Ένα kutabuk στον φλοιό της Γης

Τον είχαν βαφτίσει Δασύ γιατί, όταν ήταν ακόμη βρέφος, μια σκοτεινή γραμμή από τρίχες ξεκινούσε από τις ρίζες των μαλλιών του και κατηφόριζε το σβέρκο και τη σπονδυλική του στήλη. Στην εφηβεία του αυτή η γραμμή άρχισε να πυκνώνει στο ύψος των νεφρών, ενώ μετά τα δεκαέξι κάλυψε τελείως τους γλουτούς και τα πόδια του, έτσι ώστε γυμνός έμοιαζε με σάτυρο.
Μια μέρα, αφού λούστηκε και φρεσκαρίστηκε, πήγε με τα πόδια στο σουκ, στο παζάρι, και στάθηκε να θαυμάσει έναν μικρό μπρούντζινο δίσκο που παρίστανε τρεις φοίνικες. Από μακριά άκουγε τις φωνές των σαλεπτσήδων, το μουγκανητό των βοδιών και το σφυροκόπημα των χρυσοχόων στο παζάρι και σταδιακά άρχισε να λικνίζεται σ’ αυτόν τον ρυθμό, μέχρι που μια φωνή μέσα του τον ώθησε να γράψει στίχους.
Ξεκίνησε να γράφει: «Η γη γυρίζει, τα αιμοσφαίρια, το αίμα μας γυρίζει, όλα γυρίζουν, ο αέρας, οι πλανήτες γύρω από τον ήλιο»: αυτοί ήταν άτεχνοι στίχοι, όμως το λίκνισμα συνεχιζόταν και προτίμησε να τους χορέψει αυτούς τους στίχους.
Πέρασε, μετά, μια βδομάδα μέσα στη σιωπή.




Ένα kutabuk στον φλοιό της Γης


Έπειτα, όταν μια μέρα ξημέρωσε βροχερή, το πήρε απόφαση: κάλυψε με γκελεμπίες το σώμα του, ανέβηκε στο όρος των Δρούσων και βάδισε έως το τέμενος. Χτύπησε την πύλη και ζήτησε να ενταχθεί στην αδελφότητα των περιστρεφόμενων δερβίσηδων. Στην αρχή τον πήραν στο ψιλό, οι παρακλήσεις του ήταν vox clamantis in deserto.[1] Όμως γρήγορα τους έπεισε.
Πολύ γρήγορα έμαθε πως ο συγχρωτισμός των εκπαιδευόμενων χορευτών δεν οδηγούσε σε κάποια συγγένεια συμβολική ή τεχνητή, παρά σε σμίξιμο της ζωής των. Έτσι που καθένας τους, υπερασπιζόμενος τη ζωή του βλάμη του, να συνάπτει αδελφικό δεσμό μαζί του.
Έμαθε και να χορεύει, κανονικά. Ως χορευτής καταλαμβανόταν, λίγο-λίγο, από το συναίσθημα που στα αραβικά αποδίδεται με τη λέξη «ḥuzn» ― μια λέξη που δεν απαντά, ούτε μεταφράζεται στις ευρωπαϊκές γλώσσες. 
Όταν άρχιζε να στρέφεται υψώνοντας τον αυχένα σε έκσταση και τα χέρια στις γραμμές του ορίζοντα, το αποτέλεσμα ήταν τόσο υποβλητικό που δεν άργησε να κερδίσει τον τίτλο του σεμαζέν μπασί, δηλαδή του οδηγού του χορού. Οι συγχορευτές του, μάλιστα, τον αποκάλεσαν «μεγάλο μάγο», εφόσον στην περιδίνησή του κατάφεραν να διακρίνουν την τεράστια περιστροφική άνοδο του Πνεύματος στον ουρανό.
Οι δερβίσηδες έμπαιναν ένας ένας στο δώμα οδηγούμενοι από τον σεμαζέν μπασί κι έστεκαν στη μία πλευρά με το κεφάλι σκυμμένο και καλυμμένο με λευκό ύφασμα. Ο Δασύς στεκόταν όρθιος κοντά στη θέση του σεΐχη, περιμένοντάς τον να μπει στο δωμάτιο του χορού. Οι μουσικοί κάθονταν σ’ ένα υπερυψωμένο σημείο, απέναντι απ' τον σεΐχη, και άρχιζαν να ερμηνεύουν, παίζοντας το κουντούμ και το νέι, ένα ταξίμ. Έπειτα ο Δασύς πραγματοποιούσε τέσσερις διαφορετικές μουσικές κινήσεις, κάθε μία από τις οποίες ακολουθούσε διαφορετικό ρυθμό.
Η πρώτη σειρά περιστροφών εδραίωνε ―μέσα από αραβουργήματα μικρών, ασύλληπτων κινήσεων― τη γέννηση του ανθρώπου στους κόλπους της Αλήθειας. Η δεύτερη σειρά συμβόλιζε την έκστασή του μπροστά στο μεγαλείο του Θεού. Η τρίτη περιστροφική διαδρομή αντιπροσώπευε τη θυσία του ανθρώπινου νου μπρος στην αγάπη ― κάτι σαν το βουδιστικό νιρβάνα. Και η τέταρτη σηματοδοτούσε την επιστροφή του δερβίση από την πνευματική του αναζήτηση ― το ξεπέρασμα των ορίων του. Περιστρεφόταν, μαζί με τους άλλους δερβίσηδες, αριστερόστροφα, σαν τον ήλιο με τους πλανήτες γύρω του. Κατόπιν επέστρεφε στη θέση του, υποκλινόταν, καθόταν και φιλούσε το πάτωμα.
Όταν ολοκλήρωνε την τρίωρη περιδίνησή του, ο Δασύς αποσυρόταν στα ιδιαίτερά του για να κάνει διαλογισμό, και για να συνθέσει τα ποιήματά του. Έπαιρνε μια βαθύτατα μελαγχολική έκφραση και καθόταν καταγής, κυριολεκτικά τυλιγμένος στη σκοτεινιά του βλέμματός του[2] και των υφασμάτων. Επέτρεπε, τότε, στον εαυτό του να αναπνεύσει τον καθαρό αέρα που έμπαινε από το χαμηλό παράθυρο. Ήταν φυσικό αυτό, σ’ένα τοπίο με θερμά και ξηρά καλοκαίρια, να αισθάνεσαι πως ο Θεός μέσα στη νύχτα απλώνεται πέρα από τους κέδρους και σου διαφεύγει: «Δεν έχω τον θεό ανάμεσα στα χέρια μου, ούτε τον άνθρωπο έχω».[3]
Oι στίχοι του Δασέος ήταν γεμάτοι πάθος, διάθεση για ενδοσκόπηση, πραγματική καταβύθιση στον εαυτό. Λίγα χρόνια μετά, όταν πλέον είχε φτάσει την ηλικία των τριάντα, τους στίχους του τους διάβασε το Χελιδόνιον ― μια παράξενη κοκκινομάλα δεσποσύνη που καταγόταν από τη Λαοδίκεια της Κοίλης Συρίας και ανήκε σε υψηλή κοινωνική τάξη. Σ’ αυτούς διέκρινε τον ήρεμο διαλογισμό, την εθελούσια μοναχικότητα και την απομάκρυνση από τους ανθρώπους, με άλλα λόγια τη συνομιλία με ανώτερες Σφαίρες.
Το Χελιδόνιον ―που είχε σπουδάσει στη Γερμανία― συνέδεσε γρήγορα δικές της εικόνες με αυτήν την ποίηση: εικόνες από ερειπωμένα αβαεία με σκυθρωπή ιερή σιωπή, το ζοφώδες της νύχτας[4] της δυτικής Ευρώπης, το ιδιοφυές της σιωπής, τις ομιχλώδεις καταιγίδες και, πάνω από τους γοτθικούς θόλους των στίχων, ξεχώρισε τη λυπηρή νηφαλιότητα του φεγγαριού στις σκοτεινές επάλξεις τις τυλιγμένες από αναρριχητικούς κισσούς των κάστρων. Ο νεαρός στιχουργός ―αυτό το μάντευε το Χελιδόνιον― ήταν ένας grande illusionista.[5]
Προετοιμάστηκε, λοιπόν, για μια δύσκολη περίπτωση. Γιατί είχε μόλις γεννηθεί μέσα της η επιθυμία να αδελφοποιηθεί με τον Δασύ, να γίνει βλάμισσά του. Ζήτησε να τον συναντήσει. Ο γραμματέας της σχολής κανόνισε μια συνάντηση, μετά από μια βδομάδα, στο πάτιο της σχολής.

Ο Δασύς καθόταν καταγής και κοιτούσε το τεράστιο συντριβάνι. Δεν γύρισε καν να την κοιτάξει.

― Ξέρετε πόση είναι η διάμετρος της Γης; τη ρώτησε μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία της και διατηρώντας το βλέμμα του προσηλωμένο καταγής.

Εκείνη απάντησε ξέπνοα «όχι». Είχε ξαφνιαστεί με την αμεσότητα και την αγένειά του.

― Είναι δώδεκα χιλιάδες χιλιόμετρα, συνέχισε απαντώντας μόνος του. Και εμείς ζούμε πάνω σε έναν φλοιό που μοιάζει τόσο λεπτός όσο η φλούδα ενός μήλου.
― Και λοιπόν; ψιθύρισε το Χελιδόνιον.
― Τα πάντα συμβαίνουν πάνω σ’ αυτόν τον φλοιό. Έτσι και ο νους μας: το μεγαλύτερο μέρος είναι το υποσυνείδητο και μένει μόνο μια λεπτή φλούδα, το δέρμα του σύμπαντος, η συνείδησή μας. Όλα συμβαίνουν επιδερμικά. Οι διακρίσεις, οι αδικίες, οι πόλεμοι, όλα γίνονται πάνω σ’ αυτόν τον φλοιό.
― Δεν το είχα σκεφτεί, για να πω την αλήθεια.
― Το ξέρω, ούτε εγώ το είχα σκεφτεί μέχρι χθες το απόγευμα. Δεν είναι θλιβερό;
― Είναι. Θα θέλατε να συστηθούμε;
― Βέβαια. Λέγομαι Δασύς. Για να αλλάξουμε τα αίματά μας, φίλτατη δέσποινα, θα πρέπει να συμμεριστείτε τις απόψεις μου για τους ανθρώπους.
― Θα πρέπει να τις ακούσω πρώτα. Λέγομαι Χελιδόνιον.
― Οι πόλεμοι, οι αδικίες, όλα γίνονται από τους εγωπαθείς ανθρώπους, αγαπητό Χελιδόνιον, είπε ο δασύτριχος άντρας και ένιωσε τις κόρες των ματιών του να διαστέλλονται και την υγρασία των ματιών του να εξατμίζεται.
― Το ξέρω, είπε το Χελιδόνιον.
― Ναι, αλλά εμείς δεν πρέπει να το ανεχόμαστε αυτό!
― Και αυτό το ξέρω.
― Όταν όλοι οι άνθρωποι, από όλα τα κράτη, τα έθνη, τις φυλές, καταλάβουν πως είμαστε απλά μικροσκοπικά ζωάκια kutabuk, που τρέχουν δεξιά κι αριστερά χωρίς λόγο πάνω στην επιφάνεια της Γης...
― Τότε τι θα συμβεί; διέκοψε η κοπέλα, μετανιώνοντας ήδη για την απόφασή της ― όμως η αξιοπρέπειά της δεν της επέτρεπε να δείξει το πισωγύρισμα της διάθεσης.
― Τότε όλα θα αλλάξουν, είπε αποφασιστικά ο Δασύς.

Και δεν έχασε χρόνο. Έβγαλε ένα κοφτερό μαχαίρι από τη θήκη του και της ζήτησε να του σκίσει ελαφρά την παλάμη. Κατόπιν, της ζήτησε να ανοίξει τη δική της παλάμη. Το Χελιδόνιον έσφιξε τα δόντια και γύρισε από την άλλη το βλέμμα. Ένωσαν τις παλάμες τους. Μια μεγάλη σταγόνα αίμα δικό της έσταξε μέσα σε μια μεγάλη σταγόνα αίμα δικό του.
Το Χελιδόνιον θυμήθηκε τόσο πόσο ψευδαισθησιακός ήταν αυτός ο άνθρωπος. Πόσο μακριά από τη δική της αντίληψη για το φως της ημέρας και του ήλιου. Ο Δασύς ένιωσε να κατακλύζεται βαθύτατα, για μια φορά ακόμα, το συναίσθημα δυσθυμίας που οι Άραβες ονομάζουν «ḥuzn» και που οι Πορτογάλοι ονομάζουν «sodade». Αυτό που οι Λατίνοι πρόγονοί τους αποκαλούσαν «taedium vitae».[6] Όμως προσπάθησε να μην της το δείξει. Μόνο σηκώθηκε όρθιος, έβγαλε ένα ένα τα υφάσματα που κάλυπταν το σώμα του και έμεινε ολόγυμνος μπροστά της.

― Τώρα είμαι ο αδελφοποιτός σου, της είπε, και τα μάτια του τον έκαιγαν.[7] Και άρχισε να χορεύει σαν το ζώο kutabuk,[8] πάνω στο νερό, μπρος πίσω, διασχίζοντας το συντριβάνι από τη μια μεριά ως την άλλη, χωρίς προσανατολισμό, απεγνωσμένα, με βρυχηθμούς, με κοφτές ανάσες, ασθμαίνοντας, παίρνοντας φρικτές εκφράσεις, σχεδόν εκστασιασμένος. Και ορθάνοιχτος στο σύμπαν, στις συστροφές του, σαν αυτό το άθλιο ζώο που είναι ο άνθρωπος, αυτό το σιχαμερό σκουλήκι που πλανιέται άσκοπα πάνω στον φλοιό της Γης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: