Into the Box: Το Δεύτερο Τρίμηνο της Πρώτης Ώρας

Into the Box: Το Δεύτερο Τρίμηνο της Πρώτης Ώρας

Κι ένα βράδυ, της έδωσε τὸ χέρι,
στο κούτελο τη φίλησε, να γίνουμε,
της είπε, ο ένας του άλλου ταίρι.


Φέρ᾽ ειπείν, δεν είναι απολύτως απαραίτητο, όπως θα διαπιστώσουμε και θα δείξουμε οσονούπω, να τον μεμφθεί κανείς, ή να του καταλογίσει, έστω εμφορούμενος από μια κάποια ηθικιστική διάθεση, ναι, να του καταλογίσει και να του προσάψει αφροσύνη, ασύνετη συμπεριφορά, άσκεπτη υπόκλιση στην παρμόρμηση, κατρακύλισμα στην απερισκεψία, ενδοτικότητα στην κραιπάλη, ασίγαστη επιπολαιότητα, ή ακόμα και αυτοκαταστροφικές τάσεις (αν είναι δυνατόν!, πρόκειται για τον λιγότερο αυτοκαταστροφικό άνθρωπο που έχουμε ποτέ γνωρίσει, για έναν μανιακό της κατάφασης της ζωής, για έναν τόσο έμπλεο περιέργειας πολίτη του 21ου αιώνα ώστε γαντζώνεται από το ναι στη ζωή με όλες του τις δυνάμεις), όχι, δεν υπάρχει λόγος για τέτοιους καταλογισμούς και επικρίσεις, δεν οφείλει κανείς, ντε και καλά, να τον επιπλήξει ως δεσμώτη των παθών ή να τον χαρακτηρίσει αλκοολικό, μέθυσο, μπεκρούλιακα, αρχιπότη, μεγαλοπότη, μεθοκόπο, μεθύστακα, μπεκροκανάτα, μπεκρόμουτρο, μπεκροπότη, σούρα, σουρωτήρι, τρύπιο πάτο, φιλοπότη, μόνο και μόνο επειδή εκείνη την Παρασκευή, στις 6 Ιανουαρίου, των Φώτων, κυρίες και κύριοι, ξύπνησε έχοντας δει ένα υπέροχο όνειρο όπου σε μιαν έπαυλη είχε καλέσει ζώντες αλλά και τεθνεώτες φίλους του, όλες τις ερωμένες του από το 1977 έως το 2022, καθώς και μιαν ιρλανδέζικη μπάντα, και εόρτασε μαζί τους την επερχόμενη γαμήλια ένωσή του με μια ονειροκοπέλα με την οποία επί πολύ καιρό ασκούσαν μεγαλειωδώς την τέχνη του potlatch, ανταλλάσσοντας μέσω του ταχυδρομείου, ενίοτε και διά ζώσης, συμβολικά δώρα και επέμεναν πεισματικά να μιλούν μεταξύ τους στον πληθυντικό, καίτοι αμφότεροι ενήλικες, δεμένοι με πολλά μυστικά αγγίγματα του ιμέρου, κυρίες και κύριοι, ναι, ας μην του καταλογιστεί το ότι ξυπνώντας από το ενύπνιο και υπό την επήρεια του εν λόγω ενυπνίου, αισθάνθηκε κυριευμένος από την ακαταμάχητη διακαή επιθυμία να πιει στα πεταχτά έναν τούρκικο καφέ για το θεαθήναι και τα όποια προσχήματα, και εν συνεχεία να βγάλει την πολωνική βότκα από το ψυγείο και να απολαύσει απ᾽ την κορφή μέχρι τα μύχια σύνολη τη φιάλη, χωρίς πάγο, σε ποτηράκια, ακούγοντας ξανά και ξανά ουκρανικά αναρχικά τραγούδια, ιδίως και απανωτά τη «Μαχνοβτσίνα», φουμάροντας σαν να μην υπάρχει αύριο, επιδιδόμενος σε συλλογισμούς που είχαν να κάνουν με τον μάλλον (και έστω) ντανταϊστικό, ή/και αναρχοντανταϊστικό προγραμματισμό των σχεδίων του για το 2023, και επίσης επιδιδόμενος, κυρίες και κύριοι, σε αναπολήσεις και ρεμβασμούς για τα κορίτσια που υπήρξαν οδοδείκτες στη ζωή του, που συνέβαλαν στην αισθηματική του αγωγή, και τον συνόδευσαν σε εσπερίδες, ταξίδια, περιπλανήσεις τύπου flâneurie και dérive στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στις Βρυξέλλες, στο Άμστερνταμ, και στη Βουδαπέστη εσχάτως, παραμένοντας, παρά την ευδόκιμη κατανάλωση σύνολης της φιάλης πολωνικής βότκας και την ακρόαση, κατά στιγμές βροντώδη λόγω των ποδοκροτημάτων του στο διαμέρισμά του, των αναρχικών ουκρανικών θουρίων, νηφάλιος, sober, με μυαλό λαμπίκο και νου κρυστάλλινα διαυγή, άλλωστε μετά την εν λόγω ευδόκιμη κατανάλωση και την εν λόγω ακρόαση αναρχικών ουκρανικών θουρίων, επέστρεψε στην επιμελέστατη μελέτη, που είχε εκκινήσει από τα μέσα του Νοεμβρίου του 2022, του έργου Κριτική του Καθαρού Λόγου, του Ιμμάνουελ Καντ, και εν συνεχεία, στην επεξεργασία των χειρόγραφων σημειώσεών του για το αυτοβιολογικό εκτενές πεζογράφημά του με τίτλο εργασίας Cabinet of Curiosities, πεζογράφημα οι απαιτήσεις της συγγραφής του οποίου μπορούν κάλλιστα να συνοψιστούν στη συστηματική μελέτη επιλεγμένων έργων του ειρημένου Ιμμάνουελ Καντ και του μεγίστου Εγέλου, συνεπώς καθιστούν επιβεβλημένη, κατά καιρούς, μιαν απόλυτη αποχή από τα κάθε λογής οινοπνευματώδη καθώς και ένα καθημερινό βάδισμα της τάξεως των οχτώ έως δέκα χιλιομέτρων —

— εξάλλου, κυρίες και κύριοι, γνωρίζουμε ήδη από το 1807, έτος εκδόσεως της περιλάλητης Φαινομενολογίας του πνεύματος, ότι «το αληθές είναι η διονυσιακή μέθη, όπου κανένα μέλος δεν είναι ξεμέθυστο· κι επειδή το καθένα, με το που απομονώνεται, εξίσου άμεσα διαλύεται — η μέθη είναι εξίσου η διάφανη και απλή στάση», όπως μεταφράζει ο έξοχος, και εξόχως νηφάλιος πάντα, φίλος Γιώργος Φαράκλας τούτο το εδάφιο από την 47η παράγραφο του Προλόγου στη Φαινομενολογία του Νου (κατ᾽ άλλους Φαινομενολογία του Πνεύματος): “Das Wahre ist so der bacchantische Taumel, an dem kein Glied nicht trunken ist, und weil jedes, indem es sich absondert, ebenso unmittelbar auflöst, – ist er ebenso die durchsichtige und einfache Ruhe’’, και όσοι ανήκαν στο εκάστοτε διαλεχτό entourage του ανθρώπου για τον οποίο μιλάμε γνωρίζουν πολύ καλά την περιπαθή του συνάφεια, μπορούμε ακόμα και να μιλήσουμε για συμπλοκή, με το έργο του μεγάλου διαλεκτικού, γνωρίζουν με πόση και τι είδους μέριμνα φρόντιζε, και εξακολουθεί να φροντίζει, για το πέρασμα από το πάθος της μέθης στη μέθη του πάθους, από την ενίοτε βαθεία μέθη στο παγοδρόμιο της νηφάλιας μελέτης και συγγραφής, παραμένοντας επί μήνες εγκρατής, συνδυάζοντας την εγκράτεια με εξαιρετικά προσεγμένη διατροφή (εκλεκτά φιλέτα μόσχου, πράσινες σαλάτες, χυμό ροδιού, πολλά πράσινα μήλα, ντοματόζουμο), ακολουθώντας το παράδειγμα του πολυπαθούς σκακιστή Αλεξάντρ Αλιέχιν, ο οποίος έκοψε μαχαίρι, καθώς λέμε, το ποτό ώστε να ανακτήσει το στέμμα του παγκόσμιου πρωταθλητή που είχε απωλέσει από τον Μαξ Όυβε, αλλά κυρίως του Γκυ Ντεμπόρ, ο οποίος, όπως μαθαίνουμε από την αλληλογραφία του με τον Ραούλ Βανεγκέμ, παρέμεινε εγκρατής για ένα ικανό χρονικό διάστημα ώστε να ολοκληρώσει τη συγγραφή/σύνθεση του έργου του Η Κοινωνία του Θεάματος, πώς άλλωστε, εάν όχι με μια διαλεκτική κραιπάλης/εγκράτειας, με την επίμονη φροντίδα του να παραμένει νουνεχής, παρά την κατά καιρούς καταλαλιά απ᾽ τη μεριά διόλου νουνεχών και ζηλόφθονων και ανοργασμικών (όπως λέγαμε παλιά) όντων, παρά τις φήμες και τα κουτσομπολιά (που έχουν βυθιστεί πια στη λίμνη της λήθης), ναι, κυρίες και κύριοι, πώς θα κατάφερνε, εάν δεν έγερνε πάντα η ζυγαριά στη μεριά της κρυστάλλινης διαύγειας, να γράψει στο ειρημένο πεζογράφημά του Cabinet of Curiosities, φράσεις όπως, «Εκείνη κι εκείνος ήταν συνδεδεμένοι τόσο πολύ, πνευματικά και συναισθηματικά, ώστε θύμιζαν σε κάποιον κοινό τους φίλο τη διαδικασία της λεγόμενης Πολυσυμπτωματικής Διάγνωσης Ομοιότητας», ή όπως «Δεν είχαν χρειαστεί εγχύσεις αδρεναλίνης, φυσιοστιγμίνης, ατροπίνης, και πολυφαινυλενοξείδιου για να φτάσουν τα μάτια τους να ομοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό του Ειρηνικού Ωκεανού που συναντήθηκαν κάτω από ένα ουράνο τόξο της βαρύτητας όπως το απεικόνισε/απαθανάτισε ο λάτρης του Τόμας Πίντσον και εικαστικός καλλιτέχνης Γιοχάνες Κόιλες και όπως το τραγούδησε/έψαλλε η ανεπίληπτη Λόρι Άντερσον στο μυθικό της άσμα “Gravity’s Angel’’», ή ακόμα και λιτές τρυφερές φράσεις όπως σ᾽ εκείνο το αψιμυθίωτο ραβασάκι όπου, γραμμένη με απολύτως σταθερό χέρι και με την αγαπημένη του πένα (δώρο από την ονειροκοπέλα του ενυπνίου), συναντάμε την αράδα «Κι ένα βράδυ, της έδωσε τὸ χέρι, στο κούτελο τη φίλησε, να γίνουμε, της είπε, ο ένας του άλλου ταίρι», κι όχι μόνον αυτό αλλά και, ας διερωτηθούμε, κυρίες και κύριοι, πώς θα ήταν δυνατόν, εάν όχι με τη διαλεκτική μέθης/εγκράτειας, να θυμάται και από μνήμης να παραθέτει ολόκληρα κατεβατά από το τρίτο κεφάλαιο, το αφιερωμένο μάλιστα στη δίνη και στα δεινά της μέθης, του έργου Panégyrique του Γκυ Ντεμπόρ, ενός έργου που τον έχει στοιχειώσει από το έτος της έκδοσής του, το 1989, ενός έργου στο οποίο ο συγγραφέας αποφαίνεται “Il y a des matins émouvantes mais difficiles” και “L’écriture doit rester rare, puisque avant de trouver l’excellent il faut anoir bu longtemps’’

— συνελόντι ειπείν, κυρίες και κύριοι, όχι μόνον οφείλει κανείς να θυμάται ότι ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον, όχι μόνον να είναι άκρως επιεικής απέναντι σε όσους πολλές φορές προσφεύγουν σε ευφρόσυνες αφροσύνες, διατηρώντας εντούτοις τη δημιουργική τους δύναμη, αλλά οφείλει και να γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, περιστάσεις και περιστατικά, να προχωρεί σε μια εμπεριστατωμένη διαύγαση των γεγονότων που οδηγούν στη φιλοποσία, να γνωρίζει ότι ο άνθρωπός μας, φέρ᾽ ειπείν, έχει πιει τα ποτήρια του με εκλεκτούς gracieux galants, όπως οι αείμνηστοι Νίκος Καρούζος, Κωστής Παπαγιώργης, Χρήστος Βακαλόπουλος, Περικλής Κοροβέσης, Νικόλας Τριανταφυλλίδης, Νίκος Φατούρος, αλλά και οι ζώντες εισέτι Ευγένιος Αρανίτσης, Θάνος Σταθόπουλος, Γιάννης Τζώρτζης, Φίλιππος Τσιτσόπουλος, Νικήτας Σινιόσογλου και Κώστας Τσώλης, μεταξύ άλλων, ότι, ναι μεν ένα βράδυ κοιμήθηκε στις Βρυξέλλες και ξύπνησε στο Άμστερνταμ, αλλά και ότι δεν έχει γράψει ούτε λέξη (αν εξαιρέσουμε κάποιες φευγαλέες σημειώσεις στο λατρεμένο του μαύρο δερμάτινο σημειωματάριο) υπό την επήρεια ουίσκι, τεκίλας, βότκας, τσίπουρου, κρασιού ή μπίρας, ότι επέλεξε με παγερή σκακιστική στρατηγική και μέθοδο να γίνει ο ίδιος, σωματικά και νοητικά και ψυχικά, ένα φορητό πειραματικό εργαστήριο εξέτασης και ανάλυσης των τρόπων να μπαινοβγαίνει κανείς στο σύμπαν της μέθης, διατηρώντας πάντα το χάρισμα να αποφεύγει τις κακοτοπιές στις οποίες τα καταπότια ενδεχομένως οδηγούν άλλους σε μικρούς ή/και μεγάλους ολέθρους, να γνωρίζει ή/και να διασθάνεται τα κατατόπια που οδηγούν τον ίδιο στα ενδιατήματα της δημιουργικότητας, μετατρέποντας τρόπον τινά τον εαυτό του σε ένα είδος αυτοσχέδιου, πλην όμως, δεινού, κατά γενική ομολογία, κοινωνιολόγου/στατιστικολόγου της μέθης, είτε της νηφαλίου μέθης κατά τον υπέροχο Συμεών τον Γρηγοριάτη είτε της αλογίστου και πλειστάκις αγρίου μέθης, η οποία εντούτοις δεν έφθειρε την ηδύτητα ανθρώπων όπως ο Δανός ζωγράφος και στοχαστής Άγκερ Γιορν, όπως ο αγνός και ανεξέλεγκτος μουσηγέτης Τζακ Κέρουακ, ή όπως ο λατρεμένος Πρόξενος Τζέφρι Φέρμιν, ή επίσης ο επιστήθιος φίλος του φίλου μας, ο οποίος ένα βράδυ στον «Ένοικο», το στέκι της Καλλιδρομίου, στην ερώτηση του πάντοτε μειλίχιου και μειδιώντος διοπτροφόρου μπάρμαν και ζωγράφου Βαγγέλη Ζαφειρόπουλου, «Τι να σου βάλω απόψε να πιεις, Λάγιε;», απάντησε σκασμένος στα γέλια, «ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟ!» και τωόντι άρχισε να πίνει το ένα ποτό του καταλόγου μετά το άλλο, αντιλαμβάνεστε, κυρίες και κύριοι —

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: