[ τ ε χ ν η τ ο ί δ ο ρ υ φ ό ρ ο ι ]
Αντιλαμβανόμαστε, συνήθως, το αρχαϊκό έπος ως απαρχή της δυτικής λογοτεχνίας, αν κι έχει αναντίρρητα τεκμηριωθεί –εδώ και πολλές δεκαετίες– πως πρόκειται για καταστάλαγμα μιας προγενέστερης, απ’ την Ανατολή φερμένης, παράδοσης – κάτι που συσχετίζεται, νομίζω, με το μυθιστόρημα της Δήμητρας Κολλιάκου και τις θεματικές του επικράτειες.
Η δική της Καλυψώ θα μπορούσε να διαβαστεί και ως ύστερη προσθήκη στον Επικό Κύκλο, τις ποιητικές αφηγήσεις, δηλαδή, που πλαισιώνουν τα ομηρικά έπη και αποκαθιστούν τις σιωπές τους. Σαν αντεστραμμένος νόστος, πηγάζει απ’ το επεισόδιο της Ωγυγίας, που η Οδύσσεια σχεδόν το προσπερνά, αν και καλύπτει το χρονικά μεγαλύτερο μέρος των όσων παρεμβάλλονται ανάμεσα στην άλωση της Τροίας και την επιστροφή στην Ιθάκη.
Αυτό, ασφαλώς, συμφέρει την Κολλιάκου: της αφήνει κενό τον καμβά, της επιτρέπει την ελεύθερη εφεύρεση, την τοποθέτηση μορφών, ανθρώπινων και μη, εντός τοπίου – με την ευχέρεια της φαντασίας της απτόητη παλέτα. Δεν αναιρεί, ωστόσο, τις δεσμεύσεις της. Την ωθεί, συστηματικά, στη χύτευση μιας γλώσσας που γίνεται συχνά ποιητική, έρρυθμη, δηλαδή, αλλά και κρυπτική, μιας γλώσσας που εγκαθιδρύει εις βάθος συνομιλία με τ’ ομηρικό κείμενο, που μαρτυρά προσωπική σχέση και συγκροτεί ένα ύφος οργανικά συνδεδεμένο μαζί του, στην επίμονη, ας πούμε, λεκτική λεπτομέρεια και σε αυτά που θ’ αποκαλούσαμε σχήματα λόγου ή καλολογικά στοιχεία: τις παρομοιώσεις, τις μεταφορές, τους επιθετικούς προσδιορισμούς, ιδίως σε ό,τι αφορά το χρώμα των πραγμάτων.
Στην Καλυψώ οικοδομείται μια μυθική επικράτεια, προκειμένου να εκτυλιχθεί εντός της το βιβλίο. Είναι δεδομένο πως ο κόσμος του μύθου κατοικείται από αρχέτυπα που μας επιτρέπουν να μνημειώσουμε και αυτό που ζούμε στο παρόν μας, να το διαστείλουμε προβάλλοντάς το πάνω σε κάτι το οικουμενικό, στο κοινό νόμισμα ιστοριών πανάρχαιων και πασίγνωστων.
Ο κόσμος αυτός, όπως τον πλάθει η Κολλιάκου, έχει πολύ συγκεκριμένη γεωγραφία. Βρίσκεται έξω από τον χρόνο, είναι ανοιχτός στο υπερφυσικό, στο μαγικό στοιχείο, στο μεταίχμιο του ονείρου, ως ενός άλλου, παράλληλου πραγματικού και ως πύλης προς το μέλλον. Συμβιώνει με τον κόσμο της βλάστησης, ζωντανεύει μέσα απ’ αυτόν και μέσ’ από τον κόσμο της πανίδας, τον κόσμο του θαλάσσιου βυθού και τον αθέατο, νυκτόβιο κόσμο.
Είναι ένας κόσμος, ακόμη, που κατοικείται μόνο από γυναίκες, όπου η μητριαρχία επιβιώνει, ένας κόσμος που έχει επίγνωση του πολιτισμικού συνεχούς των ακτών της Ανατολικής Μεσογείου. Ένας κόσμος, όμως, όπου ο μύθος είναι ήδη ερειπωμένος. Όπου δε γίνεται να μείνει άτρωτος, απλησίαστος, ανέγγιχτος. Μέσα του εισβάλλει, παρεισφρέει ο σύγχρονος κόσμος, παρείσακτος, με τη δική του γλώσσα, τις δικές του αγωνίες. Σε αυτό, όμως, έγκειται και η εξαιρετική πρωτοτυπία του βιβλίου, αυτό του την προσδίδει: πως είναι ο μύθος που κοιτά εμάς και όχι εμείς τον μύθο.
Και μας κοιτά, κατεξοχήν, μέσ’ απ’ τα μάτια της δούλης Μελάνθης, απ’ τη μεριά της οποίας διαβάζουμε τα τριάντα τρία απ’ τα σαράντα δύο σύντομα κεφάλαια. Στα υπόλοιπα εννέα, το βιβλίο εστιάζει στην οπτική γωνία της Καλυψώς. Η Μελάνθη, το μαύρο λουλούδι, θα μπορούσε να θεωρηθεί και αναφορά στη Μελανθώ, δούλη της Πηνελόπης στην Οδύσσεια, συνεργάτιδα των μνηστήρων, ερωμένη ενός εξ αυτών, του Ευρυμάχου, απαγχονισμένη, εντέλει, μ’ εντολή του Οδυσσέα.
Ως κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου (που θα μπορούσε, φαντάζομαι, να δώσει και τ’ όνομά της στον τίτλο του), η Μελάνθη έχει μια σχέση με τη φύση εντονότατη, σα να την ενσαρκώνει. Δίνει φωνή στο αθόρυβο, το τετριμμένο, το καθημερινό, στη λεπτομέρεια, ας πούμε, των οικιακών της καθηκόντων: «Τα χέρια της, ακαταπόνητα, μπορεί να χάραζαν ελιές, να καθάριζαν ψάρια, να επιδιόρθωναν ένα σανδάλι».
Από την άλλη, γίνεται αφηγήτρια («ήξερε να λέει ιστορίες»), έχει επίγνωση των σχέσεων εξουσίας που καθορίζουν την ύπαρξή της, έχει συναίσθηση του σώματός της, των αναγκών του, των επιθυμιών του, έχει βιώσει την εμπειρία της μητρότητας. Τα πάντα, θα έλεγα, περνούν μέσ’ απ’ αυτήν. Προσωπικά, με παρέπεμψε και στη θεωρία του Σάμιουελ Μπάτλερ, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, πως η Οδύσσεια ήταν έργο μιας γυναίκας (The Authoress of the Odyssey, 1897), που αργότερα αξιοποιήθηκε από τον Ρόμπερτ Γκρέιβς στο μυθιστόρημά του Η κόρη του Ομήρου
(1955).
Κι αν έπρεπε ν’ απαντήσω ποιο είναι το θέμα του βιβλίου, αν ήταν ένα μόνο το θέμα του, θα ισχυριζόμουν πως είναι η γλώσσα κι η αφηγηματική της λειτουργία. Η γλώσσα είναι σύνορο, είναι κι απόπειρα για την υπέρβασή του. Η γλώσσα μελετάται κι υπάρχει εδώ πέρα σχέδιο και σύστημα και χώρος για όλα τα επίπεδα της σχετικής ανάλυσης: τους ήχους (φωνολογία και φωνητική), τους λεκτικούς σχηματισμούς (μορφολογία), τη δομή των προτάσεων (σύνταξη), το νόημα (σημασιολογία) και τη χρήση (πραγματολογία).
Ενδεικτικά:
≈ «κουκούτσια» οι λέξεις, λόγου χάρη, στο στόμα των άλλων δούλων, που «τις έφτυναν βιαστικά, από φόβο μην τις καταπιούν»,
≈ «Όλες οι λέξεις έχουν σημασία. Και ποια τις είπε, και σε ποια»,
≈ «φθόγγοι που έβγαιναν από το βάθος του λαιμού»,
≈ «Κι οι λέξεις να γίνονται τα πράγματα»,
≈ «Υπήρχαν λέξεις, ήξερε να τις προφέρει»,
≈ «Όμως μια φράση, αυτός που την ακούει δεν θα την πάρει όπως του τη λες. Θα σκεφτεί, γιατί είπε τώρα αυτό κι όχι το άλλο, άρα άλλο θα πρέπει να σημαίνει αυτό που είπε, άλλο ήθελε να πει»,
«αυτό που απήγγελλε δεν ήξερε τι σήμαινε ούτε κι η ίδια»,
«Λέξεις που δεν κατάφερναν να γίνουν φράσεις ούτε μες στο μυαλό της».
Κι αλλού, η σιγή ως άρνηση της γλώσσας, αλλά κι ως δυνατότητα ταυτότητας ρευστής, δυσερμήνευτης, ακατάβλητης – σε όσα επιλέγει κι η ίδια η συγγραφέας να μην κατονομάσει. Γιατί ονοματίζω θα πει και «κυβερνώ», «εξουσιάζω». Γι’ αυτό και ο Οδυσσέας, εραστής της κι αυτός, βαφτίζει τη Μελάνθη Ωγυγία. Το όνομα που δίνουν, σκέφτομαι, οι άνδρες ως φορείς εξουσίας στα πλάσματα, στα πράγματα, στα έθνη, στα κράτη: το εξώνυμό τους.
Η Καλυψώ, όμως, είναι κι ένα βιβλίο για την ίδια την αφήγηση, που προηγείται, όπως βλέπουμε, του ίδιου του γεγονότος. Η Μελάνθη επινοεί την ιστορία του ναυαγού. Από τη «δική της ιστορία είχε βγει και ο ίδιος ο Οδυσσέας». Η δική του αφήγηση, η ανδρική, για συμφορές, συντρόφους που χάθηκαν, βουλιαγμένα καράβια, αντιπαρατίθεται με τη δική της, γυναικεία αφήγηση, δική της και της Κολλιάκου.
Και η αφήγηση είναι πάντα μια πρόκληση και μια αλληλουχία ερωτημάτων εις εαυτόν: «Θα τα κατάφερνε», διαβάζουμε μες στο ίδιο το βιβλίο, «να κάνει τις εικόνες φράσεις;». Θα μπορέσουμε ν’ αναπαραστήσουμε τον κόσμο; Και τι συμβαίνει όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι μ’ έναν κόσμο που υπερβαίνει τις δυνάμεις μας; Τις δυνάμεις μας να τον κατανοήσουμε, να τον διηγηθούμε, να δράσουμε για τη βελτίωσή του; Πού καταφεύγουμε; Τι προσπαθούμε; Πώς επιμένουμε;