ΟΣΟ ΒΑΘΥΤΕΡΑ προχωρεί στο λιβάδι ―γιατί, παρά την παρουσία όλων των ζευγαριών, ο ποιητής παραμένει ένας αμετανόητος μοναχικός περιπατητής―6 τόσο πιο πολύ σβήνει το τραγούδι του και χάνεται μέσα στην ταραχή της άτακτης μετακίνησης. Όμως αυτός δεν παύει να τραγουδά, παρόλο που στ'αυτιά του ηχούν τα τύμπανα της καταστροφής. Και όλο σκύβει στα ριζά των δέντρων αναζητώντας ένα κλαδάκι μαύρου ελλέβορου. Γιατί να πει την αληθινή ιστορία; Γιατί να θρηνήσει για τα θύματα τα γνήσια, για τα γεγονότα τα αυθεντικά; Αλλάζει τίποτε με την ψευδαίσθηση; Άλλωστε, πώς ν'αντέξει τόσο πόνο χωρίς την ψευδαίσθηση; Όλοι αυτοί οι άνθρωποι πιστεύουν, αυτή τη στιγμή, πως ήρθε το τέλος του κόσμου. Πως δεν υπάρχει υψηλότερος βαθμός κακουργίας. Πως έπιασαν οριστικά πάτο.
Πόσο απατώνται... Αν μπορούσαν μόνο να κάνουν μια σύντομη προβολή στο μέλλον, έξι χρόνια αργότερα, και θα'βλεπαν τα ίδια ακριβώς πεινασμένα παιδιά, τα ίδια ακριβώς ξεκοιλιασμένα πτώματα, την ίδια υποκρισία του Άσαντ, την ίδια ακριβώς διεθνή αδιαφορία. Το κακό είναι πως οι νεκροί απουσιάζουν.
Οι νεκροί απουσιάζουν απ'αυτές τις έρημες εκτάσεις ― μόνο, κρυμμένα στις φυλλωσιές που σώθηκαν από τις φλόγες, αδέρφια που αλληλοσφάχτηκαν ψιθυρίζουν και ζητούν συγχώρηση στα Αραβικά, σιγομουρμουρίζοντας φράσεις από το Κοράνι, φράσεις που ξεχειλίζουν από μεταμέλεια και μεταφυσικό δέος. Καθώς νυχτώνει, μόνο οι βόμβες λευκού φωσφόρου μπορούν να ρίξουν φως στην κουστωδία των αμάχων που προχωρά αθόρυβα στην επίπεδη έρημο. Ένα σούρσιμο και ψίθυροι συνοδεύουν τον συριστικό ήχο των φύλλων που σπάνε κάτω από τα πόδια των ανθρώπων. Από λεπτό σε λεπτό το κάτασπρο φως θ'αποκαλύψει τη φιδίσια πομπή από ψηλά, θ'ακουστεί μια έκρηξη, κάποιες κραυγές και μετά πάλι θα επικρατήσει η σιωπή. Το λιβάδι θα μυρίσει πάλι χημεία και θάνατο. Πίσω απ'τα καμένα κλαδιά θα αργοκινηθούν με λυγμούς οι ψυχές και τα κλαδιά θα ξεράσουν στα κρυφά το ρετσίνι τους κάνοντας ένα υπόκωφο βουητό.7 Η παγκόσμια κοινότητα θα υποδυθεί για μιαν ακόμη φορά ότι τάχατες φρίττει μπροστά στη σφαγή. Και ο ποιητής θα πάρει και πάλι πεζός τον δρόμο για τα γύρω λιβάδια, ακολουθώντας τα κάρα με τις κουβέρτες και τα στρώματα, πίσω από τις ορδές των ξεσπιτωμένων.
Αντικρίζοντας από μακριά το περίγραμμα του ερειπωμένου κάστρου, θα μετουσιώσει τη φαντασίωσή του σε πένθος, χωρίς να είναι σε θέση να ξεχωρίσει αν η μελαγχολία του είναι αυτή που είχε η Λουίζ Μισέλ μετά την ήττα της Κομμούνας,8 αν είναι αυτή που είχε η Ρόζα Λούξεμπουργκ μετά τη συνθηκολόγηση του γερμανικού σοσιαλισμού, αν είναι αυτή που εκφράζει ο Γκράμσι στη φυλακή ή αν είναι η μελαγχολία που ένιωσε εκείνο το γυμνό αγόρι όταν αρνήθηκε τη θητεία του κι άρχισε να περιφέρεται άσκοπα από τη Μονμάρτη έως το Jardin des Plantes.9
Μια χορεία ατέλειωτη από ρακένδυτους ανθρώπους κινείται με τα πόδια και με ζώα σε βατόδρομους και διαρκώς σκοντάφτει σε απομεινάρια και ράκη νοικοκυριών. O πόνος του ποιητή μετριέται μόνο "με στενή ματιά", όπως αυτός της Έμιλι Ντίκινσον.10 Γιατί το ξέρει καλά πως όλα αυτά τα καθάρματα, αυτοί οι κανάγιες, παίζουν με τα όπλα και διασκεδάζουν πάντα εις βάρος του λαού. Ούτε δισταγμός ούτε η παραμικρή αναστολή δεν τους σταματούν, θεωρούν τη δράση τους απόλυτα φυσιολογική και δεν αντιμετωπίζουν τους άλλους σαν ανθρώπους αλλά σαν ζώα, σαν παιχνίδια στα χέρια τους.
Ακούγονται, τώρα, οι κλαγγές των όπλων του Σαλαντίν που επιτίθεται στους Σταυροφόρους. Μαντηλοφορούσες γυναίκες λένε με σιγανό τραγούδι τα λόγια της οδύνης και της απώλειας, σφίγγοντας στην παλάμη ένα κομμάτι ξερό ψωμί και σέρνοντας τα λιγοστά τους υπάρχοντα ανάμεσα από κατεστραμμένα οδοστρώματα, σπασμένα πλακάκια, ξεχορταριασμένους κήπους και χαλάσματα από τοίχους, κουζίνες, παιδικά δωμάτια και καναπέδες.
Από το βύθισμα του χρόνου φτάνει, θαμπός και αλλοιωμένος, ο οδυρμός της οικογένειας των Λουζινιάν, ακούγεται ο γδούπος ο εκκωφαντικός από τα τείχη της Σιδώνος και της Τύρου που καταρρέουν. Και το Κρακ ντε Σεβαλιέ, το τελευταίο απόρθητο κάστρο, γκρεμίζεται τώρα κι αυτό στο βάθος.
Ο ποιητής υμνεί το χαμένο ίνδαλμα του έρωτα.
Και το φάσμα του ερειπωμένου κάστρου κλαίει πίσω, μακριά, πάνω απ'το κεφάλι του.