[ ΤΕΧΝΗΤΟΙ ΔΟΡΥΦΟΡΟΙ ]
Για τη Μόρα – Το σημάδι της Σάρας, ένα ποίημα της Βίκυς Κατσαρού (Ενύπνιο 2025).

Όταν καλούμαι να διαβάσω ένα βιβλίο, ώστε να γράψω και να μιλήσω γι’ αυτό, είναι ανάγκη μου, όσο μπορώ, να σταθώ «μπροστά στον καθρέφτη» του –καθρέφτης κι εγώ, αντανακλώντας τον– και να το μιμηθώ. Είναι ακόμη ανάγκη μου να το περικυκλώσω –σαν πολιορκητής στρατός ή σαν επίδοξος διαρρήκτης– και να εντοπίσω τα ευάλωτα σημεία, τις ρωγμές του και τις καλοσυνάτες κλειδαριές που θα μου επιτρέψουν να διεισδύσω μέσα του, να μεταμφιεστώ και, μεταμφιεσμένος, να περιπλανηθώ, ίσως υποδυόμενος ότι δεν έχω έρθει απ’ αλλού, εδώ ανήκω, ταιριάζω στις σελίδες του. Και είναι ανάγκη μου, η πρώτιστη, νομίζω, εντέλει να εγκατασταθώ μες στο φιλόξενο λευκό που περιβάλλει το μελάνι κι εκεί να υπάρξω –από τη φιλολογική διαστροφή ή κλίση μου ορμώμενος– υπομνηματιστής.
Κι ένα υπόμνημα, ασφαλώς, που σέβεται τον εαυτό του δε θα διανοούνταν, δε θα δικαιούνταν να παρακάμψει αυτό που αποκαλούμε παρακείμενο, όλες τις λέξεις, δηλαδή, που ανήκουν στο βιβλίο χωρίς να εντάσσονται στο σώμα του κειμένου του (σελ. 13-89). Από αυτό ξεκινώντας, θα ήθελα, γι’ αρχή, να σημειώσω πως η Μόρα – Το σημάδι της Σάρας ως «ένα ποίημα» υποτιτλίζεται, ταξινομείται, περιγράφεται. «Ποίημα», που πάει στην κυριολεξία του να πει «αυτό που φτιάχνεται, δημιουργείται, κατασκευάζεται», «ποίημα», με το «πλάσμα» παραπλήσιο και με το «γέννημα» συγγενές και ομογάλακτο.
Αλλά κι αν στρέψουμε την προσοχή μας στην ειδολογική διάσταση του όρου, τι μας λέει; Ότι επιλέγοντας η Βίκυ Κατσαρού να θεωρήσει ένα και μόνο ποίημα το βιβλίο της, ποίημα που –από λίκνο σε λίκνο– εκτείνεται κατά μήκος εβδομήντα έξι σελίδων, μας υποβάλλει μια μέθοδο ανάγνωσης, μας καθιστά σαφές ότι φιλοδοξεί κι επιχειρεί να διευρύνει το πεδίο, διεκδικεί για τη δική της τέχνη χώρους που είμαστε εξοικειωμένοι να ταυτίζουμε με την πεζογραφία: την αφήγηση, δηλαδή, την πλοκή, τη σύνθεση και τη μεγάλη φόρμα. Να θες μια ιστορία να πεις, να εφεύρεις χαρακτήρες ως φορείς της, να πλάσεις τη φωνή τους ως ιδίωμα και ν’ αναλάβεις –η ίδια εσύ– στην καθεμιά φωνή ζωή να δώσεις, την καθεμιά φωνή να βρεις πώς θα προφέρεις.
Ποια μάσκα θα διαλέξεις;
Το βιβλίο περιέχει δυο αφιερώσεις. Η μια («στη μαμά μου») προτάσσεται. Η άλλη, σα να γενικεύει και να εμπλουτίζει την πρώτη, μνημονεύει όλες τις «γυναίκες που», για τον ένα ή τον άλλο λόγο, «δεν έκαναν παιδιά» και που «γίνονται μητέρες ολωνών μας». Αυτή στις ευχαριστίες τη βρίσκουμε, κατά το τέλος του βιβλίου.
Εκεί κατονομάζονται από τη Βίκυ Κατσαρού και τα συστατικά του: «Οι μάγισσες, τα παραμύθια, οι λαϊκές παραδόσεις, η μάχη των φύλων, η καταπίεση της γυναίκας κι η υποταγή της, κι η αγάπη που δεν πρέπει να πονά, γιατί αν πονά δεν είναι αγάπη» (σελ. 91). Η πύλη του βιβλίου είναι διάπλατη, ανοιχτή κι εμείς να τη διαβούμε πανέτοιμοι. Στο υπέρθυρο μια προειδοποίηση ακόμη, στον Βούδα αποδιδόμενη: «Τούτη είναι η τελευταία ενσάρκωσή μου» (σελ. 9). «Ενσάρκωση», που πάει να πει να γίνεται το άυλο απτό. «Ενσάρκωση» ή, αλλιώς, «γέννα».
Νεογνό και το λυρικό υποκείμενο που αρχίζει να μας αφηγείται (σελ. 13-32). «Στις σαράντα μέρες», μας λέει, μετά τη γέννησή του, μια γυναίκα μαυροντυμένη –δεν ξέρουμε ακόμη τ’ όνομά της– «μου έραψε το στόμα./ Ήχο περίσσιο να μην προφέρω» (σελ. 13). Πέντε μέρες μετά, έραψε μισό και το αριστερό της μάτι για να μην είναι πλέον ορατός ο βλάσφημος ληστής που –εσταυρωμένος κι αυτός στον Γολγοθά– είπε το «σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς».
Ποια είναι η πρώτη αίσθηση που αποκομίζουμε; Πού έχουμε βρεθεί και πώς προσανατολιζόμαστε εδώ; Όλα συμβαίνουν σε συνθήκες εγκλεισμού, το καθημερινό, ωστόσο, σκηνικό μετατρέπεται σε μεταιχμιακή περιοχή μεταξύ του ονείρου και της πραγματικότητας, γίνεται θέατρο ενσώματων μαχών και τελετουργικών υπερβάσεων.
Η αφηγήτρια κατονομάζεται Σάρα (σελ. 15), συγκατοικεί με τη θνητή της μάνα, αλλά και με μιαν άλλη –εξαρχής κυρίαρχη και υποβλητική– θηλυκή υπόσταση, που λέγεται Μητέρα (σελ. 13) και Μόρα (σελ. 14) και Μύριαμ (σελ. 29): συνύπαρξη με την προέλευση και την καταγωγή, με τον άκοπο λώρο και τον αδιάκοπο βόμβο της –από τη μια γενιά στην άλλη– κληροδοτούμενης παράδοσης. Ο χρόνος περνά. «Ζω στο σπίτι αυτό τριάντα χρόνια./ Έχω θάψει τους περισσότερους νεκρούς μου» (σελ. 16).
«Βρέχω χαρτί φιγούρες πλάθω» (σελ. 14), λέει η Σάρα, και μέσ’ απ’ τις φιγούρες αφηγείται τη βία που η γυναίκα έχει υποστεί, ξανά και ξανά, κατά μήκος του χρόνου. Μες σε αγκύλες παρεμβάλλονται μύθοι και δοξασίες μιας εναλλακτικής λαογραφίας, απόκρυφης, μιας άλλης Βίβλου, μυστικής. Η άλλη Σάρα «κυοφόρησε σε ηλικία 127 ετών τα άστρα και τον λύκο». Οι απόγονοί της «που μένουν με τις μήτρες άδειες» ευλογήθηκαν «να γεννούν αστερισμούς, θηρία και μίσχους δροσερούς» (σελ. 16). «Μήτρα», που πάει να πει το μυώδες, κοίλο όργανο της γυναικείας λεκάνης, «μήτρα» που είναι κι η κοιτίδα, το καλούπι.
Η αφήγηση έρχεται και ξανάρχεται σε κύματα. Κάθε φορά μας φανερώνει κι άλλους ήχους. Κάθε φορά μας υποβάλλει κι άλλη γωνία οπτική, ένα «βλέμμα/ που δεν διακόπτεται από τις πολυκατοικίες» (σελ. 18). Το σπίτι, λοιπόν, και μες στο σπίτι το σώμα, θηλάζοντας αίμα, γιατί η κάθε γυναίκα είναι και «πρώτη των γυναικών από πάντα» (σελ. 16), κοινωνός της κάθε προηγούμενης εμπειρίας, γυναίκα που ποθεί, που μαγεύει, που γιατρεύει, που είναι έξαλλη ή ένθεη και μαίνεται, γυναίκα που χορεύει, που «σιγομουρμουρά ένα τραγούδι» (σελ. 20), που κλαίει, που ωρύεται, που γίνεται ένα με το σύμπαν ή το καταστρέφει.
Όλα εντοπίζονται στο σώμα: αυτό είναι το πεδίο των παθών, αυτό και το αντικείμενο της ενδελεχούς εις εαυτόν παρατήρησης, αυτό και το χωρικό σημείο μιας ενδόμυχης, ατομικής κοσμογονίας. Εδώ εγκιβωτίζεται ολόκληρη η φύση, δε συσκευάζεται, ενσαρκώνεται. Προς τα εδώ απευθύνεται το ανδρικό μάτι, έμπλεο τρόμου για την ασύμμετρη και δυσερμήνευτη ισχύ, ποθεί, δεν εννοεί και θυμώνει: εκείνος, ο άγνωστος Χ. ξέρει πως η γυναίκα είναι «γυάλινη./ Δεν ξέρει» πως αν την έσπαγε, θα εκσφενδόνιζε επάνω του αιχμές, όλα της τα θραύσματα (σελ. 28).
Και με μια γλώσσα μαγική, τίθεται το υπέρτατο δίλημμα του βιβλίου. Η Σάρα «γεννήθηκε νικήτρια» (σελ. 17). Μα αν δεν υπάρχει Θάνατος για εκείνη, γιατί η ίδια εκείνη είναι ο Θάνατος (σελ. 18), νικήτρια επί τίνος; Με ποιο τίμημα; Καθώς η Μητέρα, η Μόρα, η Μύριαμ ετοιμάζεται για τη διάβασή της, το δικό της Πάσχα, η Σάρα αντιλαμβάνεται την αλήθεια: «Η Μητέρα μού κληροδοτεί τη δύναμή της/ και μαζί την Κόλαση» (σελ. 32). Βρικολάκιασμα ή αποποίησή του; Θάνατος ή Ανάσταση;
Παίρνει τον λόγο η Μύριαμ, η Μητέρα (σελ. 33-49) και αφηγείται το δικό της παρελθόν. «Το όνομά μου», λέει, «είναι κατάρα» (σελ. 33). Σε άλλο τοπίο εδώ, σε άλλο σκηνικό, πέρα απ’ την πόλη, έξω από το σπίτι, προσωποποιείται η φύση ως λύκαινα λευκή και η αγάπη μαθαίνεται ως διάθεση θυσίας, υπέρβαση της αμαρτίας και «αγωνία της επικείμενης απώλειας» (σελ. 34). Το νόημα προκύπτει από την επιβίωση του κτήνους και από την εξόντωση του ανθρώπινου, αν το ανθρώπινο διαπράττει ύβρη και δεν είναι σε θέση να συλλάβει την ίδια του τη σχέση με τη φύση, την ίδια του τη θέση μες στη φύση.
Και μες στη φύση, η συνύπαρξη της Μύριαμ με τη Λύκαινα μετατρέπεται σε περιήγηση κι εξήγηση της νυκτόβιας ζωής των έμψυχων πλασμάτων, μια διαδικασία –όπως και όλο το βιβλίο– μυητική. Οι άνδρες κυνηγοί επιχειρούν να τη διακόψουν, αλλά πέφτουν θύματα του πόθου τους.
Η μητριαρχική, όμως, κοινωνία, που προκύπτει, με γνώση της αυτάρκειας αλήθειας, δε δύναται να πραγματοποιηθεί, παραμένει ουτοπία γιατί ο δυναστευόμενος εμπεριέχει και τον απόντα, πια, δυνάστη του. Οι γυναίκες του χωριού, όταν αντικρίζουν τη Λύκαινα, της επιτίθενται, την τραυματίζουν, δεν μπορούν, όμως, να τη σκοτώσουν, στρέφουν, εντέλει, τα μαχαίρια τους πάνω στην ίδια την καρδιά τους και πεθαίνουν. Είναι σα να ’ναι καταδικασμένη στη ματαίωση και στην ανυπαρξία η κάθε οραματική, ανατρεπτική θέαση και σύλληψη του κόσμου.
Όταν το αίτημα αυτό αποτυγχάνει, όταν ο κόσμος μένει ερημωμένος, όταν το διπλό χρέος («να προστατέψω τη Λύκαινα/ και να ελευθερώσω τις γυναίκες», σελ. 48) μένει ανεκπλήρωτο, το μόνο που απομένει είναι μια κραυγή: εσωτερικεύεται, χωνεύεται και μεταμορφώνει τη Μύριαμ σε Μόρα.
Στο δεύτερο μέρος, το σημάδι της Σάρας, ακούμε και τις τρεις φωνές (σελ. 53-89) στη δέση και τη λύση του τραύματος, του δράματος. Προστίθεται η φωνή της Ελσινόρης που είναι μια προαιώνια Μάνα Γη, ο τόπος όπου συμβαίνουν τα πάντα, τόπος ενσαρκωμένος και σκηνικό στον βυθό της θάλασσας: «μέσα μου κρατώ τον κόσμο» (σελ. 53).
Συμβαδίζουμε με την Κατσαρού προς τα πίσω, την ακολουθούμε στην επική απαρχή της αφήγησης, εκεί που κατονομάζονται –σαν από τη Θεογονία βγαλμένες– η Ρέα, η Θέμιδα, η Μνημοσύνη, η Φοίβη, η Τηθύς, που ενσαρκώνουν «την ηθική, τη σκέψη, μνημονικό κι ενθύμηση, χρησμούς και προφητείες» (σελ. 55), όλη, δηλαδή, τη συμπυκνωμένη δύναμη του θήλεος. Μαθαίνουμε τα πολλά ονόματα της Ελσινόρης «Βενδίδα, Σελήνη, Ερινύα, Μέδουσα, Εκάτη» (σελ. 65).
Διαβάζουμε για τον πρώτο Χ., για τον αρχέκακο έρωτα, τον έρωτα ως φωνή που στιχουργεί αυτοσχέδια, τον έρωτα ως αποκάλυψη της θνητότητας και ως πράξη συνδημιουργίας: «εκείνος μου τραγουδούσε κι εγώ έγραφα στίχους» (σελ. 73). Και πάλι, όμως, ο φόβος: δεν είσαι «παρά μοναχά γυναίκα» (σελ. 74), της λέει. Και από εκεί ξεκινά η καταστροφή: κάρβουνο, όμως, όχι κατακλυσμός. «Ο κόσμος όπου ζούμε είναι καταραμένος να καταστρέφεται και να αναγεννάται διαρκώς» (σελ. 80).
Αν, όμως, τα μάτια της Σάρας είναι οι «μαύρες κόχες μιας σπαραγμένης Δημιουργίας» (σελ. 54), το βιβλίο ολόκληρο γίνεται μαρτυρία ενσώματη της δημιουργίας αυτής, της μαγικής αυτής γυναικογονίας, για ν’ αντιστρέψω και ν’ αναστείλω τον άλλο, τον τόσο δυσοίωνο, τον τόσο κυρίαρχο στις μέρες μας, όρο. Κι ας είναι αυτή η μαρτυρία αφορμή κι εμείς, ως άνδρες, ν’ αναλογιστούμε τη φύση μας, το φύλο μας, τη μακρά κληρονομιά μας, που είναι –κακά τα ψέματα– μια κληρονομιά βίας, ισχύος κι επιβολής. Μέσα απ’ τη Μόρα, αναρωτιόμαστε και τι πάει να πει άνδρας και τι πάει να πει γυναίκα και πώς ορίζεται η συνύπαρξη των δυο.
Η Μόρα είναι, εντέλει, ένα ποίημα αίτημα να σπάσει η αλυσίδα του τραύματος: ανάσταση σκορπά η Σάρα, όχι θάνατο. Σα θηλυκός Χριστός («θα έπαιρνε στους λεπτούς της, μυτερούς ώμους, τις αμαρτίες ολωνών μας καθώς όλη της τη ζωή θα σταυρωνόταν», «γεννήθηκε για να αγαπάει πάντα», σελ. 59) δια των λέξεων εγκαθιδρύει μια μυθική επικράτεια, όπου όλα χωρούν και όλα, αδογμάτιστα, ενώνονται.
«Κι όσο γράφω», μας λέει, «είναι η πρώτη φορά που αρχίζω/ άνθρωπος να νιώθω» (σελ. 83). Το χρέος δεν είναι, πλέον, η καταστροφή, αλλά η καταγραφή, αυτή που διαβάζουμε το αποτέλεσμα της: η παυσίπονη, παυσίλυπη γραφή, μ’ έναν λαιμό καθαρό από φόνο και ραμμένο ξανά με του θηρίου «την τρίχα για κλωστή και το μολύβι για βελόνα» (σελ. 85).
Αυτό είναι το σημάδι της Σάρας, όπως συνοψίζεται σε μια από τις τελευταίες λέξεις του βιβλίου, που ακούγεται σαν ξόρκι, σαν «αμήν», σαν «αλληλούια», αυτό το επίρρημα το τόσο ζωτικό, το τόσο παρήγορο, το τόσο αναγκαίο, το τόσο φευγαλέο, το τόσο ιερό, το ταπεινό, το δοξασμένο «άπονα».