Αυτοβιολογία σε Δεύτερο Πληθυντικό

Αυτοβιολογία σε Δεύτερο Πληθυντικό


Στήνατε αρχεία. Και οργανώνατε δίκτυα, κατασκευάζατε καταστάσεις, ήδη από κείνο το όχι και τόσο μακρινό 1989. Σας έβλεπαν, στα στακάτα στέκια, με το τσιγάρο ανάμεσα στον κιτρινισμένο από τη νικοτίνη δείκτη και στον αγέρωχο (σαν τα μπλουζ του Ρόμπερτ Τζόνσον) αντίχειρα, με το σημειωματάριο στο τραπέζι και δίπλα τον στυλογράφο σε προσωρινή αγρανάπαυση, με το ποτήρι να είναι διαρκώς, και διακαώς, διάκονος της διαλεκτικής μισοάδειο/μισογεμάτο, και με τις αισθήσεις όλες σε επιφυλακή, εν αναμονή του ποιήματος, του πεζογραφήματος, του δοκιμίου, της ερωτικής επιστολής. Πιστοί ακόλουθοι του Ουίλλιαμ Μπάροουζ, όταν επιστρέφατε από το στέκι (από το ποτοσχολαστήριο, ως έλεγεν ο Καρούζος) στο κονάκι (στο γραφειόσπιτο, ως έλεγεν ο Χρηστάκης), εργαζόσασταν με το σημειωματάριο, με το μαγνητόφωνο, και με το ψαλίδι. Κοπτική/ραπτική, πάει να πει cut-up και détournement, πάει να πει πιάνουμε τον άλλο Ουίλλιαμ, τον Σαίξπηρ, και τον κάνουμε κομμάτια και εν συνεχεία παίρνουμε τα κομμάτια και τα ανασυνθέτουμε παρεμβάλλοντας φράσεις ειπωμένες στο μαγνητόφωνο και καταγεγραμμένες στο σημειωματάριο, και τσουπ!, Άννα να ένα μήλο, Μίμη να άλλο ένα, βγαίνει νεόδμητο κείμενο από παλιά και μεστωμένα υλικά, plus τα καινούργια που σας δόθηκαν στο στέκι.

Απ την ύλη του ενύπνιου πλασμένοι. Που σημαίνει κοινωνικώς και οικονομικώς κατεστραμμένοι. Τέτοιοι ήσασταν. Τέτοιοι μείνατε. Τέτοιοι θα μείνετε. Παπάρες παρίες. Χάιντεγκερ του πεζοδρομίου, όπως ειπώθηκε ξανά και ξανά και ξανά. Μεροκαματιάρηδες του Καταραμένου, όπως σας ξεμπρόστιασε ο Έγκριτος Δοκιμιογράφος στην Έγκριτη Εφημερίδα, ύστερα από μια φαιδρή φάρσα που σκαρώσατε, οι ελεεινοί και τρισάθλιοι εσείς με το γλίσχρο ημιταλέντο σας και την επηρμένη σας προσήλωση σε ένα εκτροχιασμένο χιούμορ. Καλά να πάθετε, με τις χαζοεξυπνάδες σας, τύπου Η Φαινομενολογία του Οινοπνεύματος, τύπου Η Κριτική της Καθαρής Σούρας, τύπου Κουλτούρα Να Φύγουμε, τύπου Η Κόλαση Είναι Οι Γάλλοι, τύπου From Her to Eternity, μια ζωή οκνηρία και λογοπαίγνια της συμφοράς, παλιορεμπεσκέδες, ντιντήδες, φιόγκοι, χλεχλέδες, παλιοΐνδικτοι, φτηνοφαγάδες, ανθυποσονετογράφοι.

Στήνατε αρχεία. Και λοιπόν; Οργανώνατε δίκτυα. Ε και; Κατασκευάζατε καταστάσεις. So what, που θα έλεγε κι ο Μάιλς Ντέιβις. Παίζατε με τα σημειωματάρια, με τα μαγνητόφωνα, με τα ψαλίδια, όλο το 1989 παίζατε, χαμένα κορμιά, πού να ξέρατε τι κακό θα σας βρει μια δεκαετία μετά, το 1999, ε, πού να το ξέρατε; Ήρθε και σας βρήκε το κακό. Το Κακό. ΤΟ ΚΑΚΟ. Ένα τούβλο, το κακό. 1079 σελίδες, το Κακό. Ένας ιός απ᾽ το διάστημα, ΤΟ ΚΑΚΟ. Έπεσε και σας πλάκωσε. Μούγκα στη στρούγκα. Βγάλατε το σκασμό. Ούτε κιχ. Πήγε η κομπορρημοσύνη σας στη γωνία να δει αν έρχεστε. Διότι το Κακό ήταν ο φονιάς της κομπορρημοσύνης, ο δολοφόνος της έπαρσης, ο δήμιος της αλαζονείας, το σφυρί που κοπάνησε τη σαχλαμάρα του βίου σας, το δρεπάνι που θέρισε τη βλαμμένη σταδιοδρομία σας. Το κακό ήταν βόμβα βυθού. Το Κακό ήταν νάρκη. ΤΟ ΚΑΚΟ ήταν είκοσι χιλιάδες μυδραλιοβόλα.

Απ την ύλη του ενύπνιου πλασμένοι. Slow the eggs! Σιγά τ᾽ αβγά! Άλλο δεν κάνατε, όλη εκείνη τη δεκαετία, από το να πίνετε και να θύετε στον Βωμό της Κουταμάρας, στο Τρίγωνο του Διαβόλου (ΚΚΕ = Κολωνάκι Κυψέλη Εξάρχεια), να κόβετε αζιμούθιο προς μια μαϊμού αυτοκαταστροφή, τάχατες Πρόξενοι Φέρμιν και Ντύλαν Τόμας του γλυκού νερού, ούτε καν σπουδαίοι αλκοολικοί δεν καταφέρατε να γίνετε, μόνο λόγια και λόγια και λόγια, ουτιδανοί οπαδοί του Τίποτα, και του Μηδέν εις το Πηλίκον κοντοτιέροι. Ακόμα και τη μελέτη του Das Kapital στη μέση την αφήσατε, κωθώνια. Καμποτίνοι, δηθενιστές, καρπαζοεισπράχτορες, χαϊβάνια, ψοφοδεείς, κιοτήδες. Όλο μπαρ και μπαρ και μπαρ, όλο σινεφιλία και ξενοδιαβάσματα και κοπυπέιστ ήσασταν. Ομοιώματα, προσομοιώσεις, φωτοαντίγραφα ήσασταν. Αφήνατε τα πουρνάρια και τρέχατε στο γάμο, ο ένας παντρευτηκε στα είκοσι, άλλος στα είκοσι ένα, ο τρίτος στα είκοσι δύο, μιμούμενοι ατελέσφορα αμφότεροι και οι τρεις (όπως έλεγε ο πιο βλακέντιος εξ υμών, κάνοντας πνεύμα, my ass!) τον Νόρμαν Μέιλερ. Και εκδώσατε απ᾽ τα είκοσι, τρομάρα σας. Λες κι ήσασταν οι Ρεμπώ της Σόλωνος. Να προλάβετε τον χρόνο, ενω προσβάλατε τη Λογοτεχνία, ξηροί καρποί της Ερατώς. Αλλά ήρθε το κακό, Το Κακό, ΤΟ ΚΑΚΟ, και σας πέταξε τα μάτια έξω σαν μπομπόλια!

Στήνατε αρχεία. Μπα σε καλό σας! Οργανώνατε δίκτυα. Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ, που ψάλλει οργίλος ο Αγγελάκας. Κατασκευάζατε καταστάσεις. Το νου σας, μην κατέβει ο Ντεμπόρ από κει πάνω με καμιά μαγκούρα και σας σπηκάρει κάνα φωνήεν περί τωόντι καταστάσεων, χαζοβιόληδες. Αλλά δε χρειάζεται ο Ντεμπόρ για να σας κανονίσει, ήρθε το Κακό και σας κανόνισε, ρεντίκολα της κοινωνίας, μουρόχαυλοι που θέλατε να κυνηγήσετε και την αθανασία, ω, σεις, κατώτερες μορφές ζωής! Χίλιες εβδομήντα εννέα σελίδες, το χίλια εννιακόσια ενενήντα εννέα, η μία καλύτερη απ᾽ την άλλη, κι όλες μαζί να νίβουν το πρόσωπο της Λογοτεχνίας. Όσο εσείς κωλοβαράγατε στον Μπόκολα και στο Τρίτο Μάτι και στο Dolce και στον Απότσο και στον Ορφανίδη, ο Πυραυλοκίνητος προλόγιζε τον Εικοστό Πρώτο Αιώνα, ανέταμε τον Εικοστό, και αποκαθιστούσε τον Δέκατο Ένατο. Γκέγκε; Όσο εσείς εκδίδατε τα ψευτοπειράματά σας και καμωνόσασταν τους ηλεκτρολεττριστές, ο Τζίμι Χέντριξ της Λογοτεχνίας φιλούσε τον ήλιο, ψάρευε καρχαρίες στον ουρανό, ύψωνε χαρταετούς στη στρατόσφαιρα, έκανε ντρίπλες στον Τζόις και στον Πίντσον. Εσείς πεταλώνατε τζιτζικια και σφάζατε φακές να φάτε τα εντόσθια, κι Αυτός/Himself σας πήρε και σας σήκωσε, το χίλια εννιακόσια ενενήντα εννέα, σας έκανε με τα κρεμμυδάκια, σας απαύτωσε τα πρέκια, σας ξέσκισε τα κωλοφάρδουλα, με χίλιες εβδομήντα εννέα σελίδες όλες μέγκλα/μεγαλείο, όλες, ανεπρόκοποι, ΟΛΕΣ!

Απ την ύλη του ενύπνιου πλασμένοι. Αυτός/Himself να δείτε από τι πλασμένος ήταν ύλη! Από των λέξεων και του συνδυασμού των λέξεων την ύλη. Από τη μήτρα και το αμνιακό υγρό της Λογοτεχνίας την ύλη. Από του πόθου και του πάθους την ύλη. Από του βένθους και του βάθους την ύλη. Από την που σας γάμησε το καντήλι την ύλη. Μείνατε άφωνοι, άλαλοι, χάσκοντες χάχες, αλληθωρήσατε, ξεροκατάπιατε, πήρατε τον πούλο, τα χάσατε, αποσβολωθήκατε, τα χρειαστήκατε, το βουλώσατε, ζήτω που καήκατε, ήδη από τις πρώτες τριάντα σελίδες, μπα, απο τις πρώτες τρεις, όχι, ήδη από το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο ήδη, από κείνον τον ουρανό που θυμίζει καντάτα του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ, και από τον τίτλο που είναι παρμένος κατευθείαν και ανενδοιάστως από τον Βάρδο, κοπρίτες! Infinite Jest, αγράμματοι! Infinite Jest, συναισθηματικώς και λογοτεχνικώς αναλφάβητοι! Infinite Jest, πανάσχετοι! Infinite Jest, κρετίνοι! Infinite Jest, λαμόγια της Λογοτεχνίας! Infinite Jest, ετερόφωτοι χαλβάδες! Infinite Jest, κουραδόμαγκες! Infinite Jest, μπλαζέ με ξένα κόλλυβα! Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, nfinite Jest, κουραδόμαγκες! Infinite Jest, μπλαζέ με ξένα κόλλυβα! Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest, Infinite Jest,έτσι, έτσι, έτσι, να το γράψετε εκατό φορές για τιμωρία στον πίνακα!

[ Συνεχίζεται εις το επόμενον ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: