Into the Box / Ηθική τού Ερήμην, Ι

Into the Box / Ηθική τού Ερήμην, Ι


Η ευ­γε­νής (ενί­ο­τε οδυ­νη­ρή) τέ­χνη της ανα­μο­νής οδη­γεί
στην ανα­μο­νή ευ­γε­νούς (και πο­τέ οδυ­νη­ρής) Τέ­χνης.


—  φέ­ρ᾽ ει­πείν (ως προς τις ηλια­χτί­δες στα μπλου­τζίν, και τα λοι­πά), μιας και ενί­ο­τε λει­τουρ­γού­σαν, ακου­σί­ως, εί­ναι η αλή­θεια, και ανα­δρο­μι­κώς, ως προ­άγ­γε­λοι του χά­ους (τα ξέ­ρου­με αυ­τά κι απ᾽ τον αεί­μνη­στο τον Μα­κρή), πά­ει να πει ως πρε­λού­δια εκεί­νου του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος-αρ­χείο, του πο­λυ­σέ­λι­δου και συ­ναρ­μο­λο­γού­με­νου, στο οποίο η αγά­πη, όπως και το ον, θα λε­γό­ταν πολ­λα­χώς, και όπου, μπλα μπλα και τα λοι­πά, εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει το οποίο έμελ­λε να αρ­χί­σει να συν­θέ­τει ο Μπα­μπα­σά­κης στις 15 Δε­κεμ­βρί­ου, μπλα μπλα μπλα, και τα λοι­πά, μιας και τέ­λος πά­ντων λει­τουρ­γού­σαν ως ακού­σια πρε­λού­δια του ει­ρη­μέ­νου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος-αρ­χείο, θή­τευαν ήδη σε έναν προ­με­τα­μο­ντέρ­νο, so zu sagen, μπιτ­νι­κο­σι­τια­σιο­νι­σμό (όπως λε­γό­ταν, λί­αν εσφαλ­μέ­νως και τό­σο κα­κό­η­χα στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του εβδο­μή­ντα, αυ­τή η τό­σο, μα τό­σο, ακό­μα και από τον Κα­στο­ριά­δη, κα­τα­κρι­τέα τά­ση και στά­ση), ήτοι σε έναν κα­θη­με­ρι­νώς βιω­μέ­νο, ίσως και επι­τα­κτι­κό, πλην όμως όχι, σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση, ψυ­χα­να­γκα­στι­κό, συν­δυα­σμό μιας πε­ντα­ρο­δε­κά­ρι­κης αντι­προ­τε­στα­ντι­κής ηθι­κής ενά­ντια στο πνεύ­μα του κα­πι­τα­λι­σμού με μιαν κου­ρε­λο­α­ρι­στο­κρα­τι­κή [lumpen aristokratische Orientierung, σου λέ­ει ο άλ­λος] κα­τα­στα­σια­κή [situationniste, σου λέ­ει πά­λι ο άλ­λος] διο­λί­σθη­ση σε κραι­πά­λες (συν­δυα­ζό­με­νες, ασφα­λώς, και πά­ντο­τε, με μιαν ακα­τά­σχε­τη βι­βλιο­μα­νία· ξέ­ρε­τε τώ­ρα εσείς: Ελί­ζα­μπεθ Μπί­σοπ, Φρανκ Ο᾽Χά­ρα, Χού­λιο Κορ­τά­σαρ, Ουόλτ Ουί­τμαν, Σα­κε­σπή­ρος, Ιμά­νου­ελ Καντ, Έγε­λος, Φόιερ­μπαχ, Τό­μας Μπέρν­χαρντ, Πέ­τερ Χά­ντ­κε, und so weiter und so fort, μπλα μπλα, και τα λοι­πά) —

—  φέ­ρ᾽ ει­πείν, ενί­ο­τε δεν εί­χαν να φά­νε, so zu sagen· κον­σέρ­βες μη­δέν στο ερ­μά­ριο, ού­τε ψί­χου­λο να μην έχει απο­μεί­νει στην ξύ­λι­νη σκα­λι­στή ψω­μιέ­ρα με τις ζω­γρα­φι­σμέ­νες γλαυ­κές γλαύ­κες, τα λε­γό­με­να βε­ρε­σέ­δια πή­γαι­ναν σύν­νε­φο, τα χρέη ιμα­λάια και βά­λε, ο δια­χει­ρι­στής να ᾽χει ξε­χά­σει πια (ευ­τυ­χώς!) την κα­τα­βο­λή των κοι­νο­χρή­στων, πλην όμως, και μο­λα­ταύ­τα, έρεε άφθο­νος ο οί­νος, και δη ο λί­αν εκλε­κτός οί­νος, κρα­σά­κι ποι­κι­λία σού­περ μαυ­ρο­τρά­γα­νο, από την μυ­στι­κή πη­γή που εί­χε εκεί­νος, τον κα­λό κἀγα­θό του σύν­δε­σμο, τον γε­νειο­φό­ρο σω­σία του Γουό­ρεν Έλις, στην Ιε­ρά Μο­νή Ιβή­ρων, φιά­λες αριθ­μη­μέ­νες μά­λι­στα· ομοί­ως, ως διά μα­γεί­ας & δό­ξα τω Θεώ, αφθό­νως έρεε στα πο­τή­ρια τους το τζιν, από μια μυ­στι­κή πη­γή που εί­χε Εκεί­νη, διο­πτρο­φό­ρο σω­σία της Ζι­λιέτ Μπι­νός, κά­που στη Γη­ραιά Αλ­βιό­να· τζιν αρί­στης ποιό­τη­τος, οφ­κόρς, το οποίο κα­τέ­φτα­νε με το τα­χυ­δρο­μείο, τρό­πον τι­νά, συ­νο­δευό­με­νο, απα­ρε­γκλί­τως, από βι­βλία και λευ­κώ­μα­τα τέ­χνης (ανά­με­σά τους τα: Beuys & Duchamp / Artists of the Future, εκδ. Hatje Cantz, 2022· Patricia Allmer and John Sears, Taking Shots / The Photography of William S. Burroughs, εκδ. Prestel, 2014· και Nick Cave, Stranger than Kindness, εκδ. Canongate, 2020), ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές (Frank O’Hara, Lunch Poems, εκδ. City Lights Books, 1964· Elizabeth Bishop, The Complete Poems: 1927-1979, εκδ. Farrar, Straus and Giroux, 1983· Louise Glück, Faithful and Virtuous Night, εκδ. FSG Adult, 2015, με­τα­ξύ άλ­λων), βιο­γρα­φί­ες (έχου­με και λέ­με: Howard Sounes, Notes from the Velvet Underground: The Life of Lou Reed, εκδ. Transworld Publishers, 2017· Carole Angier, Speak, Silence: In Search of W. G. Sebald, εκδ. Bloomsbury Circus, 2021· Bill Morgan, I Celebrate Myself: The Somewhat Private Life of Allen Ginsberg, εκδ. Penguin Publishing Group, 2007), και σπά­νιες ηχο­γρα­φή­σεις δη­μιουρ­γών (της Λό­ρι Άντερ­σον, του Ερίκ Σα­τί, του Τζον Κέιλ, του Μπά­ρι Άνταμ­σον, τι να λέ­με τώ­ρα!), συν, κά­θε μα κά­θε φο­ρά, με κά­θε, μα με κά­θε απο­στο­λή, μία κάρ­τα από την εν λό­γω διο­πτρο­φό­ρο σω­σία, μπλα μπλα και τα λοι­πά, που τους εν­θάρ­ρυ­νε, εκεί­νον και, κυ­ρί­ως, Εκεί­νη, να συ­νε­χί­σουν απρό­σκο­πτα το δη­μιουρ­γι­κό τους έρ­γο, και να μην τους πτο­εί η, βε­βαί­ως & φυ­σι­κά, προ­σω­ρι­νή ανέ­χεια, μπλα μπλα και τα λοι­πά, κι από το στό­μα (της διο­πτρο­φό­ρου, κτλ) και στου Θε­ού τ᾽ αυ­τί, αμήν—

—  οπό­τε λοι­πόν, και ασφα­λώς, δεν εγκα­τέ­λει­παν, πα­ρά τα όποια ζό­ρια, τις κου­ρε­λο­α­ρι­στο­κρα­τι­κές τους συ­νή­θειες παύ­λα έξεις παύ­λα ιδιο­τρο­πί­ες· zum Beispiel, εν εί­δει φό­ρου τι­μής στον τε­τι­μη­μέ­νο κου­ρε­λο­α­ρι­στο­κρά­τη Τό­μας ντε Κουίν­σι —ο οποί­ος, προ­κει­μέ­νου να προ­χω­ρεί σε μιαν ανά­παυ­λα από τις ερ­γώ­δεις φι­λο­λο­γι­κές και οι­κο­νο­μι­κές με­λέ­τες του, ξε­κου­ρα­ζό­ταν, λέ­ει, με­τα­φρά­ζο­ντας άρ­θρα από εφη­με­ρί­δες σχε­τι­κά με τον αθλη­τι­σμό στα αρ­χαία ελ­λη­νι­κά!!!—, εκεί­νος επι­δι­δό­ταν στην επί­λυ­ση (ενί­ο­τε μά­λι­στα και στη σύν­θε­ση, όπως ο μέ­ντο­ράς του ο Να­μπό­κοφ) σκα­κι­στι­κών προ­βλη­μά­των, θη­τεύ­ο­ντας, ού­τως ει­πείν, ασμέ­νως στο λε­γό­με­νο καλ­λι­τε­χνι­κό σκά­κι, αφή­νο­ντας τα δε­δη­λω­μέ­να λα­τρε­μέ­να μή­λα του, τα φού­τζι, τα ντε­βίλ, τα γκόλ­ντεν ντε­λί­σιους, τα στάρ­κιν, και πά­ει λέ­γο­ντας, να με­τα­τρέ­πο­νται σε νε­κρές φύ­σεις στη φρου­τιέ­ρα, να απλώ­νουν, ανέγ­γι­χτα επί εβδο­μά­δες, ένα γλυ­κε­ρό & λι­γω­τι­κό άρω­μα στο γρα­φειό­σπι­τό του· Εκεί­νη, πά­λι, ανε­χό­με­νη την ανέ­χεια με μια παι­διά­στι­κη & παι­γνιώ­δη υπε­ρο­ψία κα­λο­μα­θη­μέ­νου πα­λιο­κό­ρι­τσου, υπερ­νο­ή­μο­νος & υπε­ρευαί­σθη­του ωστό­σο, καί­τοι σχε­δόν άφρα­γκη επί μή­νες, ετοί­μα­ζε, σφυ­ρί­ζο­ντας με αξιο­λά­τρευ­τα συ­νο­φρυω­μέ­νη αμε­ρι­μνη­σία το θέ­μα από τη Γέ­φυ­ρα του πο­τα­μού Κβάι, ενά­μι­σι λί­τρο κα­φέ φίλ­τρου με άρω­μα κα­ρα­μέ­λα βου­τύ­ρου, απο­λάμ­βα­νε τρεις αχνι­στές γου­λιές, άφη­νε τον υπό­λοι­πο να κρυώ­σει και, μ᾽ ένα τρι­σχα­ρι­τω­μέ­νο ανα­σή­κω­μα των ώμων κι ένα σού­φρω­μα αν­θο­λο­γί­ας της γαλ­λι­κής της μύ­της, έχυ­νε απη­νώς όλο τον υπό­λοι­πο κα­φέ στον νε­ρο­χύ­τη και ετοί­μα­ζε, ευ­θύς αμέ­σως, άλ­λο ένα ενά­μι­σι λί­τρο, απο­λάμ­βα­νε και πά­λι τρεις αχνι­στές γου­λιές, αδυ­σώ­πη­τα έστελ­νε στον Καιά­δα του κου­ζι­νο­νε­ρο­χύ­τη το υπό­λοι­πο, ετοί­μα­ζε άλ­λο, και τα λοι­πά, και τα λοι­πά, και τα λοι­πά, ad infinitum και ad nauseam, μπλα μπλα, και τα λοι­πά —

—  μπο­ρείς να πεις ότι σε πα­ρό­μοιες πε­ριό­δους πε­νί­ας, επέ­με­ναν να δια­κο­νούν τη λη­σμο­νη­μέ­νη (στην επο­χή της πα­ρα­νοϊ­κής τα­χύ­τη­τας, αχ Πολ Βι­ρι­λιό μου εσύ!) τέ­χνη της ανα­μο­νής, μια τέ­χνη de luxe, ει­δή­μο­νες στην οποία εί­χαν κα­τα­στεί, μες στην πα­ρέ­λευ­ση των ετών, αμ­φό­τε­ροι εκεί­νος κι Εκεί­νη· και τη δια­κο­νού­σαν εί­τε κα­τά μό­νας, εκεί­νος στο γρα­φειό­σπι­τό του, Εκεί­νη στη με­ζο­νέ­τα της, εί­τε από κοι­νού, πα­ρέα, μα­ζί, άλ­λο­τε στο θαλ­πε­ρό μπαλ­κο­νά­κι του και άλ­λο­τε στην θελ­κτι­κή βε­ρά­ντα Της, άλ­λο­τε χα­μέ­νοι, ο κα­θέ­νας, στο νάιτ-κλαμπ των συ­νειρ­μών, και άλ­λο­τε παί­ζο­ντας από κοι­νού, πα­ρέα, μα­ζί, φι­λο­τε­χνώ­ντας, ας πού­με, εφή­με­ρα έρ­γα τέ­χνης, ή απλώς δια­βά­ζο­ντας αγα­πη­μέ­να τους, ήδη από την εφη­βεία, ποι­ή­μα­τα, ενώ ενί­ο­τε, ενό­σω εκεί­νος ήταν κα­τα­βυ­θι­σμέ­νος νο­ε­ρώς στα πρώ­τα του δια­βά­σμα­τα με συμ­μα­θη­τές του στο Δεύ­τε­ρο Γυ­μνά­σιο Αρ­ρέ­νων Βό­λου (π.χ. «Στην πέ­τρα σπού­δα­σα την αντο­χή / σπά­ζο­ντας πι­κρα­μύ­γδα­λα», μάλ­λον κά­ποιου Κώ­στα Πη­γα­διώ­τη), Εκεί­νη συ­νέ­πλε­κε τα­χέ­ως à la Ζεν κα­μω­μέ­να σχέ­δια (κύ­κλους, γραμ­μές, τό­ξα, ελ­λεί­ψεις) με μι­κρές ακα­ριαί­ες φρά­σεις, με ολι­γό­λε­κτα (Κα­ρού­ζος) και μο­νο­λε­κτι­σμούς (επί­σης, Κα­ρού­ζος), όπως: «ύπτιοι λά­μνουν οι άγ­γε­λοι», «δά­κρυ διο­πτρο­φό­ρο δια­λέ­γε­ται», «συ­ριγ­μός, Ι», «η εγ­γο­νή του Τσέ­λαν πλέ­κει», «ενυ­πνιο­λα­λιές», «λε­κτο­μη­χα­νή­μα­τα», «When we came out of the mud we had names», «συ­ριγ­μός, IV» —

—  μπο­ρείς, επί­σης, κάλ­λι­στα να πεις (εκεί­νος κι Εκεί­νη το έλε­γαν, επι­μό­νως μά­λι­στα) ότι η τέ­χνη της ανα­μο­νής εί­ναι μια τέ­χνη της ανα­δρο­μής, συ­νε­πώς, και επει­δή ως γνω­στόν ήσαν, και οι δύο φυ­σι­κά, ενά­ντιοι στο άλ­λα λέω και άλ­λα κά­νω και υπέρ­μα­χοι του κά­νω αυ­τά που λέω και, βε­βαί­ως, (διά της τέ­χνης) λέω αυ­τά που κά­νω, επι­δί­δο­νταν σε ανα­δρο­μές, βελ­τιώ­νο­ντας διαρ­κώς την εν λό­γω τέ­χνη της ανα­δρο­μής εκεί­νος με το να ακού­ει ξα­νά και ξα­νά κά­ποια άσμα­τα από το βα­θύ πα­ρελ­θόν (ιδί­ως το “Satelite of Love’’ του Λου Ριντ, τρα­γου­δώ­ντας με εκνευ­ρι­στι­κή εμ­μο­νή τον στί­χο, συ­γκλο­νι­στι­κό στην απλό­τη­τά του, “Satellite's gone way up to Mars / Soon it'll be filled with parkin’ cars / I watched it for a little while / I love to watch things on TV’’), Εκεί­νη με το να βλέ­πει ξα­νά και ξα­νά τη λα­τρε­μέ­νη της σει­ρά True Detective και να δια­βά­ζει μες στα χα­ρά­μα­τα επι­λεγ­μέ­νες σε­λί­δες από το απα­ρά­μιλ­λο έπος του Ρο­μπέρ­το Μπο­λά­νιο Άγριοι Ντε­τέ­κτιβ, επα­ναμ­βά­νο­ντας ρυθ­μι­κά και στε­ντο­ρεί­ως με την ομο­λο­γου­μέ­νως κρυ­στάλ­λι­νη φω­νή της, κα­θώς ο ήλιος ανέ­τειλ­λε με­γα­λο­πρε­πώς, την αδια­νό­η­τα διαυ­γή ποι­η­τι­κή από­φαν­ση «Εί­μαι ένας ντε­τέ­κτιβ του οντο­λο­γι­κού αι­νίγ­μα­τος» (ξα­νά μα­νά, Κα­ρού­ζος!), και, οφεί­λου­με να πού­με, ένα πρω­ι­νό, που βρί­σκο­νταν στο δια­μέ­ρι­σμα εκεί­νου, μιας και Εκεί­νη εί­χε απο­φα­σί­σει να πε­ρά­σει με­ρι­κά ει­κο­σι­τε­τρά­ω­ρα εκεί, τη συ­νό­δευ­σε Εκεί­νην κι εκεί­νος στην ρυθ­μι­κή επα­νά­λη­ψη της εν λό­γω απο­φάν­σε­ως, φτά­νο­ντας σε ένα τό­σο εκ­κω­φα­νι­τι­κό κρε­σέ­ντο ώστε η σε­μνή γει­το­νο­πού­λα, ονό­μα­τι Πουλ­χε­ρία, για την οποία έχει ήδη ει­πω­θεί ότι δεν εί­χε πα­ρα­λεί­ψει, μια δυο φο­ρές μό­νο εί­ναι η αλή­θεια, να εκ­δη­λώ­σει την ενό­χλη­σή της για τις φω­νές και τις φα­σα­ρί­ες του με τον από και­ρό λη­σμο­νη­μέ­νο τρα­ντί­σιο­ναλ τρό­πο τού να χτυ­πή­σει ρυθ­μι­κά με το σκου­πό­ξυ­λο τον τοί­χο που χώ­ρι­ζε το δια­μέ­ρι­σμά της από το δια­μέ­ρι­σμα εκεί­νου, αυ­τή τη φο­ρά εξε­μά­νη τό­σο ώστε άρ­χι­σε να ωρύ­ε­ται, έξω φρε­νών πια, «Τρε­λοί! Την αστυ­νο­μία! Εί­ναι τρε­λοί, Θα φω­νά­ξω την αστυ­νο­μία!» —

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: