από τον ίδιο το συγγραφέα στην αρχή του κειμένου, μετά από τέσσερεις σελίδες ποικίλων πινάκων, γλυπτών, φωτογραφιών και εικόνων της φύσης άμεσα συνδεμένων με όσα «ιστορούνται» στο βιβλίο. Είναι τα dramatis personae, ο ποιητής, δηλαδή, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας λέει, «εκείνος που αφελείς και παραπληροφορημένοι θα αποκαλούσανε «ο ποιητής» ή αυτό που ονομάζει ο συγγραφέας-ποιητής Δεύτερη Φωνή. Αντικριστά στέκεται η μούσα, η αγαπημένη ή και ερωμένη του ποιητή, «εκείνη που αφελείς και παραπληροφορημένοι θα αποκαλούσανε μούσα», δηλαδή η Πρώτη Φωνή. Κατά τον Ευριπίδη Γαραντούδη οι Αντικριστές Πολιτείες είναι οι αντικριστές ζωές μας στον καθρέπτη της ποίησης. Ενδιάμεσος και απέναντι από τους δυο πρωταγωνιστές είναι ο Αφηγητής, αγνώστων λοιπών στοιχείων, κατά το συγγραφέα, που ως αποστασιοποιημένος και σε τρίτο πρόσωπο μεταγράφει προηγούμενα ποιητικά ή άλλα κείμενα που συμπληρώνει, εμπλουτίζει και προσεγγίζει πιο ρεαλιστικά την κοινωνία, τα συναισθήματα, τα γεγονότα τις ιδέες τα επιτεύγματα του ανθρώπου, παλιά και σύγχρονα. Οι δύο, λοιπόν, κύριοι ήρωες είναι ο ποιητής και η μούσα του, σε μια δυναμικά εξελισσόμενη σχέση, κινούμενοι ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Ο πρώτος είναι αυτός που αισθητοποιεί λεκτικά την έμπνευση που του δημιουργεί η μούσα του. Είναι ο άνδρας και η γυναίκα που σε μια συνεχή διαλεκτική αντίστιξη συζητούν και σιωπούν, φαντάζονται και προσγειώνονται στην πραγματικότητα, συμφωνούν και διαφωνούν, προβληματίζονται και προτείνουν, αγωνιούν, στενοχωρούνται και χαίρονται, εξοργίζονται και φιλιώνουν πρόσκαιρα πάντα, σε μια συνεχόμενα μετέωρη ατμόσφαιρα που εμπνέει και καθοδηγεί, που στενοχωρεί και χαροποιεί, που προβληματίζει και επιβεβαιώνει, που απογοητεύει και γεμίζει αισιοδοξία χωρίς τέλος. Ακριβώς κοντά στο τέλος του βιβλίου, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος σε μια ριψοκίνδυνη εκτίμηση ότι ο συγγραφέας- ποιητής, ακυρώνει την ύπαρξη των αντικριστών πολιτειών. Στο κείμενό του «Μονολογισμός»: Αίνιγμα του 1523 (αλλού του 1533 κι αλλού του 1553) (σ.166) γράφει: «Δεν υπάρχουν αντικριστές πολιτείες. Ό,τι ειπώθηκε ήταν ψέματα, ή ίσως το ίδιο αληθινά όσο οι αμέτρητες παπαρούνες που στεφανώνουν τον κυκλαδίτικο γκρεμό πάνω από την ατάραχη παραλία νωρίς τον Μάιο,…».
Η διάκριση του άνδρα-ποιητή από τη γυναίκα-μούσα υλοποιείται στο επίπεδο της γραφής και με τη χρήση πλάγιας γραφής για την πρώτη φωνή (μούσα) και όρθιας γραφή για τη δεύτερη (ποιητής).
Τα βιβλίο αποτελεί ένα σύνολο κειμένων (με ενότητα νοηματική, έστω και χαλαρή σε κάποια σημεία) πεζών αλλά με ποιητική χροιά και στιχουργημένων που διεκδικούν το λογοτεχνικό χαρακτηρισμό της ποιητικής δημιουργίας και θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει πεζοτράγουδα ή πεζούς ρυθμούς οικειοποιούμενος τον πρωτοπόρο και ευρηματικό τίτλο του Ζαχαρία Παπαντωνίου σε ένα βιβλίο του. Το περιεχόμενο των Αντικριστών Πολιτειών αποτελείται από δέκα ενότητες (δύο ανύπαρκτες), με συγκεκριμένες ονομασίες που αντιστοιχούν στη λειτουργία τους στο βιβλίο, με 225 κείμενα.
Θα μπορούσα, επίσης, να χαρακτηρίσω το βιβλίο ως ένα υβριδικό πολυκειμενικό και πολυπραγματικό λογοτεχνικό έργο με αυτοβιογραφικό πυρήνα και ένα τεράστιο πλούτο λέξεων, γνώσεων, ιδεών, αξιών, αντιθέσεων, διαδρομών και ταξιδιών, αφηγήσεων και περιγραφών, εικόνων ονειρικών και ρεαλιστικών απεικονίσεων, προβλημάτων και προβληματισμών που απασχόλησαν και απασχολούν τον άνθρωπο σε όλες της εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής του με την ευρύτερη δυνατή σημασία του όρου, και ποικίλων συναισθηματικών ακολουθιών και ανακολουθιών. Το σκηνικό στο οποίο κινούνται τα πρόσωπα το βιβλίου είναι δραματικό και ποιητικό, κάτι που ο συγγραφέας- ποιητής προαναγγέλλει στην αρχή του βιβλίου με τη διατύπωση «Dramatis Personae (Πρόσωπα του δράματος). Τελικά το βιβλίο απαρτίζεται από ένα σύνολο εναλλασσομένων πεζών και ποιητικών κειμένων στα οποία η πραγματικότητα υπάρχει αλλά περνάει στο ονειρικό-σουρεαλιστικό επίπεδο μέσα από τη λεξιλογική και γενικότερα γλωσσική έκφραση, την αισθητική και αισθηματική προσέγγιση σε μια συγκεκριμένη όμως, υπαρκτή ή ανύπαρκτη, πραγματικότητα.
Αφήγηση: Αθόρυβη και παραξενεμένη (σ. 70-71)
« Αθόρυβη και παραξενεμένη τον επισκέφθηκε κι έζησε μαζί του ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Έτσι το μέτρησε τουλάχιστον εκείνος, ένα καλοκαίρι ολόκληρο. Γιατί εκείνη διαφωνούσε κι έλεγε πως ήταν μόνο μια μέρα, μόνο ένα απόγευμα, μόνο μια ώρα ― ανάλογα πότε τη ρωτούσες, αν είχε ήλιο, συννεφιά ή βροχή όταν της ζητούσες να αποφανθεί πόσο κράτησε αυτή η αθόρυβη και παραξενεμένη επίσκεψη. …Μάταια κι η πρώτη τους συνάντηση, πρώτη δηλαδή που και οι δυο τους δεν το βάλανε στα πόδια μετά την όποια αψιμαχία αντιπαρατήρησης. Ήταν στην πλατεία της Modena ένα μεσημέρι. Μια κοπέλα έπαιζε στο βιολί μια σονατίνα του Ντβόρζακ. Της χαμογέλασε, χαμογέλασε κι εκείνη χωρίς να διακόψει το larghetto. To ίδιο βράδυ σε μια εξοχή του Bristol ξεκίνησε χαράματα να διασχίσει τους αγρούς, μήπως τη συναντήσει κάτω από τα πανάρχαια ουαλικά δέντρα που είχαν αρνηθεί να προοδεύσουν, να επενδύσουν στο μέλλον, να εξελιχθούν, να καινοτομήσουν- να υποπέσουν σε τέτοιες βλακείες. Μήπως. Εδώ μάλιστα υπήρχε κάποτε σφηνωμένη στο κείμενο μια επιπλέον πρόταση: «Αλλά ο άνεμος τον οδηγούσε να ανοίγει μονοπάτια δύσπιστα μέσα στα ξερά χόρτα». Ή κάπως έτσι. Keats ή Shelley;».
Είναι εκπληκτικές οι μουσικές γνώσεις που παρουσιάζονται στα κείμενα, οι αρχαιολογικές αναφορές, η γνώση της Αναγεννησιακής μουσικής και ζωγραφικής αλλά και σύγχρονης πολεοδομίας και θεατρικής και κινηματογραφικής εξέλιξης.
Κινείται σε όλο το εύρος της παγκόσμιας κοινότητας με μεγάλη άνεση, είναι ένας κοσμοπολίτης της σύγχρονης εποχής που μπορεί να συνθέτει, να τέμνει, να αναλύει και να σχολιάζει φαινόμενα, γεγονότα και εμβληματικά μουσικά, ζωγραφικά και αρχιτεκτονικά έργα της Αναγέννησης και της σύγχρονης εποχής.
Κινείται στην Ευρώπη, και μάλιστα στην κεντρική και νότια, που αποτέλεσε το εργαστήρι της τέχνης, της επιστήμης και της φιλοσοφίας, αλλά και στην Αμερική. Η Ελλάδα, ως χώρος διακοπών και όχι μόνο, δε θα μπορούσε να απουσιάζει, κυρίως τα νησιά και γενικότερα το Αιγαίο, που συνυπάρχει με τις ισπανικές και ιταλικές πόλεις.
Εικασία χωρίς αντίκρισμα: Σε ευπατρίδη που αμφιταλαντεύεται στο Route 1 North
(σ. 36)
«Δεν έστεργες να σε αποτεφρώσουν- ούτε στο Stinson Beach ούτε στο Botega Bay ούτε καν στο Fort Ross- σε παραλίες που από μακριά τις αντίκριζες πρώτη φορά σαν όρμους στην Ίο ή στην Κύθνο / πριν η Ίος γίνει, αλίμονο Ίος και πριν η Κύθνος γίνει, δυστυχώς, Κύθνος»…
Στα πλαίσια του περιεχομένου του βιβλίου τα θέματα που ο συγγραφέας καταγράφει, επεξεργάζεται και διερευνά λιγότερο ή περισσότερο, είναι προκλητικά ενδιαφέροντα και ποικίλα, προκαλούν σκέψη και προβληματισμό και από διάφορες περιοχές της ανθρώπινης ζωής και δημιουργίας.
Η ρομποτική και η τεχνητή νοημοσύνη αποτελούν θέμα απέναντι στο οποίο ο συγγραφέας στέκεται κριτικά αλλά και με ειρωνεία κάποτε.
Αντικριστή εικασία: σ. 113
«…Όχι τα ρομπότ
Δεν γερνάνε και δεν πεθαίνουνε. Μην ανησυχείτε
Είναι ογκώδη ακόμα αλλά χωράνε άνετα μέσα στο σπίτι
Είναι καλά τα ρομπότ, αν θέλετε να σας μιλάνε
Αν θέλετε να μιλάτε μαζί τους
Αν θέλετε να τα κοιτάζετε
Αν θέλετε να σας κοιτάζουν.»
Απολογία: Θεωρία της τέχνης που πρόκειται να ξεπεραστεί (σ. 39)
[Σ.τ.Ε. Το κείμενο έχει καταστραφεί, σώζονται μόνο τα παρακάτω αποσπάσματα.]
[…] Μέχρι το 2049 υπολογίστηκε πως θα έχει γραφεί το τέλειο βιβλίο με τις μέγιστες πωλήσεις. Αυτό ισχυρίζονται ειδικοί ερευνητές τεχνητής νοημοσύνης[…] Οι ειδικοί διαφοροποιούνται στις εκτιμήσεις κατά 44 χρόνια μεταξύ τους. Το τέλειο βιβλίο μπορεί να γραφτεί σε 12 χρόνια ή και σε 56. Μπορεί μάλιστα να γράφτηκε ήδη πριν από τρία χρόνια, αλλά θα αργήσουμε λιγάκι να το συνειδητοποιήσουμε. Δεν θυμάμαι με πλήρη ακρίβεια τα νούμερα και τις χρονιές, γιατί δεν είμαι τεχνητή νοημοσύνη[…] Δεν σκοπεύω να γράψω το τέλειο βιβλίο. Μάλιστα δεν σκοπεύω να πουλήσω τίποτε. Δεν υπάρχει κανένας λόγος η τεχνητή νοημοσύνη να συναγωνιστεί μαζί μου. Ας μην ανησυχεί (όχι ότι ανησυχεί). Δεν έχουμε τίποτε να μοιράσουμε. Εκείνη θα γράφει τέλεια βιβλία, που θα πουλάνε. Εγώ δεν έχει καμία σημασία τι θα κάνω. Ευτυχώς δεν θα έχει καμία σημασία. Να μην τη νοιάζει τι θα κάνω[…]
Ο προβληματισμός και η αξιολόγηση αφορά την παλιότερη και σύγχρονη κοινωνία. Καταγγέλλει τη στάση της κοινωνίας απέναντι στους ρηξικέλευθους εργάτες της φιλοσοφίας, της τέχνης και της επιστήμης, κατακρίνει την απληστία ανθρώπων και επιστημόνων και ειδικά των CEO και των πολιτικών έντεχνα προσαρμοσμένα στους βασικούς άξονες οργάνωσης του κειμένου.
Για δυο φωνές: Διάλογος με τέσσερις τύψεις μετά τη βροχή (σ. 138)
ΙΙΙ. Αγιοποιήσεις
«Μετά τη βροχή ξαναδοκιμάζω αυτές τις λέξεις που έχεις τόσο εύκολες. Δεν ξέρω τι να κάνω, πώς να αμυνθώ σε αυτό που συμβαίνει. Τριγυρίζω ανάμεσα σε ξεριζωμένες μπασκέτες που έχουν αφεθεί στην τύχη τους σαν τα ξεραμένα χέρια ενός κουλού γίγαντα. Ακούω για ευαίσθητους και σεμνούς ανθρώπους που έχουν οκτώ σειρές κοπτήρες στα δόντια τους. Ακούω για ταπεινούς επιστήμονες που έχουν εξήντα τέσσερις κυνόδοντες στο νωθρό φωσφοριζέ μυαλό τους. Ακούω για ειρηνοποιούς, για ανιδιοτελείς κακούργους που ξεσκίζουν σάρκες και σάρκες, λαίμαργα και ποταπά-και δεν χορταίνουν αυτές τις ξεπουλημένες λέξεις, αυτές τις λέξεις που τις έχεις ακόμη κι εσύ τόσο μα τόσο εύκολες.»
Από τις επικρίσεις δεν εξαιρούνται και οι CEO.
Μια Κάποια Πραγματικότητα: Τετράχωρος ναός που δεν επιθυμεί να έχει πάρε δώσε. (σ. 131) « …Kάτι τέτοια έλεγε και ο CEO του binge streaming και του virtual living τις προάλλες, ο ζάμπλουτος, ο επιτυχημένος. Δεν θυμάμαι να έχω δει ζάμπλουτο επιτυχημένο που να μην αραδιάζει ηλιθιότητες».
«[…] αν κάποτε ξεθαφτεί ο ναός (πρόκειται για Βυζαντινό ναό του 13ου αιώνα), αν σπάσουν οι ανεπιθύμητοι την πόρτα ―κάτι που αργά ή γρήγορα θα συμβεί, την έχουν αυτή τη δύναμη όλοι οι ηλίθιοι CEO, οι ζάμπλουτοι, οι επιτυχημένοι― σε πείσμα των περιηγητικών οδηγών, οι τοίχοι στο εσωτερικό θα βρεθούν εντελώς άγραφοι και ανιστόρητοι».
Αλλά και η διανόηση λοιδωρείται και λεηλατείται από την κοινωνία σε όλες τις εποχές.
ΙV. Ταπισερί που αναπαριστά τη σχολή των Αθηνών (σ. 138)
« […] Απλώς δεν θυμάμαι πως με λένε. Γράφε, επιμένεις, γράφε. Γράφε, και θα το θυμηθείς. Γράφω λοιπόν κι εγώ ― ίσως για να εξασφαλίσω ότι θα το ξεχάσω. Και να σου πω κάτι; Τον Πλάτωνα τον πουλήσανε για δούλο, τον Αριστοτέλη τον δολοφονήσανε, τον αυτοκτονήσανε ή απλώς πέθανε από τη λύπη του. Τον Ραφαήλ τον φάγανε οι γιατροί με αφαιμάξεις, ιατρικό σφάλμα, δεν πέθανε από ρομαντική εξάντληση και κάτι τέτοια πιπεράτα. Χθες περάσανε οι ασφαλίτες και με ρωτήσανε μήπως τυχόν και τους ξέρω αυτούς τους τρεις. Τους αναγνωρίζεις; ρώτησαν. Ομολόγησε, πρόσθεταν πιεστικοί. Όχι, αλίμονο, απάντησα, μα τι λέτε! Δεν είχα ποτέ σχέση με τέτοιους επικίνδυνους τύπους στη ζωή μου, απέφευγα συστηματικά το περιθώριο. Μου ρίξανε άλλη μια περιφρονητική ματιά, κραυγάσανε ένα δυο «Ζήτω» για τον κουφόμυαλο ηγέτη τους, χειροκροτήσανε μπροστά στο τηλεοπτικό εικόνισμά του, και τράβηξαν να συλλάβουν άλλους. Μη νομίζεις πως συμβιβάστηκα. Ήταν ο μόνος τρόπος να με αφήσουνε να φύγω, να πάω στα κομμάτια, να αντισταθώ, να γράψω κάποια στιγμή το όνομά μου κάνοντας έστω πολλά ορθογραφικά λάθη».
Στον πανέμορφο κήπο της τέχνης της αφήγησης, της περιγραφής και της ποίησης του Ιωαννίδη, των γνώσεων και των σκέψεων, της αισθητικής και του προβληματισμού δε λείπουν και οι έξυπνες, θα έλεγα, ιστορικές αναφορές, όπως αυτή για τον Ιωάννη Καποδίστρια:
Αφήγηση:
Εκατό τοις εκατό πραγματική ιστορία με απλοποιήσεις (σ. 97,99)
«Όμως δεν είχε δικό του μεταφορικό μέσο. Αναγκαστικά λοιπόν με το πλοίο των εχθρών του θα τον μετέφεραν, θα τον αποβίβαζαν στη χώρα του, θα τον εγκαθιστούσαν κυβερνήτη. Το είχε δουλέψει μέσα του επισταμένως μέσα του. Τα φαινόμενα απατούν. Ιδού, μόλις πάταγε το πόδι του στην ξηρά, α, με τι μάνητα θα τους αντιπάλευε, με τι τρομακτική αφοσίωση θα τους εκτόπιζε, με τι στοχοπροσήλωση θα τους απωθούσε όλους αυτούς τους ξένους!...Έγκριτος σχολιαστής περιγράφει το λιμάνι της αποβίβασης ως εξής: «πόλις όλως τουρκική τας μεν οδούς είχε στενάς, ανωμάλους και βορβορώδεις, τας δε οικίας ξυλοκτίστους, πολυθύρους, σεσαθρωμένας και παντί αρρύθμους». Ο κυβερνήτης της οιονεί χώρας κατέλυσε στην οικία Ξένου. Όνομα και πράμα και μισογκρεμισμένη, είχε ανάγκη επισκευών. Κι όμως, με την πρώτη πράξη του την ίδια κιόλας μέρα φάνηκε πως θα έβαζε επιτέλους σε τάξη τα πράγματα: Θα κατατρόπωνε τους εχθρούς, τους ξένους. Απάλλαξε των καθηκόντων τους τους δύο ντόπιους φρουράρχους [πρόκειται για τους Γρίβα και Φωτομάρα]. Τρωγόντουσαν σαν τα σκυλιά μεταξύ τους, σωστά έπραξε, δεν άξιζαν καλύτερα. Έβαλε στη θέση τους εμπίστους, αφοσιωμένους στην ιδέα της νέας , υπό κατασκευή χώρας, έναν Ιταλό και έναν Βαυαρό, δυο ξένους. [Πρόκειται για τον Ιταλό συνταγματάρχη Πιζάν, πολιτάρχη και τον Βαυαρό συνταγματάρχη Κ. Ευδεκ, φρούραρχο].
Θα ήταν ηχηρή παράλειψη χωρίς την αναφορά στην εκτίμηση για την ποίηση . Παρά την άποψη ότι «τα ποιήματα δεν κρατάνε πολύ έξω από την κατάψυξη/ούτε ένα απόγευμα (ειδικά τον Δεκέμβριο) (σ. 184-185) είναι διθυραμβική η εκτίμησή του:
Μια Κάποια Πραγματικότητα: Poetryneverdies11!! (σ. 162-163)
«H ποίηση ποτέ δεν πεθαίνει, Poetry never dies, για την ακρίβεια Poetryneverdies11!! είναι ο κωδικός εισόδου που δεν χρειάζεται απόκρυψη, μπορούν να εισέρχονται οι φίλοι και οι εχθροί, να μηρυκάζουν όσα γράφτηκαν, όσα θα γραφτούν για σένα, να αναιρούν, να διορθώνουν να επιτάσσουν να διατάσσουν, να υποτάσσουν την Ιστορία, την αλήθεια, τις λέξεις ―παρανάλωμα― πότε διαρρήχτηκε τελευταία φορά αυτό το ερμάριο με τα λερά ρούχα της ανθρωπιάς. Μήπως εννοούσες « του ανθρώπου», «της ανθρωπότητας», «των ανθρώπων», «του ανθρώπινου γένους» ή «του ανθρωπισμού»; Αυτό το ερώτημα ίσως μείνει αναπάντητο…»
Συμπληρώνοντας την αναφορά στο περιεχόμενο πρέπει να επισημάνω τη μοναξιά του ποιητή, την αίσθηση απώλειας και τις ματαιωμένες διαρκώς ή ελλειπτικές συναντήσεις σε μια επίπονη προσπάθεια διάσωσης της σχέσης του με τη μούσα.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό στο οποίο πρέπει μα σταθεί κανείς στο βιβλίο αυτό είναι η γλώσσα με το πλούσιο λεξιλόγιο, την ιδιάζουσα εκφραστική δύναμη, τη χαρακτηριστική αξιοποίηση εκφράσεων, αντιθέσεων, περιγραφών και αφηγήσεων και τη σουρεαλιστική αξιοποίηση του λόγου που γοητεύουν τον αναγνώστη, τον προκαλούν να σκεφθεί, να αναλύσει και να κατανοήσει αλλά και να χαρεί το ουσιώδες και το σημαντικό στην ανθρώπινη ζωή.
Μονολογισμός (σ. 25)
«Η ομορφιά είναι ένα δαντελένιο ανάχωμα που δεν αντέχει και πολλά πασκάλ πραγματικότητας, ένα σκηνικό για παράσταση γενναιοδωρίας, μια καλλιγραφία άδικου πολέμου, μια ευγενική χειρονομία εσαεί άδολης κι αψεγάδιαστης βαρβαρότητας».
Κλείνοντας την προσέγγιση του βιβλίου, πρέπει να επισημάνω πως το βιβλίο σχεδόν αρχίζει και ολοκληρώνεται με το ίδιο κείμενο: Αφήγηση: Επώδυνη απομάκρυνση από την Gare Centrale (σ. 21 και 186) αξιοποιώντας το σχήμα κύκλου και περιλαμβάνοντας σ’ αυτό τον προκλητικό, μυστηριώδη, υπαινικτικό, απρόβλεπτο και θαυματουργό κοινωνικό άνθρωπο, προϋπόθεση για μια πολιτεία που «έπρεπε να είναι όμορφη (απόλυτα όμορφη), ιδιωτική (απόλυτα ιδιωτική) κι ευπρόσιτη (απόλυτα ευπρόσιτη). Ευπρόσιτη κυριολεκτικά και ευπρόσιτη σε κάθε επιθυμία του…».
Στις Αντικριστές Πολιτείες ο συγγραφέας παρουσιάζοντας το σύγχρονο κόσμο αντικριστά προς τον παλιότερο επιχειρεί να ενσωματώσει και να συνθέσει τις δυο πραγματικότητες που περικλείουν εκτός των άλλων ιδέες κλασικές, επιθυμίες ανεκπλήρωτες, δημιουργίες με σύγχρονες χαοτικές καταστάσεις που όμως συγκροτούν το ταξίδι της ζωής ξεχωριστό για τον καθένα, κοινό για τους πολλούς ή όλους ολοκληρώνοντας και αφομοιώνοντας όλα τα χαρακτηριστικά του κόσμου που βιώνουμε όλοι σήμερα είτε θετικά είτε αρνητικά.
Ο συγγραφέας είναι ο τύπος του επιστήμονα και του διανοούμενου του 21ου αιώνα που επιλέγει τη λογοτεχνική γραφή και την πεζολογική ποίηση και αφηγηματολογία, για να παρουσιάσει τον παλιότερο και σύγχρονο κόσμο με την πολύτιμη επιστημονική και πνευματικοκαλλιτεχνική σκευή του, γεγονός που καθιστά αιτούμενο αλλά και πραγματικότητα τον νέο άνθρωπο που μπορεί να ζει ειρηνικά, ελεύθερα, ηθικά και δημιουργικά πραγματώνοντας αυτό που σημαίνει η λέξη Κόσμος, δηλαδή κόσμημα, στολίδι, ομορφιά, στο γρήγορο πέρασμα του ανθρώπου από τη ζωή.
Ας σταθούμε, λοιπόν, αντικριστά-απέναντι στις Αντικριστές Πολιτείες του Ιωαννίδη και ας στοχαστούμε απολαυστικά για τη ζωή μας.
____________
Βλ. και σχετικό κείμενο της Σοφίας Κολοτούρου, εδώ
___________
1. Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, σελ.299.
2. Ό.π. σελ.329
3. Γιώργος Σεφέρης,Δοκιμές, τόμ. Α΄,έκδοση 4η, Ίκαρος, σελ.149.
4. Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, ό.π. σελ. 343
5. Ό.π. σελ. 39