Ποια Ελένη

Ποια Ελένη


Στον Νίκο Γραμματικό

καὶ εἰσὶν ὧν οὐκ ἔστι μνημόσυνον
καὶ ἀπώλοντο ὡς οὐχ ὑπάρξαντες
καὶ ἐγένοντο ὡς οὐ γεγονότες
ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ, 44:9




Το κακό ξεκίνησε από το σχολείο. Ή, μάλλον, εκεί το πρωτοδιαπίστωσε. Είχε και τα καλά του, βέβαια, το κακό× ας πούμε, δεν τη σήκωναν ποτέ στον πίνακα, δε γραφόταν καν στο απουσιολόγιο όταν έστριβε πριν φτάσει στο σχολείο κι έπαιρνε τους δρόμους και κατέβαινε στην όχθη και μιλούσε στα χορτάρια. Άλλους φίλους δεν είχε, οι συμμαθητές της την προσπερνούσαν όταν διάλεγαν ομάδες, έμενε στο τέλος μόνη, αδιάλεχτη, κι έλεγε δεν πειράζει, δεν πειράζει. Ο πατέρας της είχε να το λέει πως, όποτε πήγαινε να πάρει τους βαθμούς της, κανείς καθηγητής δε θυμόταν να την είχε δει ποτέ, τ’ όνομα δεν του ’λεγε απολύτως τίποτα, και μόνο μετά από αρκετές εκνευρισμένες φυλλομετρήσεις καταλόγων το ’βρισκε επιτέλους, καλά οχυρωμένο στην αλφαβητική του δικαιοσύνη, κι έλεγε ναι, ναι, καλή είναι, έξυπνη, μα να διαβάζει λίγο περισσότερο.

Οι γονείς της σκοτώθηκαν σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Εκείνη ήταν στο πίσω κάθισμα και επέζησε. Όταν συνήλθε από το σοκ της σύγκρουσης, κατάφερε ν’ απεγκλωβιστεί μόνη της απ’ το τουμπαρισμένο αυτοκίνητο περνώντας μέσα απ’ το θρυμματισμένο πίσω παρμπρίζ, τα σπασμένα γυαλιά την έκοψαν παντού, βγήκε αιμόφυρτη στις σειρήνες και τους προβολείς που ’χαν φτάσει στο αναμεταξύ, διέσχισε ανεμπόδιστα περίεργους, διασώστες και αστυνομικούς, και γύρισε περπατώντας στο σπίτι της όπου περίμενε να την απομεγαλώσει η γιαγιά της.

Μπήκε στη Νομική (χρειάστηκε να καταθέσει αίτηση ώστε να της ανακοινωθούν τ’ αποτελέσματα των εισαγωγικών της εξετάσεων αφού τ’ όνομά της έλαμπε διά της παραλείψεώς του στον κατάλογο των επιτυχόντων), πέρασε απρόσκοπτα όλα τα έτη (από κάθε πεντάδα της στα προφορικά εξετάζονταν πάντα οι τέσσερις), ασκήθηκε σ’ έναν διαπρεπή ποινικολόγο (το πρώτο που πρέπει να μάθω, σκεφτόταν, είναι ν’ αποδεικνύω και να υπερασπίζομαι την ύπαρξή μου) και δεν παρέστη ούτε σε μία δίκη όπου ο πρόεδρος να μην είπε στον κατηγορούμενο-πελάτη της να μην τολμήσει να εμφανιστεί ξανά χωρίς συνήγορο).

Εγκατέλειψε. Κλείστηκε στο σπίτι της, έζησε με τα χρήματα που της είχαν αφήσει οι γονείς της κι ένα εισόδημα από δύο ενοίκια, κήδεψε τη γιαγιά της (όρθια δίπλα στον θείο της έβλεπε τους τεθλιμμένους να συλλυπούνται μόνο αυτόν) και σε κάθε μία απ’ τις εκατοντάδες επισκέψεις της στο διπλανό παντοπωλείο άκουγε στερεότυπα τον μαγαζάτορα να την καλωσορίζει στη γειτονιά.

Δεν άργησαν η απομόνωση, ο εγκλεισμός, ο μαρασμός, δεν άργησε η επιδημία της ηλικίας, η ψύχωση. Κι ένα βράδυ, το ίδιο φυσικά όπως λέει κανείς το δεν αντέχω και το αλλάζω τόπο, αλλάζω άνθρωπο, πετσί, ράντισε με βενζίνη όλο το σπίτι, έβαλε φωτιά, κάλεσε την αστυνομία και την πυροσβεστική, κι όταν τους είδε να φτάνουν, έκοψε τις φλέβες της, βγήκε σαν φλεγόμενο αερικό με προτεταμένα ανάποδα τα χέρια για να φανούν μες στις ανταύγειες της καταστροφής οι αιμάσσοντες καρποί, κανείς και πάλι δεν την είδε, δεν της μίλησε, διέσχισε το άκαυτο προαύλιο της ζωής της, διέσχισε τους ανθρώπους ενοχλητική και ανενόχλητη, και τράβηξε για το ποτάμι και για τα χορτάρια που αυτά τουλάχιστον τη γνώριζαν.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: