Δεσμώτης των Κούπερ και Στόουμπ

[τεχνητοί δορυφόροι]


Σειρά σημειωμάτων εν είδει αναγνωστικού ημερολογίου, με αναπότρεπτη εθελοδουλία στη συγκυριακή τυχαιότητα των επιλογών (εκείνα που μου έπεσαν στα χέρια) και σκοπούμενο βαθμό σχετικής ανεξαρτησίας από την εκδοτική επικαιρότητα. Έτσι τιτλοφορούμενα, καθότι, εκ φύσεως ετερόφωτα, βρίσκονται σε τροχιά, περιστρεφόμενα γύρω από το κείμενο με το οποίο ασχολούνται.


East Coker, Αγγλία
East Coker, Αγγλία


Με αφορμή την αντικρυστή ανάγνωση των ποιημάτων του T. S. Eliot (Collected Poems 1909-1962, Faber & Faber 1974, σε αντίτυπο από την ανατύπωση του 2002) και της βιογραφίας του από τον Peter Ackroyd (T. S. Eliot, Hamish Hamilton 1984, από την επανέκδοση των Penguin Books, 1993) στην Πίζα πριν απ’ οκτώ χειμώνες.



Εγώ θα είμαι εδώ και όχι αλλού. Εδώ θα είμαι – μα δε θα μου αρκεί. Θα επιθυμώ ν’ ανακαλέσω μια στιγμή μου, να εντοπίσω μια εικόνα του εαυτού, όπως μέσ’ απ’ τα κείμενα προκύπτει, όπως από τους συνειρμούς μου συγκροτείται. «Ως άτομα», είχε πει, «διαπιστώνουμε πως η ανάπτυξή μας εξαρτάται απ’ τους ανθρώπους που συναντάμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας. (Στους ανθρώπους αυτούς περιλαμβάνονται και οι συγγραφείς, που τα βιβλία τους διαβάζουμε, και οι χαρακτήρες έργων μυθοπλασίας και ιστορίας)». Εδώ βαραίνει –ως συνήθως– περισσότερο εκείνο που είναι μέσα στην παρένθεση.
Να δοκιμάσω να καταγράψω μια τέτοια συνάντηση; Και ν’ αποπειραθώ μια περιήγηση που θ’ αναδείξει τις συντεταγμένες της, που θα υποδείξει τις τύχες, τις εκδοχές και τις λυτρωτικές της αγωνίες; Πώς θα σκιαγραφούσα τους νευρώνες, πώς θα μπορούσα ν’ αποδώσω τον αντίκτυπο που απ’ τις διακλαδώσεις της ανάγνωσης προκύπτει, την ώρα που η πράξη της συμβαίνει – κι, ακόμη περισσότερο, κατόπιν εορτής, στον τρόπο που θυμάμαι και ξεχνώ, που ανθολογώ και που παρερμηνεύω, που το έργο, σε νόημα και ρυθμό, μ’ εμβολιάζει, αγγίζει επικράτειες εντός μου, συστέλλεται, διαστέλλεται, εμμένει, ανανεώνει την επικαιρότητά του, πυροδοτεί –ιδίως άθελά του– συνάψεις, συνειρμούς, ώσπου να γίνει το κάτοπτρο της περιπέτειάς μου, το πληρεξούσιο της κάθε μου εμπειρίας, καθώς μαζί του αντιδικώ, του αντιστέκομαι ή επιλέγω ν’ αφεθώ στην κεντρομόλο δύναμή του, ώσπου μου χτίζει πλαίσιο και σχήμα να υπάρχω, να πω κι εγώ –ή να υποδυθώ– ότι «με τ’ αποσπάσματα τούτα στήριξα τα ερείπιά μου».[1]
Να πω κι εγώ ότι «πατήματα αντηχούν μέσα στη μνήμη», πατήματα ασάλευτου δρομέα, που προσπαθεί να παραβγεί τον εαυτό του από το ένα άκρο της Ευρώπης ώς το άλλο, κυλίεται και πάει, τα πέλματα στον τάπητα του ηλεκτρικού διαδρόμου, δεσμώτης των Κούπερ και Στόουμπ,[2] μέσα στο γυμναστήριο, μες στο πολυκατάστημα, μες στη μικρή παράκτια πόλη στις ακτές του ωκεανού. Κι είχα μπροστά μου δυο οθόνες, που εξέπεμπαν βωβά τα γεγονότα της τότε επικαιρότητας (αλληλουχία ανάμνηση, θαμπή ακτινοβολία): ο τότε πρόεδρος των Η.Π.Α. ν’ απονέμει χάρη σ’ έναν διάνο για την Ημέρα των Ευχαριστιών, στη Μέση Ανατολή να επελαύνει το Ισλαμικό Κράτος, ν’ ακούγονται κρότοι, λυγμοί, υπόκωφοι τριγμοί της Ιστορίας την ώρα που πυκνώνει.
Και από την ώρα αυτή, της πύκνωσης, με τους ταχείς διασκελισμούς και την παγκόσμια εποπτεία, ανακαλώ τις πολύμηνες ταραχές στο Φέργκιουσον του Μιζούρι, από τα πρώτα, τότε, φανερώματα του Black Lives Matter, με αφορμή τη δολοφονία του δεκαοκτάχρονου Αφροαμερικανού Μάικλ Μπράουν και την εκδίκαση της υπόθεσης, που άφησε ατιμώρητο τον δράστη της, αστυνομικό Ντάρεν Ουίλσον – ένα, μόνο, απ’ τα εκατοντάδες παρόμοια περιστατικά φυλετικής, κρατικής ή μη, βίας. Κι αν γίνεται ο καθένας γεωμέτρης της ύπαρξής του, αν γίνεται γεωγράφος του πλανήτη, όλα τα εγγράφει –πώς αλλιώς;– κατοπτρισμένα στην ψηφιακή τους αντανάκλαση.
Το Φέργκιουσον, μ’ επισυνημμένο, πλέον, στο τοπωνύμιο το νέο συμβολικό του βάρος, ανήκει στη μητροπολιτική περιοχή του Σεντ Λιούις, γενέτειρας του Έλιοτ∙ με τη σκέψη μου στα πριν από τον Προύφροκ –και με την αφορμή δυο σχετικών εκδόσεων, νεανικών ποιημάτων του και βιογραφίας των πρώιμών του χρόνων–,[3] βρέθηκα ν’ απορώ πόσο άραγε ν’ απείχαν οι εστίες των γεγονότων –το Canfield Drive, ας πούμε, όπου πυροβολήθηκε ο Μπράουν– από το πατρικό σπίτι του ποιητή στο 2635 Locust Street. Όπως εξυπακούεται, η διαδικτυακή ευχέρειά μας εξασφαλίζει στιγμιαίες, σχεδόν, αποκρίσεις, σωρεύοντας, ωστόσο, από πάνω τους πληροφορίες, ως στρώματα, που αποζητούν ν’ αποκωδικοποιηθούν και να μετατραπούν σε αφηγήσεις.
Από το ένα σημείο στο άλλο μεσολαβούν δεκαοκτώ χιλιόμετρα, τρεις ώρες, περίπου, πεζοπορίας, παράλληλα προς τον Μισισιπή. Εστιάζω στον χάρτη και απομακρύνομαι, μελετώ τα ορόσημα, προσπαθώ να φανταστώ πόσο αγνώριστο θα είναι το τοπίο. O παραποτάμιος αυτοκινητόδρομος φέρει τ’ όνομα του Μαρκ Τουέιν – ο μικρός Έλιοτ τον θαύμαζε, το ασθενικό του σώμα, όμως, θα τον απέτρεπε από περιπέτειες σαν του Χάκλμπερι Φιν. Θα τις διάβαζε, μόνο – καθισμένος, ίσως, στα μπροστινά παράθυρα που έβλεπαν στον δρόμο∙ και μες στο σπίτι, οι σκιές των ανιόντων: έναν χρόνο νεκρός στη γέννηση του Έλιοτ, ο παππούς του, Ουίλιαμ Γκρίνλιφ, πάστορας και παιδαγωγός, μετεγκατεστημένος από τη Μασαχουσέτη στο Μιζούρι, μεθοριακή πολιτεία του Νότου, που έδωσε στρατιώτες και στις δυο πλευρές του Εμφυλίου. Βιογραφώντας τον, η νύφη του, Σάρλοτ Σαμπ Στερνς, μητέρα του Έλιοτ, αφιερώνει ένα απ’ τα κεφάλαια στο θέμα των φυλετικών διακρίσεων στη μεταπολεμικά διαμορφωμένη κατάσταση (“The Negro in the Reconstruction Period”): αντιλαμβανόμαστε έναν μετριοπαθή, με τα δεδομένα της εποχής του, κι επιφυλακτικό ανθρωπισμό, που προκρίνει αργές αλλαγές, προτάσσει την τεχνική εκπαίδευση ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για τη σταδιακή παραχώρηση κοινωνικών δικαιωμάτων, επισημαίνει τα περιστατικά ρατσιστικής βίας, κατανοεί την αναγκαία μετανάστευση των μαύρων σ’ άλλες, δεκτικότερες, πολιτείες, την υποβοηθά χωρίς, όμως, να την ενθαρρύνει.
Ο Έλιοτ πεθαίνει το 1965, έναν αιώνα, ακριβώς, έπειτα από τη λήξη του Αμερικανικού Εμφυλίου. Πολλές από τις αργές αλλαγές που οραματιζόταν ο παππούς του δεν είχαν ακόμη συντελεστεί. Το Φέργκιουσον, βαπτισμένο από έναν ντόπιο κτηματία που, με αντάλλαγμα μιαν αποθήκη, είχε δωρίσει δέκα εκτάρια γης για να τα διασχίσουν οι γραμμές του σιδηροδρόμου, κατοικούνταν, ακόμη, από αμιγώς λευκό πληθυσμό, αποτελώντας μια από τις λεγόμενες “sundown towns”, τις πόλεις, δηλαδή, όπου απαγορευόταν η παρουσία Αφροαμερικανών έπειτα από τη δύση του ηλίου – και η εφαρμογή της απαγόρευσης εξασφαλιζόταν μ’ έννομα και μ’ έκνομα μέσα.
«Πατήματα αντηχούν μέσα στη μνήμη», πατήματα ασάλευτου δρομέα – πόσο, άραγε, απέχει το Φέργκιουσον από το νότιο Σόμερσετ και το μικρό χωριό του East Coker, τίτλο και σκηνικό ενός από τα Τέσσερα Κουαρτέτα; Πριν από μια, περίπου, δεκαετία, οι κάτοικοί του κινητοποιήθηκαν διαμαρτυρόμενοι για ένα σχέδιο οικιστικής επέκτασης και ανάπτυξης, που προέβλεπε την οικοδόμηση 3.700 σπιτιών και μιας βιομηχανικής ζώνης: “Crops, not concrete” («σοδειές, όχι τσιμέντο») ήταν το σύνθημα της πρωτοβουλίας ενάντια σε αυτό που αντιλαμβανόταν ως απειλή αλλοίωσης του τοπικού χαρακτήρα – αν και


Διαδοχικώς
Τα σπίτια υψώνονται και πέφτουν, διαλύονται, διευρύνονται,
Διασπείρονται, γκρεμίζουν, ξαναστήνονται ή στην θέση τους
Μένει ένα γήπεδο ανοικτό, ή εργοστάσιο, ή παράκαμψη,


κι εμείς, «ζώντας και ψευτοζώντας», συνεχίζουμε.

Ιδέα δεν έχω τι απέγινε το κίνημα, έχει απομείνει μόνο ένα αχνό ψηφιακό του αποτύπωμα, μια ιστοσελίδα που πια δε λειτουργεί, δυο –χρόνια ανενεργοί– λογαριασμοί κοινωνικών δικτύων (στο Facebook και το Twitter) κι ένα βίντεο δυόμιση λεπτών με δάση, με καμπανοκρουσίες και ταφικούς αυλόγυρους, προσόψεις των σπιτιών, τον γέροντα που πάει με το μπαστούνι του κι ένα ανδρόγυνο που βγάζει βόλτα τα σκυλιά του, πουλιά που πεταρίζουν, τον άνεμο στις καλαμιές, τη νύχτα που έχει πέσει: μια ειδυλλιακή εικόνα ήσυχης και βραδείας ομορφιάς, οχυρωμένης. Υπό τους ήχους κελαηδισμών αθέατων, στίχοι σε μαύρο φόντο:


Και το βαθύ το μονοπάτι εμμένει στην κατεύθυνση
Προς το χωριό μες στην ηλεκτρική την ζέστα
Υπνωτισμένο. Στην θερμή πάχνη πνιγηρό το φως
Απορροφάται αδιάθλαστο απ’ την γκρίζα πέτρα.
Κοιμούνται οι ντάλιες στην κενή σιωπή.
Περίμενε την πρώτη κουκουβάγια.


Και πού να κατατάξεις ένα κίνημα, όπως αυτό, σε ποια οικεία ταξινόμηση ταιριάζει; Όσοι εχθρεύονται την αδιάκοπη ανάπτυξη και δυσφορούν με την ταχύτητα του κόσμου, όταν εκτροχιάζεται, που ευγνωμονούν ανεκμετάλλευτες εκτάσεις και ανάσες, είναι αναμφίβολα γενναίοι που αναπλέουν – εξάλλου, το ν’ ακροάζεσαι τη μουσική της εποχής σου, δεν αποκλείει μια σχέση αμφιθυμίας, υποδηλώνει, μόνο, την αποδοχή ότι εντός της κατοικείς, όπως κι αν τη χειρίζεσαι. Τα Τέσσερα Κουαρτέτα και το κίνημα που τα επικαλείται θα μπορούσαν ν’ αναγνωστούν και υπό το πρίσμα της κατεπείγουσας ανάγκης να σταθούμε, ν’ αλλάξουμε πορεία και κατεύθυνση, να διαφυλάξουμε ό,τι, τυχόν, μπορούμε – εκτός, βεβαίως, εάν οι κάτοικοι του East Coker οραματίζονταν μια αρκαδική, περίκλειστη γαλήνη, μια περιφρουρημένη “sundown town”. Και ο Έλιοτ; Μετέωρος, μονίμως, ανάμεσα, από τη μια, στην ανθρωπιστική βραδυπορία του παππού του και, από την άλλη, στο υδραυλικό πιεστήριο της πατρικής κεραμοποιίας;
Προορισμένα εκκρεμή τα ερωτήματα, σα βλέμματα απ’ το παράθυρο ενός τρένου, τοπία που εναλλάσσονται, από τον ένα συνειρμό ώς τον επόμενο, απ’ τις ακτές του Ατλαντικού στις όχθες του Άρνου. Εκεί, πριν απ’ οκτώ χειμώνες, διάβασα αργά και αντικρυστά τα ποιήματα του Έλιοτ και τη βιογραφία του από τον Peter Ackroyd – όχι με τη λογική της κλειδαρότρυπας, αλλά με την ανάγκη της πλαισιωμένης μαθητείας, τη χρεία μιας άγκυρας και της προσήλωσης στην παρελθούσα παρουσία, όσο πανίσχυρη, περιπολώντας τις ρωγμές της, διασώζεται, για να συναντηθεί, εντέλει, το κλίναμεν του Μπλουμ με τη γωνία του πύργου και με τον κεκλιμένο, πάντοτε, ίσκιο του. Πώς εγκολπώνεσαι ένα κείμενο, με ποιο ιδίωμα απηχείς την έκφρασή του, πώς επιζεί μια αίσθηση, σε ποιες διατυπώσεις επιμένει;
Λες και σου επιβάλλει τον καθρέφτη, η εποχή που δυσανασχετεί με τον υπαινιγμό και με την κρυπτική αδιαφάνεια, σε στέλνει στα βιώματα, ώστε να συμπεράνεις ότι το μόνο ορατό αποτύπωμα ενός έργου εντοπίζεται στις ίδιες τις μετατοπίσεις σου, στις καθοριστικές σου επιλογές ή τυχαιότητες. Μπορεί ο δικός μου τρόπος να βιώσω, να εισπράξω, να μηρυκάσω την ποίησή του να ήταν ότι ζούσα στην Ευρώπη (την Ιταλία και την Ιρλανδία) από το 2014 έως το 2018, καθώς συμπληρωνόταν ένας αιώνας από τα γεγονότα του Α΄ Παγκοσμίου, και ότι έγραφα, το ίδιο διάστημα, ένα ποιητικό βιβλίο εστιασμένο σε πρόσωπα που έπαθαν και έδρασαν μεταξύ του 1914 και του 1945 –τότε, ακριβώς, που άφησε το στίγμα του και ο Έλιοτ–, ένα βιβλίο απ’ το οποίο ο ίδιος, ασφαλώς, απουσιάζει, σε μια, ακόμη, «σθεναρή επιβεβαίωση της αθανασίας» του.
Εγώ θα είμαι εδώ και όχι αλλού: στην επικράτειά μας, ο αναγνώστης υποχρεούται σε συγκατοίκηση με τον αγοραστή και τον συλλέκτη, σα να παρηγορούν την επισφάλεια τα τείχη τα χτισμένα από ράφια, σα να μας προσκαλούν σε μια προστατευμένη περιπλάνηση. Ο Έλιοτ να διαβάζει καθισμένος στα μπροστινά παράθυρα της 2635 Locust Street – το πατρικό του έχει, από χρόνια, γκρεμιστεί∙ βρίσκεται, στο σημείο, ένας υπαίθριος χώρος στάθμευσης. Προσωρινά τα πράγματα της ύλης, με τη μελαγχολία τους – όταν μεταχειρίζομαι, ας πούμε, βιβλία που κάποτε ανήκαν σ’ άλλα χέρια. Και τα δικά μου ράφια κτερίσματα τα σκέφτομαι και στάχτη στον άνεμο του μέλλοντος. Ώς τότε, ασάλευτος δρομέας, περιβαλλόμενος από τοπία σε κάδρα, με λέξεις ως κλειδιά –βήμα και κίνηση, κατόρθωμα και δέσμευση, όραμα, στόχος, ρίσκο και προσπάθεια, απόφαση και πρόκληση, αντοχή–, θα πω: προς τι το αναπόδραστο της προόδου; «Αντίλαλοι άλλοι/ Τον κήπο κατοικούν».
Ιδού, λοιπόν, που πλέον συμπληρώθηκε ένας αιώνας από τη δημοσίευση της Έρημης Χώρας, της Άγονης, της Χέρσας, της Ρημαγμένης Γης. Ιδού, λοιπόν, που ήρθε και που πέρασε ακόμη ένας Απρίλιος σκληρός, βάναυσος, ανελέητος, αγριωπός και βάρβαρος, βίαιος και κακός.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: