Αγάπες και Λουλούδια της Πρώτης Ώρας (2)

Αγάπες και Λουλούδια της Πρώτης Ώρας (2)
Δεν είχαν πάει ποτέ μαζί στο Ρόδον, οι δεκαετίες είχαν μπει ανάμεσά τους, κι αυτός τώρα μεταμφιέζει τις ημερομηνίες, και την βρίσκει δίπλα του στη συναυλία των Stranglers, καθώς ὁ Jean-Jacques Burnel ψαλμωδεί το “La Folie”, το πιο απεγνωσμένα μελωδικό κομμάτι στην ιστορία του new wave, και ενώ το μυαλό του γίνεται πάλι ένα night club των συνειρμών, ενώ γύρω τους βραχνιάζουν τα βλέμματα, ένα ουράνιο τόξο της βαρύτητας σχηματίζεται μέσα από τη βροχή των δακρύων.


καλησπέρα, ω ναι, καλησπέρα, τι όμορφη κι ωραία λέξη, τι μνήμες φέρνει σ᾽ εκείνον η λέξις καλησπέρα, καθώς ανάβει το εωθινό σιγαρέτο με τον αναπτήρα του πατέρα του, εκείνον τον Ronson που πήγαινε, και πάντα πάει, με την Parker 51, και είναι η ώρα πρωινή, είναι μόλις 6:30 προ μεσημβρίας, αλλά εκείνον τον έχει κατακλύσει η λέξις καλησπέρα, η τόσον όμορφη κι ωραία λέξις καλησπέρα, και τον έχει επίσης κατακλύσει μια βραδιά που δεν παύει να επανέρχεται στον καμβά της μνήμης του, τον έχει κατακλύσει ο τίτλος ενός βιβλίου που τον στοίχειωσε από την πρώτη στιγμή που τον άκουσε, τον τίτλο, ναι, δεν τον είδε τυπωμένο, αυτό έμελλε να γίνει έξι μήνες μετά από τότε που τον άκουσε, ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου να του εκμυστηρεύεται τον τίτλο ενόσω έπιναν, ο συγγραφέας ιρλανδέζικο ουίσκι κι εκείνος πολωνική βότκα, θα σου πω τον τίτλο, του είπε ο συγγραφέας, ήπιε μια γουλιά και τωόντι του είπε τον τίτλο, ο οποίος τίτλος τον στοίχειωσε και εξακολουθεί να τον στοιχειώνει, όπως τον στοίχειωσε, και εξακολουθεί να τον στοιχειώνει εκείνη η βραδιά, την 22α Φεβρουαρίου του 1991, Παρασκευή ήταν, και Εκείνη σε έναν μήνα και ένα εικοσιτετράωρο θα έκλεινε τα δώδεκα, ενώ εκείνος σε σαράντα εννέα εικοσιτετράωρα θα έκλεινε τα τριάντα ένα —

καλησπέρα, ω ναι, καλησπέρα, καίτοι το ρολόι δείχνει μόλις 6:30 το πρωί, κι Εκείνη κοιμάται του καλού καιρού και ονειρεύεται ότι ηγείται μιας διαγαλαξιακής εξέγερσης, κι εκείνος ανάβει το εωθινό σιγαρέτο και προσπαθεί να ονειρευτεί τα όνειρα Εκείνης, κάνει τεχνάσματα συναισθησίας και ενσυναίσθησης, πασχίζοντας να εισχωρήσει στον ύπνο της, να γίνει εθελοντής αντάρτης στη λεγεώνα Εκείνης, με λέιζερ γκαγκάν-γκαγκάν όπλα/κόλπα, με σκληροτράχηλη ευαισθησία post-punk, με όλες τις ψυχεδελικές εξεγερτικές ορμές να τίθενται στην υπηρεσία Εκείνης που τα έχει βάλει, σαν υπερμεταλλικό υπεραγρίμι, με το υπερκαθεστώς της υπερκαπιταλιστικής υπερλέρας, καλησπέρα, ω ναι, Bonsoir! ψάλλει ο αβρός/αδρός Ζαν-Ζακ Μπερνέλ, την επαύριο των τριακοστών ενάτων γενεθλίων του (του Μπερνέλ, οφκόρς), στο Ρόδον, κι εκείνος είναι εκεί, τρεις δεκαετίες κύλησαν, και είναι ακόμη στοιχειωμένος από εκείνο το Bonsoir! του Μπερνέλ, καθόσον είχε, κι ακόμη έχει τρέλα, ναι, Parce qu'il avait la folie, Il avait la folie, Oui c'est la folie, Oui c'est la folie, Oui c'est la folie, Oui c'est la folie, κι είναι έξι και τριάντα το πρωί, και καπνίζει το εωθινό τσιγάρο, και πασχίζει να εισβάλει στο ενύπνιο Εκείνης, να γίνει το πρωτοπαλίκαρο της εξέγερσής της, να ταξιδέψει μαζί Της στους γαλαξίες και να σερφάρει μαζί Της στο ουράνιο τόξο της βαρύτητας —

Τι σημαίνει «αγαπώ κάποιον»; Σημαίνει ότι τον συλλαμβάνεις πάντα μέσα στη μάζα, ότι τον βγάζεις από την έστω περιορισμένη ομάδα στην οποία ανήκει, είτε μέσω της οικογένειάς του είτε μέσω κάποιου άλλου πράγματος. Κι έπειτα, ότι ψάχνεις τις δικές του αγέλες, τις πολλαπλότητες που κλείνει μέσα του, και που είναι ίσως άλλης φύσεως, ότι τις ενώνεις με τις δικές σου, ότι τις κάνεις να διαπερνούν τις δικές σου, να διαπερνούν τις δικές του. Ουράνια παντρολογήματα, πολλαπλότητες πολλαπλοτήτων (αντιγράφει τώρα στο σημειωματάριό του, στοιχειωμένος από τη νύχτα στο Ρόδον με τους Stranglers, στοιχειωμένος από το το “La Folie”, το πιο απεγνωσμένα μελωδικό κομμάτι στην ιστορία του new wave, αν εξαιρέσουμε φυσικά το ”I Couldn't Help It If I Tried” των Dexys Midnight Runners, στοιχειωμένος από το βιβλίο La Folie του Θάνου Σταθόπουλου, εκδόσεις Ίκαρος 2015, με τον Στίβεν Μπράουν (φωτογραφία: Fabrice Voisin, 1991) στο εξώφυλλο, και, κυρίως, στοιχειωμένος από τον τίτλο ενός βιβλίου που τον στοίχειωσε από την πρώτη στιγμή που τον άκουσε, τον τίτλο, ναι, δεν τον είδε τυπωμένο, αυτό έμελλε να γίνει έξι μήνες μετά από τότε που τον άκουσε, ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου να του εκμυστηρεύεται τον τίτλο ενόσω έπιναν, ο συγγραφέας ιρλανδέζικο ουίσκι κι εκείνος πολωνική βότκα, θα σου πω τον τίτλο, του είπε ο συγγραφέας, ήπιε μια γουλιά και τωόντι του είπε τον τίτλο, και ο τίτλος ήταν/είναι Η διασκευή του εαυτού μου στις 06:30, εκδόσεις Ίκαρος, 2023, στην σελίδα 222 του οποίου διαβάζουμε: «Η τύχη με κόβει στα χίλια: αποσπώ από κάθε κομμάτι, αγαλλιάζω και συνθλίβομαι· τέλος, βγαίνω από τον μέσα εαυτό στον ήλιο: καλά είναι εδώ, ας λιάσουμε τα πεθαμένα μας», και αμέσως μετά: «Γυρίζω μ᾽ ένα ρολόγι πεταλούδα», κι εκείνος στοιχειωμένος από κείνο το Bonsoir! του Μπερνέλ, στοιχειωμένος από κείνη τη βραδιά της 22ας Φεβρουαρίου του 1991 στο Ρόδον, στοιχειωμένος από τον τίτλο Η διασκευή του εαυτού μου στις 06:30, πασχίζει, αχ αχ, πώς πασχίζει, αχ, στο ενύπνιό Εκείνης να γίνει λαθρεπιβάτης, στους μύχιους μυχούς της να εισέλθει, το υποσυνείδητό Της να επισκεφτεί και να δεξιωθεί, τα κύτταρά της όλα να λατρέψει στα κρυφά)

κι όλο αντιγράφει, ναι, αντιγράφει θραύσματα, αποσπάσματα, σπαράγματα, στο σημειωματάριό του, με την Parker 51 του αείμνηστου πατέρα του, περνάει από τη μια γλώσσα στην άλλη, δεν του φτάνουν τα ελληνικά, εφηβικό απολειφάδι της Μεταπολίτευσης καθώς ήταν, και παραμένει, καταφεύγει στα αμερικάνικά, βουαλά: There is no intensity of love or feeling that does not involve the risk of crippling hurt. It is a duty to take this risk, to love and feel without defense or reserve· καταφεύγει στα γαλλικά, ιδού: Nous sommes sans doute des gens étranges. Oui, mais aussi (bien), nous vivons étrangement· καταφεύγει στα γερμανικά, πάρε νά ᾽χεις: Ich warte mit dem Kugelschreiber / Auf den Einfall der Ideen / Ich warte warte warte weiter / Bis es Zeit ist zurückzugehen / Ich warte in den Zwischenräumen /Vorgeblich ungeschützt / Ich warte auf die neue Sprache / Die die mir dann nützt· καταφεύγει, ω λα λα, ώς και στ᾽ αρχαία ελληνικά, ο μπαγάσας, εκείνος που πότε με τον Δον Κιχώτη ομοιάζει, πότε φέρνει σε Ιρλανδό μπεκρούλιακα ωραίο, και πότε φτυστός με Ρώσο του Ντοστογέφσκι είναι: Περὶ αἰσθήσεως καὶ αἰσθητῶν, Περὶ μνήμης καὶ ἀναμνήσεως, Περὶ ὕπνου καὶ ἐγρηγόρσεως, Περὶ ἐνυπνίων, Περὶ τῆς καθ’ ὕπνον μαντικῆς, Περὶ μακροβιότητος καὶ βραχυβιότητος, Περὶ νεότητος καὶ γήρως, καὶ ζωῆς καὶ θανάτου, καὶ ἀναπνοῆς —

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: