Οι δεπέλλιχοι του Γιώργου Ρούσκα και εγώ

Γιώργος Ρούσκας, «Χοϊκά. Χάικου και δεπέλλιχοι συν δύο δοκίμια», Κοράλλι 2021

Κωνσταντίνος Παρθένης: «Άνω σχώμεν τας καρδίας», Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα
Κωνσταντίνος Παρθένης: «Άνω σχώμεν τας καρδίας», Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα

Τι είναι ο δεπέλλιχος; Δεκαπεντασύλλαβος. Αν βάλουμε τη λέξη στον αξονικό τομογράφο θα δούμε πόντο πόντο τα μέλη του, τους σπονδύλους ενός δεκαπεντασύλλαβου ελληνικού κίονα. Το «δε» (από το δέκα), το «πε» (από το πέντε), το διπλό «λλ» (από το ελληνικός) και την κατάληξή του «ιχος» (από το στίχος). Η αρχιτεκτονική μελέτη ή η ιατρική γνωμάτευση, είναι του ποιητή Γιώργου Ρούσκα.

Και αρχίζω τον εξάψαλμό μου στους ξενομανείς…

Στέκομαι στην καρδιά του «λλ»- ελληνικός, για να πω ότι «ελληνικός» σημαίνει «λιτός», «περιεκτικός» και άρτιος. Δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από άλλα ξενόφερτα παρεμφερή είδη που κατακλύζουν πλέον την αγορά. Ολόκληρα βιβλία με μικρής φόρμας ποιηματάκια, μακριά από την αίσθηση της γης που τα γεννάει. Εξ αποστάσεως δήθεν συναίσθηση. Ας πούμε καλύτερα προσποίηση και οικειοποίηση ξένων συναισθημάτων…

Το ανάλογο από την Άπω Ανατολή είναι το «ένδοξο» χαϊκού. Προϊόν μιας φεουδαρχικής εποχής, κλειστής στον εαυτό της, οπότε και το ποιητικό είδος την αντικατοπτρίζει. Μακριά από τη «διεφθαρμένη» Ευρώπη, όπως θα έλεγε και η εποχή του Μάο, που είχε επακόλουθο τον διωγμό κάθε ευρωπαϊκού προϊόντος, υλικού και πνευματικού. Πολύ καλή ιδέα επ’ αυτού μας δίνει η ταινία Το κόκκινο βιολί του Φρανσουά Ζιράρ, 1998 και εν γένει όλη η μουσική δημιουργία της Δύσης, του Μπετόβεν και του πιάνου, του Σοπέν και άλλων συμπεριλαμβανομένων «διεφθαρμένων».

Το χαϊκού, λοιπόν, επηρεασμένο από τη φιλοσοφία του ταοϊσμού και του ζεν, εκφράζει το αμετάβλητο και αμετακίνητο μέσα στη ροή του χρόνου. Τώρα, πόσο κόντρα πάει στην συνεχή αλλαγή που δίδασκε ο δικός μας Ηράκλειτος, κάτι που, τελικά, διαπιστώνεται καθημερινά από τον καθένα μας και ας μην είναι φιλόσοφος, αφήνεται στους σοφούς να το διαπιστώσουν. Από την άλλη, αυτή τη ρευστότητα, ο ποιητής προσπαθεί να συγκρατήσει στο ποιημάτιο με τις 17 συλλαβές, αυτή τη ροή, την προσωρινότητα, λειτουργώντας, κάπως σαν τη στιγμιαία φωτογραφία που διατηρεί αμετάβλητη στον αιώνα τη στιγμή που έχει ήδη παρέλθει, αφού ως ρευστή φεύγει και πρέπει να πει ο ποιητής όσα προλάβει στη διάρκεια μιας δεκαεπτασύλλαβης αναπνοής.

Το θέμα του χαϊκού έχει σχέση με τη φύση· καιρός, δέντρα, πουλιά, ανάλογα με την εποχή. Τα άλλα επαφίενται στον αναγνώστη και αν είναι Δυτικός ας βρει τα δικά του φιλοσοφικά ανάλογα… Κι επειδή ο Δυτικός, και δη ο Έλληνας, δεν είναι ζεν, αλλά ζων οργανισμός και βράζων, τα λέει παραβιάζοντας τους κανόνες του χαϊκού συχνά ως προς την τεχνική και πάντα ως προς το θέμα. Να θυμίσω ότι το χαϊκού αφήνει τον αναγνώστη μετά τις 17 συλλαβές να φιλοσοφήσει όσο θέλει και να καταλήξει όπου θέλει. Όσο για τη φύση … πρώτος ο Όμηρος μας είπε πως ο άνθρωπος είναι σαν τα φύλλα του δέντρου, άλλα πέφτουν, άλλα η τηλεθόωσα ύλη φύει και έτσι συμβαίνει με τους ανθρώπους. Φύλλα πέφτουν, φύλλα βγαίνουν, τα έργα των ανθρώπων ο Χρόνος γκρεμίζει, αλλά εκείνος ξαναχτίζει νέα και πάει λέγοντας. ΟΛΑ έχουν ήδη ειπωθεί… Εκείνο που έχει σημασία στην προκειμένη περίπτωση είναι η στιγμή, στη διάρκεια μιας ζωής, μιας δημιουργίας, ενός έρωτα…

Ο Σεφέρης και τι δεν λέει γι’ αυτή τη φεύγουσα στιγμή και με πολλά λόγια, αν και λιτός και σύννους, την πιάνει από παντού, με πολλές υποθετικές προτάσεις που θα καταλήξουν σε λαίμαργα χέρια, λαγόνια, ανάσες, για να εμποδίσει τη «φυγή», χωρίς να τα καταφέρει.

Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ᾿ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου

κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.

(«Φυγή»)

Ο Ελύτης σ’ αυτή τη μαγική στιγμή του έρωτα και του φιλιού συμπυκνώνει έναν αιώνα σε έναν δεπέλλιχο/δεκαπεντασύλλαβο. Κι επειδή η ψυχική ταραχή και η βιασύνη να προλάβει είναι μεγάλη και η καρδιά έχει αρρυθμίες αναποδογυρίζει το μέτρο, στο πρώτο ημιστίχιο και το ισιώνει στο δεύτερο. Στον αιώνα ενός φιλιού, δεν σε προφταίνω τύχη… (Ο Μικρός ναυτίλος, «Και με φως και με θάνατον», 8).

Τα παραδείγματα που θα μπορούσα να αντλήσω επί του θέματος και μόνο από την ελληνική παραγωγή είναι πάμπολλα. Και προς Θεού, ας μην κατηγορηθώ για «εθνισμό» (φοβάμαι να πω και τη λέξη, γιατί είναι οι μέρες δύσκολες και τρέμω τους μοντέρνους). Ωστόσο, όλες οι μόδες απέξω έρχονται, θα μου πείτε, πολλοί είναι εκείνοι που απαξιώνουν τον ελληνικό μαζεύοντας τόνους από τον ξένο, ενώ υπάρχει πάντα ένας δεκαπεντασύλλαβος που πάντα τρέχει πρώτος στη γλώσσα. Πάντα, Μ’ ακούς; Ο Γκάτσος π.χ. πρώτα τον έγραφε κι έπειτα άλλαζε θέση σε μια λέξη για να τον χαλάσει, για να είναι σύμφωνος με την αρρυθμία των καιρών.

Το θέμα δεν με ενοχλούσε εξ αρχής. Σιγά σιγά όμως, όταν άρχισε το φαινόμενο να απλώνει σαν «λεκές» (του Σεφέρη η λέξη), κάπως σαν επιδημία, τότε άρχισε να με ενοχλεί. Όχι τόσο το είδος αλλά η νοοτροπία. Αφού έχουμε το αρχαίο επίγραμμα και σε όλη την ελληνική παράδοση ποιητικά λιτά είδη και λιανοτράγουδα, προς τι η καταφυγή στο χαϊκού; Για να φαινόμαστε εισαγόμενοι, μοντέρνοι και ενημερωμένοι!!! «Εδώδιμα αποικιακά, κοινώς μπακάλικο» (του Σαββόπουλου ο στίχος). Ντελικατέσεν (του ΑΒ ο τίτλος)… Ο σοφός Σεφέρης έγραψε μόνο 16, ο Ελύτης κανέναν ή έχει επικαλεστεί έναν στα Ανοιχτά Χαρτιά. Ούτε ο Παλαμάς έγραψε ούτε πολλοί άλλοι.

Βεβαίως δεν είναι μόνο στην ποίηση που παρατηρείται αυτός ο «συρφετός» (του Καρυωτάκη η λέξη) που τρέχει να γράψει χαϊκού, είναι και στον διήγημα· «μικρή φόρμα» το λένε, αλλά έχει όνομα ξενικό ―«μπονσάι»― μικρό δεντράκι, δείγμα διαφημιστικό, σαν εκείνη την κοπέλα μέσα σε ένα μπουκαλάκι που, ανακινώντας το, την έβλεπες μια γυμνή μια ντυμένη. Συνήθως οι νηστικοί στα μακρινά ταξίδια τους θαλασσομάχοι είχαν μια τέτοια για παρηγοριά… Τέλος πάντων, ζούμε στην εποχή της μεγάλης υπερβολής και της μικρής φόρμας που είναι της μόδας.

Γιατί μικρής; Γιατί κανείς δεν μπορεί να διαβάζει και γιατί και ο γράφων βαριέται να γράφει. Παραποιεί άλλωστε τόσο συχνά τον κανόνα των συλλαβών, το είπαμε, αλλά εκεί, αυτός… επιμένει…

__________

Και πάω στον φίλο Γιώργο Ρούσκα που με τίμησε με δεκατρείς δεπέλλιχους, σημαδιακός ο αριθμός κι αρμονική η μέρα, που σαν αετός ζυγιάζεται και στέκει στον αιθέρα, γέρνοντας τη φτερούγα του, τη μια φορά στα δεξιά, στ’ αριστερά την άλλη. Σαν τη Θέμιδα με ένα ζυγό που απονέμει τη θεία δικαιοσύνη και την παρέστησε πολύ υπαινικτικά ο Κωνσταντίνος Παρθένης στο έργο του Άνω σχώμεν τας καρδίας. Εκεί από μιας γονατιστής γυναίκας το κεφάλι βγαίνει ένα δέντρο με χρυσά μήλα. Ο συμβολισμός που διδάχτηκε ο Παρθένης στη Βιέννη τον δίδαξε πως η απόλυτη θεία γνώση είναι το χρυσό μήλο. Και ποιος μπορεί να το φτάσει; Ο ήλιος της δικαιοσύνης… Στα καθ’ ημάς ο ποιητής, με το δικό του αλφάδι που φέρνει την ισορροπία στα έργα των ανθρώπων.

Και αφού στα γιαπωνέζικα χαϊκού ο αναγνώστης θα συμπληρώσει ή θα αναλύσει ή θα προεκτείνει τα μηνύματα, εγώ θα μελετήσω τους δεπέλλιχους και θα τους δώσω ό,τι καταλαβαίνω…

Συχνός παρονομαστής η νύχτα και, εν είδει τίτλου, ο πρώτος και σαφέστατος στον υπαινιγμό του δεπέλλιχος.

1.Τη νύχτα αδιάφορο/ το μακιγιάζ του Χρόνου

Θα χαιρόταν πολύ ο κυνικός Διογένης, ο οποίος σβησθείσης της λυχνίας δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποια είναι η μία και ποια είναι η άλλη, εφόσον σε ένα μόνο σημείο επικέντρωνε κυνικά το ενδιαφέρον του. Φυσικά, αφού δεν μπορούσε να έχει τη Φρύνη την ημέρα, διάλεγε μια όποια άλλη για τη νύχτα και αφηνόταν στην απόλαυση της ψευδαίσθησής του. Βεβαίως οι φεμινίστριες θα του έλεγαν ότι και από την ανάποδη φοριέται η φαντασία και σ’ όλα τα μεγέθη της (κατά τον Οδυσσέα Ελύτη). Αλλά ας μείνουμε στη νύχτα: «Αν με πίστευες λιγάκι θα ’ταν όλα αληθινά», ακόμα και το «χάρτινο φεγγαράκι» του Μάνου; Το μακιγιάζ του Χρόνου αλλάζει τον άνθρωπο απέξω, δεν τον αλλάζει από μέσα; Όσα αλλάζουν δεν έχουν σημασία, παρά μόνο το έρημο το έρμα που παραμένει σταθερό αν και εκπίπτον; Η νύχτα λέει αλήθεια; Ή η αλήθεια της παραίσθησης είναι προτιμότερη από την αλήθεια της συναίσθησης; Μπερδεύτηκα και δέθηκα σε κόμπο. Νομίζω πως αυτόν τον κόμβο τον λύνει μόνο ο Μέγας Αλέξανδρος με το σπαθί, αλλά πολύ ευκολότερα ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας (με στίχους Γιάννη Μαύρου/Ελένης Ράντου):

Στον κόμβο Κηφισίας απάνω σου τρακάρω
σε ώρα απελπισίας Χριστό είδα το Χάρο
[...]
Πεθαίνω για σένα κι ας είσαι απάτη
δεν 'πα να είσαι ψέμα εγώ σε λέω αγάπη …

Ο Καβάφης υπερθεματίζοντας, ιλουζιονάριος και ψευδαισθησιολάτρης, θα άφηνε τη λάμπα να σβήνει, τη φαντασία του να οργιάζει κι εκείνος ο αναμενόμενος να έρχεται…

Ο δεύτερος δεπέλλιχος

2.Νύχτα της Τέχνης οι καρποί / του Έρωτα η λάμψη

Νύχτα, Τέχνη και Έρωτας της λάμψης η τριάδα.

«Η νύχτα θέλει έρωτα και πράγματα αφανέρωτα» κατά την Χαρούλα, και κατά την Αφροδίτη ό,τι και να γίνει «αναλαμβάνει την ευθύνη». Εκεί στο «ό,τι» υπάρχει ο κόμβος, όχι της Κηφισίας αλλά του συμπλέγματος· θέλεις τον Λαοκόωντα με το φίδι ή το φιλί του Ροντέν; Ή μήπως, εκείνο του Χαραλαμπίδη με την Αφροδίτη την αρχαία και τον Άρη ― μαλλιά και άλλα τινά «ένα κουβάρι»; Ό,τι και να διαλέξεις, πριν δαγκώσεις το μήλο σε έχει φιλήσει το φίδι.


3. Αλί τη νύχτα στα κορμιά / στις λέμβους του θανάτου

Το θέμα έκανε στροφή στα σύγχρονα πάθη και τι ωραία που ταίριαξε η λέμβος του θανάτου με την αρχαία παράδοση του ψυχοπομπού λεμβούχου που λάμνει στην Αχερουσία. Μα δεν σταματάει εκεί το πράγμα. Γιατί δηλαδή να θυμηθώ μόνο τους μετανάστες και να μη θυμηθώ τον Μίκη μας «Θα πάρω μια βαρκούλα, μανούλα μου, τη μια για να έρθω στην Αθήνα και την άλλη «σαν θα ρθει το δειλινό» να γυρίσω στην Κρήτη, στη μάνα μου στον κύρη μου… με ωραίους δεπέλλιχους να δεκαπεντασυλλαβίζουν τα κουπιά.

Αλλά, μήπως ο Ρούσκας εδώ μισοφανερώνει μια σεφερική κρυπτομνησία (κορμί πλούσιο καράβι μου, πού ταξιδεύεις;), και οι λέμβοι του θανάτου είμαστε εμείς οι ίδιοι που οδεύουμε προς το κενό του θανάτου για το βρέφος το ερχόμενο; (Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, «Η Γένεσις, Ύμνος 7). Ο «εγώ» σηκώνει τα χέρια…

4. Νύχτα καιρός για μάζεμα / ή μήπως για ξεπόρτι;

Ωραία ερώτηση, ποιητή! Με τον Έσπερο, λέει η Σαπφώ όλα γυρίζουν μέσα: «φέρεις όιν φέρεις αίγα φέρεις άπυ μάτερι παίδα» και σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη «Φέρνεις πίσω το πρόβατο· φέρνεις πίσω την αίγα· φέρνεις και το μικρό παιδί στην αγκαλιά της μάνας του», όλα τα σημαινόμενα της επιστροφής. Εσύ όμως που είσαι ποιητής, μήπως εστιάζεις στο ξεπόρτισμα κοιτώντας τ’ άστρα για να αρπάξεις τη σπίθα τους;


5. Νύχτα στο μπαρ πανζουρλισμός / στο θάλαμο ησυχία

Και τώρα μας προσγείωσες στα δύσκολα. Ένα μπαρ η ζωή και η κατάληξη στον θάλαμο, σ’ όποιον θάλαμο θητεύει ο καθένας με τη σειρά του…

6. Μόνο η νύχτα αν εντός /σκότος δεν σε τρομάζει

Ο λαός λέει ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται, οπότε , κατ’ ακολουθίαν και ο σκοτισμένος το σκότος. Εγώ, πάντως, ποιητή, σου εύχομαι γόνιμο σκότος και το άπλετο φως της μέρας που αποταμιεύεις, στις σκαλωσιές του ουρανού, να γίνεται οίστρος της ζωής και ποίημα η ομορφιά του τρόμου. Και από εκεί ψηλά που εποπτεύεις, πιάσε κι εκείνο το χερούλι της πόρτας, που έλεγε ο Ρίτσος, και άνοιξέ την… Δεν έχεις ακούσει τι κάθεται στου παράδεισου την πόρτα ή αριστερά στην Εδέμ με τους αγγέλους στα FM.

7. Νύχτα αρχή του άγνωστου/ στο τέλειωμα της μέρας

Μήπως το καταλάβαμε πως και το φως της μέρας έχει μυστήριο; Το μυστήριο του σκότους απασχόλησε όλη τη ρομαντική Δύση. Ο Ελύτης όμως λέει ότι το μυστήριο το φωτός δεν το μελέτησε κανένας και ότι «δεν εγεννήθηκε ακόμα ο Μαγγελάνος ενός τριαντάφυλλου». Εν ολίγοις και μέσα στο απόλυτο φως υπάρχει μυστήριο και μας θυμίζει τα δελφίνια στο Αιγαίο, ανάμεσα Πάρο και Νάξο, τη σαύρα στην Ολυμπία και την πεταλούδα στο στήθος ενός κοριτσιού που κάνει ηλιοθεραπεία και ζουζουνίζει όλο το νησί…. Εδώ μπορείς να βρεις τα FM που λέγαμε.

8. Αυτοί στο εργοστάσιο / Εκείνοι στο κρεβάτι

Εδώ, ο καθείς και τα έργα του, αλλά και σαν παραλλαγή του 5ου δεπέλλιχου μου μοιάζει. Και στο εργοστάσιο θόρυβο έχει και στο μπαρ επίσης, και στον θάλαμο κρεβάτι έχει και στο σπίτι, και το κρεβάτι παραπέμπει σε κρεβατωμένο… εκτός εάν ισχύει αυτό που δεν κάνει πια ο Κωνσταντάρας; «στο κρεβάτι πέφτω για να κοιμηθώ. Πάει ο καιρός που έπεφτα για να κάνω κάτι άλλο…».

9. Νύχτα στο καταφύγιο / και στον στρατώνα νύχτα

Τι να πω τώρα;;; «Νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο», λέει ο Ρίτσος… δηλαδή;;; Εγώ βλέπω μια αυγουστιάτικη πανσέληνο, να γυαλίζει και να με καλεί, όπως εκείνον τον mal di luna στο πιραντελικό Χάος των αδελφών Ταβιάνι… που την κοίταζε από μωρό και έλαμπαν τα ματάκια του μέχρι που ο γνωρίζων γνωρίζει, αλλιώς «να πας να μάθεις, όλο δεν ξέρεις και δεν ξέρεις» (διά στόματος Τζένης Καρέζη. Αύτη ταύτα έφα)…

10. Νύχτα υπόσχεση Αυγής /  Ελευθερίας μύθος

Καλές είναι και οι παραισθήσεις κάπου κάπου… Ελευθερίας μύθος, ναι, από εκείνη την κακιά και μαγική «Βασίλισσα της Νύχτας» όταν ελάλησε της μουσικής ο μαγικός αυλός του Μότσαρτ.

11. νύχτα λευτέρωμα του νου / απ’ του φωτός τα βάρη

Εδώ συμφωνούμε όλοι: τη νύχτα επικεντρώνεται ο νους εκεί που η ψυχή του δείχνει και συνωμοτεί ο λαϊκός ασματίας: Νύχτα ξελογιάστρα/
Νύχτα όμορφη/ Όμορφα τα άστρα/Και οι ουρανοί

Ο Σεφέρης, διπλωμάτης την ημέρα διαβάζει υπηρεσιακά έγγραφα και ποιητής τη νύχτα διαβάζει τα άστρα:

Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας…
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις…


12. Καλύπτοντας ατέλειες / νύχτα πώς ομορφαίνεις!

Κάνοντας κύκλο, πιάσαμε από την ουρά τον πρώτο δεπέλλιχο, σε ελαφρά παραλλαγή.

13. Άλλοι τα φώτ’ ανάβουνε / άλλοι μόλις τα σβήνουν

Εξαρτάται από το τι έχουν να κάνουν, αν είναι άνθρωποι της μέρας ή άνθρωποι της νύχτας. Της νύχτας που ο ερωτευμένος θέλει έρωτα, ο ποιητής ψάχνει για έμπνευση, στηλώνει το βλέμμα στον ουρανό και καρτερεί την Πούλια να τον κεράσει στίχους, ή η Σαπφώ να θλίβεται παρακολουθώντας το ρολόι, η Σελήνη να δύει, να ’ναι μεσάνυχτα κι εκείνος να μην έρχεται. Παρόμοια και η δόλια η Αρετή, εξόριστη στα ξένα, με τα μαλλιά της ξέπλεκα τον Κωνσταντή προσμένει να ’ρχεται από τον ουρανό στο άλογο καβάλα, να την αρπάζει ορμητικά, να την καθίζει πίσω του στα αστέρια να την φτάνει, για έρωτα ή για θάνατο σε μια ουρανοδρομία.

Έτσι δεπέλλιχοι ευλύγιστοι ισορροπούν πάνω σε μιαν ευθεία. Η μέρα και η νύχτα, η γέννηση κι ο θάνατος. Η υγεία και η αρρώστια, ο έρωτας κι έλλειψη, τα άστρα και το φεγγάρι, ο ποιητής κι οι στίχοι του, η στέγνια κι η πλημμύρα, το κρύο, το χιόνι κι η βροχή μαζί και η λιακάδα. Έτσι είναι η ζωή γεμάτη από παραδοξότητες κι αντινομίες, από ευθείες και τεθλασμένες, αλλά ο Ρούσκας λόγω ειδικότητας και στον στίχο και στην οικοδομή αλφαδιάζει καλά. Ξέρει ότι, όταν οι αρχαίοι έκαναν λόγο για το μέτρον άριστον, δίδασκαν εμάς να μην κάνουμε τραμπάλα, να μην αφηνιάζουμε στη μια ή να κατατονούμε στην άλλη. Στην Εθνική οδό, ας τρέχουν οι μεν από τη μια και ας βραδυτροχούν οι άλλοι από την άλλη. Εσύ κράτα τη μεσαία. Να κοιτάς ψηλά τον αετό, όταν ζυγιάζει τα φτερά, ισορροπώντας μέσα του. Να δέχεσαι ότι η νύχτα έχει ένα πρόσωπο που βλέπουμε κι ένα άγνωστο που δεν βλέπουμε ή που έρχεται η στιγμή και πρέπει να το δούμε. Να συμβιβαστούμε. Βέβαια ο συμβιβασμός μάς επιβάλλεται· δεν μας ρωτάει… .Ε! τώρα, όποιος θέλει λέει Ναι και όποιος θέλει Όχι. Ο καθείς και οι διαθέσεις του… Άσε που οι ποιητές βρίσκονται σε διαρκή ρήξη με το κατεστημένο… Ξαναρωτήστε με αύριο, σας παρακαλώ… Σήμερα έχω υποθερμία και νιώθω ψυχρή τη σχέση μου με το σύμπαν.

Προσκυνώ!

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: