«Οι καναπέδες, οι ομίχλες και τα σινεμά» της Ρόζμαρι Τονκς

[ Α Τ Λ Α Ν Τ Ι Κ Ο Σ ]
Εν εξελίξει ανθολογία μεταφράσεων αγγλόφωνης ποίησης


——————


Σαν «εκκρεμές από τη μια στην άλλη συμφορά», για να θυμηθούμε παραλλαγμένους τους στίχους του Ζμπίγκνιεβ Χέρμπερτ, μετεωρίστηκε η ζωή της Ρόζμαρι Τονκς (Rosemary Tonks 1928-2014). Γεννήθηκε στο Τζίλιγχαμ του Κεντ. Δε γνώρισε πατέρα – είχε πεθάνει, μηχανικός στην Αφρική, πριν απ’ τη γέννησή της. Το 1949 παντρεύτηκε τον, επίσης μηχανικό, Μάικλ Λάιτμπαντ. Έζησαν στην Καλκούτα και το Καράτσι. Η Τονκς, εκεί, νόσησε με παράτυφο και πολιομυελίτιδα, που άφησε ατροφικό το δεξί της χέρι. Έμαθε μόνη της να γράφει και να ζωγραφίζει με τ’ αριστερό∙ στο δεξί φορούσε μαύρο γάντι.
Έπειτα από σύντομο διάστημα στο Παρίσι, επέστρεψαν στο Λονδίνο κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Η Τονκς εργάστηκε στο BBC και δημοσίευσε το σύνολο του έργου της σε διάστημα εννέα χρόνων, από το 1963 έως το 1972: έξι μυθιστορήματα και δυο ποιητικές συλλογές. Οι τελευταίες, με τίτλους Notes on Cafés and Bedrooms (1963) και Iliad of Broken Sentences (1967), απ’ όπου και το παρόν ποίημα, αντικατοπτρίζουν τη μητροπολιτική καθημερινότητα της εποχής και την, έως ναυτίας, υφέρπουσα σε αυτήν δυσφορία. Αποκαλύπτουν, ταυτόχρονα, την έγνοια της Τονκς για «ένα ιδίωμα που να ’ναι προσωπικό, σύγχρονο και αρμονικό».
Ο ξαφνικός θάνατος της μητέρας της το 1968 πυροδότησε μια μακρόχρονη κρίση, πνευματική και προσωπική. Πήρε διαζύγιο, κινδύνευσε να χάσει την όρασή της, αποκήρυξε το έργο της και το 1979 μετακόμισε σ’ ένα παραθαλάσσιο σπίτι στο Μπόρνμουθ, όπου πέρασε, σαν ερημίτισσα, την υπόλοιπη ζωή της. Έπειτα από τον προσηλυτισμό της στον χριστιανικό πουριτανισμό και τη βάπτισή της, το 1981, κοντά στον ποταμό Ιορδάνη, έκαψε τα χειρόγραφα ενός ανέκδοτου μυθιστορήματός της μαζί με τη πολύτιμη συλλογή ασιατικής τέχνης που της είχε κληροδοτήσει μια θεία της. Μόνο της ανάγνωσμα, έκτοτε, η Βίβλος.
Μετά τον θάνατό της, τα ποιήματά της επανεκδόθηκαν με τον γενικό τίτλο Bedouin of the London Evening (Bloodaxe Books, 2014).

«Οι καναπέδες, οι ομίχλες και τα σινεμά» της Ρόζμαρι Τονκς

Οι καναπέδες, οι ομίχλες και τα σινεμά

της Ρόζμαρι Τονκς

Τον έχω ζήσει και τον έχω ζήσει,
Τον νευρικό, πολυτελή πολιτισμό μου,

Τα ζαχαρόφιλά μου νεύρα μ’ έκαναν κομμάτια

… Η αντίληψή τους για τη λογοτεχνία είναι απελπιστική.
Βάλ’ τους να πιούν την ίδια τους την ποίηση!

Άσ’ τους να φαν το σιχαμένο, γεμάτο λάσπη, μυθιστόρημά τους.

Έχει ησυχία∙ μόνον ο καθαρός, ψυχρός καιρός … κι εκείνος
Σηκώνεται απ’ τη νεκρή κρεβατοκάμαρά του κι έρχεται εδώ μέσα

Και θάβει μες στον καναπέ τον εαυτό του.
Μένει εκεί ώς και δυο ώρες μες στην τρύπα – και μιλά

– Κατευθείαν μες στα μεγάλα θέματα , το καθετί αντιμετωπίζει
Είναι ... άθλια θλιβερό.

(Εκείνο το μεγάλο πανωφόρι του λουτρού … το πουράκι που καπνίζει
Στο μικρό πιάτο… Και όταν φωνάζει: «Χα!»

Παραφροσύνη! – δε σου ανήκουν πια τα ίδια σου τα έπιπλα.)

Τις κακές μου μέρες (κι είμαι συντετριμμένη
Αυτήν ακριβώς τη στιγμή) μιλάω για τις φιλοδοξίες μου … κι εκείνος

Έντονα σκυθρωπιάζει, με όψη μαγκωμένη,
Δύσθυμη, ξινισμένη, που σαπίζει, σφιγμένο το σαγόνι του ….

Γίνομαι πιο τραχιά∙ και πιο μοντέρνα (εγώ, που με τρελαίνουν
Οι ιδέες μου∙ που δεν πηγαίνω πουθενά∙

Που δεν τολμώ ν’ αφήσω το κατώφλι μου, μήπως και μια ιδέα …)
Εντάξει. Τα πάντα παραδέχομαι, τα πάντα!

Ω ναι, η όπερα (Αχ, μα το σινεμά)
Ιδιαιτέρως την απολαμβάνει, την απολαμβάνει τρομερά, όταν κάποιος αρρωσταίνει

Την τελευταία στιγμή∙ και φέρνουν επί τούτου αεροπορικώς
Μια νέα, γιγάντια, Ολλανδή σοπράνο. Θέλει να τη βοηθήσει

Με τις άριές της. Γεροτράγε! Βλάσφημε!
Θέλει να τη βοηθήσει με τις άριές της!

Όχι, εγώ … πάω στο σινεμά,
Ιδιαιτέρως μου αρέσει όταν η ομίχλη είναι πυκνή, ο δρόμος

Σα μια τρύπα σε παλιό πανωφόρι και το φως καστανό σα λάβδανο
… οι ομίχλες! οι ομίχλες! Τα σινεμά

Όπου η αστυνομική λογοτεχνία σκιών πάνω απ’ τα πρόσωπά μας τρεμοπαίζει,
Η οθόνη απλωμένη σα σύννεφο που φέρνει καταιγίδα – που κάνει κρότο

Και σε πιτσιλά με οξύ … ή μένει σ’ εγκατάλειψη, με φωτισμένα μέσα της νερά,
Και στη σιωπή, στάζει και κροταλίζει – λιγόλογη, πολυτελής

… Οι ναρκωμένοι και δαρμένοι Φιλισταίοι
Βρίσκονται γύρω σου στην αίθουσα παντού …

Κι εκείνος … είναι κάπου αλλού, με τα νεκρά του νυχτικά,
Θέλει να με κάνει να σκεφτώ τις σκέψεις του

Και θα ’ναι τεράστιες, πληκτικές – (του είδους ακριβώς
Που θέλεις ν’ αποφύγεις).

… όταν βλέπω εκείνο το πουράκι, όταν το βλέπω … να καπνίζει
Και θέλει ν’ αντιμετωπίσει τη διεθνή κατάσταση …

Παράφορη οργή! Μαυρίλα! Ασφυξία!

– Όλο αυτό το χασομέρι στα καφέ για να ηρεμήσω
Απλώς με εξαντλεί. Και η αντίληψή τους για τη λογοτεχνία!

Η βλακώδης τομή των στροφών∙ τα μυθιστορήματα, φορτωμένα, σιχαμένα.
Τα έχω ζήσει και τα ξέρω με το παραπάνω.

Τα καφέ-νεύρα μου μ’ έκαναν κομμάτια
Με μαύρη, εξοντωτική πληροφορία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: