
Η αρχή από τον τίτλο∙ Βάθοs πεδίου. Ο Κωνσταντίνος Τσεκλένης μας υπενθυμίζει την κύρια ιδιότητά του. Το μάτι του βρίσκεται πάντα πίσω από ένα φακό, είτε φωτογραφίζει είτε κινηματογραφεί. Και φυσικά είναι το βάθος που ερευνά, είτε αυτό είναι τοπικό είτε, κυρίως, χρονικό, για να ανασύρει από τη μνήμη ό,τι έχει κατακαθήσει, έχει πληγώσει, έχει σημαδέψει. Σωστά είπε ο Δημόκριτος ἐν τῷ βυθῷ ἡ ἀλήθεια.
Το βιβλίο περιέχει ποιήματα και διηγήματα, όλα της ίδιας συναισθηματικής δυσανεξίας. Οι αφορμές που έχει ο δημιουργός είναι πολλές και η παρούσα ξεκινάει με το παραπλανητικό «Μουσικό κουτί», το οποίο μας μεταφέρει, παρά την πρώτη ευχάριστη εντύπωση, πέρα από ό,τι μπορεί να ανακαλεί στον ανυποψίαστο αναγνώστη, σε έναν εφιάλτη. Στο «μουσικό κουτί» δεν θα δούμε τη μπαλαρίνα να χορεύει με μια ευχάριστη μουσικούλα, αλλά έναν παλιάτσο, ο οποίος σε κάθε στριφογύρισμα μοιάζει σαν να κουρδίζει κάποιον παλιό φόβο...
ΜΟΥΣΙΚΟ ΚΟΥΤΙ
Το μουσικό κουτί/ των παιδικών μου χρόνων /μ ᾽ εκείνον τον παλιό σκοπό/ και τον παλιάτσο να χορεύει μες στη νύχτα /πόσο ύπουλα με νανουρίζει/ Όσο περνά η ώρα /και στο σκοτάδι με βυθίζει/ μοιάζει εκείνος ο φόβος ο παλιός /σιγά-σιγά μες στη σιωπή /να το κουρδίζει.
Και η αφήγηση αρχίζει και από το βάθος του πεδίου αναδύονται ο παλιός έρωτα, το άδειο σπίτι, ο πατέρας και οι κουβέντες, τα μη ομολογημένα μυστικά, τα χρώματα –το μπλε, το βαθυπράσινο και το βαθυκύανο, τα όνειρα που τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν, οι περαστικοί κι ο μαυροφορεμένος που επιμένει να παρατηρεί το σπίτι...
«Τελευταία όμως ένας μαυροντυμένος/ επίμονα κοιτά απ᾽ το πεζοδρόμιο. /Μάλλον ενδιαφέρεται για το σπίτι. /Περίεργο!/ Εγώ δεν το πουλώ».
Κι έτσι, το παράξενο και τρομακτικό μπαίνει μέσα στο ρεαλιστικό και κάνει το μείγμα δυσοίωνο. Η συμβουλή του πατέρα πάντα στη σκέψη του:
«Βαθυπράσινος λαός», έλεγε, /«πλάι στο βαθυκύανο του πελάγους/ εκεί που μας σμίλεψαν οι άνεμοι. /Μικρογραφία τόπου /που σέρνει μιας τραγωδίας το χορό.»
Αυτά είπε ο πατέρας και μάλλον είχε στα αφτιά του τους στίχους του Γιώργου Σεφέρη,
«Ανεξήγητο» είπες «ανεξήγητο/ δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους /όσο και να παίζουν με τα χρώματα / είναι όλοι τους μαύροι», έγραφε το «Διάλειμμα χαράς».
Ο Τσεκλένης δεν μας αφήνει να χαρούμε ούτε το βαθυπράσινο, ούτε το βαθυκύανο ούτε το «διάλειμμα» ούτε μας επιτρέπει ανάσες ανακουφιστικές. Ο Δάντης, ο Καραβάτζο, ο Ρεμπό, που μπαίνουν στον στίχο του, ζωγράφοι και λογοτέχνες, καταραμένοι και οι τρεις τον επισκέπτοναι στα όνειρά του... Λες και οι τρεις που κατέβηκαν στην Κόλαση και ανέβηκαν μετά, έρχονται για να τον συμβουλέψουν πώς να εκδιώξει τους δικούς του δαίμονες. Η προσφυγή στους πεθαμένους τον αντριεύει σε ένα αναποδογύρισμα της σκέψης του Σεφέρη : «και πόσο παράξενα αντριεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους...» («Πάνω σ’ ένα ξένο στίχο»).
Αλλά οι δαίμονες που παιδεύουν το μυαλό του Τσεκλένη δεν βρίσκονται μόνο στο βάθος πεδίου αλλά και στην επιφάνεια. Είναι τα ονόματα των ξένων γυναικών στους τηλεφωνικούς θαλάμους, είναι οι άστεγοι, η μάνα που ξεψύχησε με το μωρό να θηλάζει ακόμα, ενώ εκείνη ονειρεύεται, «χρυσές ακτές, γαλάζιες θάλασσες και σπάνια μπαχάρια», στο χαρτόκουτο με μια κουβέρτα τυλιγμένη, μητέρα και μωρό, στις παγωμένες πλάκες των Εξαρχείων.
Ο Τσεκλένης γίνεται ο ίδιος οδηγός μας στη σύγχρονη Κόλαση, μας δείχνει τους εξαθλιωμένους του σήμερα, μας κατευθύνει ομολογώντας, κατά κάποιον τρόπο, πως πήρε την κάμερα στο χέρι από χρέος, οφειλή, σ’ αυτά που έπρεπε να ανασύρει στο φως, όπως συνάγουμε από το ποίημα «Το χρέος»:
Φαίνεται γεννήθηκα μ᾽ ένα χρέος/ να εξασκούμαι /όπως το βλέμμα στο σκοτάδι κι όπως τα μάτια / να βλέπουν μέσα απ᾽ τα πράγματα./ Φαίνεται γεννήθηκα μ᾽ ένα χρέος /όπως η ρίζα που κρατάει το χώμα/ κι όπως η σιωπή που θυμάται. Και από αυτή την αστείρευτη πηγή ανεβαίνουν στιγμιότυπα με κορίτσια, ερωτικά ραντεβού στον Λυκαβηττό, τη νύφη που την κρέμασαν, την υπογλυκαιμία, τη Black Friday κι άλλα πολλά μικρά και καθημερινά, τα οποία όμως έχουν αφήσει το στίγμα τους. Σταματώ για λίγο στο πεζό με τον τίτλο «Τo σκιάχτρο»: «Το πουκάμισό του είχε πάντα ένα λεκέ από αίμα γύρω από μια τρύπα στο δεξί του μπράτσο. Το ύφασμα ήταν σχισμένο στο στήθος, μ ᾽ ένα δέρμα ηλιοκαμένο γεμάτο ουλές να προβάλλει στο στέρνο. “Ενθύμια από τον πόλεμο”, μου είχε πει. Το πρώτο από σφαίρα και το δεύτερο απ’ τα συρματοπλέγματα. Οι τιράντες στην πλάτη σταυρωτές και με κουμπί μπροστά για να κρατούν το παντελόνι. Παντελόνι, τρόπος του λέγειν βέβαια, βράκα χωρικού ήταν, κατάμαυρη, με τα μπατζάκια κομμένα πιο ψηλά να μη γραπώνονται στα σχίνα, κι αποκάτω τ’ άρβυλα, με το χώμα αιώνων στοιβαγμένο. Μαύρα κι αυτά, με χακί κορδόνι. Το ψάθινο καπέλο του, μονίμως ξεφτισμένο στο γείσο και γερτό μπροστά, να σκιάζει τα μάτια και το πρόσωπο [...]. Τελευταία τον βλέπω τακτικά να διώχνει τις κάργιες, καταμεσής του ατρύγητου αμπελώνα πάνω στο σταυρό, με το γνώριμο σκούρο μπλε πουκάμισο να ᾽χει ξεθωριάσει από τον ήλιο και να ᾽χει γίνει ένα με τον ουρανό, και τις τιράντες να κρατούν τη βράκα. Τον παρατηρώ έτσι όπως κάθεται αμίλητος, με τα σύννεφα πίσω να τρέχουν να προλάβουν τη δύση, και τον αέρα ν᾽ ανεμίζει μανίκια και μπατζάκια, αλλά κι εκείνο το ψάθινο καπέλο, γερτό πάντα μπροστά, πάνω στον πάσσαλο, στην κεφαλή του σκιάχτρου». Ο «Σταμπαδόρος» είναι μια φιγούρα που ξεφυτρώνει από τα ενδότερα ενός εργαστηρίου λατέρνας. Μα δεν είναι μόνο η λατέρνα και τα τραγούδια που σταμπάρει στα ενδότερά της, σταμπάρει στη μνήμη του πρόσωπα, κουβέντες του αφεντικού με καλλιτέχνες, μυστικά από το κυνήγι των αντιφρονούντων και την παρακολούθηση του εξόριστου που χαροπαλεύει. «Τι θα ᾽λεγε ο κόσμος γι’ αυτόν; Μόνο αυτό τον ένοιαζε. Γόνος καλής οικογενείας, απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών, ηθοποιός και μουσικός, που δούλευε και ως γελοιογράφος στην καλύτερη εφημερίδα των Αθηνών, να έχει μπλέξει έτσι με τον υπόκοσμο....» Καταλάβατε; Ο μικρός σταμπαδόρος είχε ανοιχτά τα αφτιά του ακόμα και στις κρυφές σκέψεις του ήρωα και θα περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να κάνει καλά τη «βρομοδουλειά» του. Ο σταμπαδόρος υπάρχει πάντα, αφανής κι αόρατος, και παίρνει εκδίκηση για όσα η φύση ή η κοινωνία του στέρησε και στο τέλος θα «καρφώσει» γερά εκείνον που δεν τον υπολόγισε. Το «Ταξίδι στην περίεργη χώρα» είναι το ανάλογο της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων από την ανάποδη, ταξίδι στη χώρα των αντιθαυμάτων, των εφιαλτικών αναμνήσεων, των σκοτεινών και δυσοίωνων τοπίων, λες και σωστό τίποτα δεν υπάρχει στον κόσμο αυτό. Όπως γράφει ο Τσεκλένης αυτοβιογραφούμενος «Του άρεσε να καταδύεται βαθιά στην αδιόρατη πλευρά του εαυτού του και των άλλων, αλλά και να παρατηρεί όλα αυτά που ενοχλούσαν». «Του άρεσε να παρατηρεί τους ανθρώπους. Από μικρός το ᾽χε αυτό». Το θρίλερ καλά συνεχίζεται και καλά πάει. Ο Κωνσταντίνος Τσεκλένης είναι ο ίδιος το υλικό των έργων του... γίνεται το μάτι του καθενός μας, βλέπει μέσα του και έξω του, βλέπει το πεδίο σε βάθος, είναι σαν τον «Αυτοτιμωρούμενο» του Μποντλέρ «η πληγή και το μαχαίρι!», το βλέμμα, η κάμερα, το πεδίο, το μολύβι και η λέξη... |