«… μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη…»

«… μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη…»

Θε­ό­δω­ρος Πα­πα­γιάν­νης: «Το Αι­γαίο» (Α πλευ­ρά)

——— ≈ ———

Το 1911, που απο­χω­ρού­σε ο Αλέ­ξαν­δρος Πα­πα­δια­μά­ντης από τη ζωή, ερ­χό­ταν ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της. Ο πρώ­τος δεν ήταν δυ­να­τόν να γνω­ρί­σει τον δεύ­τε­ρο, ενώ ο δεύ­τε­ρος δεν ήταν δυ­να­τό να αγνο­ή­σει τον πρώ­το· αντι­θέ­τως, επρό­κει­το να τον λα­τρέ­ψει και να του δώ­σει εξέ­χου­σα θέ­ση στο έρ­γο του. Τη χρο­νιά που ο Πα­πα­δια­μά­ντης γί­νε­ται χω­ρι­κός του απέ­ρα­ντου γα­λά­ζιου —Ανα­χω­ρη­τής— ο Ελύ­της γεν­νιέ­ται ως Ερ­χό­με­νος. Λες και η φύ­ση, που απε­χθά­νε­ται τα κε­νά, φρό­ντι­ζε το κε­νό του Θανά­του του Πα­πα­δια­μά­ντη να το κα­λύ­ψει με το βρέ­φος το Ερ­χό­με­νο του Ελύ­τη. Και η συ­γκυ­ρία δεν εί­ναι απλώς υλι­κή, αλ­λά με­γά­λης πε­ριε­κτι­κό­τη­τας, αφού ο ερ­χό­με­νος έρ­χε­ται πλη­σί­στιος, με άλ­λα λό­για σαν κα­ρά­βι με φου­σκω­μέ­να τα πα­νιά από πα­πα­δια­μα­ντι­κό αέ­ρα. Τυ­χαία η χρο­νο­λο­γι­κή σύμ­πτω­ση θα­νά­του του ενός και γέν­νη­σης του άλ­λου; Ποιος ξέ­ρει; Η φύ­ση πά­ντως απε­χθά­νε­ται τα κε­νά.
Αν υπο­λο­γί­σου­με «τις μυ­στι­κές σχέ­σεις των εν­νοιών και τις περ­πα­τή­σου­με σε βά­θος θα βγού­με σ' ένα άλ­λου εί­δους ξέ­φω­το που εί­ναι η Ποί­η­ση»,1 λέ­ει ο Ελύ­της. Κι αυ­τή η Ποί­η­ση εί­ναι που θα γλι­στρή­σει αθέ­α­τα από τις σε­λί­δες του Πα­πα­δια­μά­ντη και μέ­σα από μυ­στι­κές δια­δρο­μές θα επα­να­κάμ­ψει «αλ­λιώς ωραία», σε άλ­λα συμ­φρα­ζό­με­να, χρο­νι­κές στιγ­μές και ιστο­ρι­κά συμ­βά­ντα αλ­λά και πα­ρό­μοια στους στί­χους του Ελύ­τη, όπως θα δού­με πα­ρα­κά­τω.
Η μνη­μό­νευ­ση του Σο­λω­μού και του Πα­πα­δια­μά­ντη στο Άξιον Εστί έχει την αι­τιο­λο­γία της λα­λιάς «που δεν ξέ­ρει από ψέ­μα». Αυ­τό και μό­νο, η αλή­θειά τους, αρ­κεί ώστε οι δύο λο­γο­τέ­χνες μας να συ­νυ­πάρ­χουν στους στί­χους και να εί­ναι ο Ελύ­της πα­ρών ως τρί­τος:

Μνη­μο­νεύ­ε­τε Διο­νύ­σιο Σο­λω­μό
και μνη­μο­νεύ­ε­τε Αλέ­ξαν­δρο Πα­πα­δια­μά­ντη.

Η πα­ρού­σα με­λέ­τη αφο­ρά τον δεύ­τε­ρο στί­χο και μνη­μο­νεύ­ε­τε Αλέ­ξαν­δρο Πα­πα­δια­μά­ντη. Ωστό­σο, δυο ακό­μα στί­χοι ενώ­νουν και τους τρεις λο­γο­τέ­χνες πά­νω σε ένα «τρε­λο­βά­πο­ρο» και εί­ναι οι ακό­λου­θοι

Την άγκυ­ρα φου­ντά­ρει στις κου­κου­να­ριές
Φορ­τώ­νει φρέ­σκο αέ­ρα κι απ' τις δυο με­ριές.

Ως προς τις «κου­κου­να­ριές», όπου «την άγκυ­ρα φου­ντά­ρει» το «Τρε­λο­βά­πο­ρο» του Ελύ­τη, υπο­θέ­του­με πως εί­ναι οι κου­κου­να­ριές της Σκιά­θου, αφού αυ­τές εί­ναι οι πλέ­ον γνω­στές και προ­βε­βλη­μέ­νες ελ­λη­νι­κές κου­κου­να­ριές. Ως προς τις «δυο με­ριές», συ­νη­θί­ζου­με να λέ­με πως εί­ναι τα δυο πε­λά­γη της Ελ­λά­δας. Τι μας εμπο­δί­ζει να πού­με ότι εί­ναι και ο Σο­λω­μός και ο Πα­πα­δια­μά­ντης; Αφού και από τους δύο εμπνέ­ε­ται ο Ελύ­της; Και οι δύο ανι­χνεύ­ο­νται στο έρ­γο του και ο Σο­λω­μός (που δεν εί­ναι της ώρας) και ο Πα­πα­δια­μά­ντης (που εί­ναι) για τον οποίο υπάρ­χει και ολό­κλη­ρο βι­βλίο Η μα­γεία του Πα­πα­δια­μά­ντη.

Η μα­γεία του Πα­πα­δια­μά­ντη

Ο θαυ­μα­σμός λοι­πόν του Ελύ­τη για τον Πα­πα­δια­μά­ντη θα ανα­πτυ­χθεί και διε­ξο­δι­κά θα ανα­λυ­θεί στο δο­κί­μιο του «Η μα­γεία του Πα­πα­δια­μά­ντη», όπου θα εξά­ρει την προ­σω­πι­κό­τη­τα του Σκια­θί­τη πε­ζο­γρά­φου και θα ανα­δεί­ξει τις αρε­τές του έρ­γου του που δεν εί­χαν επι­ση­μαν­θεί ή, έστω, δεν εί­χαν προ­βλη­θεί· κι έτσι θα δού­με το τι, το πώς και το για­τί ο ένας ο πα­ρα­δο­σια­κός, με την κα­θα­ρεύ­ου­σα γλώσ­σα του, την εκ­κλη­σια­στι­κή, την γρα­φειο­κρα­τι­κή, την επί­ση­μη κολ­λα­ρι­στή, αλ­λά και την αθη­ναϊ­κή τής φτω­χο­γει­το­νιάς ή τη σκια­θί­τι­κη του νη­σιού του, θα γοη­τεύ­σει τον άλ­λο, τον νέο, το μο­ντέρ­νο, τον επα­να­στά­τη που αρ­πά­ζει τον υπερ­ρε­α­λι­σμό, ξε­θη­κά­ρω­το σπα­θί, και τον κρα­δαί­νει ενα­ντί­ον των προ­κα­τα­λή­ψε­ων, κό­ντρα σε «ενω­μο­τί­ες ολό­κλη­ρες λο­γί­ων με χο­ντρά μυω­πι­κά γυα­λιά και νευ­ρω­τι­κούς κο­ντυ­λο­φό­ρους»2 κα­θώς επί­σης και κό­ντρα στο πλή­θους από «συ­ντε­ταγ­μέ­νους διο­πτρο­φό­ρους» που «νο­μο­θε­τούν στο όνο­μα της ρυ­τί­δας και των ψη­φια­κών αριθ­μών». Το σπου­δαιό­τε­ρο βή­μα του Ελύ­τη εί­ναι εκεί­νο που θα βοη­θή­σει εμάς να απε­μπλα­κού­με από την τα­μπέ­λα του «κο­σμο­κα­λό­γε­ρου», χω­ρίς κα­θό­λου να επι­χει­ρή­σει να την ακυ­ρώ­σει, απλώς θα στρί­ψει αλ­λού την κλεί­δα και θα μας δεί­ξει μια άλ­λη πλευ­ρά του πε­ζο­γρά­φου. Θα μας δεί­ξει τη μα­γεία του, αλ­λά πέ­ρα από αυ­τά που θα μας πει στο δο­κί­μιο του για τον Πα­πα­δια­μά­ντη θα έρ­θουν συ­νε­πί­κου­ροι και οι στί­χοι στα ποι­ή­μα­τά του. Ιδέ­ες ή ει­κό­νες που θα με­τα­σχη­μα­τι­στούν και θα γλι­στρή­σουν από τα κεί­με­να του πε­ζο­γρά­φου στα κεί­με­να του ποι­η­τή. Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με πως ο Ελύ­της ανή­κει στη Σχο­λή του Πα­πα­δια­μά­ντη, αν υπήρ­χε μια τέ­τοια Σχο­λή, για­τί εί­ναι τό­σα πολ­λά αυ­τά τα οποία στην ποί­η­σή του θα πε­ρά­σουν από την πε­ζο­γρα­φία του Πα­πα­δια­μά­ντη στην ποί­η­ση του Ελύ­τη αβί­α­στα και «ανε­παι­σθή­τως». Και όχι πως αυ­τά που βλέ­πουν και ακού­νε ο Πα­πα­δια­μά­ντης και ο Ελύ­της δεν τα βλέ­πουν και δεν τα ακούν και άλ­λοι, αλ­λά ο Ελύ­της και ο Πα­πα­δια­μά­ντης έχουν το χά­ρι­σμα να ανή­κουν στις «ωραί­ες μειο­ψη­φί­ες»3 στους «λευ­κο­φό­ρους», ας πού­με, αυ­τούς που εν­νο­ούν αυ­τά που δεν βλέ­πο­νται και δεν ακού­γο­νται. Και εί­ναι αρ­κε­τά τα δείγ­μα­τα αυ­τής της σύ­γκλι­σης.
Ας αρ­χί­σου­με από το πιο απλό.


Το πε­ρι­βάλ­λον

Γεν­νή­θη­καν και οι δύο σε νη­σί και αγα­πούν τη θά­λασ­σα. Ο πε­ζο­γρά­φος χρί­ζε­ται μύ­στης της ελ­λη­νι­κής φύ­σης, όπως και ο ποι­η­τής, και οι δύο προ­βάλ­λο­νται, σαν σε δια­φά­νεια, πρό­γο­νος και από­γο­νος. Και οι δύο ανα­ζη­τούν, κα­τά το ζη­τεί­τε και ευ­ρή­σε­τε, και βρί­σκουν τον Θεό ή τη Φύ­ση ή τα απλά πράγ­μα­τα και, κυ­ρί­ως, τη μα­γεία τους, πέ­ρα από το πε­ρί­γραμ­μά τους, φα­νε­ρό ή νοη­τό. Σ' αυ­τά όλα που θα ονο­μά­ζα­με πλαί­σιο εμπε­ριέ­χε­ται και ο άν­θρω­πος. Η γη πα­ρά­δει­σος με ό,τι ένας πα­ρά­δει­σος εμπε­ριέ­χει.
Για τον Ελύ­τη, ο Πα­πα­δια­μά­ντης βρί­σκε­ται στη χώ­ρα της αθω­ό­τη­τας, στην επι­κρά­τεια του Λευ­κού, έχο­ντας δια­τρέ­ξει όλη την επι­κρά­τεια του Μαύ­ρου, «έτσι ώστε να πα­τή­σει από το άλ­λο μέ­ρος και πά­λι στο Λευ­κό». «Η χώ­ρα της αθω­ό­τη­τας ... έχει τους Αγί­ους της και τ' αγρί­μια της».4 Και μια και βρι­σκό­μα­στε στον πα­ρά­δει­σο, ας αρ­χί­σου­με από την τρισδιά­στατη αί­σθη­ση της ακο­ής του Πα­πα­δια­μά­ντη. Με την μια πιά­νει τους ανέ­μους και τον πα­φλα­σμό των κυ­μά­των, με τη δεύ­τε­ρη, την ελ­λη­νι­κή λα­λιά στην αρ­χι­κή της φθογ­γο­λο­γι­κή σύ­στα­ση και με την τρί­τη τον κό­σμο των νοη­μά­των.5 Ο με­λε­τη­τής τού Ελύ­τη αντι­λαμ­βά­νε­ται αμέ­σως ότι αυ­τά τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά βρί­σκο­νται και στο δι­κό του έρ­γο. Πα­ντού και κυ­ρί­ως στο Άξιον Εστί, όταν από την πα­ρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τα φτά­νει στη μα­γεία.

Ας πά­ρου­με τα πράγ­μα­τα από την αρ­χή και ας δού­με τον χώ­ρο. Ο ίδιος πά­ντα. Στε­ριές και θά­λασ­σες, κο­ρί­τσια και αγό­ρια, ο πα­πάς, το εκ­κλη­σά­κι, οι γυ­ναί­κες και οι άντρες έξω από τον χρό­νο. Σε χρό­νο πα­ρα­δεί­σιο. Λευ­κό. Λευ­κοί τοί­χοι, φτω­χο­λο­γιά, βά­σα­να, μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νες γυ­ναί­κες.

Ολό­σω­μοι πά­νω στο φως και μαύ­ροι έως θα­νά­του

Σ' αυ­τήν την πλα­τιά τοι­χο­γρα­φία εμ­φα­νί­ζο­νται τα πρό­σω­πα. Και πά­με κα­τευθείαν στα κο­ρί­τσια. Ο Ελύ­της θα κά­νει κα­τά­λο­γο και θα βά­λει όλα τα κο­ρί­τσια του Πα­πα­δια­μά­ντη μα­ζί σαν «χο­ρό» στο σκια­θί­τι­κο δρά­μα και με­τά, αλ­λά­ζο­ντας απλώς το ονό­μα­τα, θα τον επα­να­λά­βει στον δι­κό του κα­τά­λο­γο στο Άξιον Εστί.

Η Μα­τή, η Μο­σχού­λα, η Πο­λύ­μνια, η Πού­λια «το Αστε­ρά­κι», η Ακρι­βού­λα, αλ­λά και σε ου­δέ­τε­ρο: το Μα­ριώ, το Κα­τε­ρι­νιώ, το Ξε­νιώ και τό­σες άλ­λες που με­τα­μορ­φώ­θη­καν στο Άξιον Εστί:

TA ΚΟΡΙ­ΤΣΙΑ η πόα της ου­το­πί­ας... οι πα­ρα­πλα­νη­μέ­νες Πλειά­δες, τ' Αγ­γεία των Μυ­στή­ριων... τ' απύθ­με­να [...]

Η Έρ­ση, η Μυρ­τώ, η Μα­ρί­να, η Ελέ­νη, η Ρω­ξά­νη, η Φω­τει­νή, η Άν­να, η Αλε­ξάν­δρα, η Κύν­θια και δύο ακό­μη που μας έρ­χο­νται από πο­λύ πα­λιά, από τον κή­πο της Σαπ­φώς, η Αρι­γνώ­τα και η Ανα­κτο­ρία. Ο Ελύ­της μπαί­νει στον κή­πο της αρ­χαί­ας ποι­ή­τριας, όπως και στον κή­πο του Πα­πα­δια­μά­ντη και κοι­τά­ζει αυ­τά τα μυ­στή­ρια πλά­σμα­τα τα κο­ρί­τσια. Και οι δύο με τον ίδιο τρό­πο τα πα­ρα­τη­ρούν. Τα κοι­τά­ζουν. Ο κα­θείς και η επο­χή του. Εί­ναι πλά­σμα­τα πα­ρα­δεί­σου. Πα­ρά­ξε­να, δελ­φι­νο­κό­ρι­τσα, νε­ρα­τζο­κό­ρι­τσα, δέ­ντρα που φυ­τρώ­νουν μέ­σα στη θά­λασ­σα, ανά­με­σα Σύ­ρο και Τζιά, λέ­ει ο Ελύ­της, Άν­θος του για­λού και αστε­ρά­κι λέ­ει ο Πα­πα­δια­μά­ντης- πλά­σματα μα­γι­κά, άφτα­στα ιδα­νι­κά. Από τα αι­σθη­τά με­τα­βαλ­λό­με­να στα νοη­τά αναλ­λοί­ω­τα. Πλα­τω­νι­κή η ιδέα.
Ο Πα­πα­δια­μά­ντης λέ­ει το κο­ρί­τσι Μα­ριώ ή Κα­τε­ρι­νιώ, το κά­νει να ακού­γε­ται ου­δέ­τε­ρο. Ο Ελύ­της παίρ­νει το ου­δέ­τε­ρο, το φυ­τό, και το με­τα­βάλ­λει σε θη­λυ­κό -σε θεά Φυ­τώ- και έτσι η θεά γί­νε­ται κο­ρί­τσι, φυ­τό, λου­λού­δι και πόα της ου­το­πί­ας. Η σχέ­ση εί­ναι αμ­φί­δρο­μη και νο­μί­ζω πως το ένα ερ­μη­νεύ­ει το άλ­λο και τα δύο εντάσ­σο­νται στην ευ­ρύ­τε­ρη έν­νοια της μα­γι­κής με­τα­μόρ­φω­σης.
Η «πού­λια το Αστε­ρά­κι» του Πα­πα­δια­μά­ντη θα γο­νι­μο­ποι­η­θεί στο ποί­η­μα του Ελύ­τη «Η Μά­για»: «Η πού­λια που 'χει εφτά παι­διά...».

Και τα αγό­ρια; Πρω­τί­στως, κο­ρί­τσια και αγό­ρια εί­ναι όλα «Λου­λού­δια αγο­ρο­κό­ρι­τσα... με μια ψι­λή φω­νή». Άει­δεν λε­πτα­λέη φω­νή. Έψαλ­λεν με λε­πτή φω­νή λέ­ει ο αρ­χαί­ος ποι­η­τής, «ψέλ­λι­ζαν χε­λι­δο­νι­στί» τα κο­ρί­τσια στον Πα­πα­δια­μά­ντη στο «Έρως -Ήρως» και πα­ρο­μοί­ως τα κο­ρί­τσια στη «Τρε­λή ρο­διά» του Ελύ­τη, όταν ξυ­πνούν και ο κά­μπος

ξε­χει­λί­ζει από κε­λαη­δι­σμούς τα ονό­μα­τα τους...

Και τα αγό­ρια εί­ναι όπως οι νε­α­ροί άνε­μοι και όλοι με τα ονό­μα­τα τους στον Ελύ­τη. Στον Πα­πα­δια­μά­ντη, ο Βορ­ράς και ο Και­κί­ας. Τέ­τοιοι νε­α­ροί εί­ναι: ο Μά­νος του Κο­ρω­νιού, ο βαρ­κά­ρης Γιωρ­γής στο «Έρως-Ήρως», ο νε­α­ρός βο­σκός στο «Όνει­ρο στο κύ­μα».
Στις βρύ­σεις και στα ρυά­κια, κά­τω από τον ήλιο, στα βου­νά και τους βρά­χους, στα όρη τα πα­ρα­θα­λάσ­σια, εκεί όπου φυ­σού­σε ο Βορ­ράς και ο Και­κί­ας οι οποί­οι ανέ­μι­ζαν τα μαλ­λιά του «και τα έκα­μναν να εί­ναι σγου­ρά όπως οι θά­μνοι κ' αι αγριε­λαί­αι, τας οποί­ας εκύρ­τω­ναν με το ακού­ρα­στον φύ­ση­μά των, με το αιώ­νιον της πνο­ής των φραγ­γέ­λιον» («Όνει­ρο στο κύ­μα», ενό­τη­τα 3η).
Και συ­νε­χί­ζει: «Όλα εκεί­να ήσαν ιδι­κά μου. Οι λόγ­γοι, οι φά­ραγ­γες, αι κοι­λά­δες, όλος ο αι­για­λός, και τα βου­νά». Με πα­ρό­μοιο τρό­πο οι­κειο­ποιεί­ται ο Ελύ­της το Αι­γαίο και τα νη­σιά, ταξι­δεύοντας με το πλοίο:

«την επο­χή που μου δό­θη­κε πρώ­τη φο­ρά η ευ­και­ρία να βρε­θώ στο κα­τά­στρω­μα ενός πλοί­ου, δια­σχί­ζο­ντας τα νό­τια της Σα­ντο­ρί­νης, εί­χα το αί­σθη­μα ενός γαιο­κτή­μο­να που κά­νει ανα­γνώ­ρι­ση των πα­τρο­γο­νι­κών του, εν όψει κά­ποιας κλη­ρο­νο­μιάς. Αυ­τές οι σγου­ρές από κύ­μα­τα εκτά­σεις ήταν οι καλ­λιερ­γή­σι­μες γαί­ες όπου δεν από­με­νεν πα­ρά να φυ­τευ­τούν κυ­πα­ρίσ­σια για ορό­ση­μα. Τα κο­πά­δια μου τα κα­τα­με­τρού­σα, τις σι­τα­πο­θή­κες μου, τα πα­τη­τή­ρια μου, τα υπό­στε­γά μου τα όρι­ζα. Δε μου 'λει­παν ού­τε τα πλε­ού­με­να. Ήταν αυ­τό εκεί το Μο­να­στη­ρά­κι, στην πλα­γιά του λό­φου, ήταν αυ­τά τα δυο-τρία ξο­χό­σπι­τα άκρη-άκρη στο βρά­χο κι οι πε­ρι­στε­ριώ­νες και οι μύ­λοι».6


Επι­στρέ­φου­με στον νε­α­ρό
βο­σκό

Αν δεν βια­στού­με να φύ­γου­με από την εξω­τε­ρι­κή του ει­κό­να, θα δού­με ότι η μη κα­το­νο­μα­ζό­με­νη πε­ρι­πέ­τεια της πα­ρου­σί­ας του στη γη διο­χε­τεύ­ε­ται στη φύ­ση· όχι επά­νω του. Δεν ξε­χνά­με πώς βρέ­θη­κε εκεί, στην Μο­νή του Ευαγ­γε­λι­σμού, στο Κα­τά­με­ρον και Ξυ­λάρ­με­νον, όπου «κα­τέ­πλε­ον τα πλοία τα ξάρ­με­να και ξυ­λάρ­με­να, εξω­θού­με­να από τας τρι­κυ­μί­ας». Ο νε­α­ρός βο­σκός εί­ναι ένα τέ­τοιο προ­ϊ­όν αν­θρώ­πι­νης τρι­κυ­μί­ας. Και αν κάνου­με το άλ­μα στην «Μα­ρί­να των βρά­χων» του Ελύ­τη θα δού­με όλα τα παρα­πάνω χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του στη μορ­φή της Μα­ρί­νας.
Η Μα­ρί­να, όπως ο νε­α­ρός βο­σκός, πε­ρι­φέ­ρε­ται στους βρά­χους και στη θά­λασ­σα. Γυ­ρί­ζει «ολη­με­ρίς» και «ολο­νυ­χτίς τη σκλη­ρή ρέμ­βη της πέ­τρας και της θά­λασ­σας», με τον «αε­το­φό­ρο άνε­μο» που «γύ­μνω­σε τους λό­φους» και την επι­θυ­μία της «ως το κό­κα­λο», με τη «χτε­νι­σιά της θύ­ελ­λας» και με τις κό­ρες των μα­τιών της που «πή­ρα­νε τη σκυ­τά­λη της Χί­μαι­ρας»

Έχεις μια γεύ­ση τρι­κυ­μί­ας στα χεί­λη. Μα πού γύ­ρι­ζες;

Στο τέ­λος του ποι­ή­μα­τος ακού­γε­ται του στερ­νού η φρό­νη­ση. Το έρ­γο του Πα­πα­δια­μά­ντη αρ­χί­ζει και τε­λειώ­νει πα­ρο­μοί­ως: ο ώρι­μος δι­κη­γό­ρος που άρ­χι­σε να γρά­φει μια ιστο­ρία χα­μέ­νου πα­ρα­δεί­σου και τε­λειώ­νει με μια πι­κρή γεύ­ση στα χεί­λη, τώ­ρα που έγι­νε αστός και έχει ξε­ρι­ζω­θεί από τον πα­ρά­δει­σο του.



Η
ευ­τυ­χία εί­ναι μό­νο μια μι­κρή στιγ­μή,

όση η πνοή της Μο­σχού­λας στο μπρά­τσο του, στα λί­γα λε­πτά που χρειά­στηκε για να την βγά­λει από το νε­ρό. Ή όσο ο Γιωρ­γής χρειά­στη­κε να βγά­λει στη στε­ριά το Αρ­χο­ντώ. Όταν θα βγει στη στε­ριά με την κό­ρη και θα της υπο­δεί­ξει μια σπη­λιά, ν' αλ­λά­ξει, εκεί­νη θα τον κοι­τά­ζει με απο­ρία. Ν’ αλ­λά­ξει με τι; «Να στε­γνώ­σεις, θα σου φέ­ρω εγώ φύλ­λα, απ' όλα τα δέν­δρα του δά­σους, αγά­πη μου, να σκε­πα­σθείς». Αυ­τά μέ­σα σε μια σκέ­ψη, μι­κρή σαν την αστρα­πή που της έδω­σε ανά­πτυ­ξη και διάρ­κεια, όσο τρα­βού­σε κου­πί. Αυ­τό δε λέ­ει ο Ελύ­της όταν προ­τεί­νει πιά­σε τη αστρα­πή, δώ­σε της διάρ­κεια...;

«Το τέ­λειο που δεν αξιω­νό­μα­στε πα­ρε­χτός σε μια αστρα­πή, στην ελά­χι­στη διάρ­κεια που χρειά­ζε­ται για ν' ακυ­ρώ­σει την κα­θη­με­ρι­νή αθλιό­τη­τα».7
Και χρω­στά­με στη διάρ­κεια μιας λάμ­ψης την πι­θα­νή ευ­τυ­χία (Ο μι­κρός ναυ­τί­λος, XV).

Αυ­τή την πι­θα­νή ευ­τυ­χία έπλα­σε ο Γε­ωρ­γής για μια στιγ­μή που σκη­νο­θέ­τη­σε στο μυα­λό του το πώς θα ανα­πο­δο­γύ­ρι­ζε τη βάρ­κα, πώς η μά­να της Αρ­χο­ντώς που δε ήξευ­ρε να κο­λυ­μπά θα πή­γαι­νε στον πά­το σαν μο­λυ­βδί­δα, πώς θα πνι­γό­ταν και ο γα­μπρός που ήταν στε­ρια­νός και ού­τε αυ­τός ήξευ­ρε να κο­λυ­μπά· ο Γιωρ­γής, θα έσωζ­σε μό­νο το Αρ­χο­ντώ και θα την με­τέ­φε­ρε στη στε­ριά και στον προ­σω­πι­κό του πα­ρά­δει­σο... Θα…θα ... θα...
Μέ­σα στην αστρα­πή αυ­τής της σκέ­ψης ο Γιωρ­γής έστη­σε έναν πα­ρά­δει­σο και του έδω­σε διάρ­κεια όση ώρα τρα­βού­σε το κου­πί για να την με­τα­φέ­ρει απέ­να­ντι εκεί που θα γι­νό­ταν νύ­φη για τον άλ­λο, τον στε­ρια­νό.

Πιά­σε την αστρα­πή στο δρό­μο σου άν­θρω­πε∙ δώ­σε της διάρ­κεια – μπο­ρείς. (Μα­ρία Νε­φέ­λη, «Η ισό­βια στιγ­μή»).

Όμως

«Έτσι και κά­νει ν' αγ­γί­ξει, ο κό­σμος χα­λά­ει». Το ίδιο συμ­βαί­νει και για τον νε­ό­τε­ρο:

Ήλιε μου, ήλιε μου κα­τα­δι­κέ μου πά­ρ' τα μου πάρ­τα μου όλα
κι άσε μου άσε μου την πε­ρη­φά­νεια Να μη δεί­ξω δά­κρυ
Να σ' αγ­γί­ξω μό­νο και ας καώ φώ­να­ξα κι άπλω­σα το χέ­ρι
Χά­θη­κε ο κή­πος τον κα­τά­πιε η Άνοι­ξη με τα σκλη­ρά της δό­ντια σαν αμύ­γδα­λο
Κι ορ­θός από­μει­να μ ' ένα κα­μέ­νο χέ­ρι
[...] να πο­λε­μώ
το ΔΕΝ και το Αδύ­να­τον του κό­σμου ετού­του

Αυ­τό το «αδύ­να­τον» δια­τρέ­χει όλο τον κό­σμο του Πα­πα­δια­μά­ντη και του Ελύ­τη, επί­σης.

Το μοι­ρο­λό­γι της φώ­κιας και οι φώ­κιες οι μι­κρές

Και οι δύο λο­γο­τέ­χνες ακού­νε τα πλά­σμα­τα της φύ­σης και ας πά­ρου­με «το μοι­ρο­λό­γι της φώ­κιας» από τον πρώ­το, τον Πα­πα­δια­μά­ντη, και «τις φώ­κιες τις μι­κρές ... που κλαιν των αν­θρώ­πων τα βά­σα­να» από τον Ελύ­τη στο Άξιον Εστί («Τα Πά­θη», ιβ'):

Ανοί­γω το στό­μα μου κι ανα­γαλ­λιά­ζει το πέ­λα­γος
και παίρ­νει τα λό­για μου στις σκο­τει­νές του σπη­λιές
Και στις φώ­κιες τις μι­κρές τα ψι­θυ­ρί­ζει
τις νύ­χτες που κλαιν των αν­θρώ­πων τα βά­σα­να

Ο Πα­πα­δια­μά­ντης το­πο­θε­τεί τον πνιγ­μό της Ακρι­βού­λας, το βρα­δά­κι με­τά τη δύ­ση του ήλιου και μό­λις έχει σκο­τει­νιά­σει, ο Ελύ­της το θέ­λει νύ­χτα, κοι­νός τό­πος το σκο­τά­δι. Το «Μοι­ρο­λό­γι της φώ­κιας» φτά­νει στον Πα­πα­δια­μά­ντη, μέ­σω του ψα­ρά που το με­τέ­φρα­σε, ενώ στο ποί­η­μα εί­ναι ο ποι­η­τής που λέ­ει τα λό­για του στη θά­λασ­σα, τα παίρ­νει ο άνε­μος και «στις φώ­κιες τις μι­κρές τα ψι­θυ­ρί­ζει».
Κι εδώ γεν­νιέ­ται η σκέ­ψη ότι ο ποι­η­τής δέ­χε­ται πως οι φώ­κιες γε­νι­κώς «Κλαιν των αν­θρώ­πων τα βά­σα­να», πράγ­μα που ται­ριά­ζει με το δρώ­με­νο στον Πα­πα­δια­μά­ντη, αλ­λά ο ποι­η­τής στέλ­νει λυ­τρω­τι­κό μή­νυ­μα ακό­μα και στις θρη­νού­σες φώ­κιες.
Πα­ρα­μέ­νει ακό­μα, για την ώρα, σε θο­λή κα­τά­στα­ση, το ότι ο Πα­πα­δια­μά­ντης απο­φεύ­γει να μας διευ­κρι­νί­σει εκεί­νο που θα ακο­λου­θή­σει. Η φώ­κια θα «αρ­χί­σει τον εσπε­ρι­νόν δεί­πνον της» που εί­ναι το σώ­μα της Ακρι­βού­λας (;). Ο σπλα­χνι­κός Πα­πα­δια­μά­ντης δεν μας το λέ­ει, το εν­νο­εί όμως.
Να θυ­μί­σου­με ότι πα­ρα­δο­σια­κά προ­σευ­χό­μα­στε πριν αρ­χί­σου­με το δεί­πνο μας.
Να θυ­μί­σω πως ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός το εί­πε ξε­κά­θα­ρα στον «Πόρ­φυ­ρα»· ο τί­γρης του πε­λά­γους το έφα­γε το παι­δί. Πρό­κει­ται βε­βαί­ως για πραγ­μα­τι­κό γε­γο­νός, αλ­λά ο ποι­η­τής το με­τα­βάλ­λει σε καλ­λι­τε­χνι­κό. Ωστό­σο, και ο Πα­πα­δια­μά­ντης πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα έχει ως αφε­τη­ρία. Αυ­τή εί­ναι η λο­γι­κή της φύ­σης πέ­ρα από τον αν­θρώ­πι­νο συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό.
Μια άλ­λη σύ­γκλι­ση υπο­λαν­θά­νει στο ακό­λου­θο ελυ­τι­κό από­σπα­σμα:

θα 'ναι νύ­χτα και Αύ­γου­στος. Πε­λώ­ριες άρ­πες που και που θ' ακού­γο­νται και...
Μι­κρές θε­ές προ­αιώ­νια νέ­ες Φρύ­γισ­σες ή Λυ­δές με στε­φά­νι αση­μί και με πρα­σι­νω­πά πτε­ρύ­για.
γύ­ρω μου άδο­ντας θα συ­να­χτούν Τό­τε που του κα­θε­νός τα βά­σα­να εξαρ­γυ­ρώ­νο­νται

Ενώ μα­κριά στο βά­θος θα γυ­ρί­ζει ακό­μα η γη με μια βάρ­κα μαύ­ρη κι άδεια χα­μέ­νη στα πε­λά­γη της8

Οι άρ­πες του Ελύ­τη αντι­στοι­χούν στο σου­ραύ­λι του Πα­πα­δια­μά­ντη. Στα πλά­σμα­τα με τα «πρα­σι­νω­πά πτε­ρύ­για» αντι­στοι­χεί η φώ­κια. Οι «Μι­κρές θε­ές συ­να­χτούν» την ώρα που «του κα­θε­νός τα βά­σα­να εξαρ­γυ­ρώ­νο­νται» -πρό­κει­ται για την ώρα του θα­νά­του, στο ποί­η­μα, εί­ναι η ώρα που η φώ­κια τρι­γυ­ρί­ζει την πνιγ­μέ­νη Ακρι­βού­λα. Εί­ναι μια ακό­μη εκ­δο­χή εκεί­νης της ει­κό­νας που μας δί­νει ο Ελύ­της: «κι η μι­κρή Σει­ρή­να που κά­πο­τε γλεί­φο­ντας μ’ ένα κύ­μα το σώ­μα του κα­λο­και­ριού σι­γο­τρα­γού­δη­σε»,9 κά­τι που μας στέλ­νει στο ποί­η­μα «Σώ­μα του Κα­λο­και­ριού» με πα­ρό­μοια συ­νυ­πο­δη­λού­με­να.
Και η γη που «θα γυ­ρί­ζει ακό­μα» «με μια βάρ­κα μαύ­ρη κι άδεια» του Ελύ­τη αντι­στοι­χεί στη «γο­λέ­τα» που «εξη­κο­λού­θει να βολ­ταν­τζά­ρει... αλ­λά δεν έπαιρ­ναν τα πα­νιά της και δεν έκαμ­πτε πο­τέ τον κά­βον το δυ­τι­κόν», του Πα­πα­δια­μά­ντη, για­τί δεν πρό­κει­ται πο­τέ να αλ­λά­ξει η μοί­ρα του αν­θρώ­που, και ο ποι­η­τής όπως η Ακρι­βού­λα και κά­θε άν­θρω­πος βρί­σκο­νται στη διά­θε­ση της αε­νά­ως κι­νού­με­νης γης-ζω­ής, ή στη διά­θε­ση της πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζου­σας το πτώ­μα φώ­κιας.
Επα­νερ­χό­με­νοι στον Ελύ­τη και στο Άξιον Εστί βλέ­που­με ότι φο­ρέ­ας των λό­γων του ποι­η­τή εί­ναι το πέ­λα­γο και ο άνε­μος ο οποί­ος «στις φώ­κιες τις μι­κρές τα ψι­θυ­ρί­ζει» και εκεί­νες «κλαιν των αν­θρώ­πων τα βά­σα­να». Ο λό­γος δια­γρά­φει την πο­ρεία: ποι­η­τής> πέ­λα­γος> φώ­κιες, και στο γύ­ρι­σμα έχου­με αντι­στρο­φή στον Πα­πα­δια­μά­ντη: φώ­κια > γέ­ρος ψα­ράς> πε­ζο­γρά­φος. Αν τα δού­με αυ­τά σε συ­νε­χή κυ­κλι­κή ροή, το τέ­λος και η αρ­χή ενώ­νο­νται και η ζωή κά­νει τον κύ­κλο της. Η ζωή τε­λειώ­νει με καη­μούς, πά­θια και βά­σα­να που αυ­τά δεν έχουν τε­λειω­μό. Αρ­χή και τέ­λος ο ποι­η­τής και ο πε­ζο­γρά­φος και το αντί­στρο­φο.
Πα­πα­δια­μά­ντης και Ελύ­της ακού­νε τη φύ­ση και τα πλά­σμα­τά της, τα οποία συμ­με­τέ­χουν στα αν­θρώ­πι­να, όπως συμ­βαί­νει και στο δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι. Ο Ελύ­της, μά­λι­στα, στο δο­κί­μιο του, γρά­φει για τον Πα­πα­δια­μά­ντη ότι «έχει την αί­σθη­ση της ακο­ής τρισ­διά­στα­τη, στην μια πιά­νει τους αγέ­ρη­δες και τον πα­φλα­σμό των κυ­μά­των - στη δεύ­τε­ρη ... ». Για την ώρα μας αρ­κεί η πρώ­τη, για­τί με αυ­τήν ο Πα­πα­δια­μά­ντης συλ­λαμ­βά­νει την «επί φύλ­λου ανε­μι­κή» και την «εξ ύδα­τος άδου­σα ροή», όπως λέ­ει ο ποι­η­τής. Στο. «μοι­ρο­λό­γι» βλέ­που­με πως το μό­νο, ας πού­με, πρό­σω­πο που αντι­λαμ­βά­νε­ται το πνιγ­μό της μι­κρής Ακρι­βού­λας εί­ναι η φώ­κια. Κι αυ­τή την μοι­ρο­λο­γά­ει, στην άγνω­στη για μας γλώσ­σα της, την οποία, ευ­τυ­χώς, «εις γέ­ρων ψα­ράς εντρι­βής εις την άφω­νον γλώσ­σαν των φω­κών» με­τα­γλώτ­τι­σε για χά­ρη μας:

«αυ­τή ήτον η μι­κρή Ακρι­βού­λα / η εγ­γό­να της γρια-Λού­και­νας...
Φύ­κια ’ναι τα στε­φά­νια της, / κο­χύ­λια τα προι­κιά της ...».


Βα­σι­λι­κή δρυς

Αν ο Πα­πα­δια­μά­ντης βλέ­πει την Βα­σι­λι­κή δρυν σαν γυ­ναί­κα ερω­τι­κή το ίδιο και ο Ελύ­της βλέ­πει την τρε­λή ρο­διά σαν κο­ρί­τσι ερω­τι­κό, αλ­λά και τα νε­ρα­τζο­κό­ρι­στα και την Πορ­το­κα­λέ­νια. «Ανε­παί­σθη­τα οι δύο κνή­μες που εί­ναι στην αρ­χή κολ­λη­μέ­νες, αρ­χι­νούν να ξε­χω­ρί­ζουν, ο κορ­μός ν' απο­χτά σχή­μα, να δια­γρά­φο­νται η οσφύς, η κοι­λιά, το στέρ­νο "με τους κόλ­πους γλα­φυ­ρούς προ­έ­χο­ντας"».10 Αυ­τή ακρι­βώς η πε­ρι­γρα­φή μάς δί­νε­ται με ει­κό­να στις Συ­νει­κό­νες· εί­ναι το «Άπλα­στο» 1975.


Η Φό­νισ­σα

Το όνο­μα της ηρω­ί­δας εί­ναι Χα­δού­λα, με­τά κλι­μα­κω­τά από Χα­δού­λα θα γί­νει Θεια Χα­δού­λα, με­τά Φρα­γκο­γιαν­νού και, τέ­λος, Φό­νισ­σα. Μο­να­χο­κό­ρη, όπως φαί­νε­ται στο ακό­λου­θο από­σπα­σμα, με την πε­ριου­σία που έδω­σε ο πα­τέ­ρας της στον γα­μπρό, για να την πα­ντρέ­ψει:

«Ως προί­κα τού έδω­κε μί­αν οι­κί­αν έρη­μον, ετοι­μόρ­ρο­πον, εις το πα­λαιόν Κά­στρον, όπου εκα­τοι­κού­σαν ένα και­ρόν οι άν­θρω­ποι, προ του '21. Του έδω­κε κι ένα ονό­μα­τι Μπο­στά­νι, το οποί­ον ευ­ρί­σκε­το ακρι­βώς έξω του ερή­μου Κά­στρου, επί τι­νός κρη­μνώ­δους ακτής και απεί­χε τρεις ώρας από την ση­με­ρι­νήν πο­λί­χνην. Ομοί­ως κι «ένα πι­νά­κι χω­ρά­φι», εν αγριο­χώ­ρα­φον, το οποί­ον αμ­φε­σβή­τει ο γεί­το­νας ως ιδι­κόν του· οι δε άλ­λοι γεί­το­νες έλε­γον ότι και τα δύο χω­ρά­φια δια τα οποία εμά­λω­ναν οι δύο ήσαν κα­τα­πα­τη­μέ­να, και ήσαν "κα­λο­γε­ρι­κά", ανή­κο­ντα εις μί­αν δια­λυ­θεί­σαν Μο­νήν. Τοιαύ­την προί­κα έδω­κεν ο γε­ρο-Στα­θα­ρός εις την θυ­γα­τέ­ρα του. Άλ­λως αύ­τη ήτο μο­να­χο­κό­ρη. Διά τον εαυ­τόν του, την συμ­βί­αν και τον υιόν του, εί­χε κρα­τή­σει τας δύο νε­ο­δμή­τους οι­κί­ας εις την νέ­αν πό­λιν, τα δύο αμπέ­λια πλη­σί­ον ταύ­της, δύο ελαιώ­νας, και ολί­γα χω­ρά­φια - και όσα με­τρη­τά εί­χεν».

Ο Ελύ­της την αδι­κία στη μοι­ρα­σιά θα την συμ­πτύ­ξει στους δύο ακόλου­θους στί­χους:

Στων αδελ­φών τη μοι­ρα­σιά * μου δό­θη ο κλή­ρος ο λει­ψός
Η πε­τρο­κόλ­λη­τη σα­γή * και το ζα­κό­νι των φι­διών
(Το Άξιον Εστί, Άσμα Β')

Επί­λο­γος

Ο Ελύ­της στην Ανα­φο­ρά στον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο κά­νει λό­γο για «τυ­χαία πε­ρι­στα­τι­κά», τα οποία απο­κτούν τη ση­μα­σία που εκεί­νοι τους δί­νουν, πράγ­μα που πα­ρεμ­φε­ρώς επα­να­λαμ­βά­νει στο ποί­η­μα «Μι­κρόν Ανά­λο­γον για τον Ν. Χα­τζη­κυ­ριά­κο Γκί­κα»:

Αλ­λ' εμείς το χτί­ζου­με αλ­λ' εμείς το κη­πεύ­ου­με
αλ­λ' εμείς νύ­χτα-μέ­ρα το ιστο­ρού­με

με άλ­λα λό­για ο ποι­η­τής, ο ζω­γρά­φος και ο πε­ζο­γρά­φος πέ­ραν των ακου­στών ήχων αντι­λαμ­βά­νε­ται και τους ανά­κου­στους τους «επί φύλ­λου ανε­μι­κής» και τους «εξ ύδα­τος άδου­σας ρο­ής», ακού­ει ήχους πέ­ραν της τρέ­χουσας λο­γι­κής ή αι­σθη­τη­ρια­κής αντί­λη­ψης. Ο ευαί­σθη­τος αντιλαμβάνε­ται το αθέ­α­το, εξε­ρευ­νά το άγνω­στο, βλέ­πει το αό­ρα­το.
Και αφού η ζωή κά­νει κύ­κλο και η ει­σή­γη­ση επί­σης θα κά­νει τον δι­κό της. Θα τε­λειώ­σει πά­λι με Σο­λω­μό και Πα­πα­δια­μά­ντη όπως άρ­χι­σε: Ο πόρ­φυ­ρας, το τέ­ρας του πε­λά­γου, έφα­γε τον νε­α­ρό στρα­τιώ­τη. Η φώ­κια, το ζω­ντα­νό της θά­λασ­σας, θα φά­ει την Ακρι­βού­λα. Το νέο του νε­α­ρού στρα­τιώ­τη θα το γρά­ψουν οι εφη­με­ρί­δες. Τα νέα της Ακρι­βού­λας θα μας τα πει ο εντρι­βής, πε­ρί την γλώσ­σα των φω­κών, ψα­ράς. Και ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της θα δώ­σει τη φω­νή του στις φώ­κιες και στη θά­λασ­σα, όπου όλα ανή­κουν ...

Ει­κα­στι­κά

Ο Πα­πα­δια­μά­ντης πα­ρα­κο­λου­θεί τι συμ­βαί­νει και εκτός Ελ­λά­δας. Σί­γου­ρο φαί­νε­ται πως εί­χε υπό­ψη του τον Γάλ­λο ζω­γρά­φο, Ονο­ρέ Ντο­μιέ (1808-1879) τον ζω­γρά­φο των φτω­χών, του οποί­ου το έρ­γο «Η πλύ­στρα» πε­ρι­γρά­φει ακρι­βώς τη «γριά Λού­και­να» του Πα­πα­δια­μά­ντη —μια γυ­ναί­κα που με­τα­φέ­ρει μιαν αβα­στα­γή στη μα­σχά­λη και με το άλ­λο χέ­ρι κρα­τά­ει ένα κο­ρι­τσά­κι— σαν να εί­χε δια­βά­σει τον Πα­πα­δια­μά­ντη ή σαν ο Πα­πα­δια­μά­ντης να εί­χε δει εκεί­νο το έρ­γο.
Ένα δεύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα, που δεν σχε­τί­ζε­ται με το θέ­μα μας βε­βαί­ως, αλ­λά με τον πε­ζο­γρά­φο μας, εί­ναι το έρ­γο του Γάλ­λου Ζαν Φραν­σουά Μι­λέ (1814-1875) οι «Στα­χυο­συλ­λέ­κτριες» (1857) που αντι­στοι­χούν στο δι­ή­γη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη «Η Στα­χο­μα­ζώ­χτρα» (1889). Και ο τί­τλος και το θέ­μα δεί­χνουν ότι ο Πα­πα­δια­μά­ντης ενη­με­ρω­νό­ταν για τα καλ­λι­τε­χνι­κά τε­κται­νό­με­να στον έξω κό­σμο.



_______________
1. Ο μι­κρός ναυ­τί­λος, IV. σ. 20.
2. Ανοι­χτά χαρ­τιά, σ. 132.3. Ιδιω­τι­κή οδός, σ. 77.
4. Ο κή­πος με τις αυ­τα­πά­τες, «Τυ­χαία τά­χα», σ. 27.
5. Η μα­γεία του Πα­πα­δια­μά­ντη, σ. 63.
6. Ανοι­χτά χαρ­τιά, σ. 144.
7. Ανοι­χτά χαρ­τιά, « Τα κο­ρί­τσια»,
σ. 126.
8. Τα ελε­γεία της Οξώ­πε­τρας, «Ακιν­δύ­νου Ελ­πι­δο­φό­ρου, Ανε­μπο­δί­στου», σ. 7.
9. Ανοι­χτά χαρ­τιά, « Τα κο­ρί­τσια», σ. 127.
10. Η μα­γεία του Πα­πα­δια­μά­ντη, σ. 24.


«… μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη…»

Θε­ό­δω­ρος Πα­πα­γιάν­νης: «Το Αι­γαίο» (Β πλευ­ρά)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: