Στις σκολιές ατραπούς της κριτικής

Στις σκολιές ατραπούς της κριτικής

Στά­θης Κου­τσού­νης, «Μπρο­στά σε αλ­λό­τριο ρό­πτρο». Κρι­τι­κές επι­σκέ­ψεις και άλ­λα κεί­με­να (1989-2020), Με­ταίχ­μιο 2022

————

Τόμος εντυ­πω­σια­κός, επι­βλη­τι­κός και ωραί­ος. Τί­τλος ποι­η­τι­κός, αφού ποι­η­τής γρά­φει και κυ­ρί­ως για Ποί­η­ση: Μπρο­στά σε αλ­λό­τριο ρό­πτρο. Με άλ­λα λό­για, χτυ­πάω ξέ­νη πόρ­τα. Προ­σπα­θώ να δια­βά­σω το μυα­λό, τη σκέ­ψη και τα συ­ναι­σθή­μα­τα του άλ­λου. Να βγά­λω άκρη με τον εαυ­τό μου και τον κό­σμο που με πε­ρι­βάλ­λει. Ανοί­γω τον κύ­κλο και αλ­λά­ζω την αντω­νυ­μία∙ «μας» πε­ρι­βάλ­λει. Εί­ναι όλοι οι γρά­φο­ντες ίδιοι σε πα­ραλ­λα­γές. Το παι­χνί­δι παί­ζε­ται πά­νω στο ποιος θα τα πει κα­λύ­τε­ρα, αστρα­φτε­ρό­τε­ρα, σο­φό­τε­ρα, εξυ­πνό­τε­ρα, απλού­στε­ρα, λο­γιό­τε­ρα· εμπνευ­σμέ­να, όπως η μού­σα με το καλ­λι­κέ­λα­δο λα­ρύγ­γι, η γλυ­κό­λα­λη αη­δό­να, η πλου­μι­δό­φω­νη λα­λιά. Από τα αρ­χαία χρό­νια, όταν ο Αρι­στο­φά­νης έβα­λε τη ζυ­γα­ριά για να κρί­νει ή να ψη­φί­σει τον Αι­σχύ­λο ή τον Ευ­ρι­πί­δη, έθε­τε τα θε­μέ­λια μιας κρι­τι­κής, η οποία, ωστό­σο, αλ­λά­ζει ανά­λο­γα με την επο­χή. Κά­θε επο­χή και τα δι­κά της και πο­τέ τί­πο­τε δεν εί­ναι ανε­ξάρ­τη­το από την επο­χή του.

Ο ποι­η­τής Στά­θης Κου­τσού­νης μα­ζεύ­ει τις ψη­φί­δες ή τα φτε­ρά του κα­θε­νός και τα βά­ζει σε τά­ξη: φτε­ρά μου­σι­κά, ποι­η­τι­κά, μα­ντι­κά, ερω­τι­κά, της ελ­πί­δας, της φή­μης, της νί­κης… (Αρι­στο­φά­νους, Όρ­νι­θες, μτ­φρ. Βα­σί­λη Ρώ­τα). Όσο και αν ακού­γο­νται αστεία τα λό­για του αρ­χαί­ου ποι­η­τή, στην ου­σία πε­ρι­λαμ­βά­νουν κά­θε εί­δους λό­γο καλ­λι­τε­χνι­κό ή ορ­θο­λο­γι­κό, όπως και στο βι­βλίο.

Το βι­βλίο απαρ­τί­ζε­ται από το Προ­οί­μιο του Αλέ­ξη Ζή­ρα, την Ει­σα­γω­γή του δη­μιουρ­γού Στά­θη Κου­τσού­νη και με­τά το Μέ­ρος Πρώ­το με τις κρι­τι­κές του πά­νω σε ό,τι τρά­βη­ξε το μά­τι του και την ψυ­χή του, τους ση­μα­ντι­κούς των γραμ­μά­των μας, από την αρ­χαιό­τη­τα μέ­χρι σή­με­ρα –όπου και η ενό­τη­τα Τε­χνο­κρι­τι­κή, που αφο­ρά τη Ζω­γρα­φι­κή, το Θέ­α­τρο, τον Κι­νη­μα­το­γρά­φο, τη Φω­το­γρα­φία. Ακο­λου­θεί το Μέ­ρος Δεύ­τε­ρο με Άλ­λα κεί­με­να, το Πα­ράρ­τη­μα Ι, με τις Συ­νε­ντεύ­ξεις του, το Πα­ράρ­τη­μα ΙΙ, με Προ­τά­σεις – Προ­σφω­νή­σεις – Απο­χαι­ρε­τι­σμούς.

Ο Ζή­ρας με­τα­ξύ άλ­λων πολ­λών και ση­μα­ντι­κών μας λέ­ει ότι «το βι­βλίο του Στά­θη Κου­τσού­νη μάς προ­σφέ­ρει μια κα­λή ευ­και­ρία να δού­με εκ του σύ­νεγ­γυς ότι μπο­ρούν κάλ­λι­στα να συ­νυ­πάρ­ξουν ο ποι­η­τής, ο εκ­παι­δευ­τι­κός και ο δια­μορ­φω­μέ­νος από την πεί­ρα των δύο προη­γού­με­νων κρι­τι­κός / ανα­γνώ­στης της λο­γο­τε­χνί­ας», και πο­λύ σω­στά ως εδώ με την έν­νοια ότι ο εκ­παι­δευ­τι­κός, που έχει 30 ή πε­ρισ­σό­τε­ρα παι­διά απέ­να­ντί του και πρέ­πει κά­θε μέ­ρα σε κά­θε δι­δα­κτι­κή ώρα να τα ευαι­σθη­το­ποι­ή­σει, έχει κά­νει το πρώ­το βή­μα της κρι­τι­κής, έχει γί­νει ο διερ­μη­νέ­ας του ποι­η­τή, του πε­ζο­γρά­φου και του όποιας κα­τη­γο­ρί­ας λο­γι­κού ή υπερ­λο­γι­κού κει­μέ­νου. Ας μην επα­να­παυό­μα­στε στην συ­χνά επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη άπο­ψη ότι η ποί­η­ση δεν δι­δά­σκε­ται, για­τί αν δεν δι­δά­σκε­ται και επα­φί­ε­ται στον πα­τριω­τι­σμό των όποιων «ευαί­σθη­των» δεν θα υπήρ­χαν ευαί­σθη­τοι. Για όλα τα ση­μα­ντι­κά χρειά­ζε­ται μύ­η­ση, και ο δά­σκα­λος, ο κα­θη­γη­τής, ο κα­θέ­νας με τις δυ­νά­μεις του, θα κά­νει τον τρο­χό να γυ­ρί­σει, να δου­λέ­ψει. Ο ίδιος ο Στά­θης Κου­τσού­νης σε μια από τις συ­νε­ντεύ­ξεις του δί­νει, σε πα­ρεμ­φε­ρή ερώ­τη­ση, την απά­ντη­ση: «η ποί­η­ση απο­τε­λεί ίσως την τε­λευ­ταία εστία αντί­στα­σης, ένα μο­να­χι­κό αντί­δο­το. Υπ’ αυ­τή την έν­νοια εί­ναι απα­ραί­τη­τη και στη ζωή και στην εκ­παί­δευ­ση» (σ. 421).

Στην Ει­σα­γω­γή του μας πλη­ρο­φο­ρεί για κά­τι που ού­τως ή άλ­λως ήταν γνω­στό· ποι­η­τής γαρ: «Η σχέ­ση μου με τα βι­βλία υπήρ­ξε ανέ­κα­θεν ερω­τι­κή», και ανα­λύ­ει αυ­τή τη σχέ­ση με την αντα­πό­κρι­ση των αι­σθή­σε­ων. Η αφή και η μυ­ρω­διά εί­ναι τα κλει­διά. Αλ­λιώς, το χέ­ρι στο ρό­πτρο∙ «τα δά­χτυ­λα στο φι­λια­τρό», λέ­ει ο Σε­φέ­ρης. Με άλ­λα λό­για επα­να­λαμ­βά­νε­ται το ίδιο, ήτοι οι ποι­η­τές ψη­λα­φούν την εί­σο­δο στο «άλ­λο» και από εκεί προ­κύ­πτει η ηδο­νή και από την ηδο­νή η ανά­γκη να μι­λή­σει κα­νείς γι’ αυ­τά που δια­βά­ζει. Θα ανοί­ξω εδώ μια πα­ρέν­θε­ση για να πω πως οι φι­λό­λο­γοι, στην πλειο­ψη­φία τους, εί­ναι βι­βλιοη­δο­νο­θή­ρες. Εξ ιδί­ων τα αλ­λό­τρια, έλε­γαν οι αρ­χαί­οι μας, που κά­τι ήξε­ραν. Να ’χεις ή όχι γρά­ψει ποι­ή­μα­τα δεν έχει τό­σο ση­μα­σία όσο να ’χεις υπο­φέ­ρει, πα­θια­στεί, σκιρ­τή­σει γι’ αυ­τά που, έτσι κι αλ­λιώς, οδη­γούν στην Ποί­η­ση, γρά­φει ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της (Ανοι­χτά Χαρ­τιά, «Το χρο­νι­κό μιας δε­κα­ε­τί­ας», σ. 235). Πό­σο μάλ­λον αν εί­σαι ποι­η­τής, όπως ο Κου­τσού­νης, στην έδρα και στα ποι­ή­μα­τα.

Το βι­βλίο που γοη­τεύ­ει εί­ναι αντι­κεί­με­νο πό­θου, εί­ναι ερω­τι­κή αγκα­λιά. Η Κρι­τι­κή όμως εί­ναι και αυ­τή δου­λειά του ποι­η­τή; Ναι, πριν από όλους ο ποι­η­τής γρά­φει δια­βά­ζο­ντας, κρί­νει επι­λέ­γο­ντας. Τα έρ­γα της τέ­χνης των άλ­λων εί­ναι το κρι­τή­ριό του, και ας μην σκο­τώ­σου­με τους πα­τε­ρά­δες μας, όπως λέ­ει η ψυ­χα­νά­λυ­ση, απλώς ας πα­τή­σου­με στους ώμους τους, στους ώμους των γι­γά­ντων, όπως λέ­ει ο Ου­μπέρ­το Έκο, για να δού­με πα­ρα­πέ­ρα. Ο Κου­τσού­νης ήδη αυ­τό έχει κά­νει εμπρά­κτως με την επι­λο­γή των κει­μέ­νων του Πρώ­του μέ­ρους. Στους δι­κούς του γί­γα­ντες συ­γκα­τα­λέ­γε­ται ο Σο­φο­κλής, για να μι­λή­σει για τους μο­να­χι­κούς ήρω­ές του, την Αντι­γό­νη και τον Φι­λο­κτή­τη, με­τά, με δια­σκε­λι­σμό γί­γα­ντα να φτά­σει στον 14ο αι, στον Βο­κά­κιο, τε­ρά­στιες οι απο­στά­σεις χρό­νου, ύφους, γλώσ­σας, εξ όνυ­χος τον λέ­ο­ντα όμως, για να προ­λά­βει τον Διο­νύ­σιο Σο­λω­μό, τον ση­μα­ντι­κό­τε­ρο Έλ­λη­να ποι­η­τή «με ευ­ρω­παϊ­κό δια­μέ­τρη­μα», να μι­λή­σει για τις δια­χρο­νι­κές αρε­τές του και να μας θυ­μί­σει τον Οδυσ­σέα Ελύ­τη στο Άξιον Εστί, «μνη­μο­νεύ­ε­τε Διο­νύ­σιο Σο­λω­μό και μνη­μο­νεύ­ε­τε Αλέ­ξαν­δρο Πα­πα­δια­μά­ντη…» Δεν εί­ναι τυ­χαία η υπό­μνη­ση και πρέ­πει να αξιο­λο­γη­θεί με με­γά­λη σο­βα­ρό­τη­τα η «λα­λιά που δεν ξέ­ρει από ψέ­μα». Η αλη­θι­νή ποί­η­ση γρά­φε­ται με αλή­θειες.

Με τον Σο­λω­μό ο Κου­τσού­νης συ­νο­μι­λεί και μέ­σω ενός ποι­ή­μα­τός του, με τί­τλο «Η απο­κά­λυ­ψη» (από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Πα­ραλ­λα­γές του μαύ­ρου, Δελ­φί­νι 1998), δη­μο­σιευ­μέ­νο στην ενό­τη­τα «Διά­λο­γοι ποι­η­τών με τον Διο­νύ­σιο Σο­λω­μό» του τό­μου: Μνή­μη Διο­νυ­σί­ου Σο­λω­μού. Εκα­τόν πε­νή­ντα χρό­νια από την κοί­μη­σή του, Ακτή - Λευ­κω­σία 2007. Επι­λέ­γω τρεις ει­κό­νες. Η πρώ­τη: «Μι­σά­νοι­χτο το πα­ρά­θυ­ρο κι η παν­σέ­λη­νος/ στα­φτά­λι­ζε στη λευ­κή σου σάρ­κα». Η δεύ­τε­ρη: «άρ­χι­σες με τους ήχους μιας αό­ρα­της ορ­χή­στρας/ να γδύ­νεις το γυ­μνό σου σώ­μα// το δέρ­μα πρώ­τα και το ακού­μπη­σες/ σαν πα­νω­φό­ρι στον κα­να­πέ/ από μέ­σα έλαμ­ψαν σπή­λαια σπον­δύ­λων/ φω­σφό­ρι­σαν τα έγκα­τα/ ύστε­ρα έλυ­σες τα οστά» και η τε­λευ­ταία: «κι όπως τό­τε τον πρώ­το και­ρό/ με κοι­τού­σες αι­σθα­ντι­κά/ αλ­λά με βλέμ­μα πα­γω­μέ­νο». Οι στί­χοι μι­λούν μέ­σα από την επι­κοι­νω­νία με τις Με­γά­λες Ου­σί­ες.

Για τον Πα­πα­δια­μά­ντη, η κρι­τι­κή έχει πει πως εί­ναι ποι­η­τής. Να όμως που εί­ναι και ζω­γρά­φος, όπως σχο­λιά­ζει ο Κου­τσού­νης: «απο­τυ­πώ­νει με λέ­ξεις πά­νω στον καμ­βά του την ατμό­σφαι­ρα μέ­σα στην οποία θα κι­νη­θούν οι δρά­κοι, τα φα­ντά­σμα­τα, οι αλα­φρο­ΐ­σκιω­τοι, όλα όσα δη­μιουρ­γούν μια αί­σθη­ση πα­ρα­μυ­θιού. Η φύ­ση ιχνο­γρα­φη­μέ­νη εξ­πρε­σιο­νι­στι­κά … με­τέ­χει στη δια­δρα­μά­τι­ση. Η γρα­φή εί­ναι κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή, ο συγ­γρα­φέ­ας κά­νει travelling εστιά­ζο­ντας σε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές λε­πτο­μέ­ρειες…»

Επα­νέρ­χο­μαι στον Κου­τσού­νη, ο οποί­ος επι­κα­λεί­ται τον Rilke, που έλε­γε πως «κά­θε εί­δους κρι­τι­κή βλέ­ψη εί­ναι κά­τι τό­σο ξέ­νο από μέ­να … Η κρι­τι­κή εί­ναι το χει­ρό­τε­ρο μέ­σο για ν’ αγ­γί­ξεις ένα έρ­γο τέ­χνης: κα­τα­ντά πά­ντα σε πε­τυ­χη­μέ­νες, λί­γο ή πο­λύ, πα­ρα­νο­ή­σεις. Δε μπο­ρού­με όλα να τα συλ­λά­βου­με… Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα … δεν μπο­ρού­με να τα εκ­φρά­σου­με…» Και όμως μπο­ρού­με να εκ­φρά­σου­με πολ­λά, και ο Κου­τσού­νης αυ­τά τα πολ­λά τα ένιω­σε από μι­κρό παι­δί. Όταν διά­βα­σε τα Αντι­κλεί­δια του Γιώρ­γη Παυ­λό­που­λου –η εντο­πιό­τη­τα τον άγ­γι­ξε; Δεν μας το λέ­ει– εν­θου­σιά­στη­κε και πή­ρε το μο­λύ­βι για να γρά­ψει, να εκ­φρα­στεί και να θαυ­μά­σει, για­τί ο κρι­τι­κός κα­τευ­θύ­νε­ται από τον εν­θου­σια­σμό του, με την αρ­χαία του όρου έν­νοια. Επο­μέ­νως ο νε­α­ρός ποι­η­τής μπή­κε έν­θε­ος στον δι­θύ­ραμ­βο της κρι­τι­κής, στην Αυ­γή της 20ής Αυ­γού­στου 1989. Με­στό κα­λο­καί­ρι, έτοι­μο και το πο­τό του Διό­νυ­σου τον οδή­γη­σε στη μέ­θη της κρι­τι­κής. Έτσι, στον πα­ρό­ντα τό­μο θα βρού­με κεί­με­να 31 ετών, κρι­τι­κά και δο­κι­μια­κά, θέ­μα­τα λο­γο­τε­χνί­ας και τέ­χνης –δεν ξε­χνά­με την αγά­πη του και την ενα­σχό­λη­σή του με την κλα­σι­κή μου­σι­κή, τη ζω­γρα­φι­κή, το θέ­α­τρο, τον κι­νη­μα­το­γρά­φο– αλ­λά και θέ­μα­τα της προ­σω­πι­κής φι­λο­σο­φί­ας του για τη ζωή, κα­θώς και άλ­λα της κα­θη­με­ρι­νής τρι­βής και της σχο­λι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.

Τα κεί­με­να τα­ξι­νο­μού­νται ανά­λο­γα με τη χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά των δη­μιουρ­γών και όχι με τη σει­ρά δη­μο­σί­ευ­σης. Εί­ναι κεί­με­να που προ­έ­κυ­ψαν εί­τε από την έκ­δο­ση ενός βι­βλί­ου εί­τε από τη συμ­με­το­χή σε ένα αφιέ­ρω­μα ή εί­ναι κεί­με­να για τη συ­νο­λι­κή πα­ρου­σία κά­ποιων, των οποί­ων φω­τί­ζει το έρ­γο. Συ­νο­λι­κά πα­ρου­σιά­ζει 29 συγ­γρα­φείς, ποι­η­τές οι πε­ρισ­σό­τε­ροι, με­ρι­κοί με πα­ρα­πά­νω του ενός κεί­με­να. Ορι­σμέ­νες κρι­τι­κές συ­νο­δεύ­ο­νται από αν­θο­λό­γιο, διό­τι η αν­θο­λό­γη­ση εί­ναι και αυ­τή κρι­τι­κή, μας υπεν­θυ­μί­ζει. Αν ο προ­σε­κτι­κός ανα­γνώ­στης συ­να­ντή­σει κά­ποιες επα­να­λή­ψεις από κεί­με­νο σε κεί­με­νο, κυ­ρί­ως στις πε­ρι­πτώ­σεις που έχει γρά­ψει πε­ρισ­σό­τε­ρα κεί­με­να για κά­ποιον ποι­η­τή, ο ίδιος ο Κου­τσού­νης εξη­γεί στην Ει­σα­γω­γή του για­τί συμ­βαί­νει αυ­τό: «επει­δή το κά­θε κεί­με­νο έχει την αυ­το­τέ­λειά του και έχει δη­μο­σιευ­τεί για συ­γκε­κρι­μέ­νο λό­γο σε δια­φο­ρε­τι­κό πε­ριο­δι­κό ή εφη­με­ρί­δα, και κα­θώς από δη­μο­σί­ευ­ση σε δη­μο­σί­ευ­ση προ­στί­θε­νται νέα στοι­χεία που συ­μπλη­ρώ­νουν την άπο­ψή μου για το έρ­γο και τον συγ­γρα­φέα, έκρι­να σκό­πι­μο να τα αφή­σω χω­ρίς πα­ρεμ­βά­σεις, όπως πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­καν. Άλ­λω­στε, ο τό­μος απο­τε­λεί συ­να­γω­γή δη­μο­σιευ­μά­των.» Τα αφο­ρώ­ντα την τέ­χνη, ενταγ­μέ­να σε ξε­χω­ρι­στό κε­φά­λαιο, απο­δει­κνύ­ουν με την συ­μπα­ρου­σία τους στο βι­βλίο ότι όλα επι­κοι­νω­νούν∙ η Ποί­η­ση και οι Τέ­χνες, Les parfums, les couleurs et les sons se répondent, κα­τά τον εμ­βλη­μα­τι­κό στί­χο του Baudelaitre.

Δειγ­μα­το­λη­πτι­κά πα­ρα­θέ­τω από­σπα­σμα από κεί­με­νο για τον ποι­η­τή Γιάν­νη Κο­ντό: «Ο Κο­ντός χρη­σι­μο­ποιεί τη ζω­γρα­φι­κή για να τα­ξι­δέ­ψει στο βα­θύ­τε­ρο εί­ναι του και να εξο­ρύ­ξει τα προ­σω­πι­κά του χρώ­μα­τα», και το πα­ρά­δειγ­μα που τεκ­μη­ριώ­νει τη θε­ω­ρία: «Άφη­σα το ζε­στό σου κρε­βά­τι,/ τα λευ­κά σε­ντό­νια, τα ήσυ­χα νε­ρά/ και πή­γα σ’ εκεί­νες τις πλα­τεί­ες/ του Ντε Κί­ρι­κο, στο υπο­συ­νεί­δη­το/ με τα κυ­λιό­με­να φεγ­γά­ρια».

Η ζω­γρα­φι­κή κρι­τι­κή συ­νε­χί­ζε­ται με αφορ­μή την έκ­θε­ση της Βά­σως Σο­φρά: «Οι συν­θέ­σεις της Σο­φρά θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν το­πία, με την ευ­ρεία έν­νοια του όρου, τα οποία απο­τε­λούν προ­ε­κτά­σεις του πε­ρι­βάλ­λο­ντος.»

Για τον Γιάν­νη Κα­στρί­τση: «Οι πί­να­κες του Κα­στρί­τση εί­ναι φτιαγ­μέ­νοι με τέ­τοιον τρό­πο, ώστε να σε προ­σκα­λούν-προ­κα­λούν να στα­θείς… να ανι­χνεύ­σεις τα κρυ­φά, τα μυ­στι­κά τους ση­μεία.»

Σε ένα από­σπα­σμα από πα­λιά συ­νέ­ντευ­ξη, σε σχε­τι­κή ερώ­τη­ση που αφο­ρά τα νε­α­νι­κά χρό­νια του, απα­ντά: «Εί­ναι ένα παι­δί φα­να­τι­κό για γράμ­μα­τα, πε­ρί­ερ­γο και φι­λέ­ρευ­νο, ιδιόρ­ρυθ­μο και με ιδιαί­τε­ρη προ­σω­πι­κό­τη­τα. … αγα­πά­ει οτι­δή­πο­τε όμορ­φο και του αρέ­σει να παί­ζει με τις λέ­ξεις.»

Για το Παι­χνί­δι της σφα­γής του Ευ­γέ­νιου Ιο­νέ­σκο, που ανέ­βα­σε η Θε­α­τρι­κή Ομά­δα ΣΑ­Ε­Ε­_TIRAMISU, στο Θέ­α­τρο της Σχο­λής Ι.Μ.Πα­να­γιω­τό­που­λου, ο Κου­τσού­νης μάς δί­νει ένα κεί­με­νο με πολ­λές προ­ε­κτά­σεις στα άλ­λα έρ­γα του Ρου­μά­νου συγ­γρα­φέα αλ­λά και σε έρ­γα της πα­γκό­σμιας δρα­μα­τουρ­γί­ας, επι­ση­μαί­νο­ντας ότι το έρ­γο συ­νο­μι­λεί «με το Πε­ρί τυ­φλό­τη­τος του Ζο­ζέ Σα­ρα­μά­γκου, την Πα­νού­κλα του Αλ­μπέρ Κα­μί, το Δε­κα­ή­με­ρο του Βο­κά­κιου». Ο Ιο­νέ­σκο, γρά­φει, «χτί­ζει ένα έρ­γο που σή­με­ρα φα­ντά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο επί­και­ρο πα­ρά πο­τέ. … Το Παι­χνί­δι της σφα­γής δεν εί­ναι πα­ρά ένα από τα πολ­λά παι­χνί­δια που παί­ζουν οι κοι­νω­νί­ες στον εαυ­τό τους. Παι­χνί­δια τρό­μου, κα­τα­στρο­φής και αυ­το­κα­τα­στρο­φής, βί­ας στη βία που ξα­να­γεν­νά βία, κι όλα αυ­τά χω­ρίς εξή­γη­ση».

Δυ­στυ­χώς δεν μπο­ρού­με από αυ­τή τη στή­λη να πα­ρου­σιά­σου­με όλο τον θη­σαυ­ρό που πε­ριέ­χει το βι­βλίο, αλ­λά και δεν πρέ­πει να κλεί­σου­με, χω­ρίς να κά­νου­με ευ­λα­βι­κή στά­ση στο Βλέμ­μα του Οδυσ­σέα του αξέ­χα­στου κι­νη­μα­το­γρα­φι­στή με την ποι­η­τι­κή μα­τιά, του Θό­δω­ρου Αγ­γε­λό­που­λου. Ο Κου­τσού­νης ανα­τέ­μνει κά­θε σκη­νή, κά­θε βλέμ­μα, κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια, γί­νε­ται ο ξε­να­γός μας σε μια ται­νία ποί­η­σης και ιστο­ρί­ας. Ση­κώ­νει τον πέ­πλο και μας δεί­χνει το πώς το δι­κό του βλέμ­μα συλ­λέ­γει τις ψη­φί­δες της ιστο­ρί­ας. Ο Αγ­γε­λό­που­λος, λοι­πόν, φτιά­χνει μια ται­νία βαλ­κα­νι­κή, μας λέ­ει: «Στο μυα­λό μας έρ­χε­ται η Παμ­βαλ­κα­νι­κή Ομο­σπον­δία, το όρα­μα του Ρή­γα, μια ένω­ση των βαλ­κα­νι­κών κρα­τών, με προ­ε­ξάρ­χον, primum inter pares, το ελ­λη­νι­κό στοι­χείο … Το Βλέμ­μα του Οδυσ­σέα εί­ναι μια αφή­γη­ση της Μνή­μης, μια αφή­γη­ση της ιστο­ρί­ας. … απο­τε­λεί το ρέκ­βιεμ ενός αιώ­να που τε­λειώ­νει κου­βα­λώ­ντας στις πλά­τες του, και ίσως στο φέ­ρε­τρό του, τα θραύ­σμα­τα της ιστο­ρί­ας του. … Εί­ναι ένας ύμνος για τα δια­ψευ­σμέ­να όνει­ρα».

Ο Στά­θης Κου­τσού­νης εί­ναι homo universalis. Οι κρι­τι­κές του δεν δια­βά­ζο­νται μό­νο με τα μά­τια. Εί­ναι πί­να­κες ζω­γρα­φι­κής που απλώ­νο­νται μπρο­στά μας με όλους τους ήχους της φύ­σης, της πό­λης, εί­ναι μου­σι­κές εξαί­σιες και φω­νές που ξε­φεύ­γουν από τις λέ­ξεις του για να μας δεί­ξουν σαν μι­κρά ρυά­κια τον με­γά­λο πο­τα­μό από τον οποίο επή­γα­σαν. Και ο πο­τα­μός αυ­τός εί­ναι η ελ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση, η πα­γκό­σμια λο­γο­τε­χνία και τέ­χνη, ο κό­σμος ο όμορ­φος και αγ­γε­λι­κά πλα­σμέ­νος αλ­λά και σο­βα­ρά πλη­γω­μέ­νος.

Τι προ­σφέ­ρει ένα τέ­τοιο βι­βλίο στον ανα­γνώ­στη; Ανα­γνω­στι­κή από­λαυ­ση, γνώ­σεις και ήχους από ένα ρό­πτρο που χτυ­πά­ει πά­νω σε ξέ­νες πόρ­τες. Συ­μπυ­κνω­μέ­νη πλη­ρο­φο­ρία για κά­ποιον που έτυ­χε πο­τέ να μη διά­βα­σες και τώ­ρα τον έχεις μπρο­στά σου ολό­κλη­ρο, με τη θε­ω­ρία και τα ποι­ή­μα­τά του, με τα μά­τια ενός ευαί­σθη­του ποι­η­τή, αν­θρώ­που των γραμ­μά­των και της τέ­χνης, της πρά­ξης την ημέ­ρα και του ονεί­ρου τη νύ­χτα. Ωστό­σο, την απά­ντη­ση την έχει δώ­σει ο ίδιος ο Κου­τσού­νης, στη σε­λί­δα 396:

«Με το διά­βα­σμα μπο­ρείς … να ζή­σεις ποι­κί­λες ζω­ές, να εμπλου­τί­σεις τη δι­κή σου, να αντι­σταθ­μί­σεις τη μειω­μέ­νη όρα­ση, να ει­σχω­ρή­σεις στο βά­θος της ψυ­χής… Διό­τι το διά­βα­σμα δεν εί­ναι απλώς μία δρα­στη­ριό­τη­τα της ζω­ής, εί­ναι μια αυ­τού­σια πο­λύ­πτυ­χη ζωή, ερω­τι­κή και απο­λαυ­στι­κή…»

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: